Jenny Erpenbeck, Η συντέλεια του κόσμου

Foto by Elisabeth Fuchs

[...]


Παίρνει κουβέρτες και μαξιλάρια από την κούνια, τραβάει τα σεντόνια, κατεβάζει το ύφασμα που σκεπάζει την κούνια από τον ξύλινο σκελετό και σπρώχνει την κούνια στην άκρη. Το κακό είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια, τότε κι η κόρη της η ίδια ήταν ακόμα βρέφος. Όταν ακούσανε τη φασαρία απ’ έξω, ο άντρας της είχε στείλει αμέσως την παραμάνα με το παιδί πάνω στο παιδικό δωμάτιο, να μανταλώσει την πόρτα, σε καμία περίπτωση να μην ανοίξει άμα χτυπήσει κάποιος, και να κλείσει καλά τα παραθυρόφυλλα. Ύστερα είχανε τρέξει στο κάτω πάτωμα από παράθυρο σε παράθυρο για να δούνε τι γινόταν: στους γύρω δρόμους και στην πλατεία μπροστά στο σπίτι φαινότανε να μαζεύεται κόσμος, κάποιοι τρέχανε, κάποιοι φωνάζανε, αλλά τι φωνάζανε δεν καταλάβαινες. Αυτή κι ο άντρας της δεν είχανε προλάβει να κλείσουνε και κάτω τα παραθυρόφυλλα, πριν το πετύχουνε το σπίτι οι πρώτες πέτρες. Ο άντρας είχε προσπαθήσει ν’ αναγνωρίσει ποιος έριχνε τις πέτρες, κι είχε αναγνωρίσει τον Αντρέι. Αντρέι, είχε φωνάξει, Αντρέι! Αλλά ο Αντρέι δεν άκουγε, ή έκανε ότι δεν άκουγε, πράγμα που ήτανε πιο πιθανό, γιατί ήξερε βέβαια ποιος έμενε στο σπίτι που πετροβολούσε. Μετά μια πέτρα του Αντρέι πέταξε κι έσπασε ένα τζάμι, πέρασε παρά τρίχα απ’ το κεφάλι της, ακούστηκε να σπάει την τζαμένια βιβλιοθήκη πίσω της και πέτυχε τον 9ο τόμο της δερματόδετης έκδοσης των Απάντων του Γκαίτε, που την είχε πάρει δώρο ο άντρας της απ’ τους γονείς του για το απολυτήριό του απ’ το σχολείο. Κανένας αέρας από καμιά πλευρά! / Νεκρική σιγή φρικτή! / Πέρα στην απεραντοσύνη μακριά / Δεν κινείται κύμα εκεί! Αμέσως είχε ανοίξει ο άντρας της όλο θυμό την πόρτα της εισόδου, προφανώς για ν’ αρπάξει τον Αντρέι απ’ τον γιακά και να τον φέρει στα λογικά του, αλλά την είχε κλείσει την πόρτα πάλι αμέσως, τώρα που έβλεπε τον Αντρέι να έρχεται τροχάδην προς το σπίτι μαζί με τρεις τέσσερις άλλους νέους άντρες, που ο ένας τους κρατούσε ένα τσεκούρι στο χέρι. Είχε γυρίσει γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά και μαζί μ’ αυτήν, τη γυναίκα του, είχανε προσπαθήσει να καρφώσουνε στην πόρτα τις σανίδες που πάντα ήτανε πρόχειρες κοντά στην πόρτα για μια τέτοια περίπτωση ανάγκης. Γι’ αυτό όμως ήτανε ήδη πάρα πολύ αργά, πού να βρούνε τα καρφιά, πού να βρούνε το σφυρί, η πόρτα άρχισε ήδη να σκίζεται από τις τσεκουριές. Αντρέι, Αντρέι. Τότε είχαν ανέβει αυτή κι ο άντρας της τρέχοντας τη σκάλα, είχανε βαρέσει την πόρτα πίσω απ’ την οποία καθότανε η παραμάνα με το παιδί, αλλά εκείνη δεν είχε ανοίξει, είτε γιατί δεν κατάλαβε ποιος ήθελε να μπει μέσα είτε επειδή φοβότανε τόσο πολύ, που απλώς δεν ήθελε ν’ ανοίξει την πόρτα. Από την τελευταία, απότομη ξύλινη σκάλα είχανε ξεφύγει αυτή κι ο άντρας της στη σοφίτα, όταν ο Αντρέι και οι άντρες του κάτω είχανε ήδη εισβάλει μες στο σπίτι. Στο ισόγειο οι εισβολείς σπάσανε τα υπόλοιπα τζάμια στα παράθυρα, ξηλώσανε τα κουφώματα απ’ τον τοίχο, ρίξανε κάτω τη βιβλιοθήκη, σκίσανε τα παπλώματα, κάνανε θρύψαλα τα πιάτα και τα βάζα, πετάξανε τα τρόφιμα στον δρόμο, ύστερα όμως ένας απ’ αυτούς πρέπει να άκουσε που αυτή κι ο άντρας της προσπαθούσανε να μανταλώσουνε την πόρτα της σοφίτας, γιατί χωρίς να σταματήσουνε στον πρώτο όροφο ανέβαιναν τρέχοντας τώρα οι άντρες τη σκάλα, σκίζανε στον δρόμο προς τα επάνω την ταπετσαρία απ’ τους τοίχους κι ανοίγανε με το τσεκούρι εδώ κι εκεί τρύπες στα ντουβάρια. Αυτή κι ο άντρας της στέκονταν πίσω απ’ την πόρτα της σοφίτας, που ήταν πολύ λεπτή, είχανε βάλει το μάνταλο, αλλά δεν είχαν βρει κανένα έπιπλο που να ’ναι αρκετά βαρύ για να οχυρώσουνε την πόρτα, ακούγανε τώρα τα βήματα των αντρών στην τελευταία, απότομη ξύλινη σκάλα. Εισάκουσον, Κύριε, της προσευχής μου και δος ακρόασιν εις την κραυγήν μου· μη παρασιωπήσης εις τα δάκρυά μου. Διότι πάροικος είμαι παρά σοι και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου.


Παύσαι απ’ εμού, διά να αναλάβω δύναμιν, πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω πλέον. Ο ουρανός, ο ουρανός. Αφού δεν πήγαινε προς τα κάτω, έπρεπε να υπάρχει διέξοδος προς τα πάνω. Αρχίσανε να βγάζουνε τα κεραμίδια της σκεπής με τα χέρια κι έκαναν ένα άνοιγμα. Αλλά η πόρτα στην πλάτη τους, που σταματάει για μια στιγμή τούς διώκτες τους, είναι λεπτή, μια δυο σανίδες μόνο. Ο άντρας της τη βοηθάει να σηκωθεί ψηλά και μέσ’ απ’ το άνοιγμα να σκαρφαλώσει στη σκεπή. Κι ύστερα αυτή θέλει να τον τραβήξει. Κι ύστερα η λεπτή πόρτα δεν αντέχει πια τα χτυπήματα του όχλου. Κι ύστερα αυτή τον τραβάει απ’ το ’να χέρι, κι οι άντρες κάτω απ’ τ’ άλλο. Ο Λωτ δεν θέλει να παραδώσει τους αγγέλους που φιλοξενεί. Ο Λωτ στέκεται στο κατώφλι, ο λαός τον αρπάζει απ’ το χέρι και θέλει να τον τραβήξει έξω, για να τον τιμωρήσει για το δικαίωμα φιλοξενίας που παρέχει, τουλάχιστον να ορμήσουνε σ’ αυτόν, να σοδομίσουνε αυτόν, να φτύσουνε, να βασανίσουνε και να τσαλαπατήσουνε αυτόν, οι άγγελοι όμως τον αρπάζουν από μέσα με τ’ αγγελικά τα χέρια τους απ’ τ’ άλλο χέρι, είναι δυνατοί, τους ανθρώπους απ’ έξω τους τυφλώνουνε, τραβάνε τον Λωτ πάλι μες στο σπίτι και κλείνουνε την πόρτα ανάμεσα σ’ εκείνον και τους ανθρώπους, οι άνθρωποι απ’ έξω δεν βλέπουνε πια ο ένας τον άλλον, κι ούτε την είσοδο για το σπίτι του Λωτ πια, ψηλαφίζουνε με τα χέρια τους τους τοίχους κι αναγκάζονται να φύγουνε. Θεέ μου, μη βραδύνης. Αυτή δεν έχει τη δύναμη των αγγέλων, δεν καταφέρνει να τραβήξει τον άντρα της επάνω προς το μέρος της, κρατώντας γερά τον άντρα της απ’ το χέρι ζητάει απ’ τον Αντρέι, που τον ξέρει από παιδί, έλεος, κι απ’ τους άντρες, που δεν τους ξέρει, ανάμεσά τους κι από κείνον με το τσεκούρι, έλεος, αλλά, ενώ κρατάει ακόμα γερά το χέρι του άντρα της, τον άντρα της που κρέμεται από κάτω της πρώτα τον βρίζουνε οι άντρες που δεν τους ξέρει, κι ο Αντρέι που τον ξέρει από παιδί, ύστερα τον χτυπάνε, έλεος, και τελικά μπροστά στα μάτια της τον κομματιάζουνε. Αυτή δεν τον αφήνει. Πρώτα κρατάει τον άντρα της απ’ το χέρι, ύστερα κρατάει μόνο ένα κομμάτι κρέας απ’ το χέρι, ύστερα δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό πια που να μπορεί να το τραβήξει πάνω προς το μέρος της στον καθαρό αέρα. Ύστερα είναι μια Εβραία χήρα, που κρατάει απ’ το χέρι τον θάνατο. Ύστερα τον αφήνει, σηκώνεται και κοιτάζει τη μικρή πόλη εκεί κάτω και το τοπίο μακριά. Είναι μέρα μεσημέρι, υπάρχουνε αχυροσκεπές και σκεπές που είναι στρωμένες με σανίδια, υπάρχουνε δρόμοι, πλατείες και σιντριβάνια, πέρα μακριά χωράφια και δάσος, αγελάδες είναι σ’ ένα λιβάδι, μια άμαξα διασχίζει έναν χωματόδρομο, κάτω απ’ το σπίτι στέκονται άνθρωποι που κοιτάζουνε πάνω προς το μέρος της και τώρα σωπαίνουνε και δεν κουνιούνται. Κι ύστερα βλέπει ξαφνικά ότι χιονίζει. Όλα θα παγώσουνε τώρα, σκέφτεται, καλό αυτό, σκέφτεται, χιόνι, χιόνι. Χάνει τις αισθήσεις της και καταρρέει, κατρακυλάει απ’ την επικλινή στέγη προς τα κάτω και πέφτει, όπως το θέλει η τύχη της, σ’ έναν σωρό με ρούχα, σκεπάσματα και κουρτίνες που είχανε πετάξει στον δρόμο πρωτύτερα οι άντρες, μένει ξαπλωμένη εκεί μες στον σωρό με τα κουρέλια, μες στο αίμα της μαρμελάδας σμέουρο, που έφτιαξε μόνη της πέρυσι το καλοκαίρι, το βάζο με τη μαρμελάδα έγινε κομμάτια όταν το πέταξαν έξω, κείτεται έτσι εκεί, με σπασμένα μέλη, τα μάτια κλειστά, και κανένας από κείνους που σωπαίνουνε στην πλατεία δεν πλησιάζει ή δεν κοιτάζει να δει αν αυτή ζει ακόμα. Αυτή ζει, αλλά εκείνη τη στιγμή κι η ίδια δεν το ξέρει. Οι νιφάδες παίρνουν από το πέσιμό της γι’ άλλη μια φορά ώθηση προς τα πάνω, περισσότερα φτερά πετάγονται απ’ τα κατασκισμένα σκεπάσματα προς τα πάνω, τρυφερά πούπουλα χήνας αιωρούνται στον αέρα και πέφτουνε σιγά σιγά στα κλαδιά των δέντρων, χιόνι, χιόνι, ακριβώς όπως τον χειμώνα.


Με την αγκαλιά γεμάτη ασπρόρουχα φεύγει τώρα απ’ το παιδικό δωμάτιο και περνάει μπροστά απ’ την κόρη της που κάθεται στο σκαμνάκι. Ξέρει πολύ καλά γιατί πάντρεψε την κόρη της μ’ έναν χριστιανό. Ο μπαμπάς έφυγε μια μέρα και δεν ξαναγύρισε, είχε πει στην κόρη της όταν εκείνη άρχισε να ρωτάει για μπαμπά. Γιατί έφυγε; Πού πήγε; Θα ξαναγυρίσει ποτέ καμιά φορά;


Στη βιβλιοθήκη μπήκανε καινούργια τζάμια. Πούλησε το σπίτι στο γκέτο και μετακόμισε στο κέντρο της πόλης, συνέχισε να κρατάει το μαγαζί του άντρα της και ό,τι μπορούσε να εξοικονομήσει το έβαζε στην άκρη για την προίκα της κόρης της. Αυτή ξέρει, πολύ καιρό τώρα πια, αυτό που η κόρη της θα μάθει από τη μια μέρα στην άλλη: Στο τέλος μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν έρχεται δα και η συντέλεια του κόσμου.


[...]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Γερμανίδας συγγραφέως Τζέννυ Έρπενμπεκ Η συντέλεια του κόσμουπου κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη. Η συντέλεια του κόσμου αποτελείται από πέντε βιβλία, στα οποία παρεμβάλλονται τέσσερα ιντερμέδια, και αφηγείται τις πολλές εν δυνάμει ζωές, αλλά και τους διαφορετικούς θανάτους ενός κοριτσιού που γεννήθηκε στη Γαλικία της αυστροουγγρικής μοναρχίας λίγο μετά το 1900 από μάνα Εβραία και πατέρα χριστιανό. Το παραπάνω απόσπασμα είναι το τρίτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το πρώτο βιβλίο εδώ

Η συντέλεια του κόσμου είναι το προτελευταίο μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκδόθηκε στη Γερμανία το 2012 και απέσπασε 4 βραβεία για γερμανόφωνους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και το σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο Hans Fallada. Το 2015 απέσπασε στη Μεγάλη Βρετανία το Βραβείο Ξενόγλωσσης Λογοτεχνίας της εφημερίδας The Independent (σε μετάφραση της Αμερικανίδας Susan Bernofsky) και στην Ολλανδία το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο (σε μετάφραση της Elly Schippers). 

Άλλα έργα της Τζέννυ Έρπενμπεκ που έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά είναι η νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Ίνδικτος 2004), η συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα (Ίνδικτος 2006), και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις (Ίνδικτος 2008)Μία παρουσίαση του τελευταίου της μυθιστορήματος της, που εκδόθηκε στη Γερμανία το 2015, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ



LinkWithin

Related Posts with Thumbnails