Αλέξανδρος Κ., Συγχώρεση


 

Αγαπημένε, άρχισε να γράφει μετά από πολλές ώρες κάποια στιγμή. Κι αμέσως μετά το κόμμα σταμάτησε. Και τώρα κοιτάζει το χαρτί και δεν γράφει τίποτα. Με το ένα χέρι στηρίζει το κεφάλι και με το άλλο κρατάει το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς. Και κοιτάζει το Αγαπημένε, που άρχισε να γράφει κι αμέσως μετά το κόμμα σταμάτησε και μαζί με το Αγαπημένε,  βλέπει και τη λεπτή μύτη του στυλό και βλέπει και τα δυο δάχτυλα, τον αντίχειρα και τον δείκτη, που κρατάνε το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς. Και μαζί με τα δυο δάχτυλα, τον αντίχειρα και τον δείκτη, βλέπει και το χέρι που κρατάει το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, που άρχισε να γράφει κι αμέσως μετά το κόμμα σταμάτησε. Και δεν γράφει τίποτα. Και όσες ώρες χρειάστηκε για ν’ αποφασίσει να πάρει με το ένα χέρι το χαρτί και με το άλλο το στυλό, για ν’ αρχίσει να γράφει Αγαπημένε, άλλες τόσες ώρες κι ακόμα πιο πολλές κοιτάζει το χαρτί και δεν γράφει τίποτα. Γιατί πρέπει να καταλάβει ο άλλος, όταν θα πάρει αυτό το γράμμα που θα γράψει, τι ακριβώς θέλει να πει. Και όσες ώρες κοιτάζει το χαρτί και δεν γράφει τίποτα, τόσες ώρες μπερδεύονται οι λέξεις που θέλει να γράψει με τις λέξεις που θέλει να μην γράψει. Γιατί όλες μαζί τις λέξεις, και τις λέξεις που θέλει να γράψει και τις λέξεις που θέλει να μην γράψει, μπορεί να τις γράψει ή να μην τις γράψει κάτω από εκείνο το Αγαπημένε, που άρχισε να γράφει κι αμέσως μετά το κόμμα σταμάτησε. Γιατί από εκείνη τη στιγμή μετά από πολλές ώρες που άρχισε να γράφει Αγαπημένε, άρχισαν να μπερδεύονται οι λέξεις που θέλει να γράψει με τις λέξεις που θέλει να μην γράψει. Γιατί εκείνο το Αγαπημένε, σημαίνει όλες μαζί τις λέξεις. Και τις λέξεις που θέλει να γράψει και τις λέξεις που θέλει να μην γράψει. Και κοιτάζει το χαρτί και δεν γράφει τίποτα. Και μετά από πολλές ώρες κάποια στιγμή αφήνει το κεφάλι που στήριζε με το ένα χέρι και το κατεβάζει εκείνο το χέρι δίπλα στο χαρτί. Και αφήνει το στυλό από το άλλο χέρι, που το κρατούσε με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς, και το στυλό πέφτει πάνω στο Αγαπημένε, που σημαίνει όλες μαζί τις λέξεις, και τις λέξεις που θέλει να γράψει και τις λέξεις που θέλει να μην γράψει, και το μισοκρύβει. Και όπως βλέπει το στυλό πάνω στο χαρτί και πάνω στη μισοκρυμμένη λέξη, βλέπει και το χέρι που κρατούσε το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς και βλέπει και τα πέντε δάχτυλα του χεριού, που κρατούσε το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς, ν’ απλώνονται και μετά να μαζεύονται πάλι και να τσαλακώνουν το χαρτί. Και βλέπει και το άλλο χέρι, που στήριζε το κεφάλι κι ήταν κατεβασμένο δίπλα στο χαρτί, να πιάνει το τσαλακωμένο χαρτί μαζί με εκείνο που κρατούσε το στυλό με μια κλίση 60 μοιρών πάνω από το κόμμα στο Αγαπημένε, ακριβώς και να το κάνουν δυο κομμάτια, το χαρτί. Κι αυτά τα δυο κομμάτια χαρτί έχουν τώρα το βάρος που έχουν όλες μαζί οι λέξεις, και οι λέξεις που ήθελε να γράψει και οι λέξεις που ήθελε να μην γράψει. Και μετά από πολλές ώρες κάποια στιγμή σκέφτεται τι θα γίνει όλο αυτό το βάρος, που έχουν  όλες μαζί οι λέξεις, και οι λέξεις που ήθελε να γράψει και οι λέξεις που ήθελε να μην γράψει, και αν αυτό το βάρος θα συνεχίσει να υπάρχει όταν αυτά τα δυο κομμάτια χαρτί λιώσουν κάποια στιγμή. Και αν το βάρος, που έχουν όλες μαζί οι λέξεις, και οι λέξεις που θέλει να γράψει και οι λέξεις που θέλει να μην γράψει ένας άνθρωπος, συνεχίζει να υπάρχει όπως τα κόκκαλα που συνεχίζουν να υπάρχουν όταν το σώμα λιώνει κάποια στιγμή.




 


Το διήγημα «Συγχώρεση» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Inge Müller, Οι ποδηλάτες

Foto_by_Donath Otto_1945_Berlin

 

Στο δρόμο για την πρωτεύουσα πήγαινε μια άμαξα με άλογα. Οι ρόδες της χάραζαν δυο μαύρα ρυάκια πάνω στην ανοιχτόχρωμη σκόνη. Πίσω από την άμαξα, μέσα στα αυλάκια, πήγαιναν δύο ποδηλάτες, μία γυναίκα κι ένα αγόρι.

«Σίγουρα θα μου αγοράσει ο μπαμπάς ένα καινούριο ποδήλατο το Πάσχα; Είπε κάτι;» ρώτησε το αγόρι.

 

Μίλησε πολύ δυνατά για να καλύψει το τρίξιμο του ποδηλάτου του και πήγε πιο κοντά στη γυναίκα. Εκείνη τρόμαξε, κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει προς το μέρος του. Χωρίς ν’ απαντήσει, έκανε πιο γρήγορα πετάλι. Το σκούρο αδιάβροχο παλτό της φούσκωνε σαν ένα δεύτερο παραχαλαρωμένο δέρμα. Έβαλε το χέρι της φουριόζικα πάνω σ’ αυτό και με μια προσεκτική κίνηση τράβηξε τις άκρες του παλτού πιο σταθερά πάνω στα γόνατά της. Πολύ κοντά μπροστά της ήταν η άμαξα. Την προσπέρασε. Το αγόρι έκανε προσπάθεια να την ακολουθήσει. Σήκωσε το δεξί χέρι από το τιμόνι κι έσπρωξε στα πλάγια τα λουριά του σακιδίου του πάνω στους λεπτούς, γωνιώδεις ώμους του, τον πίεζαν. Έφτασε τη μητέρα του, καθώς εκείνη με κόπο έκανε πετάλι, για να βγάλει μια ανηφόρα του επαρχιακού δρόμου. Το λεπτό, μαυρισμένο πρόσωπό του κοκκίνισε, δάγκωσε τα χείλη του και ανέπνευσε βαριά σύμφωνα με το ρυθμό των ποδιών του που έκαναν πετάλι σταθερά. Γνώριζε την ανηφόρα, όπως γνώριζε το δρόμο. Αμέτρητες φορές την είχε πάει, προς τα πάνω και προς τα κάτω, με τη μητέρα και μόνος. Σήμερα του φάνηκε ιδιαίτερα απότομη.

 

«Μ’ ένα καινούριο ποδήλατο θα ήταν παιχνιδάκι», είπε.

 

«Θα το πάρεις το ποδήλατό σου, μην ανησυχείς, νεαρέ», απάντησε η μητέρα. Έφτιαξε σωστά τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα, που κρεμόταν στο δεξί χερούλι του τιμονιού.

 

«Ο πατέρας είπε το Πάσχα».

 

«Ναι, αν όλα πάνε καλά. Ένα ποδήλατο κοστίζει χρήματα. Αυτά πρέπει πρώτα να βγουν». Η μητέρα κοίταξε πάλι ευθεία μπροστά, μία κάθετη ρυτίδα στο μέτωπο.

 

«Όλοι το κάνουν και βγάζουν κάτι απ’ αυτό, μόνο εσύ έχεις ένα σωρό ενδοιασμούς», είχε πει ο άντρας της, τότε, προτού εκείνη πάει εκεί για πρώτη φορά. Έβλεπε το ανικανοποίητο πρόσωπό του, το περιφρονητικό του βλέμμα, έβλεπε, πώς γελούσε ικανοποιημένος, όταν εκείνη επέστρεφε στο σπίτι και του έφερνε τα λεφτά, αδιάφορος για την τρομάρα που είχε περάσει.

 

«Είσαι πράγματι άξια γυναίκα», είχε πει κι εκείνη είχε τρέξει έξω, κλαίγοντας λες και την είχε βρίσει. Αργότερα δεν έκλαιγε πια, μετά από κάθε διαδρομή μπορούσαν να πορίζονται κάτι. Το μικρό τους σπίτι, τον κήπο και τον στάβλο για τις είκοσι κότες τα διατηρούσε πιο καθαρά από πριν.

 

Έπειτα, τότε που το αγόρι πήγε μαζί της, ανυποψίαστο, χαρούμενο επειδή μπορούσε να βοηθήσει τη μητέρα του, αυτό, κάθε φορά που απαντούσε την ερώτησή του, έκανε τη φωνή της πιο βραχνή: έπρεπε να πάνε φυτά σε μια γνωστή για έναν καινούριο κήπο ή πριονίδια για τη γάτα. Αυτό ήταν μόνο ένα μισό ψέμα, αλλά έτσι τα πράγματα δεν γίνονταν ευκολότερα για εκείνη. Από τα έσοδα των «φυτών» και του «πριονιδιού» αγόρασαν σεντόνια και τώρα για το Πάσχα θα έφταναν μάλλον και για ένα ποδήλατο για το αγόρι. Εκατό μάρκα έλειπαν ακόμα. Η μητέρα έκανε πιο έντονα πετάλι, λες και οι ρόδες θα μπορούσαν, γυρνώντας γρηγορότερα, να εξακοντίσουν τις σκέψεις.

 

Το αγόρι έμεινε δίπλα της. Σκεφτόταν το καινούριο ποδήλατο, κοίταζε τα γυαλιστερά μεταλλικά κομμάτια και δεν άκουγε πια το τρίξιμο του παλιού, μεταχειρισμένου, που έκανε θόρυβο από κάτω.

 

Η γυναίκα γνώριζε την πινακίδα, που βρισκόταν στο σημείο ελέγχου δίπλα από την μπάρα διόδου, αλλά όταν τώρα την ξαναδιάβασε, παραξενεύτηκε που εκεί ήταν γραμμένες μόνο οι συνηθισμένες λέξεις. Στην μπάρα διόδου στέκονταν πεζοί, ποδηλάτες, αυτοκίνητα.

 

Σαν σε αποβάθρα, σκέφτηκε η γυναίκα: έρχεσαι και φεύγεις και περιμένεις και εκνευρίζεσαι, αν και τα γνωρίζεις όλα αυτά. Ο οδηγός ενός μεγάλου φορτηγού κόρναρε θυμωμένος. Η γυναίκα στάθηκε στη μέση του δρόμου, κάρφωσε το βλέμμα της στο αυτοκίνητο. Μόνο όταν της φώναξε το αγόρι, έκανε το ποδήλατό της στην άκρη.

 

«Πολλή κίνηση εδώ σήμερα», είπε ο άντρας με τα νικελένια γυαλιά, καθώς της έδινε το χαρτί παραλαβής στη φύλαξη των ποδηλάτων. Περιεργάστηκε, πάνω από τα τζάμια των γυαλιών, την γυναίκα και το αγόρι και στράφηκε προς τους άλλους που περίμεναν.

 

«Τους μικρούς απατεώνες τους πιάνουν πιο εύκολα από τους μεγάλους», είπε και έσκισε την επόμενη απόδειξη από το μπλοκ.

 

Η γυναίκα πέρασε τον δρόμο και πήγε στο σημείο ελέγχου. Καθώς άφησε την τσάντα της και έβγαλε την ταυτότητα, έπεσε λίγο χώμα πάνω στο χέρι της από το χαρτί, που ήταν τοποθετημένο γύρω από τα φυτά. Φουριόζικα τίναξε τα καφέ τρίμματα και τράβηξε το χαρτί πιο σφιχτά γύρω από τις δέσμες των φυτών.

 

Το αγόρι προπορεύτηκε.

 

«Σήμερα θα πάρει πολλή ώρα», είπε αυτός, καθώς εκείνη – με την ταυτότητα στο χέρι τον πλησίασε. Κοίταξε σιωπηλή αυτούς που περίμεναν. Εκείνοι που είχαν δέματα, έπρεπε να πάνε στον έλεγχο προϊόντων. Το αγόρι το είχε δει αυτό ήδη πολλές φορές, το βαριόταν. Βγήκε από την σειρά και κοίταξε τα αυτοκίνητα και τα ποδήλατα που έφταναν τώρα.

 

Η μητέρα περίμενε με τους άλλους.

 

«Κρίμα το χρόνο», είπε μία κυρία δίπλα της. Ήταν κοντή και χοντρουλή και την έσπρωξε, καθώς προχώρησαν μερικά βήματα. «Εδώ σίγουρα κανένας δεν κουβαλάει κάτι απαγορευμένο. Τους απατεώνες δεν θα τους πιάσουν έτσι!»

«Ειδικά εδώ θα γίνουν πολλές απατεωνιές, τώρα πριν το Πάσχα», είπε ένας ηλικιωμένος άντρας. «Τα αυγά, που κατασχέσανε εχθές και σήμερα, θα ήταν αρκετά για ένα ολόκληρο χωριό τις γιορτές».

 

«Κρέμασμα θέλουν», είπε ένας άλλος νευριασμένος. Όταν είναι να δώσουν αυτά που χρωστάνε, λένε ότι κακογεννάνε οι κότες. Αλλά για δυτικό χρήμα γεννάνε πάντα».

 

Από τις δυνατές φωνές το αγόρι γύρισε, ήρθε πίσω στη σειρά και στήθηκε δίπλα στη μητέρα του. Εκείνη έκανε ένα βήμα προς το πλάι. Ο άντρας ήθελε να συνεχίσει να μιλάει, όταν ο άλλος κοίταξε ξαφνικά με αγωνία απέναντι προς την πόρτα του ξύλινου παραπήγματος, όπου εκτελούνταν ο έλεγχος των εμπορευμάτων.

 

«Άλλος ένας!» είπε εκείνος κι έδειξε με το χέρι απέναντι. Οι παρευρισκόμενοι βουβάθηκαν και κοίταξαν προς το παράπηγμα, επίσης και η γυναίκα δίπλα στο αγόρι. Χλόμιασε. Όπως οι άλλοι κοίταξε κι εκείνη με προσοχή, καθώς οδηγούσαν έξω από την πόρτα έναν άντρα –φορούσε ένα καφέ, όχι πια καινούριο δερμάτινο μπουφάν, που με φουριόζικες κινήσεις το ξεκούμπωνε και το κούμπωνε. Διαμαρτυρόταν μισοστραμένος προς τον πολιτοφύλακα, ο οποίος τον τραβούσε προς το μέρος του. «… πρέπει ωστόσο να φάω στο δρόμο», τον άκουσαν να λέει με μια αφύσικα ψιλή φωνή, που δεν ταίριαζε στον ψηλό άντρα με τις φαρδιές πλάτες. Έμεινε να στέκεται χειρονομώντας. Ο πολιτοφύλακας χωρίς να δίνει σημασία στην διαμαρτυρία του, τον διέταξε να συνεχίσει να περπατάει ήσυχα. Αντιστεκόμενος, μετά από μια δειλή λοξή ματιά προς τους απέναντι, ο άντρας ακολούθησε. Όταν οι δύο εξαφανίστηκαν από την πόρτα του άλλου παραπήγματος, οι άνθρωποι στην μπάρα άρχισαν να μιλάνε ξανά. Το αγόρι κοίταξε την μητέρα. «Τι θα γίνει με τον άντρα», ρώτησε χαμηλόφωνα και κούνησε πέρα δώθε τα λουριά τού σάκου του.

 

«Τι μας νοιάζει», απάντησε εκείνη, χωρίς να τον κοιτάξει, σήκωσε την τσάντα της και την έβαλε δίπλα της πάλι στο χώμα.

 

Το αγόρι δεν συνέχισε να ρωτάει και κοίταζε αυτούς που περίμεναν.

 

Η γυναίκα και το αγόρι πήγαν μαζί με τον ηλικιωμένο στον έλεγχο προϊόντων. Έκανε πολλή ζέστη μέσα στο παράπηγμα. Ο αέρας ανάμεσα στη χαμηλή ξύλινη σκεπή και στο σκονισμένο, χιλιοπατημένο σανιδένιο πάτωμα μύριζε κόλλα και ξύλο πεύκου. Του πολιτοφύλακα του ’τρεχαν μικρές σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο. Οδήγησε την γλώσσα του πάνω από τα υγρά χείλη του, πριν απευθυνθεί στην γυναίκα. Το αγόρι μιμήθηκε ασυναίσθητα την κίνηση του στόματος, κοίταξε έπειτα τους δύο άντρες, οι οποίοι πάνω στο μακρύ, στενό ξύλινο τραπέζι έλεγχαν το δέμα του ηλικιωμένου άντρα. Άκουσε τον πολιτοφύλακα και την μητέρα να μιλάνε, αλλά δεν έδωσε σημασία στις λέξεις, πλησίασε στο τραπέζι δίπλα στους άντρες, τράβηξε το σακίδιο πλάτης από τους ώμους και έτριψε με το δεξί χέρι τα δύο σημεία πίεσης, που είχαν αφήσει τα δερμάτινα λουριά στο δέρμα του. Παράλληλα κοίταξε τον ξύλινο τοίχο∙ ήταν ακόμα εκεί η σκούρα κηλίδα πάνω στο ξύλο, που έμοιαζε με κεφάλι σκύλου, το είχε δει ήδη την τελευταία φορά. Το αγόρι κοίταξε προς την πόρτα, από την οποία μόλις πέρασε η γυναίκα, που στεκόταν δίπλα τους στη σειρά. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος μέσα στο δωμάτιο, το αγόρι τινάχτηκε και κοίταξε τρομαγμένο τη μητέρα του στην άλλη πλευρά. Εκείνη στεκόταν, πιέζοντας τα χέρια πάνω στο ξύλο, μπροστά από το γραφείο και κοίταζε τα φυτά, τα οποία, δίπλα από τους σκούρους θρυμματισμένους σβώλους από χώμα, που ο ελεγκτής είχε σπρώξει στην άκρη με το χέρι του, κείτονταν αξιοθρήνητα ξεραμένα και λεπτά σαν πατημένο καλάμι, πάνω στην ξύλινη σανίδα δίπλα από την τσάντα της και από ένα ταμπόν σφραγίδας. Στο χέρι του άλλου υπαλλήλου βρισκόταν βρώμικο άσπρο, ένα αυγό κότας. Όταν ο υπάλληλος έψαχνε να βγάλει τα άλλα αυγά από τις δέσμες, εκείνη πίεσε τα χείλη της το ένα πάνω στο άλλο και κοίταζε με το βλέμμα καρφωμένο όλο ευθεία.

 

Το αγόρι έκανε μια κίνηση, σαν να ήθελε να πάει κοντά της, έπειτα στάθηκε, κοίταξε προς τη μητέρα, προς τους υπαλλήλους και με βλέμμα ανυποψίαστο προς τις λευκές, οβάλ κηλίδες πάνω στη σανίδα του τραπεζιού. Δεν είδε τα περίεργα και αγανακτισμένα βλέμματα της άλλης γυναίκας και του άντρα, δεν είδε, ότι και μέσα στο σακίδιο ανάμεσα στις δέσμες φυτών βρέθηκαν αυγά. Και δεν άκουσε τη μητέρα, η οποία, όταν οδηγήθηκε για σωματική έρευνα, φώναξε: «το παιδί μου δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό. Δεν ήξερε πραγματικά τίποτα».

 

Ένας από τους υπαλλήλους πήγε δίπλα στο αγόρι και ακούμπησε το χέρι πάνω στο μπράτσο του. Ξερόβηξε δυο φορές, κοίταξε προς τους άλλους δύο στην άλλη πλευρά και ξανά προς το αγόρι.

 

«Η μητέρα σου θα επιστρέψει αμέσως», είπε. «Εσύ κάθισε εντωμεταξύ!» Το αγόρι, οδηγούμενο από τον υπάλληλο, πήγε προς τον ξύλινο πάγκο δίπλα στο τραπέζι. Τώρα κατάλαβε, τι είχε συμβεί.

 

«Θα μας συλλάβουν;» ρώτησε φουριόζικα, με λεπτή φωνή. Ο υπάλληλος κοίταξε στα πλάγια. «Όχι», είπε αυτός. «Αλλά...»

 

«Αν δεν αποκλείσουν τους απατεώνες, θα γίνονται όλο και πιο προκλητικοί», ακούστηκε η κάπως βροντερή φωνή της άλλης γυναίκας ανάμεσά τους, η οποία, αφού της έλεγξαν την τσάντα της, στεκόταν ακόμα στο δωμάτιο και κοιτούσε προς τα εκεί. Ένας από τους υπαλλήλους έψαξε την βαλίτσα του άντρα, την έδωσε πίσω και είπε: «ευχαριστώ, εντάξει. Μπορείτε να πηγαίνετε». Την ώρα που οι δύο ήταν στην πόρτα, επέστρεψε η μητέρα του αγοριού. Ο πολιτοφύλακας, που τη συνόδευε, προχώρησε προς το γραφείο. «Άλλα δέκα κομμάτια, ραμμένα στο παλτό», το έδωσε στο πρωτόκολλο και έπειτα στράφηκε στη γυναίκα.

 

«Θα φροντίσουμε τα αυγά να φτάσουν στη σωστή διεύθυνση. Το ύψος της χρηματικής σας ποινής θα σας γνωστοποιηθεί γραπτώς».

 

Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά με το βλέμμα καρφωμένο, πήρε την τσάντα της, που τώρα ήταν πιο ελαφριά και πήγε στο αγόρι. Πριν εγκαταλείψουν το παράπηγμα, αυτή σήκωσε το σακίδιο, το οποίο εκείνο είχε ξεχάσει και το κρέμασε στον ώμο της. Όταν πήραν τα ποδήλατα από το χώρο φύλαξης, είδαν ένα μπουλούκι από ανθρώπους στην άκρη του δρόμου. Ο άντρας με τα νικελένια γυαλιά έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού προς την άλλη πλευρά.

 

«Εκεί πουλάνε τα αυγά. Ακριβώς ό,τι πρέπει για το Πάσχα», είπε. Έπειτα έβγαλε έξω τα ποδήλατά τους.

 

Στο απογευματινό φαγητό τα μάτια της ήταν κλαμένα. Ο άντρας μιλούσε πάρα πολύ και δυνατά. Όταν εκείνη μάζεψε το τραπέζι, της έπεσε ένα πιάτο από το χέρι και έγινε κομμάτια πάνω στο πάτωμα. Ο άντρας πετάχτηκε πάνω. Όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, η γυναίκα τινάχτηκε και άπλωσε το χέρι της στο τραπέζι ψάχνοντας από κάπου να κρατηθεί. Το αγόρι πήγε κοντά της. Κάπως αδέξια της χάιδεψε το αριστερό της χέρι, που κρεμόταν βαρύ, σαν να μην της ανήκε. Τότε εκείνο έσκυψε και άρχισε να μαζεύει τα θρύψαλα.

 

«Δεν πρέπει να κλαις», είπε. «Θα πουλήσω το ποδήλατό μου. Θα φτάσουν τα λεφτά για το πρόστιμο; Εγώ έτσι κι αλλιώς μπορώ να παίρνω το δικό σου».

Τότε η γυναίκα γύρισε και κοίταξε το αγόρι.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου


IngeMüller

Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.

Της Σούλας Ζαχαροπούλου

 

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, όπως επίσης και το διήγημά της «Το βουβό παιδί», όλα σε μετάφραση της Σούλας Ζαχαροπούλου. Τα κείμενα αυτά είναι τα μόνα κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ που έχουν μεταφραστεί και δημοσιεύονται στα Ελληνικά.


© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou

Ingeborg Bachmann, Θα ’ρθει μια μέρα

Foto_by_ChangHyun Bang

[Απόσπασμα]


Με έχουν ρωτήσει κάποιες φορές γιατί σκέφτομαι ή φαντάζομαι μία ουτοπική χώρα, έναν ουτοπικό κόσμο, στον οποίο όλα θα είναι καλά και στον οποίο όλοι θα είμαστε καλοί. Το ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό, όταν έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τη στυγερότητα αυτής της καθημερινότητας, μπορεί να είναι παράδοξο, γιατί ό,τι έχουμε είναι ένα τίποτα. Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτό τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς. Πιστεύω πραγματικά σε κάτι και το ονομάζω «Θα ’ρθει μια μέρα». Και μια μέρα θα έρθει. Ναι, προφανώς δεν θα έρθει, γιατί πάντοτε μας το κατέστρεφαν αυτό, εδώ και τόσα χιλιάδες χρόνια πάντοτε το κατέστρεφαν. Δεν θα έρθει, και παρ’ όλ’ αυτά εγώ το πιστεύω. Γιατί, αν δεν μπορώ πλέον να το πιστεύω, δεν θα μπορώ πλέον και να γράφω.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη συνέντευξη της Ingeborg Bachmann στην δημοσιογράφο της Αυστριακής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ORF) Gerda Haller το 1973, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της στη Ρώμη, η οποία έχει εκδοθεί με τον τίτλο Ein Tag wird kommen. Gespräche in Rom [Θα ’ρθει μια μέρα. Συνομιλίες στη Ρώμη].

Ακούστε στο πρώτο βίντεο που ακολουθεί το παραπάνω απόσπασμα με τη φωνή της ίδιας της ποιήτριας (Τη μουσική που τη συνοδεύει έχει συνθέσει ο Andreas H. και την έχει εμπνευστεί από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν).

Στα πρώτα λεπτά του δεύτερου βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να ακούσετε το ίδιο απόσπασμα από μία εκπομπή του Γερμανικού Ραδιοφώνου, χωρίς μουσική υπόκρουση, αλλά με έναν οξύ ήχο κάποια στιγμή, ο οποίος έχει αντικαταστήσει τα λόγια της ποιήτριας «Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτό τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς».





 

Στη Logotexnia 21 δημοσιεύεται επίσης το ποίημα της Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν Στον ήλιο. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέα Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν και δείτε τα βιβλία της που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Herta Müller - Ανταίος Χρυσοστομίδης

Foto_by_Σταύρος Μελέας

[…]

 

Την κυνηγούσα για μια συνέντευξη τρία χρόνια. Από τον καιρό που μας την έκανε γνωστή εκείνο το Νόμπελ που ξάφνιασε τους περισσότερους, όλους όσοι δεν την είχαν διαβάσει ποτέ, ούτε ήξεραν την προσωπική της ιστορία. Μια επίμονη αλληλογραφία με τον εκδοτικό της οίκο που κάθε τόσο αναζωπυρωνόταν, κι ύστερα σταματούσε, κι ύστερα ξανάρχιζε. Δεν έλεγε ποτέ όχι, δεν έλεγε όμως ούτε το ναι.

 

Κάποια στιγμή αποφάσισα να πιέσω λίγο περισσότερο την κατάσταση, διακινδυνεύοντας ακόμα και μια αρνητική απάντηση. Το ηλεκτρονικό μήνυμα που μου έστειλε η ίδια αυτή τη φορά, κινιόταν και πάλι στην ασαφή ζώνη μεταξύ του όχι και του ναι. Έγραφε: «Αγαπητέ Α.Χ. Σας ευχαριστώ για την πρότασή σας, αλλά προς το παρόν δεν αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να δώσω συνέντευξη. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ ότι θα καθίσω μια ολόκληρη ώρα μπροστά σε μια κάμερα. Μου είναι αδύνατο να βγάλω από το μυαλό μου την αίσθηση της ανάκρισης. Από την άλλη, πολύ ευχαρίστως θα δεχόμουν να βοηθήσω και εσάς και τον εκδοτικό οίκο. […]».

 

[…]

 

Όταν την είδα να φτάνει ντυμένη στα μαύρα, με τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά και τα μεγάλα, έντονα βαμμένα, μάτια της να με κοιτάζουν λίγο με περιέργεια και λίγο με αγωνία, κατάλαβα ότι ήταν ταραγμένη όσο κι εγώ, ίσως περισσότερο από μένα. Και συνειδητοποίησα αμέσως ότι η γυναίκα αυτή, από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, της οποίας το έργο δεν θυμίζει το έργο κανενός άλλου, βρισκόταν εκεί μπροστά μου, κι ότι η παρουσία της ήταν κάτι σαν δώρο, το δώρο σε έναν συνομήλικό της που ερχόταν από μια δοκιμαζόμενη χώρα και τύχαινε να φροντίζει την έκδοση των βιβλίων της στη γλώσσα του. Το βλέμμα της ακουμπούσε πάνω μου, ύστερα έφευγε, ξαναγυρνούσε, έφευγε πάλι, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση να καταστρατηγήσει τις αρχές της και να ανοίξει την καρδιά της μπροστά σε μια ψυχρή τηλεοπτική κάμερα.

 

[…]

 

«[…] Η περιοχή μας στην αρχή ανήκε στην Αυστροουγγαρία, μετά στην Ουγγαρία, οι παππούδες μου μιλούσαν μόνο γερμανικά. […] Κι όταν, το ’45, ήρθε ο κομμουνισμός, η περιουσία του παππού μου απαλλοτριώθηκε, και από τη μια μέρα στην άλλη έμεινε φτωχός. Το κράτος τους πήρε τα πάντα, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν αγάπησαν ποτέ ιδιαίτερα τη νέα τους πατρίδα – γι’ αυτό και δεν έμαθαν ποτέ τους ρουμάνικα. Αλλά και οι γονείς μου μιλούσαν άσχημα τα ρουμάνικα, η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ της σωστά τη γλώσσα, δούλευε στα χωράφια και δεν βγήκε σχεδόν ποτέ από το χωριό. Στο χωριό δεν υπήρχαν Ρουμάνοι, εκτός από τον αστυνόμο και τον γιατρό. Και κανείς δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί τους, κανείς δεν τους μιλούσε αν δεν ήταν σοβαρή ανάγκη. Ούτε και στο σχολείο έμαθα τη γλώσσα, αφού, εκτός από μερικά μαθήματα που γίνονταν στα ρουμάνικα, μιλούσαμε και εκεί γερμανικά.

 

[…]

 

Ο επίσημος όρος στη Ρουμανία για να χαρακτηρίσουν ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν “συγκατοικούσες εθνότητες”: μας επέτρεπαν δηλαδή να ζούμε κι εμείς εκεί, μαζί τους. Ο όρος από μόνος του σε πληγώνει, ο κόσμος οργιζόταν, αφού ζούσαν σε εκείνα τα μέρη πριν ακόμα καθίσει στο σβέρκο τους η Ρουμανία.

 

[…]

 

Με ρωτάτε αν η εγκατάστασή μου στη Γερμανία ήταν επιστροφή σε ένα είδος πατρίδας ή αν ήταν εξορία. Ήταν εξορία. Τον πρώτο μάλιστα καιρό –ήρθα στη Γερμανία το ’87, ο Τσαουσέσκου θα έμενε για άλλα τρία χρόνια στην εξουσία– δεχόμουν απειλές για τη ζωή μου από τις μυστικές υπηρεσίες της Ρουμανίας. […] Το άλλο ήταν ότι στην αρχή δεν με ήθελαν στη Γερμανία. Έλεγα διαρκώς ότι ήρθα για πολιτικούς λόγους, δραπέτευσα από μια δικτατορία, δεν ήρθα να επισκεφτώ τον θείο μου στη Γερμανία, τον θείο μου στη Ρουμανία δεν ήθελα να τον δω, το ίδιο και τον θείο μου στη Γερμανία, ένας άνθρωπος πάνω από τα τριάντα δεν πηγαίνει στους θείους του. Και ήταν δύσκολο, επειδή οι αρχές εδώ με ρωτούσαν “μα τελικά είσαι Γερμανίδα ή πολιτική πρόσφυγας” κι εγώ απαντούσα ότι είμαι και τα δύο. “Και τα δύο δεν γίνεται”, μου έλεγαν, “δεν υπάρχει κατάλληλο έντυπο και για τα δύο”. Κι εγώ τελικά απάντησα ότι ήμουν πολιτική πρόσφυγας, οπότε δεν πήρα τη γερμανική υπηκοότητα, παρά μόνο ύστερα από ενάμιση χρόνο, και τότε την πήρα ως ξένη, όχι όπως οι υπόλοιποι που είχαν έρθει από τη Ρουμανία.

[…]

«Χαρτομάντιλο έχεις;» με ρωτούσε κάθε μέρα η μητέρα στην εξώπορτα πριν βγω έξω. Δεν είχα. Και επειδή δεν είχα, ξαναπήγαινα στο δωμάτιο για να μου δώσει χαρτομάντιλο. Κάθε πρωί ήμουν χωρίς χαρτομάντιλο, γιατί κάθε πρωί περίμενα την ίδια ερώτηση. Το χαρτομάντιλο ήταν κάθε πρωί η απόδειξη της μητρικής στοργής. Αργότερα μέσα στη μέρα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Η ερώτηση «χαρτομάντιλο έχεις;» ήταν μια έμμεση τρυφερότητα. Η απροκάλυπτη τρυφερότητα θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση. Τέτοια πράγματα, οι αγρότες δεν τα γνώριζαν. Η αγάπη μεταμφιεζόταν σε ερώτηση. Μόνο έτσι μπορούσες να την εκφέρεις στεγνά, σαν διαταγή. Σαν να ήσουν στη δουλειά. Ο απότομος τόνος υπογράμμιζε την τρυφερότητα. Κάθε φορά στεκόμουν χωρίς χαρτομάντιλο στην πόρτα, και αμέσως μετά βρισκόμουν με χαρτομάντιλο. Μόνο έτσι έβγαινα στον δρόμο, λες και μαζί με το χαρτομάντιλο ήταν και η μητέρα μου μαζί.

Από την ομιλία της στην τελετή απονομής του Νόμπελ.

 

 

Οι κεραίες της εποχής μου ΙΙ Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου ΙΙ που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Καστανιώτη και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο για τη Χέρτα Μύλλερ, με τον υπότιτλο «Οι λέξεις μπορούν να κάνουν τα πάντα, ακόμα και να σκοτώσουν». Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τη Χέρτα Μύλλερ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Η Logotexnia21 ευχαριστεί τον συγγραφέα και μεταφραστή Ανταίο Χρυσοστομίδη για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων αλλά και για την αποστολή της φωτογραφίας από τη συνέντευξη με τη Χέρτα Μύλλερ.

Βασίλης Αμανατίδης, 2 ποιήματα

Foto_by_pipp

[αθωότητα]


Η μητέρα δεν παραδέχεται πως φταίει ποτέ για τίποτα.

Αυτό μας οδηγεί για χρόνια να νομίζουμε πως η μητέρα

για τίποτα ποτέ δεν φταίει.

Όμως αφού δεν φταίει εκείνη, λέμε, ε,

κάποιος άλλος τότε, μα ποιος,

ποιος;

Ώστε να μη χρειαστεί να απαντήσουμε εγώ,

κλείνουμε οι τρεις τα μάτια μας

και κλέφτικα πάλι σφυρίζουμε

προς το υπερπέραν των λευκών σεμέν της.


Τα σεμέν είναι τσίλικα, βρίσκονται παντού, κυκλώνουν τον χώρο.

Μεσολαβούν ανάμεσα στις ρώγες των δαχτύλων μας και σε κάθε πράγμα.

Οι τρεις τυφλοί τα λέμε μπράιγ και μένουμε να τα διαβάζουμε με την αφή.

Αλλά δεν είναι αυτά γραφή, δεν σημαίνουν κάτι – άλλο είναι.


Τον κατάλευκο πολύποδα της αθωότητάς της

η μητέρα τον έπλεκε αιώνες με το τσιγκελάκι.


[προσποιητής]


Και σου τα λέω αυτά

(εγώ)

ο εκτός τόπου

το ωσεί απόν λεπτούργημά σου.

Που αν δεν ήσουνα εσύ εγώ θα ήμουν

ο κανείς:

το ο μη γένοιτο ατόπημα

και επ’ ουδενί αποίημά σου.


Και ούτε θα ήμουν καν εδώ

για να ’χω σώμα στόμα τρόπο απ’ όπου

στο παντού τού εδώ σου

να μιλώ


Τα ποιήματα [αθωότητα] και [προσποιητής] είναι από το βιβλίο του ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Βασίλη Αμανατίδη (γεν. 1970)  μ_otherpoem: μόνο λόγος που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2014 από τις εκδόσεις Νεφέλη. Αυτό είναι το έβδομο βιβλίο ποίησης του Βασίλη Αμανατίδη, τα οποία εγκιβωτίζουν κάθε φορά –ή χτίζονται γύρω από– έναν αριθμό. Το μ_otherpoem: μόνο λόγος είναι το 2. Η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου ["Γυναίκα" (περ. 1900-18)] είναι του Λεωνίδα Παπάζογλου από τη συλλογή του Γιώργου Γκολομπία. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα βιογραφικό σημείωμα για τον Βασίλη Αμανατίδη και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails