Botho Strauß, Θεωρία της απειλής

Patricia Lister Kennedy - Self-portrait from distorted mirror

Έχοντας ξυπνήσει από βαθειά ανάγνωση, φερμένος από τον ασίγητο ρυθμό των αράδων στην ομιλία, με το στόμα μισό ακόμη στο σκοτάδι, έτσι αφιερώνεται λοιπόν ο πάλι ηχογραφούμενος μονόλογος στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του χειμώνα. Αρχίζει με το πυκνό ξεθώριασμα του καθημερινού τοπίου μου, έπειτα από δριμεία χιονόπτωση, επακριβώς συμπτωματικά, ήδη τις πρώτες πρωινές ώρες. Μοναδική διέξοδός μου, ο αναντικατάστατος δασικός ορίζοντάς μου, δίχως τον οποίο δεν γνωρίζω πού βρίσκομαι∙ τα πάντα εξαφανισμένα δίχως ίχνη, κι αντί γι’ αυτά επιχωματωμένο ένα ανοιχτό, λευκό, τραχύ τίποτα, σαν να αναπέταξε κάποιο από τα πάντα κενά φύλλα μου απ’ το γραφείο και να εκτάθηκε, προς εμπαιγμό μου, απεριόριστο στην περιοχή. Το ιδιωτικό απερίγραπτο και η ασύλληπτη απροσωπία της φύσης απεικονίζονταν αδιαχώριστα το ένα μέσα στ’ άλλο και ανυψώθηκαν στη μία και μοναδική υπερανθρώπινη υποχρέωση του εξαντλημένου συγγραφέα.

 

[...]

 

Αντί να φοβηθώ, σκέφτηκα αμέσως εκείνο το τρισευτυχισμένο κορίτσι, που είχε παρουσιαστεί ξάφνου στις πρώιμές μου «Σημειώσεις για το άγχος επιθυμίας» κι είχε αφήσει εκεί πίσω της το φευγαλέο απόσπασμα μιας πραγματικά ελπιδοφόρας συνάντησης. Επέλεξα το χωρίο, όπου γίνεται λόγος γι’ αυτήν: «Σήμερα λίγο πριν αποκοιμηθώ αργά το απόγευμα ακούω μια γυναικεία φωνή κάτω στον δρόμο να φωνάζει δυνατά και καθαρά τ’ όνομά μου. Σκέφτομαι αμέσως πως ανήκει στην ιστορία ενός κοριτσιού, που κρατήθηκε μήνες προφυλακισμένη ως πολιτικά υπόδικη, και τώρα, αφού αφέθηκε αιφνίδια ελεύθερη, ταξιδεύει άρον άρον για τον φίλο της, σ’ ένα άλλο τμήμα της πόλης, και ήδη, ενώ στέκεται στ’ ανοιχτό παράθυρο στο τρένο, φωνάζει δυνατά τ’ όνομά του στη νύχτα. Σαν να μην υπήρχε τηλέφωνο, σαν να μετέφερε η ιερή ευθυμία της τον ήχο της φωνής της πάνω απ’ τις πόλεις προς αυτόν. Ο φίλος κάθεται την ίδια ώρα στο σπίτι του, δεν προαισθάνεται τίποτα και παίζει ενάντια στον εαυτό του μία παρτίδα σκάκι. Κι αυτή φθάνει στην πόλη του και φωνάζει τ’ όνομά του κάτω απ’ το παράθυρό του. Όταν όμως αυτός κοιτάζει έξω εμβρόντητος, εκείνη έχει εξαφανιστεί. Επειδή θα ήθελε, όσο αντέχεται, ν’ αναβάλει την αντάμωση. Τον ακολουθεί το πρωί, όταν εκείνος πηγαίνει στην πόλη για ψώνια, και τον φωνάζει πάλι, καταμεσής ενός ανθρώπινου πλήθους, δυνατά και χαρούμενα. Εκείνος στρέφει, όμως αυτή έχει ήδη πάλι εξαφανιστεί. Είναι πραγματικά υπερφυσικά ευτυχισμένη κι ισορροπεί στην ψηλότερη κορφή της ελευθερίας...»

 

[...]

 

Στην άλλη άκρη του ταξιδιού ένα αμυδρό φως: τα μάτια σου τα δακρυσμένα, τα γάντια σου τα λευκά, που τους λεκέδες τους οσφραίνεσαι... Σήμερα με βασανίζει για πρώτη φορά η υποψία πως τα λίγα πράγματα, που συμβαίνουν εδώ, τα συνηθισμένα βιώματα θα μπορούσαν να ξεπερνούν στην πραγματικότητα κατά πολύ τη λογική μου, όχι, ακόμη και τη φαντασία μου κατά πολύ. Πάντοτε δεν κατανοώ απ’ αυτά μόνο όσα μπορώ και ν’ αντέξω; Ίσως τύχει κάποιαν ημέρα, ένας απλός χαιρετισμός, ένα νεύμα με το κεφάλι, ένας άγνωστος, που θα μου πει «Ναι» καταπρόσωπο, να μου ανοίξει πραγματικά τα μάτια, σε κάποια γοργή ουτοπία, ανατρέποντας τις μονότονες παρατηρήσεις μου, έτσι ώστε κατόπιν ν’ αντικρίσω καθετί παροδικό σ’ ένα ανυποψίαστο εύρος σημασίας, καθετί σποραδικό σ’ ένα κόρπους σχέσεων, που δεν είχα ποτέ πριν θίξει... αχ, αυτοί οι ακτινοβόλοι συλλογισμοί! - έπειτα από δυο δευτερόλεπτα το αργότερο θα λιποθυμούσα βέβαια. Θα μου συνέβαινε, Λεία, ό,τι και στην όμορφη θυγατέρα του κυβερνήτη το βράδυ της πρώτης της χοροεσπερίδας, όπου απ’ την έξαψη και τη βιασύνη δεν λέει να κατορθώσει να ευτρεπιστεί επαρκώς λυσιτελώς. Η βιασύνη της εντείνεται επιπλέον από την πανικόβλητη βεβαιότητα πως δεν προφταίνει πλέον με τίποτα, κι εξωθεί τις τυφλές και λανθασμένες χειρονομίες της σ’ εκείνο το αποκορύφωμα παραλυτικού κυκεώνα, απ’ τον οποίον η λιποθυμία μονάχα μπορεί να τη λυτρώσει. Έτσι καταρρέει στην αγκαλιά της μητέρας της. Η μητέρα, όμως, η οποία ως τότε δεν μπορούσε να βοηθήσει, σηκώνει το αναίσθητο κεφάλι της θυγατέρας στον κόρφο της και τραβά τώρα με ηρεμία κι επιμέλεια τη φίνα γραμμή στα σφιγμένα χείλη, στα υπομονετικά χαμηλωμένα βλέφαρα. Μια λιπόθυμη ψιμυθιώνεται.

 

[...]

 

Συνέχισα να φυλλομετρώ δύσθυμα το κυρτωμένο σημειωματάριο∙ πολλές σελίδες είχαν λυγίσει κάτω απ’ την πίεση του μολυβιού μου, το οποίο αναμφισβήτητα είχε πιεστεί στην γκραβούρα, όπως άρμοζε και σ’ αυτές τις μεμονωμένες βασικές προτάσεις. Έπειτα όμως έπεσα ξάφνου πάνω σ’ ένα επίπεδο φύλλο, το οποίο είχε αγγίξει ομοιόμορφα κάποιος ήρεμος, μακρόσυρτος γραφικός χαρακτήρας, και απ’ τα αποκαθηρμένα ύδατα εκείνου του γραφικού χαρακτήρα, λιμνάζοντα και τρεχούμενα συγχρόνως, αναδυόταν, ως δεύτερο πρόσωπό μου, το θραύσμα κάποιας θεωρητικής εικασίας, δελεαστικό και προειδοποιητικό, δυσνόητο και ευνόητο, η γεννημένη απαρχή μιας πολύχρονης ερευνητικής εργασίας. Η καταχώριση που με ανησύχησε ήταν εντελώς ασύνδετη στο μικρό βιβλίο, μεταξύ τσακισμένης απόγνωσης για την προηγούμενη κι απερίσκεπτης ευθυμίας για την επόμενη σελίδα. Πρόβαλλε εντελώς αυτοτελής, εκφρασμένη με υπομονή και διακοπτόταν πάλι απότομα, διέθετε μια παράδοξα πρώιμη αποσιώπηση. Είχε ως εξής: «Ό,τι γράφω επίσης, γράφει για μένα. Γράφω ακατάπαυστα τον ξένο, που με απειλεί. Ό,τι γράφω, γνωρίζει ποιος είμαι, γνωρίζει επίσης πολύ καλά το μελλοντικό τέλος μου, και ο καθένας μπορεί να διαβάσει στα γραπτά μου για μένα, σαν τις ηλικιωμένες γυναίκες στο κατακάθι του καφέ, μόνο εγώ δεν μπορώ. Εγώ όχι, εγώ δεν μπορώ να το διαβάσω∙ ενσφράγιστη η σημασία, παραβλέπω τις προειδοποιήσεις σε κάθε αράδα. Σε κάθε λέξη, σε κάθε ολοκληρωμένη πρόταση απαντά κάτι για μένα, κι εγώ δεν λέω να το αναγνωρίσω. Μόλις στο τέλος, όταν η καταστροφή θα έχει ήδη επέλθει, θα ήμουν βέβαια σε θέση να πω: εδώ κι εκεί εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις, τούτο κι εκείνο το υποδήλωναν κιόλας. Όμως τότε, στο τέλος, θα αναμειγνύονται ούτως ή άλλως τα πάντα, η αναγνώριση και το συμβάν στον έναν και τον αυτό θόρυβο του χαρτιού, που μουσκεύει η βροχή στον καλοκαιρινό αέρα… Πουθενά στον κόσμο δεν έχω ανταμώσει κάτι πιο ξένο από μια καταφατική πρόταση, που ολοκληρώθηκε από μένα».

 

Τώρα άρχισε ένας διαδοχικός σχεδιασμός και υποθέσεις. Η επικείμενη μελέτη μου, αυτό τουλάχιστον ήταν κιόλας βέβαιο, θα ασχολούνταν με εκείνες τις ριψοκίνδυνες οριακές περιπτώσεις της γραφής, στις οποίες ένα διεγερτικό άγχος και μια αγχογόνος διάθεση οδηγούν στην ύψιστη απειλή του γράφοντος συγγραφέα, διερευνημένη σε κεντρικά κείμενα και μαρτυρίες των συγγραφέων της προτίμησής μου. Άγχος κι ενθουσιασμός, μάλιστα, γι’ αυτό θα επρόκειτο, τα κυνηγημένα συναισθήματα του συγγραφέα λίγο πριν από την εξαφάνισή του, λίγο πριν από την καταγραφή. Σαν τον κόμπο ενός καρπού, απ’ τον οποίο θα σχηματιζόταν καθετί επακόλουθο με εντελώς φυσιολογικό τρόπο, γευόμουν ήδη τον τίτλο της εργασίας μου στα χείλη: Θεωρία της απειλής

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

ΜποτοΣτράουςΘεωρίαΤηςΑπειλής Τα παραπάνω αποσπάσματαα είναι από το βιβλίο του Μπότο Στράους (γεν. 1944) Θεωρία της απειλής που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος το 2001 και είναι ένα από τα δύο πρώτα πεζογραφικά κείμενα του Μπότο Στράους που δημοσιεύθηκαν το 1975. Ο Μιχάλης Αρβανίτης έγραψε μεταξύ άλλων στην κριτική του στο περιοδικό Μανδραγόρας: «Εκεί που τελειώνει το αίνιγμα, ξεκινά η θεωρία της απειλής. Ένα σύγχρονο δοκίμιο στο αποκλίνον με τη μορφή αφηγηματικής εξομολόγησης. Κομμάτια πάζλ σκορπισμένα στο τραπέζι των παραισθήσεων, χρωματιστά πίξελ που ανασυνθέτουν την εικόνα του χαμού». Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου έγραψε μεταξύ άλλον στην Ελευθεροτυπία: «Ο Μπότο Στράους πιστεύει στον υπέρτατο νόμο της τέχνης. Η γραφή, ακόμη κι όταν φτάνει ώς την αυτοκατάργησή της, ορίζει τα πάντα στη "Θεωρία της απειλής", μοιράζει με απόλυτη ευχέρεια τους λιγοστούς αφηγηματικούς ρόλους, εμπνέει και καθοδηγεί την τρέλα, αναστατώνει την καθημερινότητα και αποφασίζει για λογαριασμό του έρωτα ή του θανάτου». Ο No14me γράφει στην κριτική του μεταξύ άλλων: «Ο Στράους μαεστρικά, σελίδα τη σελίδα, χτίζει τον τρόμο και παραθέτει τα γεγονότα όπως εκείνα επανέρχονται σταδιακά στη μνήμη του αφηγητή».

Στην εισαγωγή του μεταφραστή που συνοδεύει την έκδοση αναφέρεται: «[...] Το θεατρικό παρελθόν του Μπότο Στράους δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει και τον πεζογράφο Στράους. Η θεατρική γραφή του Στράους είναι γραφή προβοκατόρικη, που υπονομεύει την ίδια τη θεατρική υπόστασή της. Ονειρικές εικόνες, αινιγματικές σκηνές, χρονικές ανακολουθίες, η απουσία οροθετημένου χώρου διαρρηγνύουν τον θεματικό ιστό του έργου αποκαλύπτοντας ανερμάτιστους χαρακτήρες· μια αποκάλυψη ωστόσο που δεν παίρνει ποτέ μορφή καταγγελίας, αφού ο Μπότο Στράους εμμένει να αναζητά με διεισδυτική ματιά την προσωπική αλήθεια του καθενός. Η πραγματικότητα στον Στράους μόνο αποσπασματικά μπορεί να γίνει κατανοητή, επειδή ο Στράους δίνει κάποια από τα κομμάτια ενός παζλ, που μέλλει να χάσκει ανολοκλήρωτο. Και αν η πεμπτουσία του θεάτρου αντανακλάται απαράμιλλα στα θεατρικά έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο, εκείνα που είναι γνωστά και ως «θέατρο εν θεάτρω» με αποκορύφωμα ίσως το Έξι πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα, τότε η Θεωρία της απειλής, όντας ένα αφήγημα που αφηγείται τη δημιουργία ενός αφηγήματος, αντανακλά την πεμπτουσία της γραφής εν γένει. Μόνο που και σε αυτήν την περίπτωση τον εγκεφαλικό Στράους, τον θεωρητικό-αναλυτικό κριτικό, έρχεται να διασώσει ο βιωματικός Στράους δημιουργώντας μιαν ισορροπία, που αν και δεν ανατρέπεται ποτέ, παραμένει επισφαλής απ’ την αρχή ως το τέλος. [...] Με μια πρόταση προς ηχογράφηση αρχίζει η Θεωρία της απειλής και υποβάλλει εξ αρχής την ένταση των αισθήσεων, της όρασης και της ακοής. Ο αναγνώστης ακολουθεί το βλέμμα του ήρωα και με μια ματιά άκρως κινηματογραφική, με ένα επιβλητικό zoom-out, που θα το διαδεχθεί ένα αγωνιώδες zoom-in, από το αχανές στο συγκεκριμένο, το περιορισμένο, το απτό, ο Μπότο Στράους κατορθώνει με τις πρώτες αράδες να εγκαταστήσει τον αναγνώστη στο κεφάλι του ήρωά του. Ο αναγνώστης δεν βλέπει απλώς εμπρός του ό,τι περιγράφεται στον μονόλογο που ηχογραφείται, αλλά εξαναγκάζεται να αφουγκραστεί την τεταμένη σιωπή των αντικειμένων, μέχρι που εκείνη θα σπάσει. Με τη Θεωρία της απειλής ο Μπότο Στράους εξυφαίνει ένα εγκεφαλικό θρίλερ με υλικό την απουσία του έρωτα που στοιχειώνει το διαταραγμένο πνεύμα ενός συγγραφέα και την εφιαλτική πορεία του προς την αυτογνωσία και τη λύτρωση. Οδηγός του σε αυτή την εγωκεντρική, σχεδόν αυτιστική, κάθοδο η μορφή μιας γυναίκας με όνομα βιβλικό, η Λεία. Πρόκειται άραγε για μιαν απλή σύμπτωση των ονομάτων; Πιθανότατα η Λεία από τη Θεωρία της απειλής να μην έχει καμμία σχέση με τη βιβλική Λεία, που πήρε τεχνηέντως τη θέση της αδελφής της, Ρεβέκκας, στη νυφική παστάδα, για να γίνει γυναίκα του Ιακώβ, δίχως εκείνος να το γνωρίζει. Άλλωστε ο αφηγητής της Θεωρίας της απειλής ψυχανεμίζεται εξ αρχής μιαν απάτη να μηχανορραφείται εναντίον του. Η πρώτη εικόνα της Λείας επάνω σ’ ένα σκαμνί θυμίζει περισσότερο τη Μέγαιρα, παραμορφωμένη από τα πινέλα του Φράνσις Μπέικον έτσι όπως τα οδηγούσε το αλκοόλ, και η τελευταία μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι να φέρνει πάλι στον νου τη δαδοφόρο Ερινύα. Το έγκλημα δεν είναι άλλο παρά η περιφρόνηση της ζωής χάριν της γραφής, η παραχάραξη της γραφής σε προϊόν συνεύρεσης ερωτικής και συνεπώς η αναζήτηση της μούσας. Η αφήγηση, άκρως υποκειμενική, κλειστοφοβική, παραληρηματική, ακολουθεί τους λαβυρίνθους της ιδεοληψίας, κατατρώγει, συρρικνώνει και αναπλάθει τον αφηγητή».

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Μπότο Στράους και δείτε ποια βιβλία του έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά.

Δημήτρης Πετσετίδης, Ευτέρπη

Photo_by_Agnieszka Bialobrzeska

Θυμάμαι τους απόντες. Δεν τους κλαίω, αλλά ούτε πιστεύω ότι όταν τους φέρνω στη μνήμη μου με αυτόν τον τρόπο ξαναζούν, αστείες υποθέσεις. Η θύμησή τους είναι συντροφιά παρηγορητική, που με φέρνει μακριά σε εκείνα τα χρόνια. Όσο θα ζήσω ακόμη. Ύστερα θα χαθούμε μαζί για πάντα, όταν το «για πάντα» δεν θα έχει νόημα πλέον, στην αντίπερα όχθη.

 

Με την Ευτέρπη συναντιόμαστε σε ένα μικρό δωμάτιο στο ταρατσάκι ενός ακατοίκητου σπιτιού, μου είχε δώσει το κλειδί ο Γιάννης. Αργότερα, μια μέρα, τα ’ριξε στην Ευτέρπη κι αυτός, ο κανάγιας, και κόψαμε να πηγαίνουμε στο μαγαζί του. Έτσι, δεν ξαναείδα το δωμάτιο εκείνο. Ένας παλιός καναπές που γινόταν και κρεβάτι, ένα αρχαίο τραπεζάκι και μια ψάθινη πολυθρόνα με ένα σκισμένο μαξιλάρι, που είχε κεντημένο πάνω του τον δικέφαλο αετό. Το μικρό παραθυράκι ήταν καρφωμένο με σανίδες, τζάμια δεν υπήρχαν. Και η πόρτα, σωστό σαράβαλο, που έτριζε και σφήνωνε στο τσιμεντένιο δάπεδο καθώς πήγαινες να την ανοίξεις.

 

Η Ευτέρπη τώρα είναι μαζί με τους άλλους απόντες, όλους εκείνους που συνωστίζονται στη μνήμη μου. Μια μέρα, εκεί που διάβαζα στην εφημερίδα μου τις κηδείες, κάτι που δεν παραλείπω ποτέ, συγκλονίστηκα διαβάζοντας: Την ΕΥΤΕΡΠΗ ΑΡ. Κ[…]Η, αρχαιολόγο, κηδεύομε στο νεκροταφείο της Αίγινας κ.λπ. Ο σύζυγος: Τιμολέων. Η μητέρα: Σοφία. Οι λοιποί συγγενείς.

 

Σε ένα παγκάκι στο Πεδίο του Άρεως μιλήσαμε για τελευταία φορά. Ακριβώς δεν μιλήσαμε, λογοφέραμε για κάποια ασήμαντη αιτία, και κουβέντα στην κουβέντα, είπαμε λόγια βαριά, ο ένας κατηγορούσε τον άλλον ότι αυτός είχε προετοιμάσει τους τίτλους του τέλους.

 

Την είδα μια μέρα, θα ’χαν περάσει δυο τρία χρόνια, σε μια έκθεση στο Ζάππειο να συνοδεύεται από έναν ασπρομάλλη άντρα. Δεν μου μίλησε, μπορεί και να μην πρόσεξε την παρουσία μου ή να μην ήθελε να τη δει ο συνοδός της.

 

Στο πρώτο μας ραντεβού χιόνιζε και της κρατούσα το χέρι. Ύστερα στο πατάρι ενός ζαχαροπλαστείου μου μιλούσε για τις σπουδές της στο Λονδίνο, για έναν φοιτητή που είχαν μια σχέση και που αυτός, μια μέρα, έτρεξε ολόγυμνος και έπεσε στον Τάμεση. Όχι, μου είπε, δεν τσακώθηκαν. Ξαφνικά χωρίς λόγο, πέταξε τα ρούχα του, και άρχισε να τρέχει προς το ποτάμι. Δεν τον είδε έκτοτε, έμαθε ότι διέκοψε τις σπουδές του και τον έχουν στο σπίτι του με χάπια.

 

Ζούσε με τη χήρα μητέρα της. Της άρεσε, είπε, να κρύβεται κάτω από τα κρεβάτια και να την ψάχνει η Σοφία.

 

Μια περίοδο δούλεψε στο μουσείο της Ακρόπολης. Εκεί γνώρισε τον Μιχάλη, ο οποίος είχε πάθος με τη φωτογραφία. Της έκανε ερωτική εξομολόγηση λέγοντάς της ότι πρώτα αγαπάει τη φωτογραφική του μηχανή και ύστερα αυτήν. Ο πατέρας του, εύπορος αστός των βορείων προαστίων της πρωτεύουσας, προετοίμαζε τον μοναχογιό του, αιώνιο φοιτητή του Χημικού, για κληρονόμο της φαρμακαποθήκης του.

 

Πέρασαν ένα χρόνο μαζί, πήγαν το καλοκαίρι διακοπές σε ένα νησί στο Αιγαίο, και μια μέρα ο Μιχάλης, που έμενε μόνος του σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, την προσκάλεσε στο σπίτι του πατέρα του, οι γονείς του θα πήγαιναν εκδρομή στις Μυκήνες. Όμως, ξαφνικά, εμφανίστηκε ο πατέρας και τους έπιασε γυμνούς στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του. Έξαλλος πέταξε με τις κλοτσιές στον δρόμο την Ευτέρπη, βρίζοντας και βλαστημώντας την, ότι πάει να τυλίξει αυτή η ξεβράκωτη τον μοναχογιό του, και ότι αυτός την περιουσία του την έκανε με ιδρώτα και αίμα και δεν θα την αφήσει να τη φάει ένα γύναιο. Εκείνο που θυμόταν η Ευτέρπη και αργότερα το σκεφτόταν και γέμιζε ο νους της μαύρες υποψίες, ήταν ότι μετά την ερωτική τους επαφή, σε μια στιγμή ο Μιχάλης σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και τηλεφώνησε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και, τότε, εμφανίστηκε ο πατέρας του.

 

Τη θυμάμαι να κάθεται σε μια πέτρα στον λόφο του Φιλοπάππου και ο άνεμος να φυσάει τα μαλλιά της, να μου δείχνει την Ακρόπολη, και να μιλάει επί ώρα για τα θαυμάσια των αρχαίων Ελλήνων, για τον Ικτίνο, τον Καλλικράτη και τον Φειδία, για τη χρυσή τομή και, ξαφνικά, αλλάζοντας ρότα, να αρχίζει να τραγουδά ένα ρεμπέτικο τραγούδι.

 

Μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης και την έψαχνα χωρίς να μπορώ να τη βρω πουθενά. Στο σπίτι της δεν ήταν, στο κινητό δεν απαντούσε. Είχε περάσει μια εβδομάδα όταν μου χτύπησε το κουδούνι και την άκουσα από το θυροτηλέφωνο να λέει:

 

«Άνοιξε, είμαι η Ευτέρπη».

 

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο φουριόζα, ξάπλωσε στον καναπέ και, «γαμώ το κέρατό μου, τίποτα!», αναφώνησε. Και όταν τη ρώτησα τι έγινε, γιατί είχε χαθεί και πού βρισκόταν τόσες ημέρες, με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας πικρά και μου είπε:

 

«Είχα πάει στο Ταίναρο για να βρω την πύλη του Άδη!»

 

«Καλά, και πώς έφτασες μέχρι εκεί κάτω;» ρώτησα.

 

«Με το ποδήλατό μου!» απάντησε.

 

Συχνά πυκνά, «είμαι τριών χιλιάδων ετών, μικρέ μου!» έσκυβε και μου φώναζε στο αφτί. Χάθηκε στα τριάντα της. Δεν λέω έφυγε για τον άλλον κόσμο, γιατί και αυτή δεν πίστευε στην ύπαρξή του.

 

 

 

Δημήτρης Πετσετίδης_Επί τέσσερα Το διήγημα «Ευτέρπη» είναι ένα από τα 25 διηγήματα του Δημήτρη Πετσετίδη και περιλαμβάνεται στη νέα συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο Επί τέσσερα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της ΕστίαςΟ Δημήτρης Πετσετίδης γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1940 και σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας Τα Νέα το 1977. Έχει συνεργαστεί με το περιοδικό Το Δέντρο, στο οποίο για χρόνια δημοσίευε διηγήματα,  σχόλια στη στήλη «Τα φύλλα» και σκίτσα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Γερμανικά. Έχει εκδώσει επτά συλλογές με διηγήματα και μια νουβέλα. Το 2011 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του. Για τη νέα συλλογή διηγημάτων του, Επί τέσσερα, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2014, είχε δηλώσει στην Εφημερίδα των Συντακτών στο αφιέρωμα «Πεζογραφία σε πρώτο πρόσωπο»: «Το να γράψεις ένα βιβλίο σου είναι ενασχόληση εργώδης, επίπονη ενίοτε κατά την αναζήτηση του κατάλληλου τρόπου επιλογής της γλώσσας, αλλά πολλαπλώς ευχάριστη και δημιουργική. Το να μιλήσεις όμως για το βιβλίο σου παρουσιάζοντάς το είναι έργο άχαρο, ακόμη και αν έχεις παρακάμψει τον σκόπελο της αυτοπροβολής. Τίτλος: "Επί τέσσερα". Περιέχονται είκοσι πέντε διηγήματα σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη από αυτές επιμένω στα θέματα τα αντλημένα από τις δύσκολες καταστάσεις των δεκαετιών του ’40 και του ’50, γιατί έχω την αίσθηση ότι ούτε η Κατοχή ούτε ο Εμφύλιος εξέλιπαν από την ελληνική πραγματικότητα ώς τα σήμερα. Δεν αρνούμαι τη συμπάθειά μου στην οργανική μορφή του λογοτεχνικού κειμένου, χωρίς να αποκλείω πάσα άλλη. Δεν βρίσκω καμιά διαφορά μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφηγηματικής γραφής – ένα διήγημα δημοσιευμένο σε λογοτεχνικό περιοδικό σε πρώτο πρόσωπο στο βιβλίο αυτό δημοσιεύεται σε τρίτο. Ακόμη, δεν βρίσκω άσχημο το να δημιουργεί ο συγγραφέας ένα διήγημα με θέμα κατά παραγγελία, όταν το προεξάρχον στοιχείο είναι πλέον η τεχνική, η μορφή με την οποία θα παρουσιάσει το θέμα αυτό. Υπάρχουν και δυο-τρία τέτοια διηγήματα στο "Επί τέσσερα". Ο υποφαινόμενος γράφω και αφήνω τον αφηγητή μου να διηγείται. Αν τα όνειρα, οι φαντασίες, οι εφιάλτες μας είναι βιώματα, τότε πρόκειται για κείμενα βιωματικής γραφής. Ακόμη, στο βιβλίο υπάρχουν και "σχέδια του συγγραφέα", τα οποία όμως παρασάγγες απέχουν από τις εικόνες που υπήρχαν στον νου μου ως ερεθίσματα. Μα δεν με συγκίνησε η κρίση; Μου άρκεσε η ακροτελεύτια φράση του διηγήματος "Αλλιώτικος πόλεμος": Και τώρα, σε αλλιώτικο πόλεμο μας έβαλαν». Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Δημήτρη Πετσετίδη και δείτε τα προηγούμενα βιβλία του που κυκλοφορούν.

Όλια Λαζαρίδου, Από τι ζουν οι άνθρωποι (Лев Толстой)

"Απο τι ζουν οι ανθρωποι" (Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου)

[...]

 

χθες το πρωί η σκιά μου κι εγώ βγήκαμε να πάμε στην οδό Ιπποκράτους στην τράπεζα να πάρουμε χρήματα, μπροστά εγώ με γρήγορο βήμα και πίσω μου με λίγο πιο αργό, η σκιά μου. Σταμάτησα στο περίπτερο να πάρω τσίχλες σταμάτησε κι αυτή, έσκυψα να δέσω τα κορδόνια μου, έσκυψε κι αυτή, έξω από το μηχάνημα της τράπεζας όμως, περίεργο, ήμουν ξανά μόνο εγώ, μόνη μου έβαλα την κάρτα μέσα στο μηχάνημα, μόνη μου πήρα τα χρήματα κι όταν έστριψα να τα βάλω στο πορτοφόλι μου η σκιά μου ήταν πια ένας άνθρωπος που με κοίταζε με χέρι απλωμένο, δεν μιλούσε, δεν μου είπε τίποτε, ούτε όμως κι εγώ. Κοιταχτήκαμε μες στα μάτια και νιώσαμε ότι τώρα θα κάνουμε μια πολύ απλή, πολύ φυσική ανθρώπινη πράξη: Έχω; Σου δίνω. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.. του ’δωσα ένα χαρτονόμισμα, και χάθηκε ανάμεσα στα αυτοκίνητα... από τι ζουν οι άνθρωποι;

 

[...]

 

 

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα από τα σύγχρονα κείμενα που έγραψε η Όλια Λαζαρίδου για την παράσταση Από τι ζουν οι άνθρωποι, μία θεατρική διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Λέοντος Τολστόι. Τη διασκευή του διηγήματος και τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφουν η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιώργος Νανούρης και ο Ηλίας Κουνέλας. Στο σημείωμα της παράστασης αναφέρουν: «Η ιστορία είναι απλή. Ένας φτωχός παπουτσής, την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα, βγήκε τουρτουρίζοντας έξω στο χιόνι για να μαζέψει τα λεφτά που του χρωστούσαν. Σε μια γωνιά του δρόμου έπεσε πάνω σ' ένα σωριασμένο, παράξενο, γυμνό άνθρωπο. Αποφάσισε να τον πάρει μαζί στο σπίτι του. Από το σημείο αυτό ξεκινά μια αλυσίδα από μυστήρια συμβάντα, απροσδόκητα και καταπληκτικά γεγονότα που θα αποκαλύψουν σ' αυτόν και τη γυναίκα του, τη μια και μοναδική αλήθεια, που είναι η απάντηση στο ερώτημα: "Από τι ζουν οι άνθρωποι".» Μετά την περσινή επιτυχία στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», η παράσταση επαναλαμβάνεται από τις 25 Οκτωβρίου 2014 στο Θέατρο Πορεία. Η Ματίνα Καλτάκη έγραψε για την παράσταση μεταξύ άλλων: «Μια νουβέλα του Τολστόι γίνεται στα χέρια της Όλιας Λαζαρίδου, του Γιώργου Νανούρη και του Ηλία Κουνέλα μια παράσταση-χειρονομία, φωτεινή, συγκινητική, παρηγορητική». Ο Νίκος Βατόπουλος σημείωσε μεταξύ άλλων: «Και είναι τέτοια η απλότητα της παράστασης, που σε παρασύρει γιατί έχει χωμάτινη και αέρινη αλήθεια [...] Η Όλια Λαζαρίδου παρεμβάλλει μικρά κείμενα που παραπέμπουν στη σύγχρονη Αθήνα και αυτό το «ρίσκο» πετυχαίνει. Γίνεται ένα σύνολο, μια σφαίρα συναισθήματος, που τη γυρίζει σαν να είναι υδρόγειος η υποβλητική μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Εξαίρετες και οι τρεις ερμηνείες, μαγικό το σκηνικό της Κατερίνας-Χριστίνας Μανωλάκου, μεγάλης ομορφιάς η κούκλα της Μάρθας Φωκά. Η Όλια Λαζαρίδου με την ελκυστική εύθραυστη στερεότητά της, ο Γιώργος Νανούρης με την ωραία εκφορά και τη σμιλεμένη θωριά του, ο Ηλίας Κουνέλας με φωνή-σίδερο και κρύσταλλο μαζί, και αίσθηση της θεατρικής εμπειρίας».

Συντελεστές της παράστασης

Διασκευή – Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Όλια Λαζαρίδου, Γιώργος Νανούρης, Ηλίας Κουνέλας
Σύγχρονα Κείμενα: Όλια Λαζαρίδου
Μουσική: Κωνσταντίνος Βήτα
Σκηνικά – κοστούμια: Κατερίνα-Χριστίνα Μανωλάκου
Κατασκευή κούκλας: Μάρθα Φωκά
Ζωγραφιά: Γιώργος Χαβουτσάς
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Μαρία Πασχάλη
Συμπαραγωγή: Λυκόφως –Θέατρο Πορεία

 

Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Λέοντα Τολστόι και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Το Από τι ζουν οι άνθρωποι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μαΐστρος σε μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη και εικονογράφηση της Ναταλίας Αφεντουλίδου.

Γιώργος Λαμπράκος, Η φάρμα της Εδέμ

Phto by Andras Kovacs and Pavel Matousek

-Θες το αρνί;

-Πόσο το δίνεις;

-Είκοσι.

-Πιο κάτω.

-Δεκαπέντε.

-Πιο κάτω.

-Δεν γίνεται πιο κάτω.

-Πιο κάτω, αλλιώς δεν το παίρνω.

-Δέκα. Τελευταία προσφορά.

-Πέντε. Μαζί με την τροφή του.

-Αδερφέ μου, με διαλύεις.

-Τι να κάνω; Έτσι είναι αυτά.

-Εντάξει. Αλλά τελευταία φορά!

-Ξέρεις καλά πως δεν θα ‘ναι η τελευταία φορά.

-Μιχάλη, είσαι αδίστακτος!

-Βαγγέλη, είμαι ιδιοκτήτης.

Ο Cain αφαίρεσε από τον προβατώνα του Abel το τελευταίο αρνί που του είχε απομείνει και το τοποθέτησε στο μεγάλο αγροτεμάχιο που καλλιεργούσε. Η επένδυση αποδείχτηκε χρυσοφόρα σε μεταχρήμα, αφού τα συγκεκριμένα αρνιά όχι μόνο έβγαζαν απεριόριστο μαλλί, αλλά και δεν πέθαιναν εύκολα, καθώς τα συνεχή παράπονα κάποιων κτηνοτρόφων προς τον Διαχειριστή είχαν οδηγήσει στην απαγόρευση της πτήσης αετών. Ο Cain πουλούσε το μαλλί σε διάφορους περαστικούς που το χρειάζονταν ή το κρατούσε, μια και δεν χαλούσε, για να το πουλήσει αργότερα και ακριβότερα σε περιόδους κακοκαιρίας. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, αυτές οι περίοδοι έρχονταν όλο και αραιότερα, καθώς οι παίκτες στη «Φάρμα της Εδέμ», σε αυτό το νέο αμερικανικό διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, όχι μόνο αυξάνονταν με γεωμετρικό ρυθμό, αλλά και περνούσαν περισσότερες ώρες ημερησίως μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή καλλιεργώντας εικονικά χωράφια, ανταλλάσσοντας εικονικά προϊόντα, αγοραπωλώντας εικονικά ζώα. Πώς να μη χαίρονται όλοι σε τούτη την αβαταρική Εδέμ, τόσο οι παίκτες, που σκέδαζαν απλόχερα τον χρόνο τους μακριά από τη σκιά που ρίχνει το δέντρο της Γνώσης, όσο και ο Διαχειριστής, που έβλεπε τα εικονικά του πλάσματα να αυξάνονται και να πληθύνονται; 

 

-Μιχάλη, θέλω λεφτά.

-Αν θες λεφτά, Βαγγέλη, πρέπει να τα αγοράσεις.

-Με τι λεφτά;

-Να πουλήσεις.

-Δεν μου χουν μείνει και πολλά. Μόνο το σπίτι.

-Και μια κότα.

-Εντάξει, και μια κότα.

-Πούλα το σπίτι.

-Ξέρεις ότι, αν πουλήσω το σπίτι, θα μείνω άστεγος.

-Και;

-Και θα βγω απ’ το παιχνίδι.

-Και;

-Δεν θέλω να βγω, γι’ αυτό πρέπει να με βοηθήσεις!

-Αν σε βοηθήσω, θα χάσω.

-Και τώρα που κερδίζεις, τι κερδίζεις;

-Ό,τι κέρδιζες κι εσύ παλιά.

-Αν δεν με βοηθήσεις, θα απευθυνθώ στον Διαχειριστή.

-Να απευθυνθείς όπου θες! Άσε με ήσυχο να παίξω!

-Καλά…

 

Οι παρακλήσεις του Abel προς τον Cain δεν έπιασαν ψηφιακό τόπο, έτσι ο Abel αποφάσισε να θυσιάσει και να παραδώσει στον Διαχειριστή την τελευταία κότα που είχε απομείνει στην ιδιοκτησία του, εκλιπαρώντας τον να του επιτρέψει να μείνει λίγο ακόμα στο παιχνίδι. Ο Abel έλαβε αμέσως θετική απάντηση από τον Διαχειριστή, που τον ευχαριστούσε για την ανοιχτόκαρδη –τηρουμένων των αναλογιών– θυσία και προσφορά, και όχι μόνο του έδωσε μεταχρήματα αντίστοιχης αξίας, αλλά του χάρισε και ένα αγροτεμάχιο με έναν υπερσύγχρονο στάβλο επειδή ο Abel είχε μαζέψει πολλούς πόντους εμπειρίας, ενώ είχε και υψηλό δείκτη συνεργατικότητας. Ο Cain, εκεί όπου καθόταν αμέριμνος και ατένιζε τις οπωροφόρες κτήσεις του γεμάτος υπερηφάνεια και αισιοδοξία, ελπίζοντας βαθιά μέσα του να βρεθεί σύντομα ο Abel στην ανάγκη να του πουλήσει κοψοχρονιά ακόμα και το σπίτι του, είδε έκπληκτος τον Abel να περιφέρεται στο νέο αγροτεμάχιό του και ελέω Διαχειριστή να εκτρέφει τα νέα του ζώα. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα για τον Abel. Και πράγματι, δεν πήγαν.

 

-Ρε Βαγγέλη, πού τα βρήκες όλα αυτά;

-Μου τα χάρισε ο Διαχειριστής.

-Γιατί;

-Γιατί ο Διαχειριστής αγαπά τη θυσία.

-Τι είναι αυτά που λες; Μίλα καθαρά!

-Ήμουν φτωχός και δεν με βοήθησε ούτε καν ο αδερφός μου.

-Ήσουν φτωχός από βλακεία.

-Αν μου δινες έστω και λίγα, δεν θα γίνονταν όλα αυτά.

-Έτσι είναι ο κόσμος, Βαγγέλη: ο καθένας για τον εαυτό του και ο Διαχειριστής εναντίον όλων.

-Ο Διαχειριστής πήρε το μέρος του ανήμπορου, Μιχάλη.

-Ε, λοιπόν, θα του δώσω ένα καρπούζι για να μου χαρίσει κι εμένα κάτι.

-Μόνο ένα; Γιατί είσαι πάντα τόσο τσιφούτης;

-Ένα αρκεί.

 

Η τσιγκουνιά του Cain δεν είχε προηγούμενο, ούτε καν στην εύφορη «Φάρμα της Εδέμ». Ο Διαχειριστής απέρριψε την αλαζονική πρόταση του Cain και μάλιστα έστειλε δάκο για να καταστρέψει τις καλλιέργειές του. Όλη η προσπάθεια που κατέβαλε ο Μιχάλης για να διασώσει την περιουσία του Cain πήγε στράφι. Τώρα ο Cain άρχισε να περιφέρεται ανέστιος στη «Φάρμα της Εδέμ», ενώ τα παρατεταμένα παρακάλια του προς τα άλλα άβαταρ στην κεντρική αγορά για βοήθεια αλλά και προς την τράπεζα του Διαχειριστή για ένα δάνειο, έπεφταν ανελέητα στο κενό. Το κακό άρχισε να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα του μυαλού του Μιχάλη, γρυλίζοντας ότι ο φθόνος είναι ο αιώνιος βασιλιάς μεταξύ των επτά γνωστών –και των επτά χιλιάδων λιγότερο γνωστών– αμαρτημάτων. Η τελευταία απόπειρα του Cain να ζητήσει βοήθεια από τον εκ ρεύματος αδερφό του, τον Abel, θα έδειχνε αν η περίφημη αδερφοσύνη είχε γερές βάσεις ή αν ο διχασμός είχε επέλθει ανεπιστρεπτί. 

 

-Βαγγέλη, θέλω λεφτά.

-Αν θες λεφτά, Μιχάλη, πρέπει να τα αγοράσεις.

-Με τι λεφτά;

-Να πουλήσεις.

-Δεν μου έχει μείνει τίποτα να πουλήσω.

-Κι η ψυχή σου;

-Με κοροϊδεύεις; Δεν μπορώ να πουλήσω την ψυχή μου στην Εδέμ.

-Αν μπορούσες θα την πουλούσες.

-Έλα ρε Βαγγέλη, σε ικετεύω, θα κάνω ό,τι μου πεις.

-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω.

-Είμαι μεγαλύτερος. Μην το ξεχνάς!

-Φαντάσου πόσο καλύτερος είμαι από σένα…

-Ο Διαχειριστής θα με πετάξει έξω!

-Καλά θα σου κάνει.

-Βαγγέλη, θα μου το πληρώσεις!

-Τι θα κάνεις;

-Για δες…

 

Με μια μανιασμένη κίνηση, ο Μιχάλης τραβά το πληκτρολόγιο από τον υπολογιστή του και το ρίχνει σφαλιάρα στον Βαγγέλη που κάθεται δίπλα του στο ίδιο γραφείο. Αίμα αρχίζει να τρέχει από το μάτι του Βαγγέλη, αίμα που χύνει η βίαιη πράξη τού ίδιου του αίματός του, του ίδιου του αδερφού του. Το αίμα του Βαγγέλη δεν προλαβαίνει να στεγνώσει όσο βράζει το αίμα του Μιχάλη, ο οποίος δεν αργεί να ξηλώσει την οθόνη από τη βάση της και να του τη φορέσει κολάρο. Ο Βαγγέλης πέφτει στο πάτωμα κρατώντας το καθημαγμένο του κεφάλι και σφαδάζοντας από τους πόνους, ενόσω ο αδερφός του τον κοπανά νευρόσπαστα με την οθόνη, ώσπου του λιώνει τα δάχτυλα και μετά το κρανίο. Έκπτωτος μα βασιλιάς, ο Μιχάλης ενθρονίζεται στη θέση του νεκρού αδερφού και αρχίζει να χρησιμοποιεί το πληκτρολόγιό του. Μετά τον οριστικό αποκλεισμό του Cain από τη «Φάρμα της Εδέμ», ο Μιχάλης αναλαμβάνει να παίξει με το αδερφικό άβαταρ Abel. Με τους γονείς ξεκίνησαν τα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά με τα αδέρφια ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ των ανθρώπων. Ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε δεν κρατήθηκε από το να μη σκοτώσει τον δεύτερο άνθρωπο που γεννήθηκε, σκέφτεται με θυμηδία ο Μιχάλης, που έχει μια ολόκληρη βδομάδα μπροστά του μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς τους, δηλαδή οι γονείς του, και σε αυτή τη χρονική περίοδο προλαβαίνει αφενός να ξεφορτωθεί το πτώμα δηλώνοντάς το ως ατύχημα σε ώρα παιχνιδιού, αφετέρου να εξαπλώσει ακόμα περισσότερο τη φάρμα του πηγαίνοντας δυτικά, όσο το δυνατόν πιο δυτικά της Εδέμ.

 

 

Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα Το διήγημα «Η φάρμα της Εδέμ» συμπεριλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1977. Το πρώτο του βιβλίο, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ, κυκλοφόρησε το 2009 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2010 εκδόθηκε το θεατρικό έργο του Αγνοούμενος (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), το οποίο ανέβηκε την ίδια χρονιά στο θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία του Νικόλα Μίχα. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Υπογείωση (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) και το 2014 η ποιητική του συλλογή Ονειροπώληση από τις Εκδόσεις Κουκούτσι. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το βιβλίο Μεταμοντέρνος έρως, στο οποίο τρεις συγγραφείς, η Μαρία Γιαγιάννου, ο Γιώργος Λαμπράκος και ο Δημήτρης Νάκος,  ασχολήθηκαν με την ερωτική επιθυμία στη σύγχρονη τέχνη. Ο Γιώργος Λαμπράκος έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες (Acidart, Κοντέινερ, Μανδραγόρας, Νησίδες, Ποιητική, Τεφλόν, Αξία). Γράφει κριτικές βιβλίων στο BookPress, είναι ένα από τα μέλη της νέας συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ποιητική και εργάζεται ως επαγγελματίας μεταφραστής. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται και ένα απόσπασμα από το πρώτο του βιβλίο, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ, όπως επίσης και κάποιες  μεταφράσεις του. Στο διαδίκτυο βρίσκεται στην ιστοσανίδα του.

 

© Γιώργος Λαμπράκος + Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Federico García Lorca, Ματωμένος γάμος

Θεατρική Ομάδα Αίολος, Ματωμένος Γάμος - Θέατρο του Νέου Κόσμου

[...]

 

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Πού πας;

 

ΝΥΦΗ: Εδώ έρχομαι.

 

ΜΑΝΑ: Ποιος είναι;

 

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Δεν την γνωρίζεις;

 

ΜΑΝΑ: Γι’ αυτό ρωτώ ποιος είναι. Γιατί πρέπει να μην τη γνωρίσω, μην της καρφώσω τα δόντια μου στο λαιμό. Οχιά! Τη βλέπεις. Είναι δω και κλαίει, κι εγώ στέκομαι ασάλευτη και δεν της βγάζω τα μάτια. Δεν ξέρω τι έχω. Δεν αγαπούσα, άραγε, το γιο μου; Αλλά η τιμή του; που ’ναι η τιμή του;

 

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Για το θεό!

 

ΝΥΦΗ: Ασ’ την. Ήρθα να με σκοτώσει και να με βάλουν μαζί τους. Μα όχι με τα χέρια. Με σιδερένιο τσιγκέλι, μ’ ένα δρεπάνι, με τόση δύναμη ώσπου να μου σπάσει τα κόκαλα. Ασ’ την. Θέλω να μάθει πως είμαι καθαρή, πως είμαι τρελή, μα μπορούν να με θάψουν δίχως να κοιταχτεί κανένας άντρας στα λευκά μου τα στήθη.

 

ΜΑΝΑ: Πάψε, πάψε! Τι με νοιάζει εμένα αυτό;

 

ΝΥΦΗ: Γιατί έφυγα με τον άλλο. Έφυγα. Κι εσύ θα ’χες φύγει. Ήμουν μια γυναίκα που ’χε καεί, γεμάτη πληγές από μέσα κι απόξω, κι ο γιος σου ήταν μια στάλα νερό, κι απ’ αυτήν περίμενα παιδιά, γη και χαρά, αλλά ο άλλος ήταν ένα ποτάμι σκοτεινό γεμάτο κλωνάρια, που με ζύγωνε με το βούισμα της καλαμιάς και το μουρμούρισμα του τραγουδιού. Κι εγώ έτρεχα στο γιο σου, που ήταν σαν παιδάκι από κρύο νερό, κι ο άλλος μου ’στελνε χίλια πουλιά που δε μ’ άφηναν να περπατήσω και που ’ρίχναν πάχνη πάνω στις πληγές μου, τις πληγές μιας γυναίκας φτωχής, μαραμένης, ενός κοριτσιού που το ’χε η φωτιά χαϊδεμένο. Δεν ήθελα, άκουσέ το καλά! Δεν ήθελα! Ο γιός σου ήταν ο λυτρωμός μου, και δεν τον γέλασα, αλλά το χέρι του αλλουνού με πήρε σαν το κύμα της θάλασσας, σαν την κουτουλιά του μουλαριού και θα μ’ έσερνε για πάντα, για πάντα, για πάντα, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά και όλα του γιου σου τα παιδιά κρεμόντουσαν από τα μαλλιά μου!

 

ΜΑΝΑ: Δεν το ’χει αυτή το φταίξιμο, ούτ’ εγώ! Ποιος το ’χει τότε; Είναι ψεύτικη, φτηνή, γυναίκα του ύπνου του κακού αυτή που πετάει ένα στεφάνι πορτοκαλιάς για να χωθεί σε μια γωνιά του κρεβατιού που ’ναι ακόμα ζεστό από άλλη γυναίκα!

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Πάνος Κυπαρίσσης

 

 

Federico García Lorca y Lola Membrives Ο Ματωμένος γάμος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) από τη θεατρική ομάδα Αίολος σε σκηνοθεσία Βασίλη Ανδρέου έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου στις 6 Οκτωβρίου 2014. Η θεατρική ομάδα Αίολος σημειώνει: "Ο χαμένος παράδεισος, η καταδυνάστευση της ψυχής, ο έρωτας είναι αυτά που πολλές φορές οδηγούν και το συλλογικό βήμα του κόσμου. Ο «Ματωμένος Γάμος» παύει να είναι μια ιστορία σ’ ένα χαμένο στο χώμα χωριό, τριών εραστών, καθώς ο Λόρκα ζωγραφίζει μέσα στη φύση την ιστορία του κόσμου την αιμάτινη, εκεί που κάθε επανάσταση βάφεται στο αίμα. Για μας ο έρωτας είναι η πρώτη πηγή για τις μεγάλες πράξεις κι ας υπάρχει ένα καταραμένο φεγγάρι μοίρας να μας πατάει. Με τους ηθοποιούς αποφασίσαμε ν' αγωνιστούμε με τα υλικά της γης και τους ήχους, που αφήνουν τα θυμωμένα πόδια των ανθρώπων. Η Ομάδα Αίολος ταξιδέψε με την υπέροχη μετάφραση του Πάνου Κυπαρίσση, πιστή στις λέξεις του Λόρκα, και με τις μουσικές του Σπύρου Παρασκευάκου και παρουσιάζει τον «Ματωμένο Γάμο» σε συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου κάθε Δευτέρα και Τρίτη στον Κάτω χώρο. Αφηγούμαστε μια ιστορία γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη την παραμυθία, την παρηγοριά. Πόσο γοητευτικό είναι ένα φεγγάρι να εισβάλλει σ’ ένα τόσο ρεαλιστικό έργο, να εξανθρωπίζεται και να γίνεται καθρέφτης όλων. Ήρωες ενός έργου, που ξυπνά τη ρίζα της κραυγής". (Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από την παράσταση του έργου).

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Πάνος Κυπαρίσσης

Σκηνοθεσία-Σκηνικά : Βασίλης Ανδρέου

Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος

Κοστούμια: Νίκος Καρδώνης

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου

Παραγωγή: Αίολος, Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, σε συμπαραγωγή με το θέατρο του Νέου Κόσμου

Παίζουν: Χριστίνα Κοροβίλα, Κώστας Κουνέλλας, Γιώργος Μακρής, Φαίδρα Παπανικολάου, Νατάσα Σφενδυλάκη, Σίσσυ Τουμάση, Ντίνος Φλώρος, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Διαβάστε στο artplay.gr μία κριτική της Μάνιας Ζούση για την παράσταση.  Ο Ματωμένος γάμος γράφτηκε το 1932 και ανέβηκε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1933 (στη φωτογραφία ο συγγραφέας με την ηθοποιό Lola Membrives, μετά την πρεμιέρα του Ματωμένου γάμου στο Μπουένος Άιρες την ίδια χρονιά). Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Graham Greene, Οι θεατρίνοι

 Photo by Walter Rosenblum

 

[...]

 

Όταν ξανάπεσα για ύπνο, είδα ένα περίεργο όνειρο – ακόμα πιο περίεργο από την Εξέγερση των Μπόξερ. Περπατούσα στις όχθες της λίμνης κάτω από το φεγγαρόφωτο και ήμουν ντυμένος σαν παπαδοπαίδι – αισθανόμουν τον μαγνητισμό του ασάλευτου ήσυχου νερού και με κάθε μου βήμα πλησίαζα όλο και περισσότερο στην όχθη, μέχρι που οι άκρες από τις μαύρες μπότες μου βυθίστηκαν μέσα. Τότε φύσηξε ένας άνεμος και το νερό φούσκωσε, σαν μικρό παλιρροϊκό κύμα, αντί όμως να ’ρθει προς το μέρος μου, πήγε στην αντίθετη κατεύθυνση, τα νερά αποτραβήχτηκαν, οπότε βρέθηκα να περπατάω πάνω σε στεγνά βότσαλα και είδα πως η λίμνη υπήρχε μονάχα σαν μια λάμψη στον μακρινό ορίζοντα, πέρα από την έρημο των χαλικιών που πλήγωναν τα πόδια μου γιατί οι μπότες μου είχαν τρυπήσει. Ξύπνησα και ολόγυρά μου επικρατούσε μια ταραχή που τράνταζε τις σκάλες και τα πατώματα σ’ ολόκληρο το ξενοδοχείο. Η κυρία κόμισσα, η μητέρα μου, είχε πεθάνει.

 

Ταξίδευα με ελάχιστα ρούχα. Το ευρωπαϊκό μου κουστούμι ήταν πολύ ζεστό για να το φορέσω και η μόνη μου επιλογή ήταν μερικά φανταχτερά σπορ πουκάμισα για να πάω στον νεκρικό θάλαμο. Διάλεξα ένα που είχα αγοράσει στην Τζαμάικα· ήταν κατακόκκινο και σταμπωτό με μια εικόνα από ένα βιβλίο του 18ου αιώνα για την οικονομία των νησιών. Είχαν ετοιμάσει πλέον τη μητέρα μου και ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα μ’ ένα ροζ διάφανο νυχτικό και ένα αινιγματικό χαμόγελο μυστικής ή ακόμα και αισθησιακής ικανοποίησης. Η πούδρα της, ωστόσο, είχε κάνει κρούστα από τη ζέστη και δεν μου ’κανε καμιά όρεξη να φιλήσω τις σκληρές φολίδες. Ο Μαρσέλ στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι, ντυμένος στα μαύρα όπως ήταν το σωστό, και στο πρόσωπό του έσταζαν δάκρυα όπως η βροχή από μια μαύρη στέγη. Νόμιζα πως ήταν απλώς ο τελευταίος παραλογισμός της μητέρας μου, μα κατάλαβα πως δεν ήταν ένας σκέτος ζιγκολό, όταν μου είπε γεμάτος αγωνία: «Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, κύριε. Της έλεγα συνέχεια “Όχι, δεν είσαι αρκετά δυνατή ακόμα. Περίμενε λιγάκι. Θα είναι ακόμα καλύτερα αν περιμένεις”».

 

«Κι εκείνη τι απάντησε;»

 

«Τίποτα. Πέταξε απλώς τα σεντόνια. Και όταν τη βλέπω έτσι, είναι πάντα το ίδιο». Πήγε να φύγει από το δωμάτιο, κουνώντας το κεφάλι του σαν να ’θελε να διώξει τη βροχή από τα μάτια του, και ύστερα ξαναγύρισε βιαστικά, έπεσε στα γόνατα δίπλα στο κρεβάτι και πίεσε τα χείλη του πάνω στο σεντόνι, εκεί όπου στρογγύλευε το στομάχι της. Απόμεινε γονατισμένος με το μαύρο του κουστούμι, μοιάζοντας σαν νέγρος ιερέας σε άσεμνη τελετή. Τελικά, εγώ ήμουν που βγήκα από το δωμάτιο, όχι αυτός, εγώ κατέβηκα στην κουζίνα και έβαλα τους υπηρέτες να ετοιμάσουν το πρωινό των πελατών (ακόμα και ο μάγειρας ήταν σχεδόν σακατεμένος από τα κλάματα), εγώ τηλεφώνησα στον δόκτορα Μαζιό. (Εκείνη την εποχή το τηλέφωνο λειτουργούσε συχνά).

 

«Ήταν καταπληκτική γυναίκα», μου είπε αργότερα ο δόκτωρ Μαζιό και το μόνο που κατάφερα να του απαντήσω μουδιασμένος ήταν: «Τη γνώριζα ελάχιστα».

 

[...]

 

Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, βρήκα ένα γράμμα στο μαξιλάρι μου – ένα γράμμα από τη χώρα των νεκρών. Ποτέ δεν έμαθα ποιος το είχε φέρει. Ο υπάλληλος δεν ήξερε να μου πει τίποτε. Το γράμμα ήταν ανυπόγραφο, μα ο γραφικός χαρακτήρας ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία του δόκτορα Μαζιό.

 

«Αγαπητέ μου φίλε», διάβασα, «σου γράφω επειδή αγαπούσα τη μητέρα σου κι αυτές τις τελευταίες ώρες θέλω να επικοινωνήσω με τον γιο της. Δεν έχω πολύ χρόνο: από στιγμή σε στιγμή περιμένω εκείνο το χτύπημα στην πόρτα. Δεν μπορούν να χτυπήσουν το κουδούνι, γιατί το ηλεκτρικό είναι, ως συνήθως, κομμένο. Ο Αμερικανός πρέσβης πρόκειται να επιστρέψει και ο Βαρόνος Σαμντί σίγουρα θα αποτίσει κάποιον φόρο τιμής για να του το ανταποδώσει. Έτσι συμβαίνει παντού στον κόσμο. Πάντα μπορούν να βρεθούν μερικοί κομμουνιστές, όπως επίσης Εβραίοι και καθολικοί. Ο Τσανγκ-Κάι-Σεκ, ο ηρωικός υπερασπιστής της Φορμόζας, μας τάιζε στα καζάνια των τρένων, αν θυμάσαι. Ένας Θεός ξέρει για ποια ιατρική έρευνα θα με βρει χρήσιμο ο Πάπα Ντοκ. Σου ζητάω μόνο να θυμάσαι ce si gros neg. Θυμάσαι εκείνη τη βραδιά που η κυρία Σμιθ με κατηγόρησε για μαρξιστή; Το “κατηγόρησε” είναι βαριά κουβέντα. Είναι μια καλή γυναίκα που απεχθάνεται την αδικία. Ωστόσο δεν μου αρέσει πια η λέξη “μαρξιστής”. Χρησιμοποιείται τόσο συχνά για να περιγράψει μονάχα ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα. Πιστεύω, φυσικά, σ’ αυτό το οικονομικό σύστημα – σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και σε συγκεκριμένες εποχές, εδώ στην Αϊτή, στην Κούβα, στο Βιετνάμ, στην Ινδία. Μα ο κομμουνισμός, φίλε μου, είναι κάτι περισσότερο από τον μαρξισμό, όπως ακριβώς ο καθολικισμός –μην ξεχνάς ότι κι εγώ γεννήθηκα καθολικός– είναι κάτι περισσότερο από τη ρωμαιοκαθολική Κουρία. Πέρα από politique, εμπεριέχουν και mystique. Εσύ κι εγώ είμαστε ανθρωπιστές. Ίσως να μην το παραδέχεσαι, αλλά είσαι γιος της μητέρας σου και κάποτε έκανες εκείνο το επικίνδυνο ταξίδι που όλοι πρέπει να κάνουμε πριν από το τέλος. Οι καθολικοί και οι κομμουνιστές έχουν διαπράξει τρομερά εγκλήματα, τουλάχιστον όμως δεν στάθηκαν αδιάφορα στην άκρη, όπως μια κατεστημένη κοινωνία. Προτιμώ να έχω αίμα στα χέρια μου, παρά νερό σαν τον Πόντιο Πιλάτο. Σε γνωρίζω και σ’ αγαπάω πολύ και σου γράφω αυτό το γράμμα με έγνοια, γιατί ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία που έχω να επικοινωνήσω μαζί σου. Μπορεί να μη φτάσει ποτέ, αλλά το στέλνω μ’ έναν άνθρωπο που πιστεύω ότι είναι έμπιστος, μολονότι δεν υπάρχει καμιά τέτοια εγγύηση στον άγριο κόσμο όπου ζούμε τώρα (δεν εννοώ την κακομοίρα και ασήμαντη μικρή μου Αϊτή). Σε ικετεύω ένα χτύπημα στην πόρτα ίσως να μη μου επιτρέψει να ολοκληρώσω αυτή την πρόταση, θεώρησέ τη λοιπόν ως τελευταία επιθυμία ενός μελλοθάνατου– αν εγκατέλειψες μία πίστη, μην εγκαταλείψεις κάθε πίστη. Πάντα υπάρχει εναλλακτική επιλογή για την πίστη που χάνουμε. Ή μήπως είναι η ίδια πίστη κάτω από διαφορετικό προσωπείο;»

 

Θυμήθηκα τη Μάρτα που έλεγε «Ίσως θα ’πρεπε να γίνεις παπάς». Πόσο παράξενοι πρέπει να φαινόμαστε στους άλλους ανθρώπους. Ήμουν σίγουρος πως είχα αφήσει κάθε ανάμειξη πίσω μου, στο κολέγιο της Επισκέψεως: την είχα πετάξει σαν τη μάρκα της ρουλέτας στο παγκάρι. Ένιωθα όχι απλώς ανίκανος να αγαπήσω – πολλοί είναι ανίκανοι, αλλά ακόμα και να νιώσω ενοχές. Δεν υπήρχαν ζενίθ και ναδίρ στον κόσμο μου – έβλεπα τον εαυτό μου σε μια μεγάλη πεδιάδα, να περπατάω συνέχεια στο ατέλειωτο πλάτωμα. Ίσως κάποτε να είχα πάρει διαφορετική κατεύθυνση, μα ήταν πια πολύ αργά. Όταν ήμουν μικρός, οι παπάδες της Επισκέψεως μου είχαν πει πως μια δοκιμασία της πίστης είναι η εξής: το να είναι κανείς πρόθυμος να πεθάνει για χάρη της. Το ίδιο πίστευε και ο δόκτωρ Μαζιό, ο Τζόουνς όμως για ποια πίστη πέθανε;

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Κλαίρη Παπαμιχαήλ

 

 

Γκράχαμ Γκρην - Οι θεατρίνοι - Εκδόσεις Πόλις Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το μυθιστόρημα του Graham Greene (1904 - 1991) Οι θεατρίνοι που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις σε νέα μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ, την οποία η Κατερίνα Σχινά έκρινε «εξαιρετική» και ο Χρίστος Κυθρεώτης «εξαιρετικής ακρίβειας». Στην κριτική του για το βιβλίο ο Νίκος Κουρμουλής σημείωσε μεταξύ άλλων:  «Για τον Γκράχαμ Γκρην παραμένει ζητούμενο η έκθεση του ανθρώπου στις παροξυσμικές του εμμονές και τις χίμαιρες που γεννούν οι αυταπάτες. Με λόγο ραφινάτο, αιχμηρό, γεμάτο υπαινιγμούς, κλιμακώνει την ένταση, αφήνοντας να βγει στο φως το άλγος των ανθρώπων που πίστεψαν ότι η Ιστορία τους ανήκει». Ο Κώστας Αθανασίου επισήμανε στη δική του κριτική: "Το ενδιαφέρον, όπως πάντα στα βιβλία του Γκρην, είναι ότι, καθώς αναπτύσσεται το «αστυνομικό» σκέλος τής (όπως πάντα δυνατής) πλοκής, αναπλάθεται μια εξαιρετική εικόνα της Αϊτής του Πάπα Ντοκ. Ο φόβος που παγώνει τους πάντες στη χώρα, ντόπιους και ξένους, η ασυδοσία της μυστικής αστυνομίας, η απελπισία που μετουσιώνεται σε μοιρολατρία, η ανυπαρξία δικαιοσύνης («ένας μάρτυρας εδώ μπορεί να υποφέρει όσο και ο κατηγορούμενος»), τα φυλετικά ζητήματα («σε μια χώρα όπου οι μιγάδες είναι πρόσωπα σε αναμονή της θανατικής καταδίκης»), το αντικομμουνιστικό προπύργιο («εμείς είμαστε ο πραγματικός προμαχώνας ενάντια στον κομμουνισμό. Κανένας Κάστρο δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ») και οι καπιταλιστές επιχειρηματίες («ένας καπιταλιστής θα είναι πάντα αφοσιωμένος, αρκεί να παίρνει μια μίζα είκοσι πέντε τοις εκατό»), το φάντασμα των ανταρτών στον βορρά". Ο Γιάννης Καλογερόπουλος, κλείνοντας την κριτική του, σημείωσε: «Οι Θεατρίνοι, χαρακτηριστικό, αν και ίσως παραγνωρισμένο, έργο του Γκράχαμ Γκριν, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ενταχθούν ορθά και αποκλειστικά σε κάποια κατηγορία, γιατί, αν και η πολιτική κατάσταση -της Αϊτής εν προκειμένω- βρίσκεται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, ο Γκριν δεν αδιαφορεί ούτε για το προσωπικό, ούτε για τον μύθο· το αντίθετο μάλιστα, φροντίζει να αποβάλλει τη στείρα και ψυχρή δημοσιογραφική ματιά, κρατώντας μόνο ό,τι -ορθώς- θεωρεί απαραίτητο, επιτυγχάνοντας να σκεπάσει την πραγματικότητα με τον λεπτό πέπλο του μύθου, να μαγέψει τον αναγνώστη, δίχως να τον αποκοιμίσει στη χώρα της φαντασίας». Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Γκράχαμ Γκρην και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Μαρία-Χριστίνα Γιαννακάκη, Τελευταίος προορισμός Αλεξάνδρεια

Vivian Maier _ Jeffrey Goldstein Collection  

Γενάρης ’48, Αλεξάνδρεια, Μεσάνυχτα.

 

Ένας άντρας με καπέλο και καπαρντίνα κατεβαίνει από το πλοίο. Χωρίς αποσκευές. Πατάει στην αποβάθρα του λιμανιού, κοιτάει προσεκτικά γύρω και κατεβάζει το καπέλο πιο χαμηλά. Μπαίνει σε μια λέσχη. Πίνει ένα ποτό κι έπειτα χάνεται στους δρόμους της πόλης. Πάνω στο μπαρ κάτω απ’ τα λεφτά αφήνει και την φωτογραφία μιας γυναίκας. Μελαχρινή με έντονο βλέμμα και μεγάλα μάτια. Από πίσω αφιέρωση «Θα με βρεις εκεί που η σκόνη κρύβει τον ορίζοντα».

 

Όλη του η ζωή μια αναζήτηση. Ένας σκοπός μοναχικός. Περιπλανιέται στους δρόμους της Ανατολής ψάχνοντάς την. Η Αλεξάνδρεια είναι ο τελευταίος προορισμός. Ο ήλιος ξεπροβάλλει. Αυτός ψάχνει μανιωδώς κάπου να μείνει. Κλείνει ένα δωμάτιο, ζητάει να μην τον ενοχλήσουν και κλειδώνει την πόρτα πίσω του. Κλείνει τις κουρτίνες για να διώξει το φως. Ανάβει ένα τσιγάρο και ξαπλώνει. Έχει ακόμα ώρα μέχρι να νυχτώσει ξανά. Αποκοιμιέται. Μια μυρωδιά έντονη τρυπάει το σκοτάδι. Ξυπνάει. Καταλαβαίνει πως εκείνη είναι κοντά. Βγάζει ένα μπουκαλάκι από μια κρυφή τσέπη στην καπαρντίνα του και αρωματίζει τον χώρο. Διπλοκλειδώνει. Ξαναπέφτει στο κρεβάτι και αυτή τη φορά χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Ανακουφίζεται. Δεν τον ενοχλεί πια η μυρωδιά. Το σούρουπο δεν αργεί. Είναι όμως τόσο κοντά. Ίσως αν άνοιγε την πόρτα να την έβρισκε να τον περιμένει εκεί. Και τότε δεν θα είχε άλλο χρόνο, αλλά ούτε και προσμονή. Και το ταξίδι θα τελείωνε. Και κλείνει τα αυτιά να μην ακούει. Και κλείνει τα μάτια να μην δει. Ανοίγει το στόμα και ουρλιάζει για να μην ακούσει. Αλλά η μυρωδιά επιμένει. Επιμένει και τον τυλίγει. Και αυτός την φαντάζεται μ’ ένα πράσινο φόρεμα μακρύ, με τα μαύρα της μαλλιά λυτά και τα μάτια της να λάμπουν στο ημίφως, να στέκει πίσω από την πόρτα, έτοιμη να φωνάξει τ’ όνομά του. Και ουρλιάζει ξανά, μην την ακούσει. Και τελικά τα καταφέρνει, και η μυρωδιά εξαφανίζεται. Κι αυτός κουρασμένος από την προσπάθεια αποκοιμιέται.

 

Ο ήλιος πέφτει. Το σκοτάδι τυλίγει τους δρόμους της πόλης και η ώρα του έχει έρθει. Εκείνη η ώρα που νιώθει ασφαλής. Βγαίνει έξω και αρχίζει να ψάχνει ξανά. Χώνεται σε σκονισμένα σοκάκια και υπόγειες λέσχες. Χάνεται μες στο αλκοόλ και τον καπνό. Άγνωστος σ’ έναν κόσμο μυστήριο και καχύποπτο. Σ’ έναν κόσμο που προσφέρει απλόχερα την σαρκική ηδονή. Με βλέμματα άλλοτε άγρια και άλλοτε λάγνα να καρφώνονται πάνω του. Και αυτός προσπερνάει ταγμένος στον σκοπό του. Όταν ξαφνικά μυρίζει την αυγή. Τότε όμως, τον αρπάζει από το χέρι ένας γέρος, τυφλός. Αυτός ξαφνιάζεται και αποτραβιέται. Δεν σταματάει να μάθει, παρά τρέχει μακριά χωρίς να κοιτάξει πίσω. Οποιαδήποτε επαφή του προκαλεί αποστροφή.

 

Με κλειστές κουρτίνες κι ένα βουνό αποτσίγαρα βρίσκεται ξανά να περιμένει την μυρωδιά. Σίγουρος πως θα επιστρέψει. Οι ώρες περνούν. Οι δείκτες του ρολογιού ηχούν μέσα στο σκοτάδι και του θυμίζουν εκείνη την μακρινή του υπόσχεση. Εκείνο το καλοκαίρι. Τότε που το φως δεν τον έδιωχνε. Κάθε χτύπος κι ένα βήμα πιο κοντά. Ή και πιο μακριά. Κι αποκοιμιέται ξανά. Εξαντλημένος από την προσπάθεια. Ξαφνικά ένας θόρυβος έρχεται απέξω. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει στην χαραμάδα της πόρτας μια σκιά. Φαντάζεται πως θα είναι εκείνος ο γέρος του δρόμου. Ίσως και να ελπίζει. Προσπαθεί να αφουγκραστεί μα βλέπει μόνο έναν φάκελο να τινάζεται μπροστά του. Σκέφτεται ν’ ανοίγει την πόρτα και να την βλέπει μπρος στα μάτια του. Στέκεται για λίγο και κοιτάζει τον φάκελο. Την σκέφτεται όπως την είχε δει τότε. Τελικά σηκώνεται, τον παίρνει για μια στιγμή στα χέρια του μα τον αφήνει ξανά σφραγισμένο στο πάτωμα. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και του γυρίζει την πλάτη. Προσπαθεί να τον ξεχάσει. Να κάνει πως δεν υπήρξε ποτέ εκεί. Να αδιαφορήσει. Αυτός όμως επίμονα του τρυπάει το μυαλό. Κάθε τόσο γυρνάει να τον ελέγξει. Δεν εξαφανίζεται όμως. Είναι αληθινός. Αποκοιμιέται με την ελπίδα να ξεχάσει.

 

Ο ήλιος ανατέλλει. Σηκώνεται ξανά με την ελπίδα. Πατάει πάνω στον φάκελο. Κουμπώνει το σακάκι του. Η ώρα έχει φτάσει. Ανάβει ένα τσιγάρο και βγαίνει.

 

 

 

© Μαρία-Χριστίνα Γιαννακάκη

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails