Γλυκερία Μπασδέκη, ένα το χελιδόνι

 

Στο όνειρο είναι η Πελοπόννησος. Στην Πελοπόννησο πόλεμος, χαμός. Μια πινακίδα νέον, αναβοσβήνει σ’ ένα παρατημένο μαντρί: ΕΘΝΙΚΗΝ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑΝ. Δύο είναι αντάρτες -φυσεκλίκια, γένια, ψείρα. Ασπρόμαυροι. Τον ένα τον λένε Φιλέα, τον άλλο Φογκ. Αγγλίδα είσαι; ρωτάει ο Φιλέας που είναι κι ο πιο άγριος. Κατουριέμαι, τρέμω, έλα στο βουνό, μωρή ξανθόψειρα, ουρλιάζει, και με τραβάει. Ξυπνάω και στάζει το βρακάκι μου.

 

Παίρνω αμέσως τον Οικονόμου για προτεραιότητα. Ελάτε στο κλείσιμο, να σας εκτιμήσω, μουγγρίζει. Ο σκύλος επιστήμων. Ο σκύλος ιατρός. Σκύλος έδωσε εις σκύλον σπανακόπιττα με φύλλον. Σκύλο στο σκύλο και ξεχαστήκαμε, μας πήρε ο μπόγιας και νυχτωθήκαμε. Τον ξαναπαίρνω: γαβ γαβ, έχω λυσσάξει. Μου το κλείνει. Γεια σας, γιατρέ, με λένε Mαίρη Λω και πάσχω από χαλαζάρ και τριχόπτωση. Μου το ξανακλείνει. Πέφτω για ύπνο.

 

Ζαχά, Νινή Ζαχά. -στο ζήτα να ψάξετε, δεσποινίς μου. Η καινούρια περμανάντ πισωγυρίζει σελίδες. Δείτε και στο πατρικό μου: ΄Ευρ, Τζέην Έυρ. Είναι απελπισμένη, βαριέμαι να την παίξω. Ξέρει ο γιατρός, της πετάω κι απλώνομαι στον διθέσιο. Μ’ εντοπίζει ο ντόκτορ απ’ το τρικάμερο, περάστε, περάστε Φιόνα, να μη μου δώσεις κανένα τηλέφωνο, κατάλαβες; H περμανάντ, μειωμένο ωράριο, κλούβιο ωάριο, δις Φιόνα καταλαβαίνει κι αναστενάζει ανακουφισμένη.

 

Είναι πιο θυμωμένος από μένα. Θέλω να τον ρωτήσω αν κοιμάται κανονικά, αν βλέπει περίεργα όνειρα, αν του κάθησε η Φιόνα. Μου δίνει το τρελλομπλόκ κι ένα κόκκινο μπικ. Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα: θέλω να γράψεις ένα κειμενάκι, όπως την προηγούμενη φορά, όλες τις λέξεις, εσύ διαλέγεις τη σειρά, συνεννοηθήκαμε, Σταματίνα; Πάω να διαμαρτυρηθώ, να του υπενθυμίσω ότι από τότε που είδα τη μάνα μου να καταπίνει τη χλωρίνη Κλινέξ με άρωμα λεβάντα δεν είμαι η Σταματίνα -είμαι η Πίπη η Φακιδομύτη, η ΄Αννα Καρένινα κι η Σαμπρίνα απ’ τους ΄Αγγελους του Τσάρλυ. Το βλέμμα του είναι γεμάτο σκυλίσια θλίψη, αποφασίζω να είμαι καλή και υπάκουη και να μην στεναχωρήσω καθόλου τον γιατρούλη μου, τον αγαπημένο μου γιατρούλη Ξενοφώντα Οικονόμου, MD PhD, ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, θεραπεία για άνοια, κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, σχιζοφρένεια, αγχώδεις διαταραχές, εξαρτήσεις, δέχεται αποκλειστικά με ραντεβού, Βασιλίσσης Σοφίας 66, 3ος όροφος, έναντι σούπερ Μάρκετ Καρφούρ. Τίποτε δεν μου είναι δύσκολο, τίποτε δε μου φαίνεται παράλογο, κυλάω αργά σ’ ένα σύμπαν καλών πράξεων και εκτέλεσης ιατρικών οδηγιών. Ο Οικονόμου χαμογελάει –σου δίνω δέκα λεπτά, μετά πρέπει να το αναλύσουμε, γρυλλίζει, και βουλιάζει στην περιστρεφόμενη.

 

Ο τρελλογιατρός παίρνει το τρελλοτετράδιο της τρελλοασθενούς του. Ο τρελλογιατρός ανοίγει την τρελλοσελίδα με τον πράσινο συνδετήρα. Ρίχνει μια ματιά κι αρχίζει να διαβάζει. «… Πάλι στην Πελοπόννησο. Η θάλασσα είναι από γάλα Βλάχας τενεκεδάκι, όχι αυτά τα καινούρια με το εύκολο άνοιγμα. Ψυχή ζώσα στην παραλία. Κατά κάποιον τρόπο η παραλία δεν έχει άμμο. Χώμα έχει, βρεγμένο χώμα σαν λάσπη. Ησυχία και λάσπη και γάλατα Βλάχας εβαπορέ να σκάνε κυματάκια. Ο αέρας μυρίζει βαρύ τριαντάφυλλο (σαν κάτι βουλγάρικα συμπυκνωμένα που ’φερνε η μάνα μου, ναι αυτό το τριαντάφυλλο, το βαρύ της μάνας μου από εκδρομή για ψώνια στη Σόφια -περάσαμε υπέροχα, χρυσό μου, να σου ’φερα Μουσκάλτσετα, φίλα την εικονίτσα του Άγιου Αλεξάντρου Νιέφσκι, φίλα την μωρό μου, έτσι, έτσι, αυτό είναι το κορίτσι μου), και ξαφνικά δύο αντάρτες. Φυσεκλίκια, γένια, ψείρα. Ασπρόμαυροι. Τον ένα τον λένε Φιλέα, τον άλλο Φογκ. Αγγλίδα είσαι; με ρωτάει ο Φιλέας. Εγώ κάνω τσίσα πάνω μου, το βρακάκι μου στάζει, αλλά τάχα δε φοβάμαι και του χαμογελάω, Θέλω να σας κάνω ένα δώρο, κύριε Αντάρτη, ψιθυρίζω στ’ αυτί (εννοείται ότι ο Φιλέας έχει σκύψει, με το ζόρι φτάνω μέχρι τη μέση του) και του δίνω ένα κουτί. Πάει να τ’ ανοίξει. Μη, θα ’χει καμμιά μπόμπα, ουρλιάζει ο Φογκ. Δεν τον ακούει γιατί στ’ αυτί έχει ακόμα σάλιο απ’ τη γλωσσίτσα μου. Το κουτί έχει ένα ανδρικό ρολόι χειρός Ωμέγα, ένα βαλσαμωμένο χελιδόνι και μερικές κιτρινισμένες σελίδες από τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Μωρή ξανθόψειρα, μαΐσσα είσαι; πας να με δέσεις βελζεβούλα, μουνί του Τσώρτσιλα, σκύλα, θα σ’ το κόψω το βυζί με κονσέρβα και θα σ’ το δώσω να το γλύψεις, βρώμα, ανεραΐδα, γλίτσα, ουρλιάζει και κλωτσάει ο Φιλέας. Καταλαβαίνω ότι θα πεθάνω, βουίζω και ματώνω. Πριν την τελική κλωτσιά καταφέρνω να συρθώ –η θάλασσα σκάει κύματα τα εβαπορέ, μια πινακίδα νέον αναβοσβήνει μπροστά στα ξεχυμένα μάτια μου: ΕΘΝΙΚΗΝ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑΝ, ΕΘΝΙΚΗΝ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑΝ…»

 

Ο Ξενοφών Οικονόμου, MD PhD, ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, θεραπεία για άνοια, κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, σχιζοφρένεια, αγχώδεις διαταραχές και λοιπά δαιμόνια με κοιτάζει με θλίψη. Φαίνεται κουρασμένος, σα να γύρισε από εμφύλιο. Γιατί τα κάνεις αυτά; Γιατί αρνείσαι κάθε βοήθεια; ψελλίζει. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί. Βγάζω τη φούστα μου και πλησιάζω. Κάθομαι στα γόνατά του. Μυρίζω βουλγάρικο ροδέλαιο και γάλα εβαπορέ. Ο σκύλος ιατρός βάζει τα κλάματα. Του γλύφω τρυφερά τη μουσούδα. Τίποτε δεν μου είναι δύσκολο πια, τίποτε δε μου φαίνεται παράλογο. Κυλάω αργά σ’ ένα σύμπαν καλών πράξεων και εκτέλεσης ιατρικών οδηγιών.







Το διήγημα της Γλυκερίας Μπασδέκη (γεν. 1969) συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων 11 λέξεις (Εκδόσεις Καλέντης, 2013), στην οποία περιλαμβάνονται 40 διηγήματα διαφορετικών συγγραφέων που έλαβαν μέρος και διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος «Λόγω Τέχνης» του 2012. Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από τις έντεκα λέξεις (θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρολόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα), τις οποίες έπρεπε να περιέχουν τα διηγήματα. (Στην παρούσα δημοσίευση έχουν κρατηθεί ορθογραφικές και τυπογραφικές προτιμήσεις της συγγραφέως).

Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον(Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και Κανείς δε θυμάται τον Γιάτσεκ Γκμοχ (ανέκδοτη). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά.  Έχει γράψει διηγήματα και έχει επίσης συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001) και 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002).

Έχει επίσης γράψει 4 θεατρικά έργα, τα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τα οποία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Bibliothèque στο συλλεκτικό τόμο Τέσσερα θεατρικά τον Δεκέμβριο του 2015. Τον ίδιο μήνα δημοσιεύτηκε στο 48ο τεύχος του περιοδικού UNFOLLOW το μικρό πεζό της «knock-knock-knockin'». 

Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει επίσης στη LiFO, στη στήλη της CRYING GAME (παλιότερα άρθρα της στήλης εδώ) και στο μπλογκ της bijoux de Kant.

Στη σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (εδώ και εδώ), τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών», το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~» και το διήγημα «μαύρη σοκολάτα».

Διαβάστε μία πρόσφατη συνέντευξη της Γλυκερίας Μπασδέκη στη Μάνια Ζούση για την εφημερίδα Αυγή.

 

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails