Donald Barthelme, Σαμπλί

Black Sheep

 

Η γυναίκα μου θέλει σκύλο. Έχει ήδη ένα μωρό. Το μωρό είναι σχεδόν δύο ετών. Η γυναίκα μου λέει πως το μωρό θέλει σκύλο.

 

Η γυναίκα μου θέλει σκύλο εδώ και πολύ καιρό. Εγώ ήμουν αυτός που αναγκάστηκε να της πει πως δεν μπορούσε να τον έχει. Τώρα όμως το μωρό θέλει σκύλο, λέει η γυναίκα μου. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Το μωρό είναι πολύ δεμένο με τη γυναίκα μου. Όλη την ώρα περιφέρονται σφιχταγκαλιασμένοι. Ρωτώ το μωρό, που είναι κορίτσι, «Ποιανού το κορίτσι είσαι; Μήπως είσαι το κορίτσι του μπαμπά;» Το μωρό λέει, «μαμά», και δεν το λέει μόνο μία φορά, το λέει συνέχεια, «μαμά μαμά μαμά». Δεν βλέπω τον λόγο να χαρίσω έναν σκύλο που κοστίζει εκατό δολάρια σε αυτό το αναθεματισμένο μωρό.

 

Το μωρό θέλει σκύλο ράτσας κερν τεριέ, λέει η γυναίκα μου. Αυτή η ράτσα, λέει η γυναίκα μου, είναι πρεσβυτεριανή, σαν την ίδια και το μωρό. Πέρσι το μωρό ήταν βαπτιστής, αφού πήγαινε στο πρόγραμμα «Η ελεύθερη μέρα της μητέρας», στην Πρώτη Βαπτιστική Εκκλησία, δύο φορές την εβδομάδα. Φέτος είναι πρεσβυτεριανό επειδή οι πρεσβυτεριανοί έχουν περισσότερες κούνιες και τσουλήθρες και τέτοια. Πιστεύω πως αυτό είναι κάπως ξεδιάντροπο και το είπα. Η γυναίκα μου ήταν ανέκαθεν μια γνήσια πρεσβυτεριανή και λέει πως δεν υπάρχει πρόβλημα· όταν ήταν παιδί, πήγαινε στην Πρώτη Πρεσβυτεριανή Εκκλησία στο Έβανσβιλ του Ιλινόις. Εγώ δεν πήγαινα στην εκκλησία γιατί ήμουν το μαύρο πρόβατο. Στην οικογένειά μου υπήρχαν πέντε παιδιά και τα αγόρια έπαιρναν εκ περιτροπής τη θέση του μαύρου πρόβατου, με τον μεγάλο αδερφό μου να είναι το μαύρο πρόβατο την περίοδο που του είχαν πάρει το δίπλωμα επειδή οδηγούσε μεθυσμένος ή κάτι τέτοιο και μετά άρχισε να γκριζάρει, ίσως όταν έπιασε δουλειά ή έκανε τη θητεία του, και στο τέλος έγινε άσπρο πρόβατο όταν παντρεύτηκε και απέκτησε κι εγγόνι. Η αδερφή μου δεν ήταν ποτέ το μαύρο πρόβατο επειδή ήταν κορίτσι.

 

Το μωρό μας είναι ένα εξαιρετικό μωρό. Έλεγα στη γυναίκα μου για χρόνια πως δεν γινόταν να κάνει παιδί επειδή παραήταν ακριβό. Ωστόσο σε εξουθενώνουν. Είναι καταπληκτικές στο να σε εξουθενώνουν, ακόμα και αν αυτό παίρνει χρόνια, όπως στην περίπτωσή μας. Τώρα γυροφέρνω το μωρό και το αγκαλιάζω με κάθε ευκαιρία. Λέγεται Τζοάννα. Φορά ένα φορμάκι και λέει «όχι», «μπουκάλι», «άτα» και «μαμά». Είναι πανέμορφη, ιδίως όταν είναι βρεγμένη, όταν έχει κάνει μόλις το μπάνιο της και τα ξανθά της μαλλιά είναι μούσκεμα και είναι τυλιγμένη σε μια μπεζ πετσέτα. Κάθεσαι και τη χαζεύεις. Καμιά φορά, όταν βλέπει τηλεόραση, ξεχνά πως βρίσκεσαι εκεί πέρα. Όταν βλέπει τηλεόραση, μοιάζει αποβλακωμένη. Την προτιμώ όταν είναι βρεγμένη.

 

Αυτό το θέμα με τον σκύλο έχει κάπως παραγίνει. Είπα στη γυναίκα μου, «Κοίτα, έχεις το μωρό, πρέπει να έχουμε και το αναθεματισμένο σκυλί;» Ο σκύλος μάλλον θα δαγκώσει κάποιον ή θα χαθεί. Με βλέπω να περπατώ σε όλη την περιοχή ρωτώντας τους ανθρώπους, «Μήπως είδατε αυτό το καφέ σκυλί;» «Πώς το λένε;» θα με ρωτούν, κι εγώ θα τους κοιτάζω ψυχρά και θα λέω «Μάικλ». Έτσι θέλει να το βγάλει, Μάικλ. Αυτό είναι ένα ηλίθιο όνομα για σκύλο κι εγώ θα πρέπει να ψάχνω αυτό το μάλλον λυσσασμένο ζώο και να λέω στους ανθρώπους, «Μήπως είδατε αυτό το καφέ σκυλί; Τον Μάικλ;» Κάτι τέτοιο αρκεί για να σε κάνει να σκεφτείς το διαζύγιο.

 

Τι θα έκανε το μωρό με τον σκύλο που δεν μπορεί να το κάνει μαζί μου; Τρέλες; Κι εγώ κάνω τρέλες. Πήγα την Τζοάννα στην παιδική χαρά του σχολείου. Ήταν Κυριακή και δεν υπήρχε ψυχή, και κάναμε τρέλες. Εγώ έτρεχα και με ακολουθούσε τρεκλίζοντας, αλλά με καλό ρυθμό. Την κρατούσα καθώς έπεφτε στην τσουλήθρα. Περιφερόταν ψηλαφώντας διάφορους τσιμεντένιους σωλήνες που είχαν βάλει εκεί πέρα. Έπιασε από κάτω ένα φτερό και το κοιτούσε πολλή ώρα. Αγχώθηκα μήπως το φτερό ήταν μολυσμένο, αλλά δεν το έβαλε στο στόμα της. Ύστερα τρέξαμε λίγο ακόμα πάνω στο άδειο, ξεραμένο γήπεδο του σόφτμπολ και μέσα από τη στοά που ενώνει τις προσωρινές ξύλινες τάξεις, οι οποίες χάνουν το κίτρινο χρώμα τους, με το βασικό κτήριο. Μια μέρα η Τζοάννα θα πάει σε αυτό το σχολείο, αν μείνω στην ίδια δουλειά.

 

Είδα μερικά σκυλιά σε ένα κατάστημα με κατοικίδια, που έχει πουλιά, τρωκτικά, ερπετά και σκυλιά, όλα σε άριστη κατάσταση. Μου έδειξαν τα κερν τεριέ. «Έχουν τα προσευχητάρια τους;» ρώτησα. Η υπάλληλος δεν ήξερε τι εννοούσα. Ένα κερν τεριέ κόστιζε περίπου 295 δολάρια μαζί με τα χαρτιά του. Ρώτησα αν έχουν τίποτα εξώγαμα σε καλύτερες τιμές, αλλά κατάλαβα πως αυτό ήταν ανώφελο, άσε που η γυναίκα δεν με συμπάθησε καθόλου, ήμουν βέβαιος.

 

Τι πρόβλημα έχω; Γιατί δεν είμαι ένα πιο φυσιολογικό άτομο, όπως με θέλει η γυναίκα μου; Τα χαράματα ξαγρυπνώ στο γραφείο μου στο δεύτερο όροφο του σπιτιού μας. Το γραφείο βλέπει στον δρόμο. Στις πέντε και μισή το πρωί, όσοι αρέσκονται στο τζόκινγκ βρίσκονται ήδη έξω, μόνοι τους ή κατά ζεύγη, με τελικό σκοπό να σκάνε από υγεία. Πίνω ένα ποτήρι Γκάλο Σαμπλί με ένα παγάκι, καπνίζοντας, ανησυχώντας. Ανησυχώ μήπως το μωρό, όσο είναι βρεγμένο, χώσει ένα κουζινομάχαιρο στην πρίζα. Έχω βάλει εκείνα τα μικρά πλαστικά προστατευτικά σε όλες τις πρίζες, αλλά έχει μάθει πώς να τα βγάζει. Έλεγξα και τα κραγιόνια. Έχουν φτιάξει τα κραγιόνια ασφαλή ακόμα και για φάγωμα – πήρα τηλέφωνο στην έδρα της εταιρείας στην Πενσυλβάνια. Ακόμα και αν φάει ένα ολόκληρο κουτί με κραγιόνια, δεν θα πάθει τίποτα. Αν δεν πάρω καινούργια λάστιχα για το αυτοκίνητο, θα καταφέρω να αγοράσω τον σκύλο.

 

Θυμάμαι τη στιγμή, πριν από τριάντα χρόνια, που βγήκα με τη Μπιούικ της μητέρας του Χέρμαν σε ένα σταροχώραφο, καθώς οδηγούσα στη λεωφόρο Μπομόντ. Υπήρχε άλλο ένα αμάξι στη λωρίδα μου, και δεν το χτύπησα, και δεν με χτύπησε. Θυμάμαι να κόβω το τιμόνι δεξιά και να πέφτω στο χαντάκι και μετά να χτυπώ τον φράκτη και να καταλήγω στο σταροχώραφο και μετά να βγαίνω έξω για να ξυπνήσω τον Χέρμαν και οι δυο μας να πηγαίνουμε να δούμε τι είχαν απογίνει οι δύο χαρούμενοι μέθυσοι στο άλλο αμάξι που βρισκόταν σε χαντάκι στην άλλη πλευρά του δρόμου. Αυτό έγινε όταν ήμουν το μαύρο πρόβατο, πολλά χρόνια πριν. Τα κατάφερα επιδέξια, νομίζω. Σηκώνομαι, συγχαίρω τον εαυτό μου εις μνήμην και μπαίνω στο δωμάτιο για να δω το μωρό.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος


 

 

Donald Barthelme Το αφήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Ντόναλντ Μπάρθελμι (1931 - 1989), «Σαμπλί», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό The New Yorker, στις 12 Δεκεμβρίου 1983 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Forty Stories (1987). Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Ντόναλντ Μπάρθελμι και δείτε σε ποια συλλογικά έργα, που κυκλοφορούν στα Ελληνικά, έχουν συμπεριληφθεί κείμενά του. Τρεις ιστορίες και δεκατρείς αφορισμοί του Ντόναλντ Μπάρθελμι σε μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου συμπεριλαμβάνονται επίσης στο 14ο τεύχος του περιοδικού ΠΟΙΗΤΙΚΗ.


© Γιώργος Λαμπράκος

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails