Αλέξανδρος Κ., Κεχριμπάρι

Kuzma Petov-Vodkin, Head of boys 1918 

- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!

- Κκ... κκκ... κ...

- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!

- Κκ... κκκ... κ...

- «κε - χρι - μπά - ρι», Πες το, ρε μαλακισμένο!

 

Το «μαλακισμένο» 17 χρονών άντρας. Ο «πες το, ρε μαλακισμένο» 72 χρονών, γέρος άνθρωπος. Κι εκείνο το μεσημέρι ο γέρος καθόταν με τους φίλους του στο καφενείο. Όλοι τους παροπλισμένοι πια, να θυμούνται το ένα ταξίδι εδώ και τ’ άλλο ταξίδι εκεί και τις ομορφιές του κόσμου που είχανε γνωρίσει. Και τώρα στα σκατά. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές. Να κάθονται στο καφενείο και ν’ αγναντεύουνε τη θάλασσα και να χαζεύουν τους λιγοστούς περαστικούς.

 

Από μπροστά τους περνούσε και «το μαλακισμένο» εκείνο το μεσημέρι. Γύριζε απ’ το σχολείο, μόνο του. Πίσω του και μπροστά του παρέες δύο και τριών και περισσότερων παιδιών. Κι εκείνο μόνο του. Ο γέρος το φώναξε μόλις το είδε να περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι. «Ρε μαλακισμένο!», του φώναξε άγρια. «Το μαλακισμένο» κοντοστάθηκε αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι. Μια παρέα παιδιών γύρισε και κοίταξε προς το καφενείο καθώς το προσπερνούσε. Μετά κοντοστάθηκαν κι εκείνα τα παιδιά και περίμεναν να δούνε τι θα γίνει. «Ρε μαλακισμένο!», ξανακούστηκε ο γέρος, πιο αγριεμένος αυτή τη φορά. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

 

- Άσ’ το, βρε καπετάνιε, να πάει το δρόμο του. Μην το παιδεύεις το παιδί.

- Δουλειά σου, εσύ!

 

«Ρε μαλακισμένο! Τσακίσου κι έλα εδώ, που σου μιλάω», είπε και πετάχτηκε όρθιος ο γέρος. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

 

Τότε η παρέα των γέρων σηκώθηκε όλη απ’ το τραπέζι. Ένας θαρραλέος πήγε να κάνει μια κίνηση να ηρεμήσει τον «πες το, ρε μαλακισμένο», αλλά εκείνος τον έσπρωξε με το χέρι του. Δύο άλλοι έκαναν νόημα στον θαρραλέο να τον αφήσει. Τον άφησε, αλλά κανείς τους δεν ξανακάθισε στο τραπέζι. «Πάμε, ρε ’σεις, να φύγουμε από ’δω!», ακούστηκε ένας πιο θαρραλέος. «Κι εσείς, ρε, άντε σπίτια σας! Τι μου σταθήκατε μες στη μέση του δρόμου, άντε σπίτια σας!», είπε ένας άλλος, που θάρρεψε κι εκείνος, στα παιδιά που είχαν σταματήσει για να δούνε γι’ άλλη μια φορά «το μαλακισμένο» να το κάνει ρεζίλι ο γέρος.

 

Κι αρχίσανε να φεύγουν όλα τα παιδιά. Κάποια γυρίζανε όμως πού και πού και κοιτάζανε πίσω κάθε φορά που ακούγανε εκείνο το «Ρε μαλακισμένο, έλα εδώ, που σου μιλάω, σου είπα!» Κι απ’ όλους τους μεγάλους και όλους τους μικρούς ένας μόνο δεν έφυγε.

 

Ερχότανε πίσω απ’ όλα τα παιδιά και είχε μείνει τελευταίο. Από ’κείνη την άνοιξη που είχε χαθεί κι όταν το βρήκανε το πήγανε στο νοσοκομείο με το σκάφος του λιμενικού κι ύστερα ο αστυνόμος πήγαινε για δυο τρεις μέρες επίσκεψη στη μάνα του, κανένα από τ’ άλλα τα παιδιά δεν του έκανε παρέα. Μόνο του πήγαινε στο σχολείο, μόνο του καθότανε στο θρανίο, μόνο του γύριζε στο σπίτι. Σαν «το μαλακισμένο». Αλλά όλοι μιλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές.

 

Μόνο εκείνο δεν έφυγε. Πλησίασε «το μαλακισμένο» και το σκούντηξε στην πλάτη. Και «το μαλακισμένο» προχώρησε. Αυτό μόνο χρειάστηκε. Ένα σκούντημα στην πλάτη και προχωρήσανε μαζί. Κι όταν ακούστηκε ένας θόρυβος απ’ το τραπέζι και τις καρέκλες να πέφτουν κάτω, κανένα από τα δύο τα παιδιά δεν γύρισε το κεφάλι. Ούτε «το μαλακισμένο» ούτε το άλλο, «το χαλασμένο».

 


Το διήγημα «Κεχριμπάρι» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταφραστής και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορεί το βιβλίο του Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails