Μαρία Ξυλούρη, Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου

ΕΠΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΒΡΕΧΕ ΣΤΟ ΝΙΟΦΥΤΟ.

 

Η βροχή άρχισε ένα πρωί με καταγάλανο ουρανό· τα σύννεφα ήρθαν αργότερα, σα να σύρθηκαν ανόρεχτα σε μια υπόθεση που δεν τα αφορούσε· στάθηκαν μαύρα και βαριά κι έκρυψαν το Νιόφυτο, το βουνό, τον κόσμο.

 

Τη δεύτερη μέρα, η υπομονή των ανθρώπων είχε ήδη αρχίσει να εξαντλείται, ή έτσι νόμιζαν· όταν ξημέρωσε η τέταρτη, οι ανοιξιάτικες λιακάδες που είχαν προηγηθεί τους φαίνονταν ήδη μακρινό παρελθόν.

 

Την έκτη μέρα, κάποιοι μάζεψαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και ξεκίνησαν για συγγενείς σε διπλανά χωριά, για να στεγνώσουν περιμένοντας να σταματήσει η βροχή στο Νιόφυτο. Οι υπόλοιποι τους παρακολούθησαν απ’ τα παράθυρα να σκοντάφτουν στη λάσπη· όχι για πολύ· έπεφτε η βροχή και τους σκέπαζε, κουρτίνα.

 

Την έβδομη μέρα, ο Λουκάς Ραγκούδης αποφάσισε να προσπαθήσει, επιτέλους, να σηκώσει το κεφάλι και να ξεκλέψει απ’ το παράθυρο την εικόνα αυτής της φοβερής βροχής που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Εκείνη όμως την ώρα ο πρωτότοκος γιος του ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε τα παντζούρια. Πριν σκοτεινιάσει ολότελα, ο Λουκάς Ραγκούδης πρόλαβε για πολλοστή φορά ν’ απορήσει με το ύψος του γιου του, ύψος που δεν κρατούσε ούτε απ’ τη δική του μεριά, ούτε απ’ της μακαρίτισσας της γυναίκας του· κάθε μέρα ο γιος του έμοιαζε ψηλότερος, κάτι που το μυαλό του Λουκά Ραγκούδη απέρριπτε ως αδύνατον αλλά τα μάτια του επέμεναν ότι συνέβαινε. Στο σκοτάδι, ο πρωτότοκος του είπε, «Θα πεθάνεις μέσα στα σκατά σου», μ’ ένα κατευχαριστημένο χαμόγελο στη φωνή, κι ο Λουκάς Ραγκούδης δεν είχε τίποτα να του απαντήσει.

 

Την όγδοη μέρα, ο Ματθαίος βγήκε στο κοτέτσι και προσπάθησε να κρεμαστεί απ’ τη λεμονιά, παρότι γνώριζε ότι το δέντρο δεν ήταν αρκετά γερό για τέτοιες δουλειές· η παρατεταμένη βροχή μερικές φορές σπρώχνει τους ανθρώπους σ’ ενέργειες αστόχαστες. Ώσπου να παραδεχτεί τα σφάλματα του σχεδίου του είχε πια βραχεί ως το κόκαλο κι είχε σπάσει το βαρύτερο κλαδί της λεμονιάς· μπήκε σπίτι του, κρέμασε τα ρούχα πλάι στο τζάκι να στεγνώσουν και ζήτησε της γυναίκας του να του ετοιμάσει σούπα.

 

Τη δέκατη μέρα, η γυναίκα του πρωτότοκου Ραγκούδη την πέρασε στην πόρτα να κοιτάζει τα νερά. Στον άντρα της, που προσπάθησε ανήσυχος να την τραβήξει μέσα, είπε, «Τόση βροχή δεν είναι για καλό». «Εσύ μόνο να είσαι εντάξει κι ας βρέξει όσο θέλει. Έμπα μέσα».

 

Τη δωδέκατη μέρα, ό,τι είχε πάρει να σουρουπώνει, εμφανίστηκε το σκυλί, κατάστεγνο. Έτσι όπως ήταν όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια, δεν βρέθηκε κανείς ν’ απορήσει, μα το σκυλί δεν ενοχλήθηκε· ήξερε ότι το θαύμα είναι θαύμα όσο έχει μάρτυρες, χωρίς αυτούς απλώς υπάρχει. Έκανε τον γύρο του χωριού με το πάσο του κι αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο ντάμι που είχε χτίσει ο Ραγκούδης για τα ξύλα. Εκεί παρέμεινε, πάντα στεγνό κι απαρατήρητο, μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, όταν, ειδοποιημένο από την άτακτη πορεία μιας σαύρας, βγήκε και στάθηκε σε μιαν άκρη του δρόμου, να περιμένει την έξοδο.

 

Αργότερα το ίδιο πρωί, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Η αθόρυβη προσγείωση της τελευταίας σταγόνας συνοδεύτηκε από το κρώξιμο ενός πουλιού που δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν. Άνοιξαν τα παντζούρια, βγήκαν στις αυλές διστακτικοί να δοκιμάσουν τον αέρα. Τα πόδια τους βούλιαζαν σ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης που δυσκόλευε τα βήματα. Κοιτάζονταν σαστισμένοι· λέξεις για τη χαρά τους δεν είχανε, επιφωνήματα μόνο, κάτι αχ! και ω!, άλλα μεγαλόφωνα κι άλλα ξέπνοα, κι έτσι δεν αντιλήφθηκαν ότι τα πάντα γύρω είχαν βουβαθεί.

 

Έπειτα η Αγγέλα είπε τις πρώτες λέξεις:

 

«Δόξα σοι ο θεός».

 

Και στο τελευταίο σίγμα της πάνω, το Νιόφυτο άρχισε να ολισθαίνει.

 

[...]



 


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το τρίτο μυθιστόρημα της Μαρίας Ξυλούρη (1983) Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις Καλέντης. Με το πρώτο μυθιστόρημά της, Rewind (Καλέντης, 2009) ήταν υποψήφια για για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» το 2010. Για το δεύτερο μυθιστόρημά της, Πώς τελειώνει ο κόσμος (Καλέντης, 2012), της απονεμήθηκε το 2013 το βραβείο «The Athens Prize for Literature» του περιοδικού «(δε)κατα», 2013. Το 2015 τιμήθηκε με το «Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Αγγλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΙΛΜ/ΕΑΕ» για το βιβλίο του David Mitchell Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ (Τόπος, 2014), το οποίο ήταν και η πρώτη της μετάφραση. Γράφει τακτικά στο προσωπικό της ιστολόγιο Δωμάτιο Πανικού

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails