Rainer Maria Rilke - ΟΡΦΕΑΣ. ΕΥΡΥΔΙΚΗ. ΕΡΜΗΣ
Αυτό ήταν των ψυχών το παράξενο ορυχείο.
Σαν άργυρος αθόρυβος περνούσανε
σαν φλέβες μες’ απ’ το σκοτάδι του. Ανάμεσα σε ρίζες
το αίμα ξεπηδούσε, που φεύγει στους ανθρώπους,
και βαρύ, σαν πορφυρίτης φαινόταν στο σκοτάδι.
Κόκκινο δεν ήταν τίποτ’ άλλο.
Εκεί υπήρχαν δάση ασώματα
και βράχοι. Γέφυρες πάνω απ’ το κενό
κι εκείνη η μεγάλη λίμνη, η θολή,
που πάνω από τον μακρινό πυθμένα της κρεμόταν
όπως ο βροχερός ουρανός πάνω από το τοπίο.
Και στα λιβάδια ανάμεσα, αθόρυβη, γεμάτη καρτερία,
πρόβαλε η ωχρή λωρίδα του μοναδικού μονοπατιού,
σαν το μακρύ λινάρι που απλώθηκε για ξάσπρισμα.
Κι από τούτο το μοναδικό μονοπάτι έρχονταν αυτοί.
Μπροστά ο λυγερός ο άνδρας με τον μπλε μανδύα,
που κοίταζε μπροστά, βουβός και ανυπόμονος.
Με λαίμαργες μπουκιές το βήμα του κατέτρωγε αμάσητο
το δρόμο· τα χέρια του κρεμόντουσαν
βαριά και κλειδωμένα έξω απ’ τις πτυχώσεις
και δεν ένιωθαν πια την ελαφριά τη λύρα
που είχε φυτρώσει στο αριστερό [το χέρι]
σαν τριανταφυλλιά αναρριχώμενη επάνω στην ελιά.
Και οι αισθήσεις του έμοιαζαν διχασμένες:
ενώ το βλέμμα του έτρεχε μπροστά όπως ο σκύλος,
γύριζ’ από την άλλη, ερχόταν και ξανάφευγε
κι έστεκε περιμένοντας στην επόμενη στροφή, –
η ακοή του ξέμενε σαν μυρωδιά.
Κάποιες φορές θαρρούσε ότι έφτανε
μέχρι των άλλων δυο το βήμα,
που θα ’πρεπε ν’ ακολουθούν την άνοδό του.
Όμως μετά το μόνο πάλι πίσω του ήτανε
της ανάβασής του ο απόηχος και του μανδύα του το ανέμισμα.
Έλεγε όμως στον εαυτό του, δεν μπορεί, θα έρχονται·
το ’λεγε δυνατά και ν’ αργοσβήνει τ’ άκουγε.
Δεν μπορεί, θα έρχονται, μόνο που θα ’ναι δύο
που βαδίζουνε με βήμα τρομακτικά ελαφρύ. Αν γινόταν
να στραφεί μία φορά (αν δηλαδή αυτό το πισωκοίταγμα
δε σήμαινε τη διάλυση όλου αυτού του έργου,
που τώρα δα κόντευε να περατωθεί), σίγουρα θα τους έβλεπε,
τους δυο αθόρυβους, που σιωπηλά βάδιζαν πίσω του:
Των οδοιπόρων και των μακρινών μαντάτων τον θεό –
πλατύγυρο καπέλο πάνω από μάτια φωτεινά,
λεπτό κηρύκειο μπροστά του να κρατά
και τα φτερά που να χτυπούν στους αστραγάλους·
και στ’ αριστερό του χέρι δοσμένη: εκείνη.
Η πολυαγαπημένη, που για ’κείνη μία και μόνη λύρα
έβγαλε τόσο θρήνο όσο δεν έβγαλαν ποτέ μοιρολογήτρες·
που απ’ το θρήνο έγιν’ ένας κόσμος, όπου τα πάντα
ήταν εκεί γι’ ακόμα μια φορά: δάση, κοιλάδες,
μονοπάτια και χωριά, λιβάδια, ποταμοί και ζώα·
και που τον κόσμο αυτόν του θρήνου, όπως ακριβώς
κι όλη την άλλη γη, περιέβαλλε ένας ήλιος
και ουρανός έναστρος, σιωπηλός,
ουρανός θρήνου μ’ άστρα παραμορφωμένα –:
Αυτή, η πολυαγαπημένη.
Όμως εκείνη βάδιζε κρατώντας τον θεό από το χέρι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη, σαν μια εγκυμονούσα,
και τον άνδρα που προπορευόταν καθόλου δεν σκεφτόταν,
ούτε το μονοπάτι που οδηγούσε στη ζωή.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη. Και η νεκρότητά της
σαν περιεχόμενο τη γέμιζε.
Σαν καρπός ολόγιομος με γλύκα και σκοτάδι,
έτσι κι αυτή ήταν γεμάτη με το μεγάλο θάνατό της,
που ήταν τόσο φρέσκος, γι’ αυτό και τίποτα δεν της ήταν κατανοητό.
Βρισκόταν μέσα σε μια νέα παρθενία
και δεν την άγγιζες· το φύλο της ήταν κλειστό
όπως ο νεαρός ανθός σαν πέφτει το σκοτάδι,
και τόσο ανοίκειος ήταν για τα χέρια της
ο γάμος, που υπέφερε ακόμα κι από την οικειότητα
του ανάλαφρου, αδιάκοπα αθόρυβου,
καθοδηγητικού αγγίγματος του ίδιου του θεού.
Ήδη δεν ήταν πια εκείνη η γυναίκα η ξανθή,
που κάποτε ακουγόταν στις ωδές του ποιητή,
δεν ήταν πια και άρωμα και νήσος του μεγάλου κρεβατιού
και σ’ εκείνον τον άνδρα δεν ανήκε πια.
Ήδη ήταν λυμένη σαν μαλλιά μακριά
παραδομένη σαν τη βροχή που πέφτει
και μοιρασμένη σαν απόθεμα που κάλυπτ’ αρκετούς.
Ήδη ήτανε ρίζα.
Και όταν άξαφνα ο θεός
απότομα τη σταμάτησε και με πόνο στη φωνή
πρόφερε τα λόγια: Κοίταξε πίσω του –,
εκείνη τίποτα δεν κατάλαβε και είπε σιγανά: Ποιος;
Όμως πέρα μακριά, μπροστά στην έξοδο τη φωτεινή,
στεκόταν μια φιγούρα σκοτεινή
κι ανέγνωρη. Στεκόταν και κοιτούσε,
πώς πάνω στη λωρίδα ενός μονοπατιού μες στα λιβάδια
ο αγγελιοφόρος θεός με βλέμμα όλο λύπη
έστριψε σιωπηλά, ν’ ακολουθήσει τη μορφή,
που γύριζε ήδη πίσω από το ίδιο μονοπάτι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη
Το ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής» (Ρώμη 1904) δεν αποτελεί απόδοση του γνωστού μύθου αλλά ανάπτυξή του: είναι ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο. Ο Κάτω Κόσμος του Ρίλκε είναι γεμάτος ζωή που τροφοδοτείται από την κίνηση του αίματος και του αργύρου. Η Ευρυδίκη παρομοιάζεται με μια εγκυμονούσα, μια αντιστοίχιση που δεν είχε γίνει ποτέ από τον Βιργίλιο ή τον Οβίδιο. Ενώ στον αρχικό μύθο η Ευρυδίκη γίνεται τραγική φιγούρα επειδή το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα την καταδικάζει να μείνει για πάντα στον Κάτω Κόσμο, στην εκδοχή του Ρίλκε τη βλέπουμε να αποδέχεται τον θάνατό της. Η νεκρότητά της την γεμίζει σαν περιεχόμενο, είναι μόνη της και πλήρης. Ενώ ο Ερμής απογοητεύεται από το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα, που συνεπάγεται τη διάλυση του έργου, αυτό δεν έχει σχεδόν κανέναν αντίκτυπο στη δική της συναισθηματική κατάσταση· δεν ενδιαφέρεται να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Τη βλέπουμε να στρέφεται προς τον θάνατο και να τον αγκαλιάζει. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χρήση της παρένθεσης, που χρησιμοποιείται όχι για ν’ αναφερθεί κάτι ασήμαντο, αλλά ακριβώς το αντίθετο, για να διατυπωθεί με χαμηλούς κατά το δυνατόν τόνους το πλέον σημαντικό. Η όλη αφήγηση μοιάζει με κινηματογραφική λήψη: ξεκινά από τη γενική εικόνα του τοπίου και σιγά-σιγά εστιάζει στον κάθε ήρωα ξεχωριστά.
Εύη Μαυρομμάτη
Το παρόν έχει δημοσιευτεί στο 29ο τεύχος του περιοδικού ΠΟΙΗΣΗ.
Ο γερμανόφωνος ποιητής και συγγραφέας Rainer Maria Rilke γεννήθηκε στην Πράγα το 1875 και πέθανε το 1926 στην Ελβετία. Στα Ελληνικά έχουν εκδοθεί και έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένως ποιήματα, πεζά κείμενα και επιστολές του.
© Logotexnia 21 + Evi Mavrommati
Jenny Erpenbeck, Στο επέκεινα των αχρήστων
Μία επίσκεψη στο οστεοφυλάκιο
Κάποιες φορές, όταν δεν είμαι υπερβολικά κουρασμένη, το προσπαθώ γι’ άλλη μια φορά. Τότε λέω σε κάποια συζήτηση με συμπατριώτες μου από τα δυτικότερα εδάφη ότι εγώ πήγαινα σε ΔΑΣ. Όταν είμαι κουρασμένη, λέω απλά ότι πήγαινα σε γυμνάσιο, πράγμα που δεν στέκει καθόλου, αλλά είναι πιο απλό: η προσπάθεια να μεταφράσω μια λέξη από τη γλώσσα μου σε μία ξένη. Διευρυμένο Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΔΑΣ: δωδεκατάξιο σχολείο στη ΓΛΔ με απολυτήριες εξετάσεις, η φοίτηση ήταν προϋπόθεση για τις σπουδές. πρβλ.: Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΠΑΣ: δεκατάξιο Πολυτεχνικό Ανώτερο Σχολείο γενικής παιδείας, υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές.
Το λεξικό των Γκριμμ περιλαμβάνει τριάντα τρεις τόμους. Είναι τόσο μεγάλο, επειδή είναι ένα εγχειρίδιο όλων των γνωστών στους συγγραφείς του σημασιών και χρήσεων των γερμανικών λέξεων, επ’ ουδενί τρόπω ωστόσο, επειδή οι Γκριμμ ή κάποιος απ’ τους συνεχιστές τους πρόσθεσε την προσωπική του άποψη για τις λέξεις. Σε κανένα σημείο δεν λέει φέρ’ ειπείν: «Το έτος τάδε η λέξη είχε για μένα την παρακάτω σημασία, λίγα χρόνια αργότερα όμως μου φάνηκε ότι θα πρέπει να συμπεριλάβει και την ανασκόπηση τούτων κι εκείνων των συμβάντων…» Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ! Σίγουρα, το γνωρίζουμε αυτό, κάποιες λέξεις χάνονται – ποιος αποκαλεί σήμερα τα κοσμήματά του τιμαλφή, τα παντελόνια περισκελίδες, τις ταλαιπωρίες που συνεπάγεται ένα ταξίδι: κακουχίες. Τομεακός πληρεξούσιος, συντομ. ΤΠΕ: αστυνομικός υπάλληλος αρμόδιος για ένα οικοδομικό τετράγωνο.
Με τις λέξεις που έχουν εξαφανιστεί μετά την ένωση συμβαίνει κάτι άλλο. Έχουν εξαφανιστεί εκείνες οι ανατολικές λέξεις που εξυπηρετούσαν τη δήλωση της πραγματικότητας, που έχει εξαφανιστεί. Όταν θέλω τώρα να μιλήσω γι’ αυτές τις λέξεις, μπορώ να προσπαθήσω να περιγράψω τι σήμαιναν αντικειμενικά, αλλά το περιεχόμενό τους κατοικεί σε μιαν άλλη απρόσιτη πλέον όχθη. Δεν μπορώ να μεταφράσω αυτές τις λέξεις, επειδή δεν υπάρχουν ισοδύναμά τους στα δυτικά Γερμανικά. Μπορώ να τις εξηγήσω, αλλά μόνο με το κεφάλι της τωρινής εποχής. Δεξιά είναι όπου ο αντίχειρας είναι αριστερά. Οι λέξεις κουβαλούσαν το αυτονόητο της ζωής, κι εκείνο το αυτονόητο εγώ τώρα πρέπει να το αφαιρώ. Τότε μένει η γελοιότητά τους, η γελοιότητα κάποιου πράγματος που έχει ηττηθεί, την οποία εκείνον τον καιρό ωστόσο δεν κουβαλούσαν.
Συνδεόταν και πλήξη μ’ εκείνες (Ομαδικό συμβούλιο, Εκλογές ομαδικού συμβουλίου: διευθύνουσα επιτροπή τεσσάρων Πιονέρων ανά σχολική τάξη: 1 πρόεδρος του ομαδικού συμβουλίου, 1 αναπληρωτής και γραμματέας, 1 ταμίας, 1 συντάκτης εφημερίδων τοίχου, εκλεγόταν από την ολομέλεια των τάξεων στην αρχή κάθε σχολικού έτους), ίσως και φόβος, συχνά απόσταση, ή άνεση, με κάποιον ενθουσιασμό, περηφάνια ή ενδιαφέρον, ή απλώς η ηρεμία, με την οποία κατέχει κανείς ένα λεξιλόγιο, για να είναι εξοπλισμένος για το υπόλοιπο της βιογραφίας του.
Η δική μου η ανάμνηση στηρίζεται σε μια πραγματικότητα που έχει καταρρεύσει, ως ανάμνηση είναι όμως πραγματική. Ταξιδιωτικό στέλεχος: Κάποιος που λαμβάνει την άδεια να ταξιδέψει στο δυτικό εξωτερικό, για λόγους έρευνας, εμπορίου, για την ολοκλήρωση των σπουδών του ή την παρουσίαση της ΓΛΔ. Πολλές από τις παλιές λέξεις, όταν θέλει να μιλήσει κανείς για ’κείνες σήμερα, βρίσκονται στη σκιά μίας ντροπής, στη σκιά μίας συγγνώμης για το ότι τις χρησιμοποιούσε. Ακόμα και εντός της κοινωνίας που τις χρησιμοποιούσε μπορεί να γελούσαν, κάποιες λέξεις ήταν έντονα βλακώδεις, και τους αντιστεκόταν έντονα βλακωδώς κανείς.
Τώρα όμως ολόκληρη η βλακεία, κι οι δυο πλευρές, κείτεται φαρδιά-πλατιά με αισχρότητα μεγάλη στραμμένη προς τα έξω, και φαρδιά-πλατιά η ντροπή μάς φορτώνει ξαφνικά κι εκείνα που άλλοτε αποποιηθήκαμε. Νικήσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό, γι’ αυτό η χαρά μας μοιάζει κάποιες φορές με μίσος. Φάκελος στελέχους: το σύνολο των κρίσεων και πιστοποιητικών ενός πολίτη της ΓΛΔ, καθώς και αναφορές των αρμοδίων υπηρεσιών για την εκπαίδευση ή/και τις σπουδές του, την εργατικότητά του, τις απολυτήριες εξετάσεις του, τις πιθανές ποινές κτλ.· ο φάκελος στελέχους μεταβιβαζόταν από θέση εργασίας σε θέση εργασίας και συμπληρωνόταν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και όλης της εργασιακής ζωής του πολίτη χωρίς τη δική του σύμπραξη ή γνώση.
Κάθε λέξη κουβαλάει ιστορίες που θα ’πρεπε να τις ξέρει όλες κανείς, για να καταλάβει πραγματικά τη λέξη, αλλά η μοναδική γλώσσα στην οποία θα μπορούσαμε να τις διηγηθούμε είναι εκείνη την οποία αναζητούμε με τις ερωτήσεις. Υπήρχαν όροι, εξαναγκασμοί, επιθυμίες, αναγκαστικές λύσεις που σε πήγαιναν στις λέξεις ή σε έπαιρναν μακριά τους, δρόμοι που πήρα, εκούσια και ακούσια, ενθουσιασμένη, χαμογελώντας κοροϊδευτικά ή μπουχτισμένη, πεπατημένες οδοί, που τώρα έχουν χορταριάσει. Σπρώχνω των θάμνων τις συστάδες, αλλά μπροστά στα μάτια μου γίνονται καπνός οι λέξεις. Αλληλεμπαζάρ: διοργανωμένη σε σχολεία από μαθητές και γονείς πώληση γλυκών, ψωμιού με λίπος και χειροτεχνημάτων, τα έσοδα της οποίας θα δίνονταν για τους πεινασμένους στην Αφρική, την αποφυλάκιση Αμερικανών αγωνιστών για τα πολιτικά δικαιώματα κ.ό.
Ακόμα κι αν εκείνο που δήλωναν οι λέξεις συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα, έστω κι αν η δήλωση μοιάζει να έχει αλλάξει, η δική μου η ανάμνηση στέκει στην άλλη πλευρά κάποιου πράγματος που χάσκει ορθάνοιχτο, κι η ισορροπία που ευελπιστώ να βρω σ’ ένα λεξικό δεν λέει να ’ρθει. Άχρηστες ύλες, και Δευτερογενείς πρώτες ύλες: χαρτί, μπουκάλια και αλουμίνιο συγκεντρώνονται και αξιοποιούνται εκ νέου, «ανακυκλώνονται». Ένας νεαρός Πιονέρος που συμβάλλει στην ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα στη νεόκτιστη πολυκατοικία, χτυπώντας το κουδούνι και ζητώντας άχρηστες ύλες, σέρνοντας ύστερα τη στοίβα με τις εφημερίδες και τα άδεια μπουκάλια στον τόπο περισυλλογής, όπου ζυγίζονται και μετριούνται (τα χρήματα επιτρέπεται να τα κρατήσει), μου φαίνεται ότι ήταν κάτι άλλο απ’ ό,τι ένας κάδος σκουπιδιών με τρία τμήματα.
Ένα μεγάλο οστεοφυλάκιο, έτσι μοιάζει ένα λεξικό της ΓΛΔ, κεφάλια με κεφάλια, μηριαία οστά με μηριαία οστά, η τάξη αποκαθίσταται, αλλά κάτι λείπει.
Εφημερίδα τοίχου. Τι συμβαίνει όταν ακούω κάποια λέξη που δεν έχει καν εκλείψει ακόμα, που ως λέξη υπάρχει ακόμα, που σαν διζυγωτικός δίδυμος όμως έχει διαφορετικά πρόσωπα στα δυο μισά της χώρας;
Είναι αλήθεια ότι μ’ άρεσε να κάθομαι στο σπίτι στο χαλί και να σχεδιάζω αντεστραμμένα γράμματα στην ανάποδη πλευρά κάποιου κόκκινου βελουτέ χαρτιού, ύστερα να κόβω τα γράμματα, να τα βάζω σ’ ένα κουτάκι και να τα καρφιτσώνω την επόμενη μέρα στο σχολείο με πινέζες σ’ έναν πίνακα από φελιζόλ: «Από τη σπίθα γεννήθηκε η φλόγα!* Για την ιστορία της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης». Κάποιες ώρες της ζωής μου έτσι τις πέρασα, με τη μυρωδιά της κόλλας στη μύτη και το ψαλίδι στο χέρι, ξεφυλλίζοντας περιοδικά, βυθισμένη σε σκέψεις για το αν το σκούρο μπλε ή το πορτοκαλί χαρτόνι, η μια ή η άλλη φωτογραφία θα είχε καλύτερα αποτελέσματα, σκορπίζοντας γύρω μου τα γράμματα-σφραγίδες από το κουτί, καθισμένη ανακούρκουδα στο χαλί του παιδικού δωματίου με δυο κοτσίδες να πηγαίνουνε πέρα-δώθε: Εγώ, συντάκτης εφημερίδων τοίχου, μικρή υπουργός προπαγάνδας με μελάνια στα χέρια.
Είναι αλήθεια επίσης ότι δυο μαθήτριες από την παράλληλη τάξη μου, που έφτιαξαν μια εφημερίδα τοίχου με χάρτινα γιαπωνέζικα περιστέρια της ειρήνης και την κρέμασαν κάτω στο διάδρομο του σχολείου, όπου μπορούσαν να τη δουν οι πάντες – ο τίτλος έλεγε: «Τας ρομφαίας εις άροτρα!** - διώχτηκαν από το σχολείο, από εκείνο κι από όλα τα άλλα Διευρυμένα Ανώτερα Σχολεία. Είναι αλήθεια επίσης ότι η δεκαεπτάχρονη αδελφή μου πρόσφατα βοήθησε κάποιους μικρότερους μαθητές να φτιάξουν μία εφημερίδα τοίχου με το θέμα «Πώς τρέφονται τα λουλούδια». Πάνω της έβλεπες: Ένα χάρτινο ροζ λουλούδι με πράσινο μίσχο και καφετιές ρίζες, από πάνω του ένα μπλε σύννεφο κι έναν κίτρινο ήλιο.
Εφημερίδα τοίχου: πίνακας από φελιζόλ, μεγέθους 1 m επί 80 cm περίπου, αναρτημένος διαγωνίως, συχνά τυλιγμένος με ύφασμα, στον οποίο στερεώνονται και εκτίθενται δημόσια φωτογραφίες, συνθήματα και κείμενα με σκοπό την οπτική τεκμηρίωση επιστημονικών, καλλιτεχνικών ή πολιτικών γεγονότων.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης