Joseph Roth, Επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές

Bundesarchiv 102-00075, Berlin, Drehbares Haus im Luna Park


Οι επιβάτες που έχουν μεγάλες, βαριές αποσκευές κάθονται στο τελευταίο βαγόνι των ατέλειωτων συρμών, κάθονται δίπλα στους «επιβάτες με σκύλους» και στους «αναπήρους πολέμου». Το τελευταίο βαγόνι κλυδωνίζεται πιο έντονα, οι πόρτες του δεν καλοκλείνουν, τα παράθυρά του είναι σφηνωμένα κι έχουν πολλά σπασμένα τζάμια, σκεπασμένα με χαρτί περιτυλίγματος.

 

Τις μεγάλες αποσκευές δεν τις φορτώνει σ’ έναν επιβάτη η τύχη, αλλά η μοίρα. Ανάπηρος πολέμου γίνεται κανείς από μια χειροβομβίδα, της οποίας οι καταστροφικές συνέπειες δεν ήταν καρπός κακίας, μα παραλογισμού - παραλογισμού τόσο μεγάλου, που πρέπει να ’ναι φριχτός. Το αν θα ’χει κανείς μαζί το σκυλί του, είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής. Αλλά ένας επιβάτης με μεγάλες αποσκευές οφείλει το φορτίο του στο ριζικό του και μόνο. Ακόμα και χωρίς αυτές, πάλι θα ’χε φορτίο να κουβαλάει. Ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων - και η σχετική επιγραφή στα τζάμια του τελευταίου βαγονιού δεν είναι ένας κανονισμός του ηλεκτρικού˙ είναι ένας φιλοσοφικός ορισμός.

 

Στα βαγόνια για τους επιβάτες με μεγάλες αποσκευές ο αέρας είναι βαρύς και θολός, είναι ένα παράξενο φυσικό φαινόμενο, ένα είδος ατμόσφαιρας σε στερεή κατάσταση˙ μυρίζει καπνό από πίπες σβηστές, υγρό ξύλο, νεκρά φύλλα και χώμα φθινοπωρινού δάσους. Φταίνε τα δέματα, τα ξύλινα κασόνια των επιβατών, που έρχονται κατ’ ευθείαν μέσα από τα δάση˙ έχουν ξεφύγει από τα ντουφέκια ακούραστων κυνηγών κι έχουν μέσα στα κόκκαλά τους, μέσα στις σόλες απ’ τ’ άρβυλά τους την παγωνιάς της υγρής γης. Πράσινα βρύα κρέμονται στα ρούχα τους, σαν τα μούσκλια πάνω σε ερειπωμένους τοίχους. Τα χέρια τους είναι σκασμένα, στραβά και πονεμένα τα δάχτυλα των γέρων, θυμίζουν τ’ αλλόκοτα σχήματα που παίρνουν κάποιες φορές οι στριμωγμένες ρίζες των δέντρων. Στα αραιά γκρίζα μαλλιά των γυναικών είναι πιασμένα ξερά φυλλαράκια - έτσι στεφανώνει ο φτωχός θάνατος τα θύματά του. Στις μπερδεμένες γενειάδες των γέρων θα μπορούσαν να φωλιάζουν χελιδόνια…

 

Οι επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές δεν αφήνουν τα δάση τους από τα χέρια τους, ούτε όταν κάθονται. Η απόφαση να σηκώσεις ξανά ένα φορτίο, όταν η ραχοκοκκαλιά σου έχει νοιώσει μισήν ώρα τελείως ελεύθερη, και για πάντα, είναι πιο βαριά κι από ένα δάσος ολόκληρο ψηλά έλατα. Ξέρω πως εμείς οι φαντάροι, όταν μας έδιναν μετά από πολλές ώρες πορείας λίγα λεπτά φευγαλέας ανάπαυσης, δεν λύναμε τους γυλιούς μας˙ συνεχίζαμε να τους κουβαλάμε, σαν τη βασανιστικά πιστή δυστυχία ενός εχθρού, με τον οποίον μας δένουν αιώνιοι όρκοι. Έτσι κάθονται αυτοί οι φορτωμένοι με δισάκια και δεμάτια, δεν είναι επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές, είναι μεγάλες και βαριές αποσκευές με επιβάτες. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται ο μοιραίος χαρακτήρας των μεγάλων φορτίων: δεν είναι κάτι που το κάνεις, είναι κάτι που το παθαίνεις. Τι λένε οι άνθρωποι των δασών; Μιλούν με φράσεις λειψές, φθόγγους μισούς. Είναι λιγομίλητοι, όχι από εξυπνάδα αλλά από φτώχεια. Απαντούν διστακτικά, επειδή το μυαλό τους δουλεύει αργά, γεννάει με δυσκολία σκέψεις και τις θάβει νεογέννητες στα μύχια βάθη του. Στα δάση, όπου δουλεύουν, βασιλεύει μεγάλη σιωπή, την οποία δεν σπάει κανείς με ανόητες φλυαρίες ή αντιρρήσεις. Όταν ο δρυοκολάπτης ραμφίζει ένα κλαρί, άλλο τίποτα δεν ακούγεται. Στα δάση μαθαίνει κανείς οτι οι λέξεις είναι άχρηστες, τις έχουν μόνο οι ακαμάτηδες για να περνούν την ώρα τους.

 

Αλλά η μισή φράση, που λένε αυτοί οι άνθρωποι, έχει μέσα της τον απέραντο πόνο ενός κόσμου ολόκληρου. Λένε μόνο: το βούτυρο - κι ευθύς καταλαβαίνει κανείς ότι το βούτυρο είναι κάτι μακρινό κι απρόσιτο - δεν είναι απλό φαγώσιμο, που το αλείφεις με το μαχαίρι στο ψωμί σου, όχι, είναι δώρο του ουρανού, όπου φυτρώνουν όλες οι νοστιμιές του κόσμου σαν σε βιτρίνα. Λένε: φέτος θα καλοκαιριάσει νωρίς - κι αυτό σημαίνει πως θα μπορεί κανείς να βγει να μαζέψει άσπρα γαλανθάκια, αυτά που τα λένε και χιονολούλουδα, πως τα παιδιά θα μπορούν να σηκώνονται απ’ τα κρεβάτια και να βγαίνουν για παιχνίδι στο δρόμο, πως οι σόμπες θα μπορούν να μείνουν σβηστές ως το ερχόμενο φθινόπωρο.

 

Οι ηθοποιοί που στη σκηνή αραδιάζουν πολλές πνευματώδεις φράσεις για να εκφράσουν τον πόνο τους, που κάνουν πολλές μεγαλόπρεπες κινήσεις, που ανοίγουν τα χέρια και τα πόδια τους όπως τα παγώνια ανοίγουν τις ουρές τους, θα ’πρεπε να μπουν στα βαγόνια για τους επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές - για να μάθουν πως ένα χέρι σακατεμένο από την κούραση και τ’ αρθριτικά μπορεί να δείξει καθαρά την ανθρώπινη δυστυχία˙ πως ένα βλεφάρισμα μόνο του μπορεί να ’ναι πιο συγκινητικό από ένα βράδυ πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Ίσως δεν θα ’πρεπε να σπουδάζουν σε σχολές οι ηθοποιοί, ίσως θα ’πρεπε να δουλεύουν στα δάση, για να βλέπουν πως η τέχνη τους είναι όχι η ομιλία, αλλά η σιωπή˙ όχι η ομολογία, αλλά η βουβή ομολογία.

 

Βραδιάζει, η λάμπα ανάβει στην οροφή, θαμπό και λερωμένο το φως της, φέγγει μόνο έναν κύκλο μικρό σαν φωτοστέφανο γύρω της, σαν αστέρι μέσα σε μια θάλασσα από ομίχλη. Το τρένο προσπερνάει φωτεινές διαφημίσεις, τις διαφημίσεις ενός κόσμου χωρίς μεγάλες και βαριές αποσκευές, εμπορικούς ύμνους σε σαπούνια πολυτελείας, πούρα, βερνίκια παπουτσιών και κορδόνια, που ανάβουν ξαφνικά, λάμπουν στο σκοτεινό στερέωμα. Είναι η ώρα που ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, για να παρακολουθήσει σε πανάκριβες σκηνές δράματα της ανθρώπινης μοίρας˙ την ίδια ώρα με τον ηλεκτρικό ταξιδεύουν οι πιο μεγάλες τραγωδίες κι οι πιο τραγικές γελοιότητες, οι επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές.

 

 

Απ’ όλες τις πρακτικές οδηγίες κι επιγραφές, τις υποδείξεις και τις απαγορεύσεις, που ρυθμίζουν τη ζωή στη μεγάλη πόλη, δίνοντας πληροφορίες, διαταγές και συμβουλές, κι επιβάλλοντας το σωστό και το δίκαιο - απ’ όλους τους απρόσωπους κανονισμούς σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε αίθουσες αναμονής και στα κέντρα της ζωής - αυτή μόνη αγγίζει σε ανθρώπινο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, κρύβοντας κι αποκαλύπτοντας νοήματα συνταρακτικά με τη λιτή λακωνική της φόρμα.

 

Ο άνθρωπος, που καλή τη πίστει επινόησε για λόγους πρακτικούς τον όρο «επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές», δεν ήξερε ότι βρήκε ταυτόχρονα τον τίτλο μιας μεγάλης τραγωδίας.

 

Έτσι γεννιούνται τα έργα της ποίησης.

 

 

 Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Αγγελίδου

 

 

 

Το κείμενο του Αυστριακού συγγραφέα Joseph Roth (1894-1939) «Επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Berliner Börsen-Courier στις 4 Μαρτίου 1923 και περιλαμβάνεται στο βιβλίο Βερολινέζικα χρονικά που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.

 

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Γιόζεφ Ροτ και δείτε ποια βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

 



 

 

 

Jenny Erpenbeck, Περαστικοί

Oranienplatz Photo by DPA


[…]


9


Τις επόμενες δύο εβδομάδες ο Ρίχαρντ τις εκμεταλλεύεται για να διαβάσει μερικά βιβλία για το θέμα και να σχεδιάσει έναν κατάλογο με ερωτήσεις για τις συζητήσεις που θέλει να κάνει με τους πρόσφυγες. Μετά το πρωινό πιάνει δουλειά, στη 1 η ώρα τρώει για μεσημέρι, κοιμάται μία ώρα, ύστερα κάθεται πάλι στο γραφείο του ή διαβάζει μέχρι το βράδυ στις οκτώ ή στις εννιά. Είναι σημαντικό να κάνει τις σωστές ερωτήσεις. Και οι σωστές ερωτήσεις δεν είναι απαραιτήτως οι ερωτήσεις που κάνει κανείς όταν ανοίγει το στόμα του.


Για να μάθει τη μετάβαση από μία γεμισμένη και συγκεκριμένη καθημερινότητα σε μία ανοιχτή προς όλες τις πλευρές, εκτεθειμένη στα ρεύματα τρόπον τινά καθημερινότητα της ζωής ενός πρόσφυγα, πρέπει να ξέρει τι ήταν στην αρχή, τι στη μέση – και τι είναι τώρα. Εκεί που η ζωή ενός ανθρώπου συνορεύει με την άλλη ζωή του ίδιου ανθρώπου πρέπει όντως να είναι ορατή η μετάβαση, η οποία, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, δεν είναι τίποτα ουσιαστικά η ίδια.




Πού μεγαλώσατε; Ποια είναι η μητρική σας γλώσσα; Σε ποια θρησκεία ανήκετε; Πόσοι άνθρωποι ήσασταν στην οικογένειά σας; Πώς ήταν το διαμέρισμα, το σπίτι, που μεγαλώσατε; Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σας; Είχατε τηλεόραση; Πού κοιμόσασταν; Τι τρώγατε; Ποια ήταν η αγαπημένη σας κρυψώνα στα παιδικά σας χρόνια; Έχετε πάει σχολείο; Τι ρούχα φορούσατε; Είχατε κατοικίδια ζώα; Μάθατε κάποιο επάγγελμα; Έχετε δική σας οικογένεια; Πότε φύγατε από την πατρίδα σας; Γιατί; Έχετε ακόμα επαφές με την οικογένειά σας; Με ποιο σκοπό φύγατε; Πώς τους αποχαιρετήσατε; Τι πήρατε μαζί σας, όταν φύγατε; Πώς φανταζόσασταν την Ευρώπη; Τι είναι διαφορετικό; Πώς περνάτε τις ημέρες σας; Τι σας λείπει πιο πολύ; Τι επιθυμείτε; Αν είχατε παιδιά, που μεγάλωναν εδώ, τι θα τους λέγατε για την πατρίδα σας; Μπορείτε να φανταστείτε ότι θα γεράσετε εδώ; Πού θέλετε να σας θάψουν;


[…]



54


Στις αρχές Φεβρουαρίου φθάνουν για όλους του άντρες στην ομάδα της πλατείας Οράνιεν, που στη Γερμανία δεν έκαναν ποτέ αίτηση ασύλου, αλλά παρ’ όλ’ αυτά είναι εδώ, οι επιστολές από την Υπηρεσία Αλλοδαπών. Κάθε ξεχωριστή περίπτωση εξετάζεται λοιπόν και κρίνεται. Αποδείχθηκε, κάτι που και με την εκκαθάριση της πλατείας πέρυσι το φθινόπωρο ήταν ήδη γνωστό: ότι μόνο η Ιταλία είναι αρμόδια για τους άντρες που έφθασαν στην Ιταλία.


Ο Αλί από το Τσαντ, που δούλεψε σαν νοσοκόμος στη μητέρα της Άννε, πρέπει να φύγει.


Ο Χαλίλ, που δεν ξέρει πού είναι οι γονείς του και αν ζούνε ακόμα, πρέπει να φύγει.


Ο Τσανί, εκείνος με το χαλασμένο μάτι, που έφερε μαζί του τα άρθρα για τη σφαγή στη γενέτειρά του, πρέπει να φύγει.


Ο Γιουσούφ από το Μαλί, ο λαντζέρης, που θέλει να γίνει μηχανικός, πρέπει να φύγει.


Ο Μωχάμετ, που λόγω μόδας αφήνει το παντελόνι να του πέφτει μέχρι κάτω χαμηλά και φαίνεται ο πισινός του, πρέπει να φύγει.


Ο Γιάγια, που έκοψε το καλώδιο του κουδουνιού, για να σταματήσει τον δοκιμαστικό συναγερμό, πρέπει να φύγει.


Και ο Ρούφου, με το σφράγισμά του στο δόντι.


Να φύγει πρέπει ο Απόλλων, που το σπίτι του είναι στην έρημο του Νίγηρα, στην περιοχή που η Γαλλία εξορύσσει ουράνιο.


Να φύγει πρέπει ο Τριστάνος.


Και ο Καρόν πρέπει να φύγει, ο αδύνατος.


Να φύγει πρέπει κι ο ψηλός o Ιτέμπα, που μαγειρεύει πολύ καλά.


Όταν του ζητάνε ν’ αδειάσει το δωμάτιό του, κόβει τις φλέβες του μπροστά στα μάτια των δημοσίων υπαλλήλων και μεταφέρεται στο ψυχιατρείο.


Να φύγει πρέπει κι ο Ρασίντ.


Τη Δευτέρα, που παίρνει την επιστολή, περιχύνεται με βενζίνη στην πλατεία Οράνιεν και θέλει να καεί.





Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;



[…]




Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 



Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το τελευταίο μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ (γεν. 1967) gehen, ging, gegangen που εκδόθηκε από τον Albrecht Knaus Verlag το 2015. Ο Ρίχαρντ είναι ένας συνταξιούχος καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, πρώην κάτοικος του Βερολίνου της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από τους πρόσφυγες που έχουν φθάσει στο Βερολίνο από την Αφρική και έχουν αρχικά κατασκηνώσει στην πλατεία Οράνιεν, την πλατεία που έχει ταυτιστεί με το προσφυγικό ζήτημα στο Βερολίνο, και αρχίζει να μαθαίνει και να συνειδητοποιεί την καθημερινότητά τους στην Ευρώπη. Ο τίτλος του μυθιστορήματος gehen, ging, gegangen είναι οι τρεις αρχικοί ρηματικοί τύποι του ρήματος «πηγαίνω» στα Γερμανικά, όπως τους μαθαίνει κανείς όταν διδάσκεται τη γλώσσα.


Διαβάστε στον Αναγνώστη ένα άρθρο της Ελένης Τορόση για το μυθιστόρημα αυτό.


Όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ


Από τα βιβλία της Τζέννυ Έρπενμπεκ έχουν ήδη εκδοθεί στα Ελληνικά η νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού, η συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις, όλα από τις εκδόσεις Ίνδικτος




Γλυκερία Μπασδέκη, Στέλλα travel - η γη της απαγγελίας

Photo by Panos Michail


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

 

Η Στέλλα καθισμένη. Μπροστά της ένα στημένο μικρόφωνο, τυλιγμένο πρόχειρα με κόκκινο πανί. Ντυμένη στα λευκά – φανελάκι κατάσαρκα, άσπρη κοντή φουστίτσα με πιέτες – σαν παρέλασης. Στο λαιμό ένας κόκκινος σταυρός, κάτι σαν κομποσχοίνι.

 

Κρατάει σφιχτά μια τσάντα – σαν διαφημιστικό σακ βουαγιάζ πρακτορείου ταξιδίων – σχέδια με φοίνικες, εξωτικοπροορισμοί – με μεγάλα γράμματα το logo Paradise travel, κρεμασμένη με λουρί χιαστί.

 

ΣΤΕΛΛΑ [παίρνει το μικρόφωνο, αρχίζει]

το μεγάλο της προσφοράς... με άρωμα λεβάντα... μονορούφι... σπλήνες, συκώτια... σκατά τα ’κανε... στο παλιό είναι, Δ69, κωλονεκροταφείο, όλο γριές... νεοτάτη, νεοτάτη μού πέταγαν... χέστηκα... γιά δες το τσουλί, αυτό την έστειλε... αυτά έλεγαν... από μέσα τους τα ’λεγαν... άκουγα... το από μέσα τ’ ακούω... το απ’ έξω χάνω... σκατά τα ’κανε... σκατά χλωρίνη, σκατά κλινέξ, σκατά μανούλα... όλο το λύκειο εκεί το ’βγαλα, με την τσαντούλα, κανονικά... αρχαία, φυσικοχημείες... στο παλιό... αλλού δεν άντεχα... τρεις με πέντε, τρεις με έξι... τα καλοκαίρια μέχρι το κλείσιμο, μ’ έμαθε ο φύλακας... δεν είχα και διαβάσματα... χλωρίνη τής άφηνα να την τσατίσω... ούτε ένα κερί... ούτε ένα ψοφογαρίφαλο... χλωρίνη της προσφοράς... ένα συν ένα... να ’χει να πίνει... σκατά... πιο σκατά δε μπορούσε...

 

[Σταματά, ανάβει τσιγάρο.]

 

... μ’ αρέσει να λέω σκατά – σκατά, μουνί, κώλος... αυτά κυρίως... και σε συνδυασμούς... πίπα κώλος... μουνί καπέλο... σκατά ολέ... αυτά γλιστράν στη γλώσσα, κυλάνε, μ’ αρέσουν – και μαλάκας, καθαρό, μαλάκας – όχι μαλακισμένο, ρε συ μαλακισμένο... αυτά γδέρνουν... κωλολέξεις... μαλάκας... να βουλιάζει η γλώσσα, να χάνεται... σαν ποίημα να βγαίνει... και ποιήματα, και ποιήματα μ’ αρέσει να λέω... ποιήματα... απέξω... να τα μαθαίνω απέξω και να τα λέω... αυτά του σχολείου πιο πολύ... μνημόσυνα πεσόντων, στέψεις ηρώων, χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, τρεις ιεράρχαι, εικοστή ογδόη, εικοστή πέμπτη, το σούλι, το ζάλογγο...

 

ήθελα αυτούς τους ήρωες όλους να στεφανώσω,

μα ας έρθει τώρα ο μπάυρον, σ’ αυτόν τώρα να δώσω

τη δάφνη την ελληνική, τρόπαιο των ελλήνων

κι ας είναι τούτη η τιμή όλων των φιλελλήνων!

 

λατρεμένο... μετά ερχόταν ο σωτήρης που έμενε στον τρίτο, τον στεφάνωνα, ελλάς με κουρτίνα... απ’ τα πρώτα σουξέ... προ χλωρίνης αυτά... α ναι, υπάρχει η στέλλα π.Χ. κι η στέλλα μ.Χ. – προ Χλωρίνης, μετά- Χλωρίνης... λεβάντα, πεύκο, λεμόνι... όλες μανούλα μυρίζουν... ανοίγεις την κωλοχλωρίνη και σου ’ρχεται μανούλα... αυτό πρέπει να το είπα στην κατασκήνωση... τρελό χειροκρότημα...

 

[Παίρνει το μικρόφωνο, υπόκλιση, κλασική κίνηση με φούστα στις απαγγελίες.]

 

τη χαρά σου και τη λύπη

με τη μάνα τη μοιράζεις

ποθητά την αγκαλιάζεις

δεν της κρύβεις μυστικό

 

εις τον κόσμον άλλο πλάσμα

δε θα βρεις να σε μαντεύει

σαν τη μάνα που λατρεύει

σαν τη μάνα που πονεί

 

την υγειά της, τη ζωή της,

όλα η μάνα τ’ αψηφάει

για το τέκνο π’ αγαπάει,

για το τέκνο που φιλεί.

 

... ωδείο δεν πήγα, από κάτι κασέτες με τη βέμπο έμαθα... ούτε νότες, τίποτε... ούτε μια νότα, αγάπη μου, ούτε μια νότα, ρε σκύλα, που να μην έλιωνες... για το τέκνο που αγαπάει, για το τέκνο που φιλεί... νεκροφιλεί, νεκροφιλεί να λες, εσύ με νεκροφίλησες, με γλώσσα με νεκροφίλησες κι ας πέθανες πρώτη... κι επίσης μ’ αρέσει να πηδιέμαι, συνέχεια... να πηδιέμαι και ν’ αγαπάω τρελά... να σπάω τα μούτρα μου... να πηδιέμαι και ν’ αγαπάω... αυτά μ’ αρέσουν βασικά...

 

[Κάθεται στο κρεβάτι.]

 

... από νεκροταφεία και ποιήματα ξέρω πολλά... δεν έχω παράπονο... όχι... να με κάψει ο θεός αν έχω παράπονο...

 

[Σβήνει το τσιγάρο, φτιάχνει τη φούστα της. Τα φώτα χαμηλώνουν.]

 

[...]

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο της Γλυκερίας Μπασδέκη ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, το οποίο περιλαμβάνεται μαζί με άλλα τρία θεατρικά έργα της (Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου) στο συλλεκτικό τόμο Τέσσερα θεατρικά, τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Bibliothèque.   

 

Η φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση είναι του Πάνου Μιχαήλ από την παράσταση του θεατρικού έργου από την bijoux de Kant

 


 

 

Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και Κανείς δε θυμάται τον Γιάτσεκ Γκμοχ (ανέκδοτη). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και στα Αγγλικά. Πρόσφατα συμπεριλήφθησαν ποιήματά της στη συλλογή σύγχρονης ελληνικής ποίησης Austerity Measures που κυκλοφόρησε από την Penguin Random House UK. Έχει επίσης γράψει διηγήματα και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001), 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002) και 11 λέξεις (Εκδόσεις Καλέντης 2013).

 

Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει επίσης στη LiFO, στη στήλη της CRYING GAME (παλιότερα άρθρα της στήλης εδώ), στο μπλογκ της bijoux de Kant και κάθε Σάββατο στη στήλη «Δοκιμές» της ηλεκτρονικής Bibliothèque.

 

Στη σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (εδώ και εδώ), τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών», το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~», και τα διηγήματα «μαύρη σοκολάτα» και «ένα το χελιδόνι».

 

Διαβάστε μία συνέντευξη της Γλυκερίας Μπασδέκη στη Μάνια Ζούση για την εφημερίδα Αυγή.

 

 

 

 

 

 

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails