Ingeborg Bachmann, Θα ’ρθει μια μέρα (Αντί εισαγωγής)

Foto by Stephanos Drekos

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το καλοκαίρι του 1973 η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (25/6/1926-17/10/1973), λίγους μήνες πριν από τον τραγικό θάνατό της, έδωσε μια συνέντευξη στην Γκέρντα Χάλλερ, δημοσιογράφο της Αυστριακής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ORF) στη Ρώμη, η οποία εκδόθηκε με τον τίτλο Ein Tag wird kommen. Gespräche in Rom [Θα ’ρθει μια μέρα. Συνομιλίες στη Ρώμη]. 
 
Από αυτή τη συνέντευξη προέρχεται το παρακάτω ηχογραφημένο απόσπασμα. Η μουσική που συνοδεύει το απόσπασμα έχει προστεθεί εκ των υστέρων από τον Andreas H., ο οποίος τη συνέθεσε εμπνευσμένος από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν.  


Με έχουν ρωτήσει κάποιες φορές γιατί σκέφτομαι ή φαντάζομαι μια ουτοπική χώρα, έναν ουτοπικό κόσμο, στον οποίο όλα θα είναι καλά και στον οποίο όλοι θα είμαστε καλοί. Το ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό, όταν έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τη στυγερότητα αυτής της καθημερινότητας, μπορεί να είναι παράδοξο, γιατί ό,τι έχουμε είναι ένα τίποτα. Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτόν τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς. Πιστεύω πραγματικά σε κάτι και το ονομάζω «Θα ’ρθει μια μέρα». Και μια μέρα θα έρθει. Ναι, προφανώς δεν θα έρθει, γιατί πάντοτε μας το κατέστρεφαν αυτό, εδώ και τόσα χιλιάδες χρόνια πάντοτε το κατέστρεφαν. Δεν θα έρθει, και παρ’ όλ’ αυτά εγώ το πιστεύω. Γιατί, αν δεν μπορώ πλέον να το πιστεύω, δεν θα μπορώ πλέον και να γράφω.
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης)


Το ίδιο απόσπασμα ακούγεται και στα πρώτα 2 λεπτά του αποσπάσματος που ακολουθεί. Είναι ένα απόσπασμα από την 3ωρη εκπομπή «Lange Nacht» («Μεγάλη νύχτα») του Άστριντ Νέτλινγκ, η οποία μεταδόθηκε στις 17 Ιουνίου 2006 στο Γερμανικό Ραδιόφωνο και ήταν αφιερωμένη στην Αυστριακή ποιήτρια. Ωστόσο, κάποια λόγια της Μπάχμαν έχουν κοπεί και στη θέση τους ακούγεται ένας οξύς ήχος. Αυτή η δημιουργική λογοκρισία καθιστά το απόσπασμα ακατανόητο και σχεδόν παραληρηματικό. 




Με έχουν ρωτήσει κάποιες φορές γιατί σκέφτομαι ή φαντάζομαι μια ουτοπική χώρα, έναν ουτοπικό κόσμο, στον οποίο όλα θα είναι καλά και στον οποίο όλοι θα είμαστε καλοί. Το ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό, όταν έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τη στυγερότητα αυτής της καθημερινότητας, μπορεί να είναι παράδοξο, γιατί ό,τι έχουμε είναι ένα τίποτα. Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτόν τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς. Πιστεύω πραγματικά σε κάτι και το ονομάζω «Θα ’ρθει μια μέρα». Και μια μέρα θα έρθει. Ναι, προφανώς δεν θα έρθει, γιατί πάντοτε μας το κατέστρεφαν αυτό, εδώ και τόσα χιλιάδες χρόνια πάντοτε το κατέστρεφαν. Δεν θα έρθει, και παρ’ όλ’ αυτά εγώ το πιστεύω. Γιατί, αν δεν μπορώ πλέον να το πιστεύω, δεν θα μπορώ πλέον και να γράφω.
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης)



Παρενθετικά ας αναφερθεί ότι κάτι ανάλογο προκαλούν και οι κακές μεταφράσεις των ποιημάτων της Μπάχμαν, προξενώντας στον αναγνώστη πολλές φορές το αίσθημα ότι διαβάζει τα γραπτά ενός μυαλού συγκεχυμένου.  Βέβαια, οι προθέσεις  μιας ανεπαρκούς μεταφράστριας ή ενός ανεπαρκούς μεταφραστή μπορεί να μην είναι οι ίδιες με τις προθέσεις του Γερμανικού Ραδιοφώνου, γιατί το Γερμανικό Ραδιόφωνο και ο έμμισθος δημοσιογράφος που έκανε την εκπομπή είχαν σαφέστατα συνείδηση του γεγονότος ότι τόσο η απρόσκοπτη άρθρωση των λόγων της Μπάχμαν όσο και η δημιουργική λογοκρισία τους αποτελούσαν πολιτικές πράξεις διαφορετικών πόλων. Κυρίως αυτό φαίνεται (ή θέλουν) να αγνοούν οι κακοί μεταφραστές και οι κακές μεταφράστριες του έργου δημιουργών όπως η Μπάχμαν. Ωστόσο, ακόμα και όταν η μετάφραση ως διαδικασία στερείται τη συνείδηση της πολιτικής πράξης που αποτελεί και μετατρέπεται σε αυτάρεσκο παιχνίδι λέξεων με απώτερο σκοπό να εντυπωσιάσει με την ακατανοησία του το αναγνωστικό κοινό, το οποίο εκ των προτέρων και υποτιμά, δεν παύει να είναι πολιτική πράξη. Αντιθέτως, εξακολουθεί να αποτελεί πολιτική πράξη, και μάλιστα πιο ύπουλη από τη δημιουργική λογοκρισία του Γερμανικού Ραδιοφώνου. Με δόλο ή εν αγνοία του, αθώος δεν είναι κανένας. 

Το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη της Μπάχμαν, αν και είναι σαφέστατο στη μη λογοκριμένη μορφή του, καλό είναι να το δούμε και σε σχέση με κάποια άλλα αποσπάσματα, στα οποία επανέρχεται η φράση «Θα ’ρθει μια μέρα», από το μυθιστόρημά της Μαλίνα, το οποίο ολοκλήρωσε το 1967 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1989 από τις εκδόσεις Κανάκη σε μετάφραση Ιάκωβου Κοπερτί (με τον ατυχή -κατά τη γνώμη μου- τίτλο Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι εγώ) και προς το παρόν εμφανίζεται ως εξαντλημένο. 

Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα θα δημοσιευθούν σε επόμενη ανάρτηση. 
 
Αλέξανδρος Κυπριώτης
 
 

Το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το ιστολόγιο INGEBORG BACHMANN RECOVERED / για την αποκατάσταση του ποιητικού έργου της στα ελληνικά, στο οποίο εξηγούνται και οι λόγοι που προκάλεσαν την ανάγκη δημιουργίας του. 
 
Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails