Αλέξανδρος Κ., ένα ποίημα



Ρητορική

 

Σύμφωνα

σκοντάφτουνε,

τσακίζονται,

συνθλίβονται

στο λάρυγγα,

στη γλώσσα,

στα δόντια,

στα χείλια σου·

Φωνήεντα

χάνονται,

πνίγονται,

βγαίνουν στην επιφάνεια,

παίρνουν βαθιές ανάσες.

Δεν το είχα προσέξει στην αρχή

αυτό το χάρισμά σου.






O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Μαρία Ξυλούρη, Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου

ΕΠΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΒΡΕΧΕ ΣΤΟ ΝΙΟΦΥΤΟ.

 

Η βροχή άρχισε ένα πρωί με καταγάλανο ουρανό· τα σύννεφα ήρθαν αργότερα, σα να σύρθηκαν ανόρεχτα σε μια υπόθεση που δεν τα αφορούσε· στάθηκαν μαύρα και βαριά κι έκρυψαν το Νιόφυτο, το βουνό, τον κόσμο.

 

Τη δεύτερη μέρα, η υπομονή των ανθρώπων είχε ήδη αρχίσει να εξαντλείται, ή έτσι νόμιζαν· όταν ξημέρωσε η τέταρτη, οι ανοιξιάτικες λιακάδες που είχαν προηγηθεί τους φαίνονταν ήδη μακρινό παρελθόν.

 

Την έκτη μέρα, κάποιοι μάζεψαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και ξεκίνησαν για συγγενείς σε διπλανά χωριά, για να στεγνώσουν περιμένοντας να σταματήσει η βροχή στο Νιόφυτο. Οι υπόλοιποι τους παρακολούθησαν απ’ τα παράθυρα να σκοντάφτουν στη λάσπη· όχι για πολύ· έπεφτε η βροχή και τους σκέπαζε, κουρτίνα.

 

Την έβδομη μέρα, ο Λουκάς Ραγκούδης αποφάσισε να προσπαθήσει, επιτέλους, να σηκώσει το κεφάλι και να ξεκλέψει απ’ το παράθυρο την εικόνα αυτής της φοβερής βροχής που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Εκείνη όμως την ώρα ο πρωτότοκος γιος του ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε τα παντζούρια. Πριν σκοτεινιάσει ολότελα, ο Λουκάς Ραγκούδης πρόλαβε για πολλοστή φορά ν’ απορήσει με το ύψος του γιου του, ύψος που δεν κρατούσε ούτε απ’ τη δική του μεριά, ούτε απ’ της μακαρίτισσας της γυναίκας του· κάθε μέρα ο γιος του έμοιαζε ψηλότερος, κάτι που το μυαλό του Λουκά Ραγκούδη απέρριπτε ως αδύνατον αλλά τα μάτια του επέμεναν ότι συνέβαινε. Στο σκοτάδι, ο πρωτότοκος του είπε, «Θα πεθάνεις μέσα στα σκατά σου», μ’ ένα κατευχαριστημένο χαμόγελο στη φωνή, κι ο Λουκάς Ραγκούδης δεν είχε τίποτα να του απαντήσει.

 

Την όγδοη μέρα, ο Ματθαίος βγήκε στο κοτέτσι και προσπάθησε να κρεμαστεί απ’ τη λεμονιά, παρότι γνώριζε ότι το δέντρο δεν ήταν αρκετά γερό για τέτοιες δουλειές· η παρατεταμένη βροχή μερικές φορές σπρώχνει τους ανθρώπους σ’ ενέργειες αστόχαστες. Ώσπου να παραδεχτεί τα σφάλματα του σχεδίου του είχε πια βραχεί ως το κόκαλο κι είχε σπάσει το βαρύτερο κλαδί της λεμονιάς· μπήκε σπίτι του, κρέμασε τα ρούχα πλάι στο τζάκι να στεγνώσουν και ζήτησε της γυναίκας του να του ετοιμάσει σούπα.

 

Τη δέκατη μέρα, η γυναίκα του πρωτότοκου Ραγκούδη την πέρασε στην πόρτα να κοιτάζει τα νερά. Στον άντρα της, που προσπάθησε ανήσυχος να την τραβήξει μέσα, είπε, «Τόση βροχή δεν είναι για καλό». «Εσύ μόνο να είσαι εντάξει κι ας βρέξει όσο θέλει. Έμπα μέσα».

 

Τη δωδέκατη μέρα, ό,τι είχε πάρει να σουρουπώνει, εμφανίστηκε το σκυλί, κατάστεγνο. Έτσι όπως ήταν όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια, δεν βρέθηκε κανείς ν’ απορήσει, μα το σκυλί δεν ενοχλήθηκε· ήξερε ότι το θαύμα είναι θαύμα όσο έχει μάρτυρες, χωρίς αυτούς απλώς υπάρχει. Έκανε τον γύρο του χωριού με το πάσο του κι αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο ντάμι που είχε χτίσει ο Ραγκούδης για τα ξύλα. Εκεί παρέμεινε, πάντα στεγνό κι απαρατήρητο, μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, όταν, ειδοποιημένο από την άτακτη πορεία μιας σαύρας, βγήκε και στάθηκε σε μιαν άκρη του δρόμου, να περιμένει την έξοδο.

 

Αργότερα το ίδιο πρωί, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Η αθόρυβη προσγείωση της τελευταίας σταγόνας συνοδεύτηκε από το κρώξιμο ενός πουλιού που δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν. Άνοιξαν τα παντζούρια, βγήκαν στις αυλές διστακτικοί να δοκιμάσουν τον αέρα. Τα πόδια τους βούλιαζαν σ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης που δυσκόλευε τα βήματα. Κοιτάζονταν σαστισμένοι· λέξεις για τη χαρά τους δεν είχανε, επιφωνήματα μόνο, κάτι αχ! και ω!, άλλα μεγαλόφωνα κι άλλα ξέπνοα, κι έτσι δεν αντιλήφθηκαν ότι τα πάντα γύρω είχαν βουβαθεί.

 

Έπειτα η Αγγέλα είπε τις πρώτες λέξεις:

 

«Δόξα σοι ο θεός».

 

Και στο τελευταίο σίγμα της πάνω, το Νιόφυτο άρχισε να ολισθαίνει.

 

[...]



 


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το τρίτο μυθιστόρημα της Μαρίας Ξυλούρη (1983) Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις Καλέντης. Με το πρώτο μυθιστόρημά της, Rewind (Καλέντης, 2009) ήταν υποψήφια για για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» το 2010. Για το δεύτερο μυθιστόρημά της, Πώς τελειώνει ο κόσμος (Καλέντης, 2012), της απονεμήθηκε το 2013 το βραβείο «The Athens Prize for Literature» του περιοδικού «(δε)κατα», 2013. Το 2015 τιμήθηκε με το «Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Αγγλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΙΛΜ/ΕΑΕ» για το βιβλίο του David Mitchell Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ (Τόπος, 2014), το οποίο ήταν και η πρώτη της μετάφραση. Γράφει τακτικά στο προσωπικό της ιστολόγιο Δωμάτιο Πανικού

Γλυκερία Μπασδέκη, μαύρη σοκολάτα


Ο πρώτος σοκολατί στην πολυκατοικία, στο ημιυπόγειο που ξενοίκιασαν οι δίδυμες με τις φακίδες που επιτέλους ορκίστηκαν πτυχιούχες του τεΐ λογιστικής. Πολύ τον ήθελα κι όλο του το ’λεγα. Του ’λεγα έλα να πηδήσουμε απ’ την Αράπιτσα. Του ’λεγα βαρέθηκα το ημιυπόγειο, κλέψε μια φορντ να πάμε βόλτα να ξεσκάσουμε, μαύρε μου. Γιες, γιες, έλεγε ο σκούρος, κουτσοαγγλικά μιλούσαμε, άλλα άκουγε, άλλα καταλάβαινε. Τον είχα βαρεθεί πάνω στο μήνα, αλλά περίμενα το σεξ που όλο δεν ερχόταν κι έλεγα θεούλη μου θα ανταμειφθώ για την υπομονή μου και θα ’ναι το κάτι άλλο αυτό που περιμένω και μονολογώ. Και μου ’φτανε που τον έπαιρνα αγκαζέ, γύρω γύρω το τετράγωνο, να μας δούνε όλοι, να πούνε φτου σου άσπρη τσούλα που σπουδάζεις ελληνική φιλολογία και τα ’χεις με τον αράπακλα που πουλάει κολιέδες στην λαϊκή και σε βάζει κάτω και λες το Xριστό φαντάρο. Τον δεύτερο μήνα ξεσπάθωσα και του ζήτησα σεξ. Με κοίταξε με τη θλίψη της φυτείας. Άι εμ ε κρίστιαν μπόυ, ψέλλισε και το ταβάνι γύρισε τούμπα κι όλη η πρώην Στρατηγού Παπάγου, τώρα Εθνικής Αμύνης, έπεσε στο κεφάλι μου. Με κάτι ελληνικά της συφοράς έσκασε το παραμύθι. Τον είχαν μεγαλώσει, τάχαμου, σε κάτι Νιγηριανά κατηχητικά, εικονίτσες και προσευχούλες πρωί βράδυ.Το σεξ ήταν μόνο για το γάμο. Το σεξ ήταν κακό πράμα χωρίς γάμο. Σεξ ντεμπρέπι γκίνι πριγκάμο. Τώρα το τασάκι είχε γίνει ιπτάμενος δίσκος και φωσφόριζε, ο καναπές ήταν έτοιμος να προσεγγίσει το διάστημα, το κεφάλι μου έβραζε αργά και βασανιστικά στη μεγάλη ιεραποστολική σουπιέρα στη μέση του δάσους.


Δεν κάθησα να το συζητήσω. Τζήζους Κράιστ μπι γουίθ γιου κι έκλεισα την πόρτα. Τον απέφυγα πεντέξι μήνες, μέχρι που ξενοίκιασε και κουβαλήθηκε μια μοντελίστ-πατρονίστ. Ούτε τον συνάντησα, ούτε έμαθα τίποτε για χρόνια. Πολύ μου είχε στοιχίσει εκείνο το δίμηνο που ο Θεούλης μου πήρε τη μαύρη σοκολάτα απ’ το στόμα, αλλά το πήγα παρακάτω.


Τον ξαναείδα ακριβώς εικοσιδύο χρόνια μετά στο περιοδικό «Τα νέα των Πολυτέκνων». Φιγουράριζε στο εξώφυλλο ως Πατέρας Ιάκωβος Λουμούμπα με τα δεκατρία παιδιά του και μια ξανθόψειρα Πρεσβυτέρα. Μέσα είχε και συνέντευξη. Δεν άντεξα να τη διαβάσω. Το ’σκασα όπως όπως απ’ το οδοντιατρείο. Ο Τζήζους Κράιστ μ’ είχε βάλει στόχο κι αυτό δεν μπορούσα να το διαχειριστώ με νηφαλιότητα στα σαραντατρία μου, αστεφάνωτη και μ’ έναν φρονιμίτη να με πεθαίνει.





Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και Κανείς δε θυμάται τον Γιάτσεκ Γκμοχ (ανέκδοτη). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά.  Έχει γράψει διηγήματα και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001), 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002) και 11 λέξεις (Καλέντης, 2013).

Έχει επίσης γράψει 4 θεατρικά έργα, τα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τα οποία θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Bibliothèque σε έναν συλλεκτικό τόμο και θα διατεθούν μόνο για μία ημέρα στην παρουσίαση της έκδοσης (Θέατρο της οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής, 16/12/2015, 8μ.μ.).

Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει επίσης στη LiFO, στη στήλη της CRYING GAME (παλιότερα άρθρα της στήλης εδώ) και στο μπλογκ της bijoux de Kant.

Στη σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (εδώ και εδώ), τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών» και το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~».

Αλέξανδρος Κ., ...πέρα απ’ την καρατομημένη νοσταλγία... (μία ανάγνωση)

 Berliner Mauer

Ο νεολογισμός που εμφανίστηκε στη γερμανική γλώσσα μετά την πτώση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και την ένωσή της με τη μητέρα Γερμανία, η περιβόητη, παρεξηγημένη και ως έναν βαθμό υποτιμητική «Ostalgie» («Ost»= «Ανατολή», «ανατολικός», πρβλ. «Ostblock», «Ostdeutschland», «Ostberlin»), είναι ένα γλωσσικό απομεινάρι της γερμανικής «Nostalgie» που έχασε το αρχικό της Ν· ουσιαστικά όμως είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο σχηματισμός της: μία καρατομημένη νοσταλγία, για να εκφράζει τον ψυχικό πόνο που γεννά ο αδύνατος πλέον γυρισμός σε μια πατρίδα που μπορεί γεωγραφικά να διευρύνθηκε ρίχνοντας τα τείχη της, αλλά ψυχολογικά ισοπεδώθηκε.

 

Ίσως είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί η χώρα που εμείς αποκαλούσαμε στα Ελληνικά «Ανατολική Γερμανία» –ή «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας» κατ’ αναλογία με την «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»– για τους πολίτες της χώρας εκείνης ονομαζόταν «Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία». Ίσως επίσης δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να αισθανθούμε, γιατί όταν η Δυτικογερμανίδα δημοσιογράφος ρωτά την Τζέννυ Έρπενμπεκ αν είναι γέννημα-θρέμμα Ανατολικοβερολινέζα, η συγγραφέας απαντά: «Θα έλεγα μάλλον από το Βερολίνο της Γ.Λ.Δ.».

 

Η Τζέννυ Έρπενμπεκ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας δεν αρνείται απλώς ευγενικά να αποδεχθεί τους όρους που έχει επιβάλει στην καθημερινή γλώσσα η ισχυρή Δυτική Γερμανία, αλλά μοιάζει περισσότερο να πασχίζει να διατηρήσει την ψυχολογική υπόστασή της, την παιδική, εφηβική και νεανική της ηλικία, αρνούμενη να αποδεχθεί χάριν του διαλόγου τον ετεροπροσδιορισμό και μία ψευδή ταυτότητα που δεν είχε ποτέ.

 

Στα δεκατέσσερά της χρόνια η Τζέννυ Έρπενμπεκ άκουσε από τη γιαγιά της, τη μυθιστοριογράφο Hedda Zinner, την παράξενη ιστορία κάποιας θαυμάστριά της, που ήταν τρόφιμος σε ένα ίδρυμα για παιδιά στη Δρέσδη. Η Hedda Zinner γνώρισε από κοντά το νεαρό κορίτσι και στη συνέχεια αλληλογραφούσε μαζί του, συμβουλεύοντάς το στα προβλήματά του, ενώ είχε ζητήσει και από μία εγγονή της που έμενε επίσης στη Δρέσδη να επισκέπτεται το κορίτσι και να του κρατά συντροφιά. Όταν κάποτε το κορίτσι χρειάστηκε να υποβληθεί σε κάποια εγχείρηση, η δημοφιλής συγγραφέας της Γ.Λ.Δ. φρόντισε να βρεθεί ένας καλός γιατρός. Το κορίτσι όντως εγχειρίστηκε, αλλά όταν η ηλικιωμένη συγγραφέας το επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, προς μεγάλη της έκπληξη πληροφορήθηκε από τον γιατρό ότι από κάποιες εξετάσεις που έγιναν στο κορίτσι αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να ήταν δεκατεσσάρων, όπως ισχυριζόταν, αλλά τουλάχιστον τριάντα χρόνων. Η ηλικιωμένη συγγραφέας απογοητεύθηκε πάρα πολύ από το «ψέμα» του κοριτσιού που δεν ήταν κορίτσι και διέκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία κλινική περίπτωση ψυχοπαθολογίας, απλώς η τριαντάχρονη γυναίκα, που είχε επιστρέψει στην εφηβική της ηλικία, είχε καταφέρει να πείσει εκτός από τον εαυτό της και πολλούς άλλους.

 

Το 1995, έξι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της Hedda Zinner, η 28χρονη σκηνοθέτις όπερας και μουσικού θεάτρου Τζέννυ Έρπενμπεκ αποφάσισε να ασχοληθεί συγγραφικά με την ιστορία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Θέλοντας ωστόσο να ερευνήσει τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι έφηβοι μαθητές με μία ενήλικη γυναίκα που δηλώνει και θεωρείται συνομήλική τους, αλλά και να μάθει η ίδια «πόσο δύσκολο είναι να απεκδυθεί κανείς την ιστορία του σαν πανωφόρι, και τι βάρος έχει το να ξεχνάς», θα έρθει σε συνεννόηση με τη διευθύντρια και με κάποιους από τους καθηγητές του Γυμνασίου Λέσσινγκ – στο Βένντινγκ του πρώην Δυτικού Βερολίνου– και θα επιστρέψει για έναν μήνα στα θρανία ως 17χρονη μαθήτρια.

 

Η δική της Ιστορία του γερασμένου παιδιού εκδόθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1999, τη χρονιά δηλαδή που συμπληρώνονταν δέκα χρόνια από την πτώση του Τείχους, και έγινε δεκτή με διθυραμβικές κριτικές, ενώ δικαιολογημένα κάποιοι μίλησαν για παραβολή, ισχυρισμό τον οποίο ενισχύει και η απουσία του οριστικού άρθρου πριν από τη λέξη Ιστορία στον τίτλο του βιβλίου. Άλλωστε η συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει κάποια στοιχεία που ενισχύουν την πολιτική διάσταση της νουβέλας. Ο συγγραφέας που εξετάζεται στο μάθημα της γλώσσας είναι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και συγκεκριμένα το θεατρικό έργο του Ο κύριος Πουντίλα και ο δούλος του ο Μάττι· η ταινία που προβάλλεται στο ίδρυμα δεν είναι άλλη από την ταινία Soy Cuba (Είμαι η Κούβα) του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζωφ που πραγματεύεται την επανάσταση στην Κούβα· ένα καλλιτεχνικό πάντρεμα που μοιραία συνδυάζει εκ των πραγμάτων πια την πρώτη και την τελευταία εναπομείνασα χώρα του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η πόλη όπου βρίσκεται το ίδρυμα δεν είναι άλλη από τη Δρέσδη, την οποία ισοπέδωσαν οι Σύμμαχοι με τους βομβαρδισμούς του Φεβρουαρίου του 1945. Η αλλόκοτη, σκληρή και μελαγχολική Ιστορία του γερασμένου παιδιού μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως Ιστορία της Γ.Λ.Δ. και ως μία απάντηση στην καρατομημένη νοσταλγία που επινόησαν οι Δυτικοθρεμμένοι ειδικοί και η βιομηχανία του μάρκετινγκ.

 

Η Τζέννυ Έρπενμπεκ μοιάζει να υπερασπίζεται πεισματικά τη γοητεία του τερατώδους, δεν ωραιοποιεί το παρελθόν, αλλά ούτε το αποποιείται, το απογυμνώνει, του κατεβάζει το «συλλογικό βρακί» και το καταθέτει ως προσωπική εμπειρία, ως βιωμένο παρελθόν, ως μία καταδικασμένη εκ των προτέρων αντίσταση, που πέρα από την πρώτη ανάγνωσή της αντιστέκεται σ’ αυτό ακριβώς που φαίνεται να ιστορεί: τη λήθη.

 

 

 

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ, Ιστορία του γερασμένου παιδιού Το κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη «...πέρα απ’ την καρατομημένη νοσταλγία... (μία ανάγνωση)» συμπεριλαμβάνεται ως επίμετρο του μεταφραστή στο βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Εκδόσεις Ίνδικτος, 2004). Αποσπάσματα από το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ και κάποιες κριτικές για τη γερμανική και ελληνική έκδοση βρίσκετε εδώ.

O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει Thomas Mann, Franz Kafka, Botho Struass, Jenny Erpenbeck, Elfriede Jelinek, Mario Wirz, Terezia Mora, κ. ά. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Τζέννυ Έρπενμπεκ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ.

Η δημοσίευση αυτή γίνεται με αφορμή τη θεατρική διασκευή της νουβέλας της Τζέννυ Έρπενμπεκ, έντεκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της στα Ελληνικά, η οποία παίζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Jenny Erpenbeck, Ιστορία του γερασμένου παιδιού

Fernando Botero - Mona Lisa

Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στο δρόμο, μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα. Όταν ύστερα το πήρε η αστυνομία, το ρωτήσανε για υπηρεσιακούς λόγους πώς ονομάζεται, πού κατοικεί, ποιοι είναι οι γονείς του, ποια η ηλικία του. Δεκατεσσάρων χρονών είναι, απάντησε το κορίτσι, αλλά το όνομά του δεν ήξερε να το πει, κι ούτε πού ήτανε το σπίτι του. Οι αστυνομικοί αρχικά μιλάγανε στον πληθυντικό στο κορίτσι, αλλά τώρα του μιλάγανε στον ενικό. Λέγανε: πρέπει να ξέρεις από πού έχεις έρθει, πού ήσουνα πριν, προτού βγεις εδώ μες στο δρόμο με τον άδειο τον κουβά σου. Το κορίτσι απλώς δεν μπορούσε να θυμηθεί, δεν μπορούσε να θυμηθεί την αρχή. Ήτανε πεντάρφανο, κι όλα όσα είχε κι ήξερε ήταν ο άδειος ο κουβάς που κράταγε στο χέρι του, που κράταγε ακόμα στο χέρι του, όσο το ανέκρινε η αστυνομία. Κάποιος απ’ τους αστυνομικούς πήγε να το προσβάλει το κορίτσι κι είπε: Καλός κουβάς, πάντως. Αλλά το κορίτσι δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να προσβληθεί, κι απλώς απάντησε: Ναι.

 

Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτα. Βέβαια το κορίτσι ήταν υπαρκτό με όλο του το ύψος και το πάχος, όσον αφορούσε όμως την καταγωγή και την ιστορία του το περιέβαλλε με τέτοιο τρόπο το τίποτα, που η ύπαρξή του απ’ την αρχή κόλλαγε σε κάτι απίστευτο. Το κορίτσι είχε ξεμείνει. Οπότε του πήρανε τον κουβά του, το πιάσανε απ’ το παχύσαρκο χέρι του και το δώσανε στο ίδρυμα για παιδιά.

 

Το κορίτσι έχει ένα μεγάλο πρόσωπο με λεκέδες, που μοιάζει με φεγγάρι που πέφτουνε πάνω του σκιές, έχει φαρδιούς ώμους σαν κολυμβήτρια, κι από τους ώμους προς τα κάτω είναι σαν μονοκόμματο, ούτε φούσκωμα υπάρχει εκεί που έπρεπε νά ’ναι τα στήθη, ούτε κόψιμο στο ύψος της μέσης. Τα πόδια είναι δυνατά, και τα χέρια, κι ωστόσο το κορίτσι δεν κάνει καμμία πειστική εντύπωση, αυτό μπορεί να οφείλεται στα μαλλιά του. Τα μαλλιά αυτά δεν είναι ούτε μακριά ούτε κοντά, στο σβέρκο είναι ξεφτισμένα, κι ούτε καστανά είναι, ούτε και πραγματικά μαύρα, είναι στην καλύτερη περίπτωση τόσο μαύρα όσο μια σημαία πού ’χει μείνει κρεμασμένη για πάρα πολύ στον ήλιο κι έχει ξεθωριάσει εντελώς απ’ αυτό, κάποιες φορές δείχνουνε σχεδόν γκρίζα. Το κορίτσι κινείται αργά, κι όταν καμμιά φορά δεν κινείται αργά, μικρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίζονται στη ράχη της μύτης του. Το κορίτσι ξέρει ότι είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένο, γι’ αυτό μαζεύει το κεφάλι. Γέρνει το σώμα του, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να συγκρατήσει μια μεγάλη δύναμη που μαίνεται στα σωθικά του.

 

Το ίδρυμα για παιδιά, στ’ οποίο έδωσε η αστυνομία το κορίτσι, είναι το πιο μεγάλο της πόλης. Βρίσκεται στον πιο ακρινό τομέα αυτής της πόλης, στον τομέα που συνορεύει με το δάσος, αποτελείται από διάφορα κτήρια, που είναι μοιρασμένα σ’ ένα αχανές κτήμα μ’ αθέατα σημεία. Εδώ υπάρχουνε εστίες, ένας παιδικός σταθμός, ένα σχολείο για τις κατώτερες κι ένα για τις ανώτερες τάξεις, επίσης ένα μαγειρείο, ένα γυμναστήριο, μία αίθουσα εκδηλώσεων, μία πλατεία από μπετόν, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, και καλύβες, όπου στεγάζονται διάφορα εργαστήρια – εκεί πρέπει να μάθουνε οι μαθητές να δουλεύουνε σκληρά, όπως θα το απαιτεί απ’ αυτούς η ζωή. Γύρω απ’ όλα αυτά είν’ ένας φράχτης, ένας φράχτης με μία και μοναδική πύλη, που τη φυλάει ένας θυρωρός, μ’ αυτόν πρέπει να μιλήσει κανείς, άμα θέλει να βγει από το ίδρυμα έξω ή να μπει στο ίδρυμα μέσα. Από αυτή την πύλη έρχονται το σαββατοκύριακο επίσκεψη οι παραμελημένοι ή ευκατάστατοι γονείς, γονείς που κλαίνε και που δεν κλαίνε, για κάποια παιδιά βέβαια δεν έρχονται από αυτή την πύλη ούτε παραμελημένοι ούτε ευκατάστατοι γονείς, ούτε που κλαίνε ούτε και κάποιοι άλλοι. Από αυτή την πύλη έρχονται και ξένοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς, έρχονται για να δούνε παιδιά, αλλά για κάποια παιδιά δεν έρχονται ούτε κι αυτοί. Υπάρχουνε παιδιά, τόσο ακάθαρτα, τόσο τεράστια ή τραχιά, που ούτε καν χρειάζεται ν’ απορρίπτονται, ούτε που τα βλέπουνε, επειδή δεν χωράνε από το κόσκινο που τα περνάνε για την επιλογή. Είναι εκεί, αλλά να τα δούνε δεν μπορούνε. Μ’ αυτά θα πάει αναμφισβήτητα και το κορίτσι. Ωστόσο η αφάνειά του λειτουργεί λες κι είναι πιο πρωταρχικής φύσης – ολόκληρη η μορφή τού κοριτσιού είναι τόσο σκεβρωμένη, ακόμα και το περπάτημά του είναι τόσο σκεβρωμένο, που ο καθένας που θά ’θελε να το πιάσει από το χέρι, θα ψαχούλευε όντως ένα τίποτα.

 

Αυτή τη ζεστή ακόμα μέρα του φθινοπώρου θα μπορέσει λοιπόν να περάσει εντελώς ήσυχα από το γήπεδο με τ’ αραιό γρασίδι, έστω κι αν στις άκρες του κάθονται οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς στα ξύλινα μαδέρια, με τα οποία είναι περίκλειστο το γήπεδο. Γιατί βέβαια οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς καρφώνουνε τα μάτια τους σ’ αυτό το γήπεδο και παρατηρούνε τα παιδιά τους ή εκείνα που πρόκειται να γίνουνε παιδιά τους σε διάφορα παιχνίδια – το κορίτσι όμως δεν το προσέχουνε, λες και το ’χει κάνει κάποια νεράιδα άτρωτο στα βλέμματά τους. Κανένας απ’ τους παραμελημένους γονείς κι εκείνους που κλαίνε και τους άλλους, ούτε κάποιος απ’ τους ξένους που θέλουνε να γίνουνε γονείς θα το δει να περνάει από το γήπεδο. Έτσι το έχει σκεφτεί. Έτσι όπως άλλοι πασχίζουνε να δραπετεύσουν από μια περίφραχτη περιοχή, από φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, τρελοκομείο ή στρατώνα, ακριβώς αντίθετα το κορίτσι τρύπωσε σε μια τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ’ ένα ίδρυμα για παιδιά δηλαδή, και δεν υπάρχει ούτε καν μία πιθανότητα να έρθει σε κάποιον η ιδέα να τ’ οδηγήσει και πάλι από την πύλη έξω, να το πετάξει στον κόσμο πίσω.

 

Έτσι περνάει λοιπόν με μεγάλη άνεση από το γήπεδο και ροκανίζει, ενώ περνάει από το γήπεδο, το νύχι του. Κι όταν ακριβώς την πρώτη μέρα, ενώ περνάει από το γήπεδο και ροκανίζει το νύχι του, το σκουντάει ένας μικρός, έτσι που εκείνο πέφτει σχεδόν κάτω και πρέπει να βάλει το χέρι του να στηριχτεί στο έδαφος, αρχίζει βέβαια για μια μικρή στιγμή τ’ αναφιλητά, αλλά δεν το πειράζει που το κάνει αυτό. Γιατί το ότι το σκουντάει ένας μικρός, για να πέσει μες στις βρομιές, και το σκουντάει τόσο πολύ, που αναγκάζεται ν’ αρχίσει τ’ αναφιλητά, ξυπνάει στο κορίτσι την ελπίδα ότι θα του επιτραπεί να καταλάβει μία απ’ τις κατώτερες θέσεις στην εσωτερική σχολική ιεραρχία, πιθανότατα μάλιστα την κατώτερη, κι η κατώτερη θέση είναι πάντοτε η πιο σίγουρη, δηλαδή ακριβώς εκείνη που στα αιτήματά της εν πάση περιπτώσει θα μπορεί ν’ αντεπεξέρχεται. Έτσι δεν σκουπίζει τις βρομιές από το χέρι του, αλλά συνεχίζει να περπατάει και συνεχίζει τ’ αναφιλητά λιγάκι ακόμα κι ύστερα αρχίζει να ροκανίζει πάλι το νύχι του, που τώρα είναι βρόμικο.

 

Όταν για πρώτη φορά το οδηγήσανε στο δωμάτιό του, που κατά κύριο λόγο είν’ ένας κοιτώνας που πρέπει να τον μοιράζεται με άλλα τρία κορίτσια – εκείνη ήτανε μια απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του. Δεν υπήρχε καμμία αταξία σ’ εκείνο το δωμάτιο – μόνο τέσσερα κρεβάτια, το κάθε ένα σ’ έναν από τους τέσσερεις τοίχους, και τα τέσσερα στρωμένα καθαρά, και δίπλα τους από μια καρέκλα κι από ένα σιδερένιο ερμάρι. Στο ερμάρι πάει το δέμα με τα ρούχα της βδομάδας, και τα βιβλία του σχολείου και τα τετράδια πάνε εκεί, και τα λίγα προσωπικά αντικείμενα που μαζεύει κάποιο παιδί ή που, όταν έχει κάνει αρκετή οικονομία, τ’ αποκτάει με το χαρτζιλίκι του. Τα τελευταία συχνά τα κλέβουνε πάλι ασφαλώς απ’ το παιδί που κάνει τόση οικονομία. Τα ερμάρια δεν κλειδώνουνε, είναι ζήτημα αρχής αυτό. Έχει να κάνει με τη συντροφική συμβίωση. Όλα τα πράματα που έχει φέρει μαζί του το παιδί κατά την εισαγωγή του πρέπει να τα παραδώσει. Θα πεταχτούνε, γιατί το ίδρυμα κάνει μια εντελώς καινούργια αρχή.

 

[...]

Όταν ύστερα φτάνει σε μια τέτοια κατάσταση, ντυμένο μ’ εκείνον ακριβώς το διανεμημένο ρουχισμό όπως όλοι οι άλλοι εδώ και στον ίδιο βαθμό καθαρό όπως όλοι οι άλλοι, κοιτάζει γύρω του να βρει έναν καθρέφτη. Θέλει να παρατηρήσει τον ίδιο του τον εαυτό στην καινούργια του ζωή, θέλει να δει αν έχει αλλάξει το πρόσωπό του εξαιτίας της αρχής της καινούργιας αυτής ζωής, μέλλει όμως να διαπιστώσει ότι στο δωμάτιό του καθρέφτης δεν υπάρχει. Θα τριγυρίσει και θα προσέξει ότι ούτε στην τουαλέτα ούτε σε κάποιο διάδρομο, ούτε πουθενά αλλού στο ίδρυμα είναι κρεμασμένος κάνας καθρέφτης. Τελικά, με το προαίσθημα κιόλας κάποιας ενοχής και γι’ αυτό όσο το δυνατόν αδιάφορα θα ζητήσει έναν καθρέφτη κι αμέσως θα μάθει ότι η φιλαρέσκεια είναι ένα απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, μαντάμ. Και μολονότι η κατηγορία που εμπεριέχεται σε τούτη την απάντηση προέρχεται απ’ το ότι η εκπαιδεύτρια είναι εντελώς τυφλή για τη φύση των αιτίων που κάνανε το κορίτσι ν’ αναζητήσει, και τελικά μάλιστα να ζητήσει, έναν καθρέφτη, η απόκριση φωτίζει βέβαια την αρχή απ’ την οποία διέπεται αυτό το περίφραχτο ίδρυμα, και το κορίτσι δεν γνωρίζει πιο ευτυχισμένη κατάσταση από ’κείνη στην οποία το φέρνει η θέα της αρχιτεκτονικής μίας αρχής. Πιο φωτεινή και πιο ωραία θέα δεν γνωρίζει.

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ - Ιστορία του γερασμένου παιδιού Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το πρώτο βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Ιστορία του γερασμένου παιδιού, γραμμένο το 1999, που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το 2004 από τις Εκδόσεις Ίνδικτος.  Η πρώτη έκδοση του βιβλίου στα Γερμανικά έγινε δεκτή με θερμότατες κριτικές. Ο Matthias Schreiber έγραψε στο Der Spiegel: «Υπάρχουν θαυμάσιες προτάσεις που όμοιές τους δεν έχουμε διαβάσει σε κανένα άλλο βιβλίο. Ένα αξιομνημόνευτο ντεμπούτο», ενώ η Annegret Stein έγραψε για τη συγγραφέα στη Handelsblatt με αφορμή το βιβλίο: «Σκηνοθέτις και συγγραφέας best-seller: η Τζέννυ Έρπενμπεκ είναι παιδί-θαύμα και πολυτάλαντη συγχρόνως». Η Verena Auffermann έγραψε στη Süddeutsche Zeitung: «Το μικρό βιβλίο με το οποίο η Τζέννυ Έρπενμπεκ κάνει το ντεμπούτο της, κινούμενο από τη δύναμη και τη σκοτεινότητα του Κάφκα και διαποτισμένο από το πολιτικό σύστημα της νεανικής της ηλικίας, είναι ένα βιβλίο, που δεν ταιριάζει στην εποχή της ξέφρενης διασκέδασης. Είναι ζοφερό και σοβαρό, ευφυές και εκπληκτικό» και η Isabel Wirtz στη Berliner Zeitung: «Για την ποιητική Ιστορία του γερασμένου παιδιού της Τζέννυ Έρπενμπεκ υπάρχει ένα μυστικό. Η συγγραφέας δημιούργησε έναν θηλυκό Κάσπαρ Χάουζερ, ένα πλάσμα χωρίς ταυτότητα. [...] Στο λογοτεχνικό της ντεμπούτο η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία μίας οπισθοχώρησης από τον κόσμο. Περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ αποκοπεί το παρελθόν απ’ το μέλλον και να σταματήσει ο χρόνος». Με εξίσου θερμές κριτικές έγινε δεκτή και η έκδοση του βιβλίου στα Ελληνικά. Ο Τάσος Γουδέλης έγραψε μεταξύ άλλων στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ: "Η γλώσσα της δαιμόνιας Ερπενμπεκ σκάβει βαθιά και απρόβλεπτα. Σπάνια συναντάς σήμερα ανάλογη γραφή, κοπής αδαμάντων, σκληρής απόστασης και σωτήριας εγγύτητας μαζί. Στο βάθος περνάει η σκιά του ντοστογιεφσκικού «Ηλίθιου» και του αληθινού ομολόγου του «Γκάσπαρ Χάουζερ»: «προγλωσσικών» όντων που αποτελούν τον κρυφό καθρέφτη της έλλογης ανθρωπότητας. Λαμπρή η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη". Ο Κωστής Παπαγιώργης έγραψε στο ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ: «Η Έρπενμπεκ έχει κάνει όρκο να μην ξεστομίσει καμιά κοινοτοπία, κανέναν κοινόλεκτο ψυχολογισμό· και τον κρατάει». Η Σοφία Νικολαΐδου έγραψε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: «Το κείμενό της αναπαριστά με αφηγηματική δύναμη τον άγριο, νοσηρό, σκληρό, ακατάδεκτο κόσμο των ανηλίκων. Τα παιδιά δεν καμουφλάρονται ως καλοκάγαθοι άγγελοι. Δείχνουν τα νύχια τους. H Έρπενμπεκ γράφει το ρέκβιεμ της παιδικής ηλικίας, χωρίς γλυκερές ωραιοποιήσεις», ενώ η Φωτεινή Τσαλίκογλου σημείωσε, επίσης στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: «Φόβος, τρυφερότητα, αποτροπιασμός, έλξη, απορία, αμηχανία, τρόμος. Είναι τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Με μια ποιητική και συνάμα σκληρή και ασθμαίνουσα γλώσσα και με μια θαυμάσια μετάφραση που αναδεικνύει το νόημα, τον ήχο, τη μουσική, ακόμα και τη σιωπή των λέξεων, το γερασμένο παιδί αφυπνίζει τις κοιμισμένες αισθήσεις σου, τις τακτοποιημένες σε ένα ερμάρι σκέψεις σου. [...] Συμπύκνωση, μεταμφίεση, μεταφορά, όλα τα υλικά του ονείρου είναι εδώ. [...] Δεν έχει καταγωγή. Μια ακραία οριακή κατάσταση μοιάζει να έχει κάποτε ζήσει το κορίτσι. Και αυτό το Ακραίο, και αυτό το Κάποτε, που άρρητα φωλιάζει μέσα του και ποτέ δεν αναφέρεται, είναι συνεχώς παρόν, διατρέχει το βιβλίο, συγκλονίζει τη γραφή, δυναμιτίζει τη σκληρή, αποστασιοποιημένη γλώσσα. H ιστορία του γέρικου παιδιού θα μπορούσε να ήταν η ιστορία μιας αρχαίας καταστροφής. Ειπώθηκε ότι πρόκειται για μια πολιτική αλληγορία, ένα βιβλίο που δηλώνει τις περιπέτειες της επανενωμένης και άλλοτε διαιρεμένης Γερμανίας. Τι σημασία έχει όμως να ερμηνεύσουμε το βιβλίο μέσα από μια τέτοια αναγωγή; Πολιτική ή ατομική αλληγορία; H σπαραχτική περιπέτεια μιας χώρας ή μιας ατομικής ύπαρξης; Σημασία έχει να αφηγηθείς την ιστορία έτσι όπως καταφέρνει η συγγραφέας να κάνει».

Η δημοσίευση αυτή γίνεται με αφορμή τη θεατρική διασκευή του βιβλίου, έντεκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα Ελληνικά, η οποία θα παίζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Τζέννυ Έρπενμπεκ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ.

Αλέξανδρος Κ., Τόμας Μανν - Ο τελευταίος έρωτας

Thomas_Mann

Στις 11 Ιουλίου 1950 ο 75χρονος νομπελίστας συγγραφέας Τόμας Μανν θα σημειώσει στο προσωπικό του ημερολόγιο μεταξύ άλλων: «[…] Η παγκόσμια φήμη είναι για μένα αρκετά μηδαμινή, αλλά πόσο ανύπαρκτο βάρος έχει πλέον έναντι ενός χαμόγελου δικού του, του βλέμματος των ματιών του, της απαλότητας της φωνής του! […] Τρεις ημέρες ακόμη, και τον νεαρό δεν πρόκειται πλέον να τον ξαναδώ, το πρόσωπό του θα το ξεχάσω. Όχι όμως την περιπέτεια της καρδιάς μου. […]»[1]

 

Αυτή είναι μόνο μία από τις πάρα πολλές ημερολογιακές αναφορές του Τόμας Μανν στον νεαρό Franzl Westermeier, έναν 25χρονο σερβιτόρο στο Grand Hotel Dolder στη Ζυρίχη. Εκεί κατέλυσε ο συγγραφέας με την 45χρονη κόρη του, Έρικα, στις 25 Ιουνίου 1950, για να είναι κοντά στη σύζυγό του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί σε μία γυναικολογική εγχείρηση. Αυτές οι ημερολογιακές αναφορές, οι οποίες μαρτυρούν με απαράμιλλο, άλλοτε βαθυστόχαστο, άλλοτε ποιητικό και άλλοτε παράφορο, τρόπο την ερωτική διάθεση του ηλικιωμένου συγγραφέα για τον νεαρό Westermeier, αρχίζουν την πρώτη ημέρα της άφιξης του Τόμας Μανν στο ξενοδοχείο και συνεχίζονται και μετά την αποχώρηση του (η τελευταία καταγράφεται στις 8 Νοεμβρίου 1950).

 

Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημοσιοποίηση των ημερολογίων του Τόμας Μανν, για την ακρίβεια όσων δεν έκαψε ο ίδιος,[2] τα οποία όρισε να ανοιχτούν μετά την παρέλευση 20 χρόνων από τον θάνατό του, και ιδιαίτερα οι ομοφυλοφιλικές αναφορές του νομπελίστα συγγραφέα προκάλεσαν πολλές συζητήσεις.

 

Ακόμα και ο πάπας της γερμανικής λογοτεχνίας, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό και μεταφέροντας τα λόγια του ιστορικού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Γκόλο Μανν (1909–1994), του τρίτου και μοναδικού γιου της οικογένειας που δεν αυτοκτόνησε, έγραψε στην αυτοβιογραφία του: “Τα ομοφυλοφιλικά συναισθήματα και οι σκέψεις, είπε ο Γκόλο, δεν του ήσαν επ’ ουδενί ξένα, όπως είναι γνωστό, του Τόμας Μανν. Δεν υπήρξε, όμως, ποτέ ομοφυλόφιλος εν ενεργεία. Η φαντασίωση, πως είχε επαφές με αγόρια του δρόμου, είναι παράλογη. Οι ομοφυλοφιλικές δραστηριότητές του, κατά τον Γκόλο, δεν είχαν «φθάσει ποτέ κάτω από τη ζώνη». Στο τέλος-τέλος η ομοφυλοφιλία του παρέμεινε σε εφηβικά όρια”.[3] Η δε νομικός και συγγραφέας Ελίζαμπετ Μανν Μποργκέζε (1918 -2002), η τρίτη κόρη της οικογένειας, δήλωσε σε συνέντευξή της στην Berliner Zeitung την 1η Σεπτεμβρίου 2001 ότι οι ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του Τόμας Μανν ήταν τόσο εκλεπτυσμένης αισθητικής και κάθε άλλο παρά σωματικής φύσεως, στον βαθμό που τα μεγαλύτερα αντικείμενα του πόθου του, ο Klaus Heuser και τελευταίος ο Franzl Westermeier ουδέποτε αντιλήφθησαν κάτι. Στην ίδια εφημερίδα, ο Γερμανός σκηνοθέτης Heinrich Breloer αποκάλυψε στις 3 Ιουνίου 2000 την έκπληξη του 75χρονου πλέον Westermeier, όταν τον επισκέφτηκε κατά την έρευνά του για την τηλεταινία Die MannsEin Jahrhunderroman και του έδειξε τις ημερολογιακές αναφορές του Τόμας Μανν στο άτομό του.

 

Ωστόσο, αυτός ο τελευταίος έρωτας του Τόμας Μανν δεν ήταν όπως οι προηγούμενοι, έστω και αν ο ίδιος ο συγγραφέας τον κατατάσσει στην ίδια κατηγορία μαζί με τον έρωτά του για τον Armin Martens, τον Williram Timpe, τον Paul Ehrenberg και τον Klaus Heuser.[4]

 

Αν και με την παραπάνω ομολογία του έρωτά του ο ηλικιωμένος συγγραφέας φαίνεται να διακηρύσσει τη μηδαμινότητα της πρωτοκαθεδρίας του στον χώρο των γερμανικών γραμμάτων, συγκρίνοντάς τη με το χαμόγελο, το βλέμμα και τη φωνή του νεαρού, τον οποίο δέκα ημέρες αργότερα θα αποκαλέσει «πολυαγαπημένο βλάκα»[5], στην πραγματικότητα πρόκειται για ακριβώς το αντίθετο, αφού ουσιαστικά υπογραμμίζει την πρωτοκαθεδρία αυτή, με έναν μοναδικό, ακραιφνώς Μαννικό, τρόπο. Γιατί ο έρωτας αυτός αποδείκνυε περίτρανα, πρωτίστως στον ίδιο, ότι δικαίως κατείχε την πρωτοκαθεδρία στο χώρο των γερμανικών γραμμάτων και ότι δικαίως το όνομά του θα έμενε στην ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας μαζί με εκείνο του Γκαίτε.

 

Άλλωστε, αυτός ήταν ο συγγραφέας, ο οποίος έναν χρόνο πριν είχε κληθεί επισήμως να μιλήσει στον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Γκαίτε. Έτσι ο Γκαίτε είχε γίνει η αφορμή να επιστρέψει σε γερμανικά εδάφη ο νομπελίστας Τόμας Μανν έπειτα από δεκαέξι χρόνια αυτοεξορίας. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι, είτε ήταν ευπρόσδεκτος είτε όχι, θα το ένιωθε κηλίδα στη ζωή του το να υπηρετεί μόνο εκτός έδρας το πνεύμα του Γκαίτε και συγχρόνως να αποφεύγει τη Γερμανία.[6] Η Γερμανία, βέβαια, δεν ήταν μόνο μία τότε και η πρόσκληση δεν θα μπορούσε παρά να είναι διπλή, και από τις δύο πλέον Γερμανίες. Έτσι, η επιστροφή του νομπελίστα συγγραφέα είχε προκαλέσει έριδα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αναγκάζοντάς τον, λίγο πριν την επίσκεψή του στη Βαïμάρη, να σπεύσει να δηλώσει στη Φρανκφούρτη ότι η πραγματική πατρίδα του είναι η ελεύθερη, η ανέγγιχτη από τις ζώνες κατοχής γερμανική γλώσσα.[7]

 

Πέρα από τη λογοτεχνική και φιλολογική σχέση του Τόμας Μανν με τον Γκαίτε, υπήρχε πάντα και μία εσώτερη σχέση, σε κάποιο βαθμό ίσως και ασυνείδητη, εκ μέρους του Τόμας Μανν, η οποία έφτανε τρόπον τινά τα όρια της ταύτισης.

 

Σε ένα κείμενο[8] που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 ο νεαρός τότε συγγραφέας Τόμας Μανν έκανε λόγο για το κουκλοθέατρο και τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή του, παραπέμποντας επίσης στον ήρωα του διηγήματός του «Ο παλιάτσος»[9] αλλά και στον Χάννο Μπούντενμπρωκ και επισημαίνοντας με αυτόν τον τρόπο και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου του. Πολλά χρόνια αργότερα, στις 2 και 3 Μαΐου 1940, ο Τόμας Μανν θα δώσει μία διάλεξη[10] στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, κατά την οποία θα χρησιμοποιήσει αυτολεξεί την αναφορά στο κουκλοθέατρο από εκείνο το κείμενο του 1904, προσθέτοντας, ωστόσο, ένα σχόλιο για τον ρόλο που παίζει γενικότερα το κουκλοθέατρο στη ζωή μελλοντικών δημιουργών, αναφέροντας το παράδειγμα του Γκαίτε και τις αναμνήσεις που καταθέτει εκείνος στον δικό του Βίλχελμ Μάιστερ, αλλά και το παράδειγμα του Γκότφρηντ Κέλλερ και του δικού του Πράσινου Χάινριχ. Το λογοτεχνικό μέγεθος του Γκαίτε και του Κέλλερ δεν είναι ασφαλώς το ίδιο, όπως δεν είναι ίδια και η σημασία της αναφοράς τους για τον ίδιο τον Μανν.

 

Ήδη 4 χρόνια πριν από τη διάλεξη στο πανεπιστήμιο Πρνίστον, το 1936, ο Τόμας Μανν, μιμούμενος τον Γκαίτε, ο οποίος αρχίζει την αυτοβιογραφία του, Ποίηση και αλήθεια, περιγράφοντας τη θέση των πλανητών από αστρολογική σκοπιά,[11] αρχίζει με παρόμοιο τρόπο ένα βιογραφικό σημείωμα,[12] το οποίο γράφτηκε για Αμερικανούς αναγνώστες και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα Αγγλικά. Σύμφωνα με τον Hermann Kurzke, έναν από τους βιογράφους του, ο Τόμας Μανν είχε όντως ζητήσει ήδη από το 1926 να του καταστρώσουν το ωροσκόπιό του, το οποίο μάλιστα βρίσκεται στο Thomas-Mann-Archiv στη Ζυρίχη.[13]

 

Όταν ο Τόμας Μανν μιλούσε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον για το κουκλοθέατρο και τον Γκαίτε, ήδη κυκλοφορούσαν οι τρεις από τους τέσσερεις τόμους του βιβλικού μυθιστορήματός του Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού,[14] το οποίο μπορεί και να μην είχε γραφτεί ποτέ, εάν ο συγγραφέας του δεν είχε βρει στην αυτοβιογραφία του Γκαίτε την ενασχόληση εκείνου κατά την εφηβεία του με την «ιστορία του Ιωσήφ» και την επιθυμία του να την επεξεργαστεί και να δημιουργήσει από αυτή ένα νέο και αυτόνομο έργο[15], μία επιθυμία που θα κάνει τον ίδιο τον Τόμας Μανν να δημιουργήσει από τη μισή σχεδόν Γένεσι της Παλαιάς Διαθήκης ένα έργο τεσσάρων τόμων, το οποίο υπερβαίνει τις 1800 σελίδες. Μάλιστα, έναν χρόνο πριν, το 1939, είχε ήδη κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Η Λόττε στη Βαϊμάρη,[16] στο οποίο ο Τόμας Μανν είχε μιλήσει διά στόματος Γκαίτε, και είχε τρόπον τινά κατορθώσει να ταυτιστεί με εκείνον. Αυτή η ιδιότυπη ταύτιση του Τόμας Μανν με τον Γκαίτε ίσως έφτασε στον ανώτερο βαθμό της, όσον αφορά το λογοτεχνικό έργο του Μανν, με τη δημιουργία του δικού του πλέον Δόκτορος Φάουστους.[17]

 

Βέβαια, πολύ νωρίτερα, το 1911, είχε προηγηθεί μία αποτυχημένη προσπάθεια του 36χρονου νομπελίστα συγγραφέα να ασχοληθεί με τον Γκαίτε, η οποία οδήγησε στη συγγραφή της περίφημης νουβέλας του Ο θάνατος στη Βενετία.[18] Σε εκείνη τη διάλεξη στο πανεπιστήμιο Πρίνστον θα ομολογούσε 29 χρόνια αργότερα: «Αρχικώς ήθελα να κάνω κάτι εντελώς άλλο. Είχα ως αφετηρία μου την επιθυμία να κάνω αντικείμενο της αφήγησής μου τον όψιμο έρωτα του Γκαίτε για την Ulrike von Levetzow, να παραστήσω τον εξευτελισμό ενός υψηλού πλέον πνεύματος από το πάθος για ένα ερεθιστικό, αθώο κομμάτι ζωής […] Τότε δεν το τόλμησα να επικαλεστώ τη μορφή του Γκαίτε, δεν εμπιστεύτηκα τις δυνάμεις μου και παρεξέκλινα. Δημιούργησα έναν σύγχρονο ήρωα […]».[19]

 

Όπως γράφει ο Eckermann στις Συνομιλίες με τον Γκαίτε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και συγκεκριμένα στις 27 Οκτωβρίου και 17 Νοεμβρίου 1823,[20] ο Γκαίτε είχε όντως ερωτευτεί παράφορα στα 74 χρόνια του μία νεαρή, την οποία συνάντησε στο Μαρίενμπαντ. Ήταν η 19χρονη Ulrike von Levetzow [21] και μετά την επιστροφή του γηραιού συγγραφέα στην πόλη του, όλοι μιλούσαν για την περιπέτειά του.

 

Αυτό, λοιπόν, που δεν τόλμησε λογοτεχνικά, σε επίπεδο τέχνης, ο νεώτερος Τόμας Μανν, φαίνεται να το τόλμησε, ασυνείδητα, ο γηραιός, φθάνοντας στο σημείο να ταυτιστεί τρόπον τινά και σε επίπεδο ζωής πλέον με τον Γκαίτε. Ίσως και γι’ αυτό δεν προσπάθησε να κρύψει τον έρωτά του για τον νεαρό Franzl Westermeier, διακινδυνεύοντας μάλιστα να γίνουν αντιληπτά τα αισθήματα που έτρεφε για τον νεαρό σερβιτόρο και από τους άλλους ενοίκους του πολυτελούς ξενοδοχείου. Στο ημερολόγιό του ομολογεί μάλιστα ότι αστειευόταν για την αδυναμία που είχε στον νεαρό τόσο με την κόρη του όσο και με τη σύζυγό του, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η Έρικα κάποια στιγμή, που εκείνος είχε ξεχαστεί και χάζευε το πρόσωπο του νεαρού, τον τράβηξε από το μανίκι και τον αποκάλεσε «ασυγκράτητο».[22]



ΥΠΟΣHΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ημερολογιακή καταγραφή 11 Ιουλίου 1950 (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης), βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. Herausgegeben von Inge Jens. S. Fischer Verlag, Frankfurt a. M., 1991.
[2] Το Μάιο του 1945 ο Τόμας Μανν έκαψε τα ημερολόγιά του που αφορούσαν τα χρόνια πριν από τον Μάρτιο του 1933, διασώζοντας μόνο εκείνα της περιόδου Σεπτέμβριος 1918 – Δεκέμβριος 1921, τα οποία και χρειαζόταν για το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους. Τα υπόλοιπα ημερολόγια που διασώθηκαν αφορούν την περίοδο Μάρτιος 1933 – Ιούλιος 1955.
[3] Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Η ζωή μου. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Ίνδικτος. Αθήναι, 2001. σ. 439.
[4] Η συνέχεια του εισαγωγικού αποσπάσματος από το ημερολόγιο του Τόμας Μανν είναι: “Προστέθηκε κι αυτός στη γκαλερί, την οποία δεν θα αναφέρει καμία «ιστορία της λογοτεχνίας», και η οποία μέσω του Klaus H. φθάνει πίσω σ’ εκείνους στο βασίλειο των νεκρών, τον Paul, τον Willri και τον Arnim”. 11 Ιουλίου 1950. βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. ό.π.
[5] «Γιατί δεν μου γράφει ότι είναι τιμή του και χαρά του; Πολυαγαπημένε βλάκα!». 21 Ιουλίου 1950, ό.π.
[6] βλ. «Ansprache im Goethejahr 1949», στο: Thomas Mann, Über mich selbst. Autobiographische Schriften. Gesammelte Werke in Einzelbänden, Frankfurter Ausgabe, S. Fischer Verlag, Frankfurt a. M., 1983. σ. 446.
[7] ό.π. σ. 446 κ.ε.
[8] βλ. «Kinderspiele», στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 163.
[9] βλ. «Ο παλιάτσος» στο: Τόμας Μανν, Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα. Δεκατρία πρώιμα διηγήματα και νουβέλες. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Ίνδικτος, Αθήναι, 2002. σ. 99-100.
[10] βλ. «[On Myself] στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 54.
[11] Johann Wolfgang Goethe, Dichtung und Wahrheit I, Insel Taschenbuch Verlag, Frankfurt a. M., 1975. σ. 15.
[12] «Γεννήθηκα την Κυριακή την 6η Ιουνίου 1875 την δωδεκάτη μεσημβρινή. Οι θέσεις των πλανητών ήσαν ευνοϊκές, όπως με διαβεβαίωναν μετέπειτα συχνά οι μύστες της αστρολογίας, προοιωνιζόμενοι για το άτομό μου βάσει του ωροσκοπίου μου μία μακρά και ευτυχή ζωή καθώς και έναν ήρεμο θάνατο». (Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης) Thomas Mann, [Lebenslauf 1936], στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 146.
[13] Hermann Kurzke, Thomas Mann. Das Leben als Kunstwerk. Eine Biographie. C. H. Beck Verlag, München, 2000. σ. 15.
[14] Thomas Mann, Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού. Μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου. Gutenberg, Αθήνα, 2005.
[15] J. W. Goethe, Dichtung und Wahrheit, ό.π. σ. 158 κ.ε.
[16] Thomas Mann, Η Λόττε στη Βαϊμάρη. Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Εξάντας, Αθήνα, 2000.
[17] Τόμας Μαν, Δόκτωρ Φάουστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο. Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Πόλις, Αθήνα, 2002.
[18] Τόμας Μανν, Θάνατος στη Βενετία. Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη. Ίνδικτος, Αθήναι, 2006.
[19] [On Myself], ό.π. σ. 72.
[20] Johann Peter Eckermann, Gespräche mit Goethe in den letzten Jahren seines Lebens. Insel Taschenbuch Verlag, o.O., 1990. σ. 54-56 και 498.
[21] ό.π. σ. 752.
[22] 7 και 8 Ιουλίου 1950, βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. ό.π.


ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Το κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη «Τόμας Μανν - Ο τελευταίος έρωτας» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (τεύχος 205-206), στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Τόμας Μανν (1875-1955) με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης έχει μεταφράσει δύο νουβέλες του Τόμας Μανν, Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριο και ο Μάγος (εκδόσεις Ίνδικτος), και μία συλλογή με πρώιμα διηγήματα του συγγραφέα, Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα (εκδόσεις Ίνδικτος).

Μία πρώτη λογοτεχνική προσέγγιση του τελευταίου έρωτα του Τόμας Μανν ήταν το σύντομο πεζογραφικό κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη Μεταμορφώσεις, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών (Ιούνιος 2014) και συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία ελληνικού διηγήματος Υπό σκιάν (Μάιος 2015, Οι εκδόσεις των συναδέλφων).

Διαβάστε ένα βιογραφικό σημείωμα για τον Τόμας Μανν και δείτε στη βιβλιοnet ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε και ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα με τον τίτλο «Στον καθρέπτη», το διήγημα «Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή», ένα απόσπασμα από τον «Τόνιο Κραίγκερ», καθώς και τη γνώμη του Φραντς Κάφκα για αυτή τη νουβέλα του Τόμας Μανν.

Stefan Zweig, Σκακιστική νουβέλα

[Θεατρική διασκευή - αποσπάσματα]

Γιάννης Νταλιάνης, Photo by VDouros

Α΄ μέρος

[…]

-Τι ήταν αυτό;

-Τα φλας των δημοσιογράφων.

- Αυτό μας έλειπε. Ποιον φωτογραφίζουν;

- Τον Τσέντοβιτς.

- Ποιον;

- Τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Το νέο παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι.

- Α, μπα; Διάνοια;

- Αμφιλεγόμενη. Λένε πως δεν ξέρει καν να διαβάζει. Δεν έχει καμία πνευματική ικανότητα, μόνο το σκάκι.

- Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;

- Κι όμως. Το γράφουν κι οι εφημερίδες. Ο αγράμματος Σλάβος, έτσι τον αποκαλούν.

-Ναι, καλά τώρα… Οι εφημερίδες. Αυτές δεν αποκαλούν κάποιον άλλο σωτήρα της Γερμανίας και άστρο την νέας εποχής; Ο Σλάβος τους πείραξε τους Αρίους; Γι’ αυτό σας λέω, φίλε μου. Μακριά από την Αυστρία, μακριά από την Ευρώπη. Όχι Αργεντινή. Ακόμα πιο μακριά. […]

Σκέφτομαι να τον πλησιάσω και να τον γνωρίσω από κοντά. Βρήκα τι θα κάνω 12 μέρες στο πλοίο. Δύσκολο; Γιατί; Δεν αφήνει κανένα να τον πλησιάσει; Εγώ θα βρω τον τρόπο. Στοίχημα!

 

[…]

 

Την άλλη μέρα, πολύ πριν τις τρεις, είχαμε μαζευτεί όλοι στο σαλόνι για να παρακολουθήσουμε το παιχνίδι. Στο κέντρο φυσικά ο Μακ Κόνορ, ο χορηγός μας. Εγώ είχα καθίσει λίγο παράμερα γιατί μ’ ενοχλεί ο καπνός και γιατί είχα αρχίσει να χάνω το ενδιαφέρον μου για τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Δεν έχει νόημα να περιγράψω αυτή την παρτίδα. Χάσαμε σε 24 κινήσεις. Αυτό δε μας ενόχλησε, είναι φυσικό να χάνεις από έναν πρωταθλητή. Αυτό που μας ενόχλησε ήταν το ύφος του. Η αλαζονεία του. Δε μας έριξε ούτε μια ματιά. Σα να ήμασταν άψυχα ξύλινα πιόνια. Μόνο μια λέξη βγήκε από το στόμα του στο τέλος της παρτίδας, ματ, και μετά πρόσθεσε one more game? Προφανώς ήθελε άλλα 250 δολάρια.

 

[…]

 

Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος επιβάτης; Ένας άγγελος εξ’ ουρανού που ήρθε να μας βοηθήσει στην πιο κρίσιμη στιγμή; […] A game with an amateur is a game with an amateur. Ερασιτέχνης; Ερασιτέχνης ένας άνθρωπος που είχε σχεδόν νικήσει τον πρωταθλητή; Τι μοναδική αντίθεση! Από τη μια η έπαρση και από την άλλη η ταπεινότητα ενός ανθρώπου με εξαιρετικές ικανότητες. Όλοι εμείς οι φιλήσυχοι ταξιδιώτες είχαμε κυριευτεί από μια άγρια φιλοπόλεμη διάθεση. Θέλαμε οπωσδήποτε να πάρουμε εκδίκηση, να πάρουμε τη ρεβάνς. Θέλαμε να τον δούμε να χάνει τις δάφνες του πάνω στο καράβι μας, στη μέση του ωκεανού. Πρέπει να καταφέρουμε κάτι εναντίον του. Η παρτίδα πρέπει να γίνει. Πρέπει οπωσδήποτε να πείσουμε τον άγνωστο να παίξει. Να παίξει για μας. Για το κοινό καλό, για όλους μας. Μια καινούρια παρτίδα. Μια παρτίδα για την πατρίδα!

 

Β΄ μέρος

Τον βρήκα να κάθεται έξω από την καμπίνα του ξαπλωμένο σε μία σαιζλόνγκ και να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν χλωμός, υπερβολικά χλωμός. Τα μαλλιά του έμοιαζαν να έχουν ασπρίσει μέσα σε μια νύχτα. Τον πλησίασα αμέσως και τον παρακάλεσα να δεχτεί να παίξει για μας μια παρτίδα σκάκι. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του, άφησε το βιβλίο του, μου συστήθηκε πολύ ευγενικά «Δρ… Μπι», πλησίασε προς την κουπαστή και κοίταξε πέρα, μακριά στον ωκεανό.

-Όχι όχι δεν ξέρω σκάκι, δεν παίζω σκάκι. Έχω να παίξω σκάκι από το σχολείο.

Αυτό που συνέβη πριν είναι τυχαίο, εντελώς – πρωταθλητή είπατε; Παγκόσμιο πρωταθλητή; Μα εγώ έχω να αγγίξω πραγματική σκακιέρα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Όλα αυτά που σας λέω δεν είναι επίδειξη μετριοφροσύνης. Ασχολήθηκα με το σκάκι. Αλλά εντελώς θεωρητικά και κάτω από εξαιρετικές συνθήκες. Μείνετε λίγο. Μείνετε –θα πιείτε κάτι;

 

[…]

 

Μη νομίζετε τώρα ότι θα σας μιλήσω για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όχι. Μου επεφύλασσαν μια πολύ πιο λεπτή μεταχείριση. Με οδήγησαν σ’ ένα ξενοδοχείο. Το Μετροπόλ.

 

[…]

 

Η πόρτα ήταν συνέχεια κλειδωμένη. Και το ρολόι μου; Πού είναι το ρολόι μου; Μου το πήραν για να μην μπορώ να βλέπω την ώρα. Το ίδιο και το μολύβι μου, για να μην μπορώ να γράφω. Έχουν δημιουργήσει γύρω μου το τίποτα, το κενό. Ο φρουρός που μου φέρνει το φαγητό μου δεν επιτρέπεται να μου μιλήσει. Δεν ακούω καμιά ανθρώπινη φωνή. Δεν βλέπω κανέναν άνθρωπο. Τίποτα, τίποτα. Μόνο αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Το ίδιο τραπέζι, την ίδια ταπετσαρία, την ίδια πολυθρόνα. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω. Τίποτα να ακούσω. Τίποτα να δω. Περίμενα μήπως συμβεί κάτι, αλλά τίποτα. Βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και μαζί βημάτιζαν και οι σκέψεις μου. Γιατί και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν είναι, δεν μπορούν να αντέξουν το τίποτα, έχουν ανάγκη από μια αλλαγή, από κάτι καινούριο. Ν’ αλλάξει, ας πούμε, θέση αυτή η καρέκλα!

 

[…]

 

Ένα βιβλίο! Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Κλέψ’ το! Φρουρέ, κουράστηκα τόση ώρα όρθιος εδώ πέρα, πότε θα με πάρουνε; Έρχομαι! Ευτυχώς εκείνη την ημέρα η ανάκριση δεν κράτησε πολύ. Κι έτσι μπόρεσα με πολύ προσεκτικές κινήσεις να γυρίσω στο δωμάτιό μου με το βιβλίο σώο και αβλαβές. Τώρα θα νομίζετε ότι το άνοιξα αμέσως και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Όχι. Όχι, όχι, όχι, όχι. Ήθελα να απολαύσω όσο γίνεται περισσότερο την παρουσία του στο δωμάτιό μου. Λοιπόν. Τι βιβλίο είναι; Τι βιβλίο θέλω να είναι; Πρώτα απ’ όλα θέλω να είναι ένα πολύ πυκνογραμμένο βιβλίο. Με πολλές λεπτές σελίδες. Επίσης, δε θέλω να είναι τίποτα εύπεπτο, αλλά να απαιτεί μεγάλη πνευματική προσπάθεια από τον αναγνώστη. Να είναι ποίηση! Γκαίτε! Ή μάλλον, Όμηρος. Αυτό είναι, Όμηρος! Η Ιλιάδα. Όχι, η Οδύσσεια. Και τα δύο! Σε έναν τόμο! Θεϊκός οιωνός: 27 Ιουλίου, βρέχει και ο Όμηρος έρχεται στο δωμάτιό μου. (Σηκώνει το βιβλίο.) Χαίρε Όμηρε! (Κοιτάζει τον τίτλο) Μέθοδος σκακιού;

 

[…]

 

Το σκάκι στηρίζεται στο γεγονός ότι τα λευκά αγνοούν τα σχέδια των μαύρων και προσπαθούν διαρκώς να τα μαντέψουν για να τα αντιμετωπίσουν. Το ίδιο και τα μαύρα. Το να προσπαθεί λοιπόν κανείς να παίξει εναντίον του εαυτού του είναι σα να ζητάει από το ίδιο μυαλό να ξέρει κάτι και συγχρόνως να μην το ξέρει. Αυτό είναι παράλογο. Είναι σα να προσπαθείς να πηδήξεις πάνω από τον ίσκιο σου. Δε γίνεται! Όμως το δοκίμασα.

 

[…]

 

Όταν σας είδα πριν μαζεμένους στο σαλόνι, νόμιζα ότι βλέπω κάτι εξωπραγματικό. Δυσκολεύτηκα λίγο να καταλάβω ότι αυτό το παιχνίδι που παίζατε ήταν το ίδιο που έπαιζα μόνος μου στο κελί μου. Αυτό ξύπνησε την περιέργειά μου. Ήθελα να παρακολουθήσω. Αλλά ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει. Δεν πρέπει να ξαναπαίξω ποτέ σκάκι. Ένας άνθρωπος που έχει αρρωστήσει μια φορά από μονομανία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να ξανακυλήσει. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δυσκολεύομαι να δεχτώ την πρότασή σας. Ίσως όμως… Δεν μπορώ να μείνω με την αμφιβολία. Πρέπει να διαπιστώσω αν όλο αυτόν τον καιρό στο κελί μου έπαιζα όντως σκάκι ή αν είχα αγγίξει τα όρια της τρέλλας. Γι’ αυτό θα παίξω. Αλλά μόνο μία παρτίδα. Σαν οριστικό αποχαιρετισμό.

 

Γ΄ μέρος

- One more game?

 

 

Foto-Atelier-Reich.-Copyright-Stefan-Zweig-Centre-Salzburg Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική διασκευή του βιβλίου του Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) Σκακιστική νουβέλα, που θα παρουσιάζεται και πάλι στο Θέατρο Πορεία από τις 30 Νοεμβρίου 2015, για 6 μόνο παραστάσεις.

Η Σκακιστική νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943 στη Στοκχόλμη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη και εγκατέλειψε την Αυστρία το 1935, για να διαφύγει από τον ναζισμό. Αυτοκτόνησε με τη σύζυγό του, Λόττε, στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στη Βραζιλία, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Στέφαν Τσβάιχ και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

 

 

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Δραματουργική επεξεργασία - Θεατρική διασκευή: Θοδωρής Τσαπακίδης, Γιάννης Νταλιάνης, Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Σκηνοθεσία: Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Κουστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Μουσική - Ηχητικός σχεδιασμός: Σταύρος Γασπαράτος

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιφιγένεια Ντούμη

Ερμηνεύει: Γιάννης Νταλιάνης

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών 2014 και του θεάτρου Πορεία.

 

Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τους συντελεστές της παράστασης για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων.

Βιβή Γεωργαντοπούλου, Φίδι στα σχίνα

Clive Barker - Fat Pink Man Screaming, 2002

Κάνει φοβερή ζέστη μέσα, νευριάζω και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ να δουλέψω. Παίρνω το λάπτοπ παραμάσχαλα και βγαίνω στην βεράντα, έχω πολλή δουλειά, δεν την βλέπω να τελειώνει απόψε, μα να συμπληρώσω τουλάχιστον την δήλωση. Τα τζιτζίκια σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο νόμιζα μου σπάνε κι άλλο τα νεύρα. Φέτος πήξαμε στα τζιτζίκια , στα μυρμήγκια και στα κουνούπια. Όσο κανένα άλλο καλοκαίρι. Κατεβαίνω στην αυλή, βουτάω το λάστιχο και με το λάστιχο ορμάω και τα καταβρέχω πάνω στις ελιές. Σταματάνε για λίγο, μα ύστερα πάλι εκεί, στο χαζό τους το τραγούδι. Ούτε με ωτασπίδες δεν ησυχάζει το κεφάλι μου σήμερα. Είμαι στην τσίτα. Η δήλωση όμως δεν παίρνει κι άλλη παράταση. Οι αριθμοί στην οθόνη χοροπηδάνε στον ρυθμό των τζιτζικιών και τη δήλωση πρέπει να τη στείλω το αργότερο μέχρι αύριο, αφού τη συμπληρώσω πρώτα. Φυσικά. Πρέπει να τη συμπληρώσω πρώτα. Και σωστά. Να τη συμπληρώσω σωστά. Ολόσωστα. Για να μου επιστραφεί κι ένα καλό ποσόν. Έχω κάνει το ψάξιμό μου και θα ’ναι ανώτερα μαθηματικά η δήλωσή μου φέτος. Αναθαρρώ. «Ψοφοτζίτζικα, γελάστε, τραγουδήστε, είναι μετρημένα τα ψωμιά σας», φωνάζω και ορμάω ξανά να τα ξανακάνω λούτσα, να το ξαναβουλώσουνε, για να ξαναπιάσω τη δήλωση. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Μέσα στο σπίτι είναι αδύνατο να χωθώ. Όχι πάλι μέσα και όχι, δεν ανοίγω το κλιματιστικό! Άλλη αφόρητη φασαρία, το καφεδοκούτι, γρου γρου, σαν να αλέθει. Τα ξέφρενα τζιτζικίσματα αρχίζουν και πάλι κατά ριπάς. Τρυπάνε τον αέρα. Ο ήχος τους γίνεται ολόγραμμα. Το βλέπω σε σχήμα ειρωνικού χαμόγελου. Σε λίγο και δάχτυλου στην μούρη μου, αυτό, το μεσαίο υψωμένο, που σημαίνει άντε γαμήσου. Όχι δα. Εσείς να πα’ να γαμηθείτε κωλοτζίτζικα! Με το λάστιχο στο χέρι, ανοίγω τέρμα το νερό. Αυτά πάνω στις δικές μας τις ελιές, πότε θα τις κόψω να ησυχάσουμε, βγάζουνε το σκασμό επιτέλους. Βουβαίνεται γύρω ο τόπος. Επιτέλους. Όμως πριν προλάβω να γυρίσω στην δουλειά μου, αρχίζουν τα άλλα, εκείνα που ’ναι χωμένα στις φιστικιές του διπλανού οικοπέδου. Άι στο διάολο, με τις φιστικιές του, κι ο ηλίθιος ο γείτονας, οι φιστικιές τον μαράνανε, εκατό χρόνια είχε να φανεί κι έσκασε μύτη χτες και φύτεψε τις μαλακίες του, κάτι εναλλακτικούς σπόρους, παλιούς, δεν ξέρω, κάτι τέτοια. Καλά το έλεγα εγώ πως έπρεπε να είχα κάνει μια χρησικτησία, να ρίξω ένα τσιμεντάκι, καθαρό καθαρό, και να παρκάρω πάνω του το τούμπανο το τζιπ τα καλοκαίρια, αλλά η άλλη δεν ήθελε, δεν είναι ηθικά πράγματα αυτά, φαγώθηκε! Πρόλαβε αυτός κι ήρθε και έστησε μποστάνι. Και δεν καθάρισε ο άτιμος το νότιο κομμάτι, α, όχι , εκεί που συνορεύει με το δικό μου το άφησε ένα χάλι με τις φιστικιές τις αρσενικές, τις άχρηστες, τίγκα στα σχίνα, στη βρωμοθαμνούρα και στα υπόλοιπα πράσινα σκατά που φυτρώνουν εκεί χάμω. Έκοψα κι εγώ μαγκιόρικα το συρματόπλεγμά του και το τεντώνω λίγο και χώνομαι στο κωλοπεριβόλι του, προσεχτικά και σούρνοντας, γιατί τα σχίνα είναι πυκνά, σε σκίζουνε και στάζουνε ρετσίνι, και του ’χω τσακίσει, του πούστη, τις ντομάτες και τις μελιτζάνες φέτος. Ευτυχώς, αυτός χαμπάρι! Νομίζει ότι πηδάνε από την άλλη μεριά κι έχει πλακωθεί με τους από κάτω, κάτι φρικιά μαλλιάδες που κουβαλήθηκαν πρώτα και δυο γιαλάκισσες που κατέφτασαν ύστερα, μόλις δυσκολέψανε τα πράγματα και μένουνε μόνιμα εκεί κάτω. Άλλα κοπρόσκυλα κι αυτοί, ακούνε κάτι στριγκλιές κι ένας από δαύτους γρατζουνάει μια ηλεκτρική, αλλά εμάς μας κάνανε παρατήρηση το Πάσχα, που ήρθαμε στο κέφι και δυναμώσαμε Νότη και Γονίδη, φωνάρες, αυτοί είναι καλλιτέχνες ρε. Έγινε σκηνικό, μόνο στα χέρια που δεν ήρθαμε. Άμα θέλετε ησυχία και το Πάσχα, ρε ζώα, να πάτε σε κάνα νεκροταφείο. Το Πάσχα ο κόσμος γλεντάει. Δεν ακούει σαξόφωνα, κλαρίνα ακούει. Και δεν σουβλίζει μαρούλια, αρνιά σουβλίζει. Αλλά είναι μακρύ το λάστιχό μου εμένα και τώρα θα τα πούμε. Τρυπώνω στην αποθήκη, βγάζω το πιεστικό που ’χω για το φιατάκι, η κουκλάρα θέλει πλυντήριο επαγγελματικό, ανοίγω το κουτί, βγάζω και συναρμολογώ το ματζαφλάρι το ειδικό, συνδέω με το λάστιχο, τραβάω μια ιδέα το συρματόπλεγμα, σκύβω, χώνομαι, έρπω, κρατάω το όπλο γερά, έχω λαμπρό πεδίο βολής ανοιχτό, σημαδεύω τις φιστικιές μέσα από τα σχίνα, που έχω κουβαριαστεί, και πυροβολώ. Το νερό από το πιεστικό τα κάνει όλα λίμπα, διαδήλωση, φάτε δέκα τόνους νερό Τούρκοι στην πλατεία Ταξίμ, τζιτζίκια, φιστίκια, καθίκια. Αλλά, αλλά, κάτι, το κέρατό μου, τι έγινε, πονάω, τι διάολο, κάτι πετάχτηκε από τα σχίνα πάνω μου, στο πόδι. Φίδι; Φίδι στο πόδι μου. Τι φίδι ήταν αυτό τώρα; Ξεχάστηκα κι ήρθα στα σχίνα με τη βερμούδα και τις σαγιονάρες. Και τώρα τι γίνεται, τι κάνω τώρα; Πονάω. Πρήζεται, το πόδι μου πρήζεται. Η σαγιονάρα πού πήγε; Θα φύγω ξυπόλητος, τώρα το κακό έγινε. Να φύγω τώρα αμέσως από ’δω. Μπλέκομαι στα κλαδιά, παραλύω. Τι κάνω τώρα; Σκοτοδίνη. Φοβάμαι. Θα πεθάνω; Εδώ; Απ’ αυτό; Δεν είναι δυνατόν. Σε μένα έπρεπε να τύχει; Γιατί; Δεν δικαιούμαι λίγη ησυχία; Ουρλιάζω: «Βοήθεια! Κάποιος να χαρακώσει το δάγκωμα, να ρουφήξει το δηλητήριο!» Κοπανιέμαι και πρήζομαι. Τι κάνει αυτός από πάνω μου; «Μη κουνιέσαι! Μόνο ζόρι δεν θέλει. Για να δω!» Αυτός είναι! Ο γείτονας! Με τις εναλλακτικές τις ντομάτες του. Πού βρέθηκε τώρα αυτός; Με βγάζει από τα σχίνα επιδέξια. «Ήρεμα, ήρεμα», μου λέει. «Πού τα θυμήθηκες, καημένε, αυτά τα γιατροσόφια που θες να κάνεις;», μου λέει και γελάει. Με σηκώνει αγκαλιά σχεδόν και μ’ ακουμπάει στο πεζούλι του πηγαδιού. Πότε άνοιξε πηγάδι αυτός και δεν το πήρα είδηση; Με πιάνει από τον ώμο.

 

«Πώς και δεν σε χτύπησε καμιά οχιά τόσες φορές που χώνεσαι στα σχίνα. Ηρέμησε, πάρε μια ανάσα, και σε λίγο θα σε πάω στο νοσοκομείο καλού κακού. Τυχερός είσαι, σαπίτης μικρός ήταν, τον τσάκωσα. Και να κάνεις τον σταυρό σου, που ήμουνα σήμερα εδώ να ποτίσω. Άντε σήκω, πάμε! Και μετά θα σου δώσω ένα κλειδί να μπαίνεις σαν άνθρωπος, να κόβεις ντομάτες», μου λέει.

 

 

 

Το διήγημα της Βιβής Γεωργαντοπούλου «Φίδι στα σχίνα» δημοσιεύεται εδώ με κάποιες αλλαγές από την πρώτη δημοσίευσή του στο blog που διαχειρίζεται, Λέσχη ανάγνωσης του Degas.

H Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και έκανε νομικές σπουδές. Από το 2007 μέχρι το 2012 δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στο εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas». Γράφει για τα βιβλία που διαβάζει και για τους εικαστικούς καλλιτέχνες που τη γοητεύουν στο blog της, ενώ συνεργάζεται με το blog Cantus Firmus και το ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal. Εκτός από τη «Λέσχη Ανάγνωσης του Degas», την οποία δημιούργησε το 2009 και συντονίζει μέχρι σήμερα, συντονίζει από το 2013 τη λέσχη ανάγνωσης του Πολυχώρου των εκδόσεων Καλέντη και από το 2015 τη λέσχη ανάγνωσης των εκδόσεων Εύμαρος, πάντα πιστή στην εθελοντική συμμετοχή σε δραστηριότητες για τη διάδοση του βιβλίου. Πρόσφατα μπήκε και στον χώρο του ιντερνετικού ραδιοφώνου με την εκπομπή «Πολιτιστικό Καρουζέλ» στο DailyTVRadio.

Αυγή Μελέτη, Η σφαίρα του Πουανκαρέ

Ξύπνησα μέσα σε μια παλιά παιδική μου φωτογραφία. Η αίσθηση ήταν παράξενη ακόμη και για μένα που όλη μου η ζωή είχε υπάρξει ως σημείο διακλάδωσης μιας ασυνήθιστης ροής γεγονότων, τα οποία με σημάδεψαν τόσο ώστε να καταλήξω να ξεχάσω ποιος είμαι. Ο γιατρός μου υποστήριζε πως είναι εξαιρετικά σπάνιο για έναν ασθενή με αμνησία να μη θέλει να μάθει ποιος ήταν και ακόμη πιο σπάνιο να μην αισθάνεται καμία θλίψη ή αγωνία για τις χαμένες αναμνήσεις του. Κατά περίεργο τρόπο αισθανόμουν πολύ νηφάλιος και μάλλον ευτυχισμένος θα έλεγα. Είχα αποφασίσει να είμαι κανένας καθώς και να μην αφήσω κανέναν να προσπαθήσει να με πείσει ότι ήμουν κάποιος με ένα κάποιο παρελθόν το οποίο δεν είχε καμία σχέση με εμένα πια. Δε με ενδιέφερε το παρελθόν μου, δε με ενδιέφερε το μέλλον μου. Μου αρκούσε που ρουφούσα μικρές στιγμές παρόντος και ας ήταν άδειες. Ήταν η ίδια ευχάριστη αίσθηση που μου έδινε το καλαμάκι πάνω στις άδειες φούσκες του αναψυκτικού μου. Συνήθιζα να πίνω ένα αναψυκτικό κάθε απόγευμα και ήταν μέσα σε δευτερόλεπτα ενός τέτοιου απογεύματος που ανοιγόκλεισα τα μάτια και από το δωμάτιο του θεραπευτηρίου βρέθηκα μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μαζί με άλλα τρία παιδιά που δε γνώριζα. Αποτελούσαμε τα μέλη μιας μικρής παιδικής ορχήστρας. Το ένα από τα παιδιά ξελαρυγγιαζόταν στο τραγούδι, τα άλλα δυο έπαιζαν κάτι αστείες κιθαρούλες και εγώ μια ολόλευκη τρομπέτα. Αποφάσισα να τα ρωτήσω αν με γνώριζαν αλλά με αγνόησαν επιδεικτικά. Χρειάστηκε να επαναλάβω την ερώτηση άλλες τρεις φορές για να καταλάβω πως δε με αγνοούσαν. Δε με έβλεπαν. Μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω και τους τρεις τους και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως εκείνοι μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό τους και ας έμοιαζαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Υπήρχε κάποιο αόρατο παραπέτασμα ανάμεσά μας, κάτι που μας χώριζε αλλά δε μας άφηνε να απομακρυνθούμε μεταξύ μας. Διαπίστωσα πως μπορούσα άνετα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου και έκανα μια βόλτα από τη μία άκρη της φωτογραφίας στην άλλη. Με εξέπληξαν οι περιορισμένες διαστάσεις, σίγουρα κάτι δε θα είχα κάνει καλά. Ξαναέκανα τις ίδιες κινήσεις, κατευθύνθηκα από τη μία άκρη στην άλλη. Αυτό ήταν. Μόνο δυο άκρες σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι τρεις άγνωστοι φίλοι μου εξακολουθούσαν να μη με βλέπουν. Μου έδιναν την αίσθηση πως δε γνώριζαν καν που βρίσκονται. Ήταν πολύ πιθανόν να ήμουν ο μόνος που γνώριζε που βρισκόμασταν αλλά όχι για ποιο λόγο ήμασταν εκεί. Για αυτούς ο κόσμος τριγύρω, η παλιά αποθήκη πίσω μας, το άγνωστο φως μπροστά μας, όλα είχαν διαστάσεις, βάθος και πλάτος που μπορούσαν να τα αγγίξουν με τα χέρια τους και να βουτήξουν ξένοιαστοι και αδιάφοροι μέσα σε αυτά. Η άγνοια μπορεί να γίνει πηγή ευτυχίας, το να είσαι ξένοιαστος είναι μια μορφή ευτυχίας. Τους άκουγα να σέρνουν επίτηδες τα πόδια τους για να δημιουργήσουν μικρά σύννεφα σκόνης στο δρόμο και τους έβλεπα να επεξεργάζονται με ανία τα μουσικά τους όργανα ή να παίζουν με τα κουμπιά της ζακέτας τους, τόσο προσηλωμένοι σαν να έκρυβαν εκείνα τα κουμπιά το μυστικό της ύπαρξής τους.

 

Η ταυτότητα του φωτογράφου άρχισε να με βασανίζει. Ποιος μπορεί να μας είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, γιατί μας είχε διαλέξει και για ποιο λόγο; Δεν ήταν σχολική, ούτε οικογενειακή φωτογραφία. Ήταν η φωτογραφία τεσσάρων φίλων ή τεσσάρων αγνώστων μεταξύ τους παιδιών. Παρατήρησα προσεκτικά τη λευκή τρομπέτα που κρατούσα στα χέρια μου. Ίσως αυτό το μουσικό όργανο να γνώριζε περισσότερα από ό,τι γνώριζα εγώ. Έφερα προσεκτικά τη μία της άκρη μπροστά από το δεξί μου μάτι, μισόκλεισα το αριστερό, την ανασήκωσα σα τηλεσκόπιο και κοίταξα μέσα της. Ένα εκτυφλωτικό φως εισέβαλε από το άλλο άκρο της και χτύπησε το ανοιχτό μου μάτι. Ξαφνιάστηκα και έχασα την ισορροπία μου για λίγο αλλά γρήγορα επανέκτησα τη σταθερότητα του σώματός μου, ήξερα πως να στέκομαι αλύγιστος και άκαμπτος και πως να προσδίδω σοβαρότητα στη στάση μου. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που θυμάμαι, αλλά ίσως να είναι και μια απάτη της μνήμης μου, ένα αποτέλεσμα του παιχνιδιού που αυτή η φωτογραφία αποφάσισε να παίξει μαζί μου. Κατέβασα την τρομπέτα στη μύτη μου, είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω όλες τις αισθήσεις μου. Μύριζε κάτι γνώριμο και κάτι άγνωστο μαζί. Αυτή η διπλή μυρωδιά με σάστισε περισσότερο από κάθε τι. Πίεσα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσει στο θεραπευτήριο, αλλά ήταν αδύνατον. Αν ο γιατρός περνούσε σε λίγο από το θάλαμό μου θα ήξερε πώς να με επαναφέρει στο δωμάτιο, φτάνει να άκουγα τα βήματά του ή τον ήχο της φωνής του, αλλά ως τότε δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο να περιμένω και να ευελπιστώ πως θα περάσει σύντομα.

 

Η μυρωδιά της τρομπέτας, ναι η μυρωδιά της τρομπέτας. Είχα κολλήσει. Και ήξερα ξαφνικά με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε τίποτα το σημαντικότερο στη ζωή μου ως τότε, από τις μυρωδιές. Οσμίστηκα καινούρια τσόχα και κάτι ακόμη, μια μυρωδιά που δεν είχα ξαναμυρίσει ποτέ στη ζωή μου και δεν ήξερα πως να τη χαρακτηρίσω ή πού να την κατατάξω. Δεν μπορούσα να ανακαλέσω τίποτα παρόμοιο οσφρητικά στη μνήμη μου. Στην αδύνατη ούτως ή άλλως μνήμη μου. Την έβαλα μπροστά στο στόμα μου, κρατώντας τη όμως σε μια απόσταση και φύσηξα δυνατά στο εσωτερικό της, σα να ήθελα να την καθαρίσω από τη σκόνη.

 

Και τότε ήταν που κατάλαβα πως δεν μπορούσα όντως να κινηθώ ούτε εκατοστό εμπρός, ούτε πίσω, παρά μόνο αριστερά και δεξιά. Ήταν σα να προσέκρουα σε ένα συμπαγές κενό όταν προσπαθούσα να κινηθώ μπροστά και πίσω. Τα πόδια μου δεν υπάκουαν. Μπορούσα να διασχίσω κατά μήκος το χώρο στη φωτογραφία, σα να περπατώ σε μια νοητή ευθεία, αλλά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω καμία άλλη ευθεία. Οι δύο άκρες δεν είχαν κανένα απολύτως βάθος και αυτή η έλλειψη βάθους καταργούσε όλες τις ευθείες πλην μίας. Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω με τα άλλα τρία παιδιά έγινε πιο βασανιστική τώρα, ειδικά όταν τα έβλεπα να κινούνται όπως θέλουν δίχως κανένα περιορισμό. Άραγε συνέβαινε το ίδιο και με εκείνα; Ήμουν εγώ η εικόνα της ελεύθερης κίνησης για αυτά; Μήπως το καθένα βρισκόταν στο δικό του ξεχωριστό πλαίσιο δίχως καμία πραγματική επικοινωνία το ένα με το άλλο; Μήπως και αυτά μπορούσαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με εμένα αλλά εγώ έβλεπα κάτι άλλο; Μπορεί κάποιος να ήθελε να παίξει μαζί μας στήνοντας παραμορφωτικούς καθρέφτες που δεν αλλοίωναν τη μορφή αλλά τις διαστάσεις. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα για κάποιον άνθρωπο σαν εμένα, έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρότι είχα φυσήξει την τρομπέτα δεν υπήρξε κανένας ήχος. Είχα την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όσφρησης, αλλά είχα χάσει αυτήν της ακοής; Ή δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση εκεί που βρισκόμουν; Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει έναν τρόμο που παρόμοιο δεν είχα ξανανιώσει. Σαν αυτή η έλλειψη της ακοής και του ήχου να σηματοδοτούσε την κατάβασή μου σε έναν κόσμο όπου η ακοή δεν ήταν απαραίτητη. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο τρομακτικό από αυτό. Ένας κόσμος δίχως ήχους, η απόλυτη ακινησία, μια σήραγγα που με οδηγούσε σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν αλλοιωμένα από την επιβολή μιας αφύσικης τεράστιας σιωπής. Τα μουσικά όργανα στα παιδικά χέρια μας ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία.

 

Όλα έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια φούσκα νερού δίχως νερό. Μαζί τους και εγώ. Κυρίως εγώ.

 

Ο ωκεανός. Ένας τεράστιος βουβός ωκεανός.

 

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να εισπνεύσω το θαλασσινό νερό. Ο γιατρός θα τα εύρισκε ενδιαφέροντα όλα αυτά όταν θα τελείωναν και θα μπορούσα να του τα διηγηθώ. Ή μπορεί και να εξοργιζόταν. Οι γιατροί συνηθίζουν να εκνευρίζονται εύκολα με τους ασθενείς και τις φαντασιώσεις τους. Σίγουρα θα νόμιζε πως όλο αυτό το είχα στήσει με το μυαλό μου. Και δεν ήξερα πώς να τον πείσω για το αντίθετο. Και τι δε θα έδινα να θυμηθώ πού βρίσκεται το κουδουνάκι της νοσοκόμας.

 

 

 

H Logotexnia21 ευχαριστεί την Αυγή Μελέτη (Regina Bou) για την αποστολή του διηγήματος «Η σφαίρα του Πουανκαρέ». Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης τα διηγήματά της  «Η κοιλιά», «Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα», «Μεταμεσονύκτια μπισκότα» και «Η έμπνευση». Πληροφορίες για τη συγγραφέα βρίσκετε εδώ.

Αγγελική Δαρλάση, Κομμάτια (θάλασσες εδώ…)

Αγγελική Δαρλάση, Κομμάτια

 

[...]

 

19.

Η ΕΥΑ στην ακροθαλασσιά περπατάει πάνω-κάτω, κοιτάζει τις πατημασιές της στην άμμο, κυνηγάει τις πατημασιές της που τις σβήνει το κύμα και μετά βγάζει τα παπούτσια της, τα ρούχα της και (μέχρι το τέλος του μονολόγου της) γυμνή πέφτει στη θάλασσα.

ΕΥΑ: Στην άκρη του κύματος μια γυναίκα μόνη μια γυναίκα κορίτσι μια γυναίκα που δε θέλει να μεγαλώσει μια γυναίκα που δεν την άφησαν να μεγαλώσει μια γυναίκα δίχως όνειρα που επεβίωσε χάρη στην αδιαφορία της για τη ζωή που επεβίωσε από αυτοκινητιστικό το πούλμαν που επέβαινε συγκρούστηκε μ’ ένα αυτοκίνητο πολυτελείας σαν αυτά τα αυτοκίνητα τα μεγάλα τα όμορφα που βλέπεις στις ταινίες ή στα κοσμικά ρεπορτάζ από αυτά τα αυτοκίνητα που τα έχουν μόνο διάσημοι ή πλούσιοι ή διάσημοι και πλούσιοι η γυναίκα αυτή περπατάει και τώρα νιώθει ευχαριστημένη για πρώτη φορά στη ζωή της αισθάνεται πλήρης και ξέρει ότι ποτέ δεν θα είναι ευτυχισμένη γιατί η ευτυχία είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση, η ευτυχία μαθαίνεται κι αυτή όπως μαθαίνεται το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι αλλά εκείνη δεν το έχει μάθει κανείς δεν μπήκε στον κόπο να της το διδάξει η μάνα της δούλευε πολύ και ξενοκοιμόταν ο πατέρας της δούλευε πολύ και ξενοπηδούσε κι εκείνη τα είχε όλα και βαριόταν εκείνη δεν είχε τίποτα και βαριόταν και τώρα το μόνο που μπορεί να κάνει για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της είναι να περπατάει πάνω στην ακροθαλασσιά και κάθε τόσο να κοιτάζει πίσω της να κοιτάζει ότι πράγματι αφήνει χνάρια και πράγματι οι πατημασιές της είναι εκεί πάνω στην άμμο δικές της πατημασιές νούμερο 40 έχει μεγάλο πόδι παρ’ όλο που δεν είναι πολύ ψηλή μάλλον μέτριο ανάστημα και μετά γυρίζει πίσω για να ξανακοιτάζει τις πατημασιές της και προσπαθεί να κάνει κι άλλη πατημασιά πάνω στην προηγούμενη όλο και πιο γρήγορα να προλάβει πριν την προλάβει το κύμα και τις σβήσει μια για πάντα είναι ένας τρόπος κι αυτός για να ξέρεις ότι είσαι ζωντανός ότι υπάρχεις ακόμη κι αν κανείς δεν σε έχει προσέξει τόσο ώστε να είναι σε θέση να επιβεβαιώσεις την ύπαρξή σου κοιτάς τις πατημασιές σου στην άμμο βλέπεις να τις σβήνει το κύμα κι έπειτα τις βλέπεις και πάλι να εμφανίζονται εκεί επίμονες ξανά και ξανά κι ας ξέρεις ότι μετά από λίγο δε θα υπάρχει τίποτα από αυτές θα τις έχει σβήσει για μια ακόμη φορά το κύμα είναι ένας τρόπος κι αυτός περίεργος θα μου πεις για να ξέρεις ότι γλύτωσες από μια ζωή αδιάφορη κι από έναν θάνατο εξίσου αδιάφορο και ξαφνικά αισθάνεσαι γενναιόδωρος απροσδόκητα γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος τόσο πολύ που μπορείς να πέσεις στα κύματα να παλέψεις μαζί τους για να σώσεις μια γυναίκα που μόνη μέσα στη θάλασσα παλεύει με τα κύματα παλεύει για να μην πνιγεί παλεύει για να μπορέσει να κρατηθεί στην επιφάνεια να μπορέσει να ζήσει και να φέρει στον κόσμο τη ζωή που κουβαλάει στα σπλάχνα της κι έτσι η γυναίκα αισθάνεται απροσδόκητα τόσο γενναιόδωρη και μεγαλόψυχη που παίρνει απόφαση και βγάζει τα παπούτσια της νούμερο 40 γιατί έχει μεγάλο πόδι παρά το μάλλον μεσαίο ανάστημά της το ένα με ετοιμόρροπο τακούνι βγάζει το haute couture βραδινό φόρεμά της και μπαίνει στη θάλασσα γυμνή για να σώσει μια άλλη γυναίκα που δεν ξέρει δεν έχει δει ποτέ ξανά στη ζωή της αποφασίζει να κάνει μια καλή πράξη παρ’ όλο που ως τώρα κανείς δεν έχει κάνει μια καλή πράξη για κείνην ακόμη κι η πράξη να την φέρουν στην ζωή ήταν μια πράξη τυχαία παίρνει απόφαση λοιπόν να κάνει κάτι και πιο πολύ αισθάνεται ότι το κάνει για την ίδια είναι ίσως το πρώτο πράγμα που κάνει επειδή πραγματικά η ίδια το θέλει μπαίνει στη θάλασσα και προσπαθεί να σώσει μια γυναίκα που παλεύει με τα κύματα, μπαίνει στη θάλασσα, προσπαθεί να σώσει, μια γυναίκα που παλεύει με τα κύματα, στη θάλασσα, να σώσει, μια γυναίκα, παλεύει με τα κύματα. Θάλασσα, μια γυναίκα, κύματα.

 

20.

ΔΩΡΟΣ: Ποιος σας έστειλε σε μένα;

ΑΝΝΑ: Η απελπισία.

ΔΩΡΟΣ: Αυτό που μου ζητάτε/

ΑΝΝΑ: Μου είπαν ότι σας αποκαλούνε «σωτήρα».

ΔΩΡΟΣ: Αλήθεια είναι.

ΑΝΝΑ: Χαϊδευτικά ή ειρωνικά;

ΔΩΡΟΣ: Τρομαγμένα.

ΑΝΝΑ: Οι τρομαγμένοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι για τα πάντα.

ΔΩΡΟΣ: Οι απελπισμένοι ακόμη περισσότερο.

ΑΝΝΑ: Το πιστεύετε;

ΔΩΡΟΣ: Το βλέπω. Στα μάτια σας. Με αφήσατε να κοιτάξω στα μάτια σας.

ΑΝΝΑ: Δεν το κάνουν πολλοί.

ΔΩΡΟΣ: Εμένα μ’ αρέσει να κοιτάω τους άλλους κατάματα.

ΑΝΝΑ: Αυτή η ακτή. Είναι γεμάτη πράγματα... Θέλω να πω... έτσι είναι πάντα;

ΔΩΡΟΣ: Ναι. Όταν έχει θάλασσα. Ναυαγούν. Βάρκες, μικρές μεγάλες, μεγαλύτερες ακόμη και πλοία – υπάρχουν πολλοί ηλίθιοι παλικαράδες κι αδίστακτοι καπετάνιοι, βλέπετε.

ΑΝΝΑ: Κι εσείς τους μαζεύετε. Θέλω να πω τότε είναι που βγαίνουν σ’ αυτή την ακτή; Οι … πρόσφυγες;

ΔΩΡΟΣ: Συνήθως τότε. Τις περισσότερες φορές βγαίνουν αλλού. Υπάρχουν πιο δυνατοί σωτήρες από μένα. Πάνω από μένα. Δεν είμαι ο μόνος και σίγουρα όχι παντοδύναμος, θέλω να πω η γυναίκα μου πέθανε επειδή/ Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν αφορά κανέναν άλλον εκτός από κείνην εμένα και το θεό. Ο θεός αποδείχτηκε σκάρτος κι έτσι κι εγώ αποφάσισα να χω ένα χόμπι. Θυμάμαι μικρό παιδί μου άρεσε να κατεβαίνω στην ακροθαλασσιά και να μαζεύω κοχύλια.

ΑΝΝΑ: Τώρα μαζεύετε ανθρώπους.

ΔΩΡΟΣ: Τώρα μαζεύω ανθρώπους.

ΑΝΝΑ: Πολυτιμότεροι απ’ τα κοχύλια.

ΔΩΡΟΣ: Όχι τόσο εύθραυστοι όσο τα κοχύλια.

ΑΝΝΑ: Το πιστεύετε αυτό που λέτε.

ΔΩΡΟΣ: Το βλέπω.

ΑΝΝΑ: Είχα μια κόκκινη τσάντα, μια μικρή βαλιτσούλα. Την άφησα πίσω μου στο αυτοκίνητο... Θέλω να πω, μετά το ατύχημα, όλα έγιναν τόσο ξαφνικά.

ΔΩΡΟΣ: Θα τη βρω εγώ μην ανησυχείτε.

ΑΝΝΑ: Να την κρατήσετε. Είναι δική σας. Μέσα έχει αυτά που ζητήσατε. Όσα ζητήσατε.

ΔΩΡΟΣ: Οk.

ΑΝΝΑ: Κι εγώ θα πάρω αυτό που μου υποσχεθήκατε..

ΔΩΡΟΣ (γελώντας): Αρχικά θα πρέπει να κρατήσετε τη γυναίκα, την όποια γυναίκα θέλω να πω ότι αυτό που σας υποσχέθηκα θα το έχει εκείνη η γυναίκα, προς το παρόν τουλάχιστον.

ΑΝΝΑ: Μια πολύτιμη γυναίκα, αλλά όχι εύθραυστη.

ΔΩΡΟΣ γελάει.

ΑΝΝΑ: Σύμφωνοι;

ΔΩΡΟΣ: Σύμφωνοι.

ΑΝΝΑ: Το κάνετε για τα λεφτά; Μόνο για τα λεφτά;

ΔΩΡΟΣ: Δεν έχω λόγο να σας απαντήσω.

ΑΝΝΑ: Κανέναν.

Μικρή σιωπή

ΔΩΡΟΣ: Έχετε κοιτάξει ποτέ στα μάτια ανθρώπους που λίγο πριν είχαν κοιτάξει κατάματα το θάνατο;

ΑΝΝΑ: Όχι.

ΔΩΡΟΣ: Εγώ πάλι ναι. Και πιστέψτε με είναι ιδιαίτερα αναζωογονητική αίσθηση.

ΑΝΝΑ: Δηλαδή; Κάνετε ό,τι κάνετε για να ξορκίσετε το θάνατο!

ΔΩΡΟΣ: Κάνω ό,τι κάνω για να ξορκίσω τη ζωή.

 

21.

Ο ΑΝΤΙ έχει βάλει μπρος τη μηχανή.

ΑΝΤΙ: Εύα! Εύα. ... που είσαι; Τρελοκόριτσο. Έλα Εύα. Βαρέθηκα τα παιχνίδια σου. Η μηχανή πήρε μπρος έλα Εύα γαμώτο μου. Εύα! ... Κόφ’ το. Εύαα!

Έρχεται ο ΓΙΑΤΡΟΣ κουβαλώντας στην αγκαλιά του την ΕΥΑ μισολιπόθυμη.

ΑΝΤΙ: Εσύ/

ΓΙΑΤΡΟΣ: Αυτήν ψάχνεις/

ΑΝΤΙ: Πού ήταν;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μόνη της/

ΑΝΤΙ: Η ηλίθια!

ΓΙΑΤΡΟΣ: Πάνω από μια βαλίτσα/

ΑΝΤΙ: Κόκκινη.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Άδεια.

ΑΝΤΙ: Με τόσα πράγματα που…/

ΓΙΑΤΡΟΣ: Μέσα σε εμετούς από χαβιάρι και σαμπάνια/

ΑΝΤΙ: Είναι ανορεξική.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Είναι πεινασμένη και διψάει/

ΑΝΤΙ: Κι εσύ...

ΓΙΑΤΡΟΣ: Είμαι γιατρός. Την έσωσα/

ΑΝΤΙ: Την έσωσες;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Την είχε ξεβράσει το κύμα, ίσα που ανέπνεε.

ΑΝΤΙ: Μπορείς να την κάνεις καλά;/

ΓΙΑΤΡΟΣ: Από τι;

ΑΝΤΙ: Τότε άσ’ την κάτω.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν νομίζω ότι/

ΑΝΤΙ: Χέστηκα για το τι νομίζεις. Ασ’ την κάτω είπα. Θέλω να την βιντεοσκοπήσω.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Αν πεθάνει/

ΑΝΤΙ: Θα την βιντεοσκοπώ να πεθαίνει. Και θα πουλήσω την ιδέα για ριάλιτυ. Θα έχω έτοιμο και τον «πιλότο».

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ αφήνει κάτω την ΕΥΑ.

ΕΥΑ: Μια γυναίκα στη θάλασσα/ θα πνιγεί/ μην κλαις/ ονειρεύεται /που πάμε; /ο δρόμος/

ΑΝΤΙ: Σκατά...

ΓΙΑΤΡΟΣ: Παραμιλάει/

ΑΝΤΙ: Είναι σαλεμένη/

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κρυώνει και φοβάται... Δεν μπορώ να κάνω και πολλά/

ΑΝΤΙ: Όλα ήταν τόσο τέλεια γαμώτο μου. Τόσο τέλεια. Θα πεθάνει;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Σου μοιάζω για θεός;/

ΑΝΤΙ: Εξαρτάται./

ΓΙΑΤΡΟΣ: Από;/

ΑΝΤΙ: Από το τι έχεις να προσφέρεις./

ΓΙΑΤΡΟΣ: Συμπόνια./

ΑΝΤΙ: Τότε όχι. Φύγε./

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι όμως/

ΑΝΤΙ: Είπα, δίνε του.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Είμαι γιατρός/

ΑΝΤΙ: Κι εγώ Ποπ Σταρ κι εκείνη Μις Κόσμος. Έχει καμιά διαφορά;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Καμία.

ΑΝΤΙ: Γι’ αυτό σου λέω, στρίβε.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ κάνει να φύγει.

ΑΝΤΙ: Για μια στιγμή. Αν θες να μείνεις…

ΓΙΑΤΡΟΣ: Τσιγάρα. Πούρα.

ΑΝΤΙ: Καλά τα πας. Μπορείς και καλύτερα.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Χάπια κι ενέσεις.

ΑΝΤΙ: Πάντα ένας γιατρός είναι πολύτιμος κι ας είναι αχρείαστος.

ΕΥΑ (παραμιλάει): Μια γυναίκα στη θάλασσα. Θα πνιγεί... δεν ξέρει καλό κολύμπι. Βοηθήστε την.

 

[...]

 

 

Τον Ιανουάριο του 2007 το εμπορικό πλοίο MSC Napoli βυθίζεται, η θάλασσα ξεβράζει τα εμπορεύματα στην ακτή του Devon της Αγγλίας, η οποία γεμίζει ανθρώπους που τα μαζεύουν. Τον Οκτώβριοι της ίδιας ρονιάς στις ακτές της Σικελίας ξεβράζονται άψυχα σώματα προσφύγων από βυθισμένα δουλεμπορικά. Τα δύο αυτά γεγονότα αποτέλεσαν αφορμή για το θεατρικό έργο της Αγγελικής Δαρλάση Κομμάτια (θάλασσες εδώ..), γραμμένο το 2008-2009, το οποίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2015 στο πλαίσιο του κύκλου Αναλόγια 2015, που οργανώνει το Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν, με τον γενικό τίτλο "Το πέρασμα: μετανάστευση / προσφυγιά".

 

Η Αγγελική Δαρλάση γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Παν. Αθηνών και στο The Central School of Speech and Drama (MA in Performance Studies). Γράφει θέατρο και βιβλία για παιδιά και εφήβους. Διαβάστε ένα βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως στο The Greek Play Project και δείτε στη βιβλιοnet ποια βιβλία της κυκλοφορούν.

 

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου

Διαβάζουν οι ηθοποιοί: Μαρίνα Αργυρίδου, Κώστας Δαρλάσης, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Ερρίκος Λίτσης, Βασίλης Παπαδημητρίου

Μουσική: Χρήστος Αλεξόπουλος

Κοστούμια: Μιράντα Θεοδωρίδου

Κίνηση: Φαίδρα Σούτου

Βοηθός σκηνοθέτη: Κίρκη Σχιζά

Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2015, 7.30 μ.μ., Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails