Else Lasker-Schüler, Πέντε ποιήματα

 

 

 

Ένα παλιό χαλί θιβετιανό

Η ψυχή σου, με τη δική μου ερωτευμένη,

είναι μαζί της στο θιβετιανό χαλί πλεγμένη.

Αχτίδα την αχτίδα, χρώματα που αγαπηθήκαν,

άστρα στις άκρες τ’ ουρανού κατακτηθήκαν.

Τα πόδια αναπαύουμε πάνω στον θησαυρό,

μπρος τους απλώνουν κόμποι αμέτρητοι σε αριθμό.

Γλυκέ του Λάμα γιε, στον θρόνο σου μόσχο που ευωδιάζει,

πόσο καιρό το στόμα σου, στο στόμα μου φωλιάζει,

πόσους πολύχρωμους καιρούς το σώμα σου εμένα αγκαλιάζει;

Χάος

Τ’ άστρα δραπετεύουν, φοβισμένα και χλομά,

απ’ τον ουρανό της μοναξιάς μου,

και το μαύρο μάτι του μεσονυχτίου

ρίχνει την επίμονη ματιά του όλο και πιο κοντά.

Τον εαυτό μου δεν μπορώ να ξαναβρώ

μέσα σε τούτη τη θανάσιμη ερημιά!

Νιώθω από ’μένα να κείμαι κόσμους μακριά

ανάμεσα μια γκρίζα νύχτα φόβου αρχέγονου…

Θα ’θελα, ένας πόνος να ξυπνήσει

κι απάνθρωπα να με γκρεμίσει

κι αιφνίδια από μένα να μ’ αρπάξει!

Και μια ηδονή δημιουργική

πάλι πίσω στην πατρίδα να με φέρει

κάτω απ’ το στήθος το μητρικό.

Στη μάνα γη μου δεν υπάρχει ούτε ψυχή,

τα ρόδα δεν ανθίζουν πια εκεί

μέσα στη ζεστή πνοή. –

…Θα ’θελα έναν ακριβαγαπημένο να ’χα,

και να κρυβόμουνα βαθιά μες στη δική του σάρκα.


Προσευχή

Παντού αναζητώ να βρω μια πόλη

που να ’χει άγγελο μπροστά στην πύλη

τα τσακισμένα του πελώρια φτερά

στους ώμους κουβαλώ με δυσκολία

και τ’ άστρο του στο μέτωπο σφραγίδα.

Πάντα πορεύομαι μες στο σκοτάδι…

Στον κόσμο αυτόν εγώ έφερ’ αγάπη –

για να μπορεί κάθε καρδιά ν’ ανθίζει γαλανή

με κόπο παραφύλαξα ολόκληρη ζωή,

τύλιξα σ’ αύρα θεϊκή τη σκοτεινή πνοή.

Θεέ, μες στον μανδύα σου γερά εμένα σφίξε∙

το ξέρω, είμαι το λείψανο μες στην κρυστάλλινη σφαίρα,

κι όταν ο τελευταίος άνθρωπος τον κόσμο λησμονήσει

έξω απ’ την παντοδυναμία ξανά δεν θα μ’ αφήσεις

και θα με περιβάλλει μια γεώσφαιρα καινή.

Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!

Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!

Ύστερα θα κλαις εσύ για μένα.

Αιματόχροες οξιές ανασκαλεύουν

πολεμικά τα όνειρά μου.

Μέσ’ από βάτους ζοφερούς

πρέπει να διαβώ

και μέσ’ από νερά και τάφρους.

Συνέχεια κύμα τραχύ χτυπά

απάνω στην καρδιά μου·

εσώτερος εχθρός.

Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!

Αλλά και μακριά απ’ αυτόν

εγώ θα τριγυρνώ, ένα τρεμάμενο φως,

γύρω απ’ τον τάφο του Θεού.

Αποχαιρετισμός

Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ –

καθόμουν μες στων άστρων τον μανδύα.

…Κάθε που άκουγα στην πόρτα μου έναν χτύπο,

ήταν η ίδια μου η καρδιά.

Τώρα είναι κρεμασμένη πάνω από κάθε πόρτα,

και τη δική σου ακόμα·

Ρόδο φωτιάς που σβήνει ανάμεσα σε φτέρες

μες σε γιρλάντα καστανή.

Τον ουρανό για σένα σε χρώμα μούρων έβαψα

με της καρδιάς μου το αίμα.

Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ –

…στεκόμουν σε παπούτσια χρυσά.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη






«Ο Μαύρος Κύκνος του Ισραήλ» (Πέτερ Χίλλε), «Ψαλμωδός της γερμανικής αβανγκάρντ» (Βάλτερ Μέρινγκ) και «η μεγαλύτερη ποιήτρια που είχε ποτέ η Γερμανία» (Γκότφριντ Μπεν) είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στη Γερμανοεβραία ποιήτρια Έλζε Λάσκερ – Σούλερ.

 

Γεννήθηκε το 1869 στο Έλμπερφελντ της δυτικής Γερμανίας και πέθανε το 1945 στην Ιερουσαλήμ. Από το 1894 έως το 1899 ήταν παντρεμένη με τον γιατρό Μπέρτχολτ Λάσκερ και από το 1903 έως το 1912 με τον κριτικό και εκδότη του περιοδικού Der Sturm Χέρβαρτ Βάλντεν. Η μεσοαστική νοοτροπία που χαρακτήριζε τον πρώτο της γάμο δεν την ικανοποιούσε καθόλου και δεν άργησε να ασπαστεί τον μποέμ τρόπο ζωής, τον οποίο και ακολούθησε έως το τέλος της ζωής της. Έζησε στο Βερολίνο από το 1894 έως το 1933 κι εκεί, μέσα στα βερολινέζικα καφέ, τα οποία αποτελούσαν τη Μέκκα των καλλιτεχνικών ανταλλαγών και της έμπνευσης, γνώρισε πολλούς από τους μεγάλους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες της περιόδου, όπως τον Γκέοργκ Τρακλ, τον Φραντς Μαρκ, τον Καρλ Κράους, τον ζωγράφο Όσκαρ Κοκόσκα και άλλους. Το 1933 δέχεται επίθεση από μια ομάδα ναζί και, χωρίς καν να περάσει απ’ το σπίτι της, παίρνει το πρώτο τραίνο για Ζυρίχη κι εγκαταλείπει τη Γερμανία για πάντα. Από την Ελβετία επισκέπτεται τρεις φορές την Παλαιστίνη και στο τρίτο της ταξίδι εγκαθίσταται στην Ιερουσαλήμ, καθώς οι αρχές δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει στη Ζυρίχη.

 

Η Έλζε Λάσκερ – Σούλερ, αυτή η αλχημίστρια της γλώσσας που, όπως έλεγε, «χρύσωνε» τις λέξεις, αυτή που γράφοντας ποιήματα και κάνοντας σκίτσα, ανακάλυπτε εκ νέου τον εαυτό της, αυτή που άλλοτε ήταν ο Πρίγκιπας Γιουσούφ της Θήβας, άλλοτε η Πριγκίπισσα Τίνο απ’ τη Βαγδάτη κι άλλοτε μικρό αστέρι και μεγάλος κομήτης, έχει χρησιμοποιήσει τα παρακάτω λόγια για να περιγράψει τον εαυτό της:

«Στο Έλμπερφελντ στον Βούπερ γεννημένη, με τη σκέψη μου στον ουρανό, είμαι υπεύθυνη για την πόλη της Θήβας και είμαι ο πρίγκιπάς της Γιουσούφ. Δεν είμαι δεκαεπτά ετών ούτε και εβδομήντα, δεν έχω ώρα ούτε χρόνο. Τα βιβλία μου έτσι τριγυρνούν και μια μέρα θα πνιγούν στη θάλασσα. Χρήματα έχω άλλοτε πάρα πολλά και άλλοτε καθόλου. Παλιότερα μερικές φορές δεν το πίστευα, τώρα όμως το ξέρω· είμαι η Έλζε Λάσκερ-Σούλερ – δυστυχώς».

Αντιπροσωπευτικά Έργα:

Στυγξ (1902), Οι νύχτες της Τίνο απ’ τη Βαγδάτη (1907), Τα θαύματά μου (1911), Η καρδιά μου (1912), Εβραϊκές Μπαλάντες (1912), Ο Πρίγκιπας της Θήβας (1914), Άρτουρ Αρόνυμους. Η ιστορία του πατέρα μου. (1932), Η Γη των Εβραίων (1937), Το γαλάζιο μου πιάνο (1943).

 

Το Σεπτέμβριο του 2008 θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη σε μετάφραση Εύης Μαυρομμάτη η ποιητική συλλογή της Έλζε Λάσκερ - Σούλερ "Εβραϊκές Μπαλάντες".



© Logotexnia 21 + Εύη Μαυρομμάτη

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails