Αλέξανδρος Κ., Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι
Όποτε κάθεται να δουλέψει ανάβει πρώτα ένα τσιγάρο. Όταν δουλεύει είναι αυτός και ο υπολογιστής του. Δεν είναι άλλος κανείς. Πρώτα ανάβει τον υπολογιστή του και μετά ανάβει ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο το ανάβει όταν έχει πια ανάψει ο υπολογιστής του. Αυτό το κάνει ό,τι δουλειά κι αν κάνει. Γιατί δεν κάνει μόνο μία δουλειά. Όταν όμως τον ρωτάνε τι δουλειά κάνει λέει ότι είναι μεταφραστής. Λογοτεχνίας, προσθέτει μετά. Κι όταν τον ρωτάνε αν έχει μεταφράσει πολλά βιβλία λέει: καμιά δεκαριά. Τελευταία έχει ανακαλύψει ένα νέο γερμανόφωνο συγγραφέα από κάποιο χωριό που το όνομά του δεν είναι γερμανικό. Και το χωριό δεν ήταν πάντα γερμανικό. Μπερδεμένη η ιστορία. Τον συγγραφέα πάντως τον λένε Schlachter. Όνομα γερμανικό. Αυτό τον τράβηξε πρώτα. Το όνομά του. Σλάχτερ θα πει σφαγέας. Ένας συγγραφέας σφαγέας. Ή ένας σφαγέας συγγραφέας. Οι ιστορίες που γράφει ο Σλάχτερ είναι καθημερινές. Με καθημερινούς ανθρώπους. Τίποτα το εξεζητημένο δηλαδή. Αλλά ο Σλάχτερ του αρέσει. Κάθε του πρόταση είναι ακριβώς όση πρέπει. Λες κι είναι κομμένη με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένη. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Κάθε πρόταση έχει μόνο ό,τι είναι απαραίτητο. Μόνο ψαχνό. Και οι προτάσεις του Σλάχτερ έτσι όπως τις διαβάζει φωναχτά, γιατί πάντα διαβάζει φωναχτά όταν δουλεύει, είναι σαν να στάζουν αίμα, οι προτάσεις. Σαν να κολλάει η γλώσσα του πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Αλλιώς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Έχει προσπαθήσει αλλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί να το πει αλλιώς. Λέει: Είναι σαν να κολλάει η γλώσσα μου πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Κι όποτε κάθεται να δουλέψει αυτό σκέφτεται. Ότι δεν μπορεί να το εξηγήσει αλλιώς. Και προσπαθεί στις προτάσεις που γράφει αυτός στη γλώσσα του να μην υπάρχει τίποτα περιττό. Μόνο ψαχνό. Σαν να είναι κομμένες με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένες. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Και όταν τις διαβάζεις φωναχτά να είναι σαν να κολλάει η γλώσσα σου πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις που βγήκανε μέσα απ’ το αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Κι όταν το καταφέρνει αυτό, γιατί αυτός ξέρει πότε το καταφέρνει και πότε όχι, τότε σηκώνεται. Πρώτα χαμογελάει και μετά σηκώνεται. Βγαίνει στο μπαλκόνι του και ανάβει ένα τσιγάρο. Και κάθεται και καπνίζει το τσιγάρο στο μπαλκόνι του μέχρι να φύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και να μην κολλάει. Για να γυρίσει πίσω στη θέση του με καθαρή τη γλώσσα και να συνεχίσει με τις προτάσεις του Σλάχτερ. Και στο μπαλκόνι του, που κάθεται και καπνίζει και περιμένει μέχρι να φύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και να μην κολλάει, επαναλαμβάνει την πρόταση που έγραψε τελευταία ξανά και ξανά. Μέχρι που φεύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και δεν κολλάει. Και τότε γυρίζει πίσω στη θέση του με καθαρή τη γλώσσα για να συνεχίσει με τις προτάσεις του Σλάχτερ. Έξι μήνες δουλεύει με τον Σλάχτερ. Και μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες έχει καταφέρει να μεταφράσει ένα ολόκληρο διήγημα. Δεκατέσσερις ολόκληρες σελίδες. Πυκνογραμμένες. Κι έχει αρχίσει και το δεύτερο. Δεν είναι εύκολο να δουλεύεις με τις προτάσεις του Σλάχτερ. Δεν γίνεται πιο γρήγορα. Είναι κι ο τρόπος που δουλεύει. Γιατί αυτός όποτε κάθεται να δουλέψει ανάβει πρώτα ένα τσιγάρο. Πρώτα ανάβει τον υπολογιστή του και μετά ανάβει ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο το ανάβει όταν έχει πια ανάψει ο υπολογιστής του. Μετά ανοίγει το αρχείο που δουλεύει. Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο του δεν κάνει τίποτα άλλο. Κάθεται και καπνίζει και κοιτάζει το αρχείο που άνοιξε. Μετά, όταν πια τελειώσει το τσιγάρο του, αρχίζει πάλι να διαβάζει φωναχτά, γιατί πάντα διαβάζει φωναχτά όταν δουλεύει, αρχίζει πάλι να διαβάζει φωναχτά ό,τι έχει γράψει στη γλώσσα του μέχρι τότε. Και τότε η γλώσσα του αρχίζει να κολλάει πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις που βγήκανε μέσα απ’ το αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Κι όταν πια έχει διαβάσει ό,τι έχει γράψει στη γλώσσα του μέχρι τότε, τότε χαμογελάει. Πρώτα χαμογελάει και μετά σηκώνεται. Βγαίνει στο μπαλκόνι του και ανάβει ένα τσιγάρο. Και κάθεται και καπνίζει το τσιγάρο στο μπαλκόνι του μέχρι να φύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και να μην κολλάει. Για να γυρίσει πίσω στη θέση του με καθαρή τη γλώσσα και να συνεχίσει με τις προτάσεις του Σλάχτερ. Και στο μπαλκόνι του, που κάθεται και καπνίζει και περιμένει μέχρι να φύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και να μην κολλάει, επαναλαμβάνει την πρόταση που διάβασε τελευταία ξανά και ξανά. Μέχρι που φεύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και δεν κολλάει. Και τότε γυρίζει πίσω στη θέση του με καθαρή τη γλώσσα για να συνεχίσει με τις προτάσεις του Σλάχτερ. Και προσπαθεί στις προτάσεις που γράφει αυτός στη γλώσσα του να μην υπάρχει τίποτα περιττό. Μόνο ψαχνό. Σαν να είναι κομμένες με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένες. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Και όταν τις διαβάζεις φωναχτά να είναι σαν να κολλάει η γλώσσα σου πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις που βγήκανε μέσα απ’ το αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Κι όταν το καταφέρνει αυτό, γιατί αυτός ξέρει πότε το καταφέρνει και πότε όχι, τότε σηκώνεται. Πρώτα χαμογελάει και μετά σηκώνεται. Βγαίνει στο μπαλκόνι του και ανάβει ένα τσιγάρο. Και κάθεται και καπνίζει το τσιγάρο στο μπαλκόνι του μέχρι να φύγει το αίμα απ’ τη γλώσσα του και να μην κολλάει. Αυτά θέλει να πει στον εκδότη με τον οποίο έχει ραντεβού. Ο εκδότης δεν ήθελε να τον δει αλλά αυτός επέμενε. Τελικά τα κατάφερε. Όπου να ’ναι η γραμματέας του θα του πει να περάσει. Ήρθε λίγο νωρίτερα στο ραντεβού αλλά δεν τον πειράζει να περιμένει λίγη ώρα ακόμα. Έξι μήνες δουλεύει με τον Σλάχτερ. Και μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες έχει καταφέρει να μεταφράσει ένα ολόκληρο διήγημα. Δεκατέσσερις ολόκληρες σελίδες. Πυκνογραμμένες. Κι έχει αρχίσει και το δεύτερο. Τώρα κάθεται και περιμένει έξω απ’ το γραφείο του εκδότη. Όπου να ’ναι η γραμματέας του θα του πει να περάσει. Ψάχνει στην εσωτερική τσέπη στο σακάκι του για να βεβαιωθεί ότι έχει φέρει μαζί του ό,τι χρειάζεται. Γιατί μπορεί να χρειαστεί να δείξει στον εκδότη πώς είναι να διαβάζεις τις προτάσεις του Σλάχτερ. Αν χρειαστεί θα του το δείξει. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Θα το κάνει. Αν ο εκδότης δεν καταλαβαίνει τι εννοεί όταν λέει: Είναι σαν να κολλάει η γλώσσα μου πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Ή αν ο εκδότης πει ότι η δική του η γλώσσα δεν κολλάει πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις που βγήκανε μέσα απ’ το αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Τότε θα το κάνει. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Τότε θα αναγκαστεί να του κόψει τη γλώσσα με το μαχαίρι, του εκδότη, και να τον βάλει να ξαναδιαβάσει τις προτάσεις που βγήκανε μέσα απ’ το αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ. Θα τον βάλει με το ζόρι. Να τις διαβάσει φωναχτά. Δεν θα του την κόψει πολύ, τη γλώσσα. Λίγο μόνο. Ίσα ίσα ν’ αρχίσει να κολλάει πάνω στο αίμα. Για να καταλάβει τελικά τι εννοεί αυτός όταν λέει: Είναι σαν να κολλάει η γλώσσα μου πάνω στο αίμα που στάζουν οι προτάσεις του Σλάχτερ.
Το διήγημα "Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι" του Αλέξανδρου Κ. δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 27ο τεύχος του περιοδικού (δε)κατα που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2011. Στη Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το διήγημά του "Τα κλειδιά του" και το "Τραγούδι από τον δεύτερο όροφο". Για να γραφτείτε συνδρομητής/συνδρομήτρια στο περιοδικό (δε)κατα, διαβάστε τις οδηγίες εδώ. Μπορείτε να αγοράσετε online το περιοδικό (δε)κατα από την Πρωτοπορία.
H. G. Wells, Ο άνδρας με τη μύτη
«Δεν κοιτώ ποτέ το πρόσωπό σου δίχως να σκέφτομαι την πυρά της κόλασης
και τον πλούσιο, ντυμένο στα πορφυρά του ρούχα, να καίγεται, να καίγεται».
W. Shakespeare, Ερρίκος ο Δʹ
«Η μύτη μου υπήρξε η κατάρα της ζωής μου».
Ο άλλος άνδρας ξαφνιάστηκε.
Δεν είχαν ξαναμιλήσει. Κάθονταν στις δύο άκρες ενός πάγκου πάνω στη βραχώδη κορυφή του λόφου Πρίμροουζ με θέα στο πάρκο Ρίτζεντς. Ήταν νύχτα. Από κάτω, τα μονοπάτια της πλαγιάς ήταν διάστικτα με κίτρινα φώτα· η οδός Άλμπερτ ήταν μια αχνοπράσινη, αμυδρά φωτισμένη γραμμή – οι λυχνίες έφεγγαν ανάμεσα στα δέντρα· πιο πέρα, το πάρκο απλωνόταν μαύρο και μυστηριώδες, και ακόμα μακρύτερα, η κίτρινη ομίχλη χαμηλά και η χάλκινη απόχρωση του ουρανού πιο ψηλά σηματοδοτούσαν τις λεωφόρους του Μάρλιμπον. Τα κοντινότερα σπίτια στην οδό Άλμπερτ διαγράφονταν μεγάλα και μαύρα, ενώ φωτισμένα παράθυρα διαπερνούσαν ακανόνιστα τη σκοτεινιά τους. Στον ουρανό, ξαστεριά.
Κι οι δυο ήταν σιωπηλοί, εμφανώς χαμένοι στις σκέψεις τους, καθένας μια αμυδρή μαύρη φιγούρα για τον άλλον, μέχρι που ο ένας θεώρησε σκόπιμο, με την παρακάτω εκμυστήρευση, να γίνει φωνή.
«Ναι» είπε ύστερα από μια παύση «η μύτη μου έστεκε πάντα μες στη μέση, πάντα».
Ο άλλος άνδρας δεν φαινόταν να είχε προσέξει την πρώτη παρατήρηση, μα τώρα προσπάθησε να διακρίνει μες στο σκοτάδι τον συνομιλητή του. Είδε έναν μικρόσωμο άνδρα με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος του.
«Δεν βλέπω τίποτα στραβό στη μύτη σας».
«Αν έφεγγε, μάλλον θα το βλέπατε» είπε ο πρώτος ομιλητής. «Γι’ αυτό λοιπόν θα τη φωτίσω».
Ψηλάφισε κάτι στην τσέπη του, ύστερα κράτησε το αντικείμενο στο χέρι του. Ακούστηκε ένα τρίξιμο, μια ρίγα πρασινωπού φωσφορίζοντος φωτός άστραψε κι έπειτα όλο το σύμπαν σκοτείνιασε, καθώς έλαμψε ένα μεγάλο σπίρτο.
Για ένα λεπτό επικράτησε σιωπή. Μια εντυπωσιακή παύση.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο άνδρας με τη μύτη, σβήνοντας το φως με το παπούτσι του.
«Έχω δει και χειρότερα» είπε ο άλλος άνδρας.
«Αμφιβάλλω» είπε ο άνδρας με τη μύτη. «Ακόμα κι έτσι όμως, δεν με παρηγορείτε και πολύ. Προσέξατε το σχήμα της; Το μέγεθός της; Tο χρώμα της; Σαν το όρος Σνόουντον, έχει μια ομαλή και μια απότομη πλαγιά. Το μέγεθός της είναι εξωφρενικό· η φάτσα μου μοιάζει με κοτέτσι πίσω από προπύλαια. Κι τι αποχρώσεις!»
«Ούτως ή άλλως» είπε ο άλλος άνδρας «δεν είναι μόνο κόκκινη».
«Βέβαια, έχει και μοβ, και “μπλε του λαζουριού, γαλάζιο σαν φλέβα στο στήθος της Παναγίας” και σ’ ένα σημείο μια γκρίζα ελιά. Μπα! Αυτό δεν είναι μύτη, είναι ένα κομμάτι αρχέγονου χάους κολλημένο στη μούρη μου. Μα επειδή βρίσκεται εκεί που πρέπει να βρίσκεται η μύτη, το αναγνωρίζουν ακόμα και οι πλέον αφελείς. Ένα χάσμα στην τάξη του σύμπαντος υπάρχει μπροστά στη μούρη μου, μια μάζα εναπομείναντος ανεπεξέργαστου υλικού. Εκεί μέσα είναι κρυμμένη η κανονική μου μύτη, όπως ένα άγαλμα είναι κρυμμένο σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο, ώσπου να ‘ρθει η καθορισμένη ώρα της αποκάλυψης. Στη Δευτέρα Παρουσία – αλλά ας μην προτρέχουμε. Αυτά λοιπόν. Δεν μιλάω συχνά για τη μύτη μου, φίλε μου, αλλά μου φανήκατε συμπαθέστατος, κι απόψε η καρδιά μου ξεχειλίζει. Καταραμένη μύτη! Μα μήπως σας κουράζω χώνοντας τη μύτη μου στους λογισμούς σας;»
«Αν…» έκανε ο άλλος άνδρας με τρεμουλιαστή φωνή, σαν να είχε συγκινηθεί «αν σας ανακουφίζει να μιλάτε για τη μύτη σας, παρακαλώ συνεχίστε».
«Λέω λοιπόν ότι αυτή η μύτη μού θυμίζει τις ψεύτικες μύτες στα καρναβάλια. Και ο πιο βαρετός άνθρωπος δεν έχει παρά να κολλήσει πάνω του μια τέτοια μύτη και, ως εκ του θαύματος, τι γέλια και χαρές! Μια τέτοια μύτη αρκεί για να γίνουν τα πάντα αστεία. Αμφιβάλλω αν ακόμα κι ένας αγγλικανός επίσκοπος μπορεί να τη φορέσει ατιμωρητί. Βάλτε έναν άγγελο σε μια τέτοια μύτη. Πως θα σας φαινόταν μια τέτοια μύτη καρφωμένη πάνω σας τώρα; Σκεφτείτε να θέλετε να φλερτάρετε, να βγάζετε λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή να πεθαίνετε ένδοξα με μια μύτη σαν τη δική μου! Η κοπέλα γελάει στα μούτρα σας, το ακροατήριο γελάει, ο δήμιος στον τόπο του μαρτυρίου σας δεν μπορεί ν’ ανάψει την πυρά απ’ τα γέλια. Μα τον Θεό, δεν είναι καθόλου αστείο! Συνέχεια διαμαρτυρόμουν κι έλεγα, “δεν δέχομαι τέτοια μύτη!”»
«Και τι μπορείς να κάνεις;»
«Είναι γραφτό. Η πιο πικρή τραγωδία έχει να κάνει με το πόσο αστεία είναι. Κύριος οίδε πόσο χαρούμενος θα είμαι όταν θα τελειώσει το καρναβάλι και θα μπορώ να βγάλω αυτό το πράμα από πάνω μου και να το βάλω στην άκρη. Το χειρότερο είναι ο έρωτας. Έχω μυαλό αρκετά καλλιεργημένο, και το σώμα μου είναι υγιές. Ξέρω τι θα πει τρυφερότητα. Μα ποια θα αγνοούσε μια μύτη σαν τη δική μου; Πως θα μπορούσε το βλέμμα της να την αποφύγει και να δει την αγάπη στα μάτια μου, να την ατενίσει πάνω από την απεραντοσύνη της μύτης; Θα έπρεπε να της κάνω έρωτα φορώντας την κουκούλα του Ιεροεξεταστή, με τρύπες για τα μάτια – μα ακόμα και τότε, το σχήμα της θα φαινόταν. Έχω διαβάσει, έχω ακούσει, μπορώ να φανταστώ το πρόσωπο της ερωμένης – ένα γλυκό γυναικείο πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί αγάπη. Αλλά αυτή η μεγάλη σάρκινη φυλακή ψυχραίνει τις καρδούλες τους».
Σταμάτησε απότομα, ξεστομίζοντας μερικές άσχημες βρισιές. Ένας νεαρός που καθόταν μαζί με μια κοπέλα σε έναν κοντινό πάγκο πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Σσστ!»
Τότε ο άνδρας, στον οποίον αυτός με τη μύτη απευθυνόταν, μίλησε: «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πόσο θλιβερή μπορεί να είναι μια κόκκινη μύτη, αλλά τώρα που το λέτε…»
«Ήξερα πως θα με καταλαβαίνατε. Όλη μου τη ζωή κουβαλώ αυτή τη μύτη. Το σχήμα ήταν ήδη έτοιμο, όταν πήγαινα σχολείο, αν και το χρώμα έλειπε. Με φώναζαν “Μυτόγκα”, “Οβίδιο”, “Κικέρωνα”, “Ρινόκερο” και “Έκτρωμα”. Με τα χρόνια ωρίμασε, όπως η μοίρα πλησιάζει καθώς εξελίσσεται η τραγωδία. Ο έρωτας, το βασικό θέμα της ζωής, είναι για μένα σφαλιστό βιβλίο. Αχ, τι μοναξιά! Θεέ μου, μακάρι να… Μα όχι! Ακόμα και μια τυφλή θα ένιωθε το σχήμα της».
«Εκτός από τον έρωτα» τον διέκοψε ο νεαρός ευγενικά «υπάρχουν κι άλλα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζούμε – όπως το καθήκον. Μια άκομψη μύτη δεν εμποδίζει κάτι τέτοιο. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι μάλλον σημαντικότερο απ’ τον έρωτα. Παραδέχομαι βέβαια ότι χάνεις πολλά».
«Και μόνο απ’ τη φωνή σας καταλαβαίνω πως είστε νέος. Το καθήκον, νεαρέ μου, είναι όντως έξοχο, μα πιστέψτε με, είναι ένα πολύ αδιάφορο κίνητρο. Το καθήκον δεν προσφέρει απόλαυση. Θα το καταλάβετε όταν φτάσετε στην ηλικία μου. Κι έπειτα, είμαι εξαιρετικά ικανός για αγάπη και κατανόηση, μα απεριόριστα πικραμένος για την ερημιά της ψυχής μου. Φαντάζομαι πως θα ηθικολογούσατε γι’ αυτή μου τη δυσαρέσκεια, αλλά σίγουρα ξέρω κάπως τους ανθρώπους και τα πράγματα πίσω απ’ αυτή την ενέδρα – μόνο ένας γνήσιος καλλιτέχνης θα ‘παιρνε τη συμπονετική στάση που με τράβηξε σε σας. Στη ζωή μου έχω κάνει πολλές παρατηρήσεις επ’ αυτού, και για έναν συστηματικό ανθρωπολόγο ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου φαίνεται καλύτερα στην στάση του σώματος μόλις νυχτώσει, όταν νομίζουμε πως κανείς δεν μας κοιτάζει. Έτσι όπως κάθεστε, φαίνεται καθαρά το μαύρο περίγραμμα του σώματός σας με φόντο τον ουρανό. Α, τώρα μόλις πήρατε άκαμπτη στάση! Μα δεν είστε και κανένας καλβινιστής. Φίλε μου, οι απολαύσεις είναι το καλύτερο πράγμα στη ζωή, και η μεγαλύτερη απόλαυση είναι ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν. Και αντί γι’ αυτό – κοίτα μύτη! Υπάρχουν βέβαια κι άλλες απολαύσεις. Μόλις νυχτώσει ξεχνώ για λίγο το τέρας. Η άνοιξη είναι απολαυστική, η ατμόσφαιρα στα Ντάουνς είναι απολαυστική· είναι ωραίο να κοιτάς τ’ άστρα να διαγράφουν την τροχιά τους στον ουρανό, ενώ είσαι ξαπλωμένος στα ρείκια. Ακόμα κι ο ουρανός του Λονδίνου σ’ ανακουφίζει το βράδυ, παρότι ο ορίζοντας είναι φωτισμένος. Η σκιά της μύτης μου είναι πιο σκοτεινή τη μέρα. Απόψε όμως είμαι πικραμένος, εξαιτίας της αυριανής ημέρας».
«Γιατί ειδικά αύριο;» ρώτησε ο νεαρός.
«Γιατί αύριο θα συναντήσω κάποιους που δεν γνωρίζω» είπε ο άνδρας με τη μύτη. «Αυτοί έχουν πάντα ένα περίεργο ύφος, ένα μίγμα διασκέδασης και οίκτου, που το ξέρω καλά. Η ξαδέρφη μου, μια χαρισματική οικοδέσποινα, υπόσχεται να τους διασκεδάσει με τη μύτη μου».
«Σίγουρα αυτό θα ‘ναι άσχημο για σας» είπε ο νεαρός.
Κι ύστερα η ησυχία επουλώθηκε και πάλι, κι αμέσως ο άνδρας με τη μύτη σηκώθηκε και περπάτησε προς τη σκοτεινή πλαγιά του λόφου. Ο νεαρός τον κοίταζε καθώς χανόταν, διερωτώμενος μάταια αν μπορείς να παρηγορήσεις μια ψυχή με τέτοιο βάρος.
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος
Επίμετρο
Το 1894, έτος γραφής του «Άνδρα με τη μύτη», ήταν σημαδιακό για τον Herbert George Wells (1866-1946), καθώς αποφασίζει να παρατήσει τη διδασκαλία της βιολογίας και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Αρκεί να αναφέρουμε τους τίτλους κάποιων βιβλίων που δημοσίευσε τα επόμενα τέσσερα χρόνια για να αποδειχτεί πόσο ορθή στάθηκε η απόφασή του: Η μηχανή του χρόνου (1895), Το νησί του δόκτορος Μορό (1896), Ο αόρατος άνθρωπος (1897), Ο πόλεμος των κόσμων (1898). Τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες ο Ουέλς θα γράψει δεκάδες μυθιστορήματα, ιστορικά έργα και πολιτικές πραγματείες, και θα γίνει ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους και προφητικούς συγγραφείς, καθιερώνοντας την επιστημονική φαντασία (μετά τη Σέλεϊ και τον Βερν) ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Στην καταπληκτική νουβέλα Η χώρα των τυφλών, που επανεκδόθηκε προσφάτως στα Ελληνικά, επανεμφανίζεται, όπως εδώ, το μοτίβο της ακραίας ετερότητας, ενός ανθρώπου που ξεχωρίζει χαρακτηριστικά από τους γύρω του.
Γιώργος Λαμπράκος
© Γιώργος Λαμπράκος + Logotexnia 21
Mario Wirz, Τριστιάνε
Χιόνι πάνω σ’ όλα τα βιβλία. Χιόνι πάνω στο παγωμένο πρόσωπο του βιβλιοπώλη. Χιόνι πάνω στα παπούτσια αυτών των λίγων που απόψε χάσανε τον δρόμο τους και βρέθηκαν στο βιβλιοπωλείο στην πλατεία της Αγοράς. Προφανώς μόνο έξω χιονίζει μπροστά στη μεγάλη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, αλλά εμένα μου φαίνεται λες και πέφτει ασταμάτητα το χιόνι πάνω στο παράπονο αυτής της παρουσίασης βιβλίου. Ήταν γι’ άλλη μια φορά ένα μη γενόμενο, γκρίνιαζε βαρύθυμα παλιά ο φίλος μου ο ποιητής Ντέτλεφ Μάγερ μετά τις εκδηλώσεις που δεν πήγαιναν καλά. Ίσως τώρα να διαγωνίζεται στα επουράνια με τον Στέφαν Γκεόργκε για τη χάρη του Ρεμπώ. Οι ποιητές με κάνουν να πλήττω. Δεν είναι αρκετά αισθαντικοί για τα γούστα μου. Έκανα λίγο παρέα με τον Τζέιμς Ντην, ακούω μ’ ένα κρυφό γελάκι απαλό σαν νιφάδα χιονιού πίσω απ’ την πλάτη μου.
Ο κύριος Βιρτς φαίνεται προφανώς πως σκέφτεται κάποιο νέο κείμενο αυτή τη στιγμή.
Η φωνή του βιβλιοπώλη ακούγεται από μάταιη ευγένεια.
«Zείτε από τα βιβλία σας;», επαναλαμβάνει ένας νεαρός άντρας την ερώτησή του. Εγώ λέω να μην ξεσπάσω σε υστερικά γέλια και δίνω ακριβείς πληροφορίες για τη χρόνια αφραγκία του επαγγέλματός μου. Η ποίηση είναι ως επί το πλείστον ζημιογόνος επιχείρηση. Όχι μόνο για τους εκδοτικούς οίκους, μουρμουρίζει ο βιβλιοπώλης και μετανιώνει που δεν προσκάλεσε κάποιον συγγραφέα best seller. Δυο βαμμένες ξανθές κυρίες αγοράζουν δυο βιβλία από συμπόνια και μου ζητάνε να τους τα υπογράψω. Εγώ μουτζουρώνω ευγνώμων τ’ όνομά μου και σκέφτομαι το θλιβερό δωμάτιο του ξενοδοχείου που με περιμένει χωρίς mini bar. Ακόμα κι η επανάληψη της επανάληψης αρνείται μια κάποια πιθανή ηρεμία. Κάθε φορά κάνει την εμφάνισή του ο θρήνος, λες και με συναντάει για πρώτη φορά.
Γιατί η λεπτή κυρία με τον λαιμό καμηλοπάρδαλης κοιτάζει τόσο επίμονα προς το μέρος μου; Ο βιβλιοπώλης μαζεύει τις καρέκλες. Εγώ κοιτάζω το χειρόγραφό μου και το άδειο ποτήρι του νερού και μένω καθισμένος στην καρέκλα μου, λες κι έχω παγώσει εκεί.
Δεν θα με θυμάσαι πια, αλλά παίζαμε μαζί παιδιά. Είμαι η Κριστιάνε, λέει η καμηλοπάρδαλη και μου χαμογελάει γλυκά προς τα κάτω. Μου φαντάζει απίστευτα λεπτή και ψηλή. Όταν διάβασα στην εφημερίδα ότι θα διαβάσεις σήμερα εδώ εσύ, ματαίωσα τη βραδιά μπόουλινγκ. Τον άντρα μου δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον πείσω. Εκείνος είναι μάλλον παντρεμένος με το μπόουλινγκ. Η καμηλοπάρδαλη αναστενάζει. Στον δρόμο δεν θα τη γνώριζα. Κι εκείνη σίγουρα όχι τη γριά κουρούνα της ποίησης. Χιόνι πάνω σ’ όλες τις μέρες αυτού του ευτυχισμένου χειμώνα.
Είμαι πέντε χρονών και κάθομαι στο έλκηθρο που τραβάει η Κριστιάνε, η οποία πάει σχολείο εδώ και δύο χρόνια. Μόνο τη μαμά μου την αγαπάω έτσι άνευ όρων όπως την Κριστιάνε, που τ’ όνομά της δεν μπορώ να το πω σωστά.
Τριστιάνε! Τριστιάνε! Είμαι στην πόρτα του σχολείου και περιμένω τη μεγάλη φίλη μου. Κάποιες φορές δεν με προσέχει και με προσπερνάει με τις συμμαθήτριές της, λες κι ούτε με ξέρει. Τριστιάνε! Τριστιάνε! Τρέχω από πίσω της εγώ κι άθελά μου βάζω τα κλάματα σαν μωρό. Όλοι γελάνε μαζί μου.
Τριστιάνε! Τριστιάνε!, κοροϊδεύουνε τ’ άλλα κορίτσια.
Άλλες μέρες με φιλάει και μ’ αγκαλιάζει και χτενίζει μπροστά στις άλλες τα ατίθασα μαλλιά μου. Εγώ το νιώθω ότι κάνει λες κι είμαι η κούκλα της, αλλά δεν με πειράζει. Είμαι ο πιο ευτυχισμένος κούκλος σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Η Τριστιάνε παίζει μαζί μου. Εγώ της χαρίζω ολόκληρο το δωμάτιό μου, τον λαγό και το αρκουδάκι, που χωρίς εκείνο δεν μπορώ να κοιμηθώ, αλλά τα δικά της τα αισθήματα συνεχίζουν να είναι χλιαρά.
Όταν είναι μπροστά οι φίλες της, η Τριστιάνε είναι διαφορετική. Ακόμα κι όταν με τρελαίνει στα χαϊδευτικά και με ζουλάει, λες και θέλει να μου σπάσει τα πλευρά, εγώ βλέπω ότι το κάνει ψεύτικα. Δεν την καταλαβαίνω τη φίλη μου, αλλά μια μέρα χωρίς εκείνη είναι ανυπόφορη. Τ’ άλλα κορίτσια είναι όλα χαζά, κι αυτό που θα ’θελα πάνω απ’ όλα εγώ είναι να είμαι μόνος μου με την Τριστιάνε, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια μόνο. Όταν δεν είναι μπροστά οι ηλίθιες κατσίκες που μαζί τους πάει στο σχολείο, η φίλη μου μου λέει ό,τι σκέφτεται και μου φέρεται λες κι είμαστε συνομήλικοι. Εγώ κάνω τούμπες μες στον δρόμο και της χαρίζω λουλούδια που μαζεύω στα κρυφά από τους κήπους των γειτόνων. Με επισημότητα της δίνω τη φανταχτερή καρφίτσα που έκλεψα από τη μπιζουτιέρα της μαμάς μου. Παρ’ όλ’ αυτά η Τριστιάνε δεν παύει να με τυραννάει με κακίες μπροστά στις φίλες της. Με βάζει να καταπιώ ένα σκουλήκι και να κυλιστώ με το καινούργιο άσπρο παντελόνι μου μες στις λάσπες. Μια φορά με δένει σ’ ένα δέντρο κι αφήνει τ’ άλλα κορίτσια να με χαστουκίζουν. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται. Κλαίγοντας τρέχω μετά σπίτι με κόκκινα μάγουλα και ζητάω παρηγοριά απ’ τη μαμά μου. Υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ με την Τριστιάνε.
Την επόμενη μέρα στέκομαι και πάλι έξω απ’ το σπίτι της φίλης μου.
Τριστιάνε! Τριστιάνε!
Όταν η φίλη μου μετακομίζει με τους γονείς της σε μια άλλη πόλη, εγώ ζω την πρώτη ερωτική μου απογοήτευση. Όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ την Τριστιάνε, λέω στη μαμά μου με δάκρυα και με το ζόρι καταπίνω το πράσινο φρουί ζελέ, που ακόμα και τώρα μ’ αρέσει, πράγμα που με κάνει ν’ απορώ.
Έχω κλείσει τραπέζι στο Δημαρχείο. Η κουζίνα του είναι εξαιρετική, ψιθυρίζει ο βιβλιοπώλης, που θεωρεί χρέος του το τραπέζωμα στο τέλος μιας εκδήλωσης.
Έχεις χρόνο;, ρωτάω την Κριστιάνε και δεν ξέρω ποια απάντηση προτιμώ.
Το χιόνι των περασμένων ημερών πέφτει πάνω σ’ αυτό το βράδυ.
Πολύ μακριά, πολύ κοντά.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Το κείμενο του Mario Wirz «Τριστιάνε» είναι από το βιβλίο Μηνύματα απ’ τους αγαπημένους (2009), το οποίο περιλαμβάνει κείμενα των Mario Wirz και Christoph Klinke (Nachrichten von den Geliebten von Christoph Klinke & Mario Wirz, Querverlag, Berlin 2009). Η παρούσα μετάφραση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 6ο τεύχος του περιοδικού ΝΗΣΙΔΕΣ (διανέμεται στην Αθήνα στα βιβλιοπωλεία: «Λεμόνι», «Ευριπίδης», «εκδ. Γαβριηλίδης» και «Bιβλιοπωλείον της Eστίας»). Ο Mario Wirz γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1956 στο Μάρμπουργκ στον ποταμό Λαν και μεγάλωσε στο Φράνκενμπεργκ στον ποταμό Έντερ. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός θεάτρου. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το 1985 έμαθε ότι είναι οροθετικός, ενώ το 1994 υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία για να αντιμετωπίσει καρκίνο στους λεμφαδένες. Σήμερα ζει στο Βερολίνο και δηλώνει ότι ούτε η χρόνια έλλειψη χρημάτων ούτε η δεύτερη διάγνωση καρκίνου το Σεπτέμβριο του 2008 τον έχουν κάνει να μην πιστεύει στην τύχη του. Έργα του: Και τ’ όνειρο μπερδεύει τα μαλλιά σου. Νυχτερινά ποιήματα (1982), Είναι αργά, δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω. Νυχτερινή αναφορά (1992), Βιογραφία μίας ζωντανής ημέρας (1994), Η καρδιά των ωρών αυτών (ποιήματα, 1997), Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας (διηγήματα, 1999), Επτά ζωές έχει η εβδομάδα (ποιήματα, 2003), Θύελλα πριν τη σιωπή (ποιήματα, 2006), Προσωρινά αθάνατος (ποιήματα, 2010). Στα Ελληνικά έχουν δημοσιευθεί ποιήματά του στα περιοδικά «Το Δέντρο» (τ. 145-146) και «Antivirus κατά του ιού της βίας» (τ. 22) καθώς και στο blog Logotexnia21, ενώ το διήγημά του «Επίκληση αγγέλου» από τη συλλογή διηγημάτων Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ίνδικτος» (τ. 21). Δείτε όλες τις δημοσιεύσεις του Mario Wirz στο blog Logotexnia21.
Γιολάντα Σακελλαρίου, 8 αδημοσίευτα ποιήματα
Εσωτερικός αιφνίδιος άνεμος |
σεντόνι λευκό ιστίο της νύχτας |
Τόπος παράξενος… |
Μνήμες εύθραυστων φωνημάτων |
της στιγμής το αβέβαιο σύνορο |
Κραυγή διαρρηγνύει |
το πορφυρό των Μυκηνών σκοτάδι |
Το σπέρμα συνθλίβεται |
Σε σκιερά φυλλώματα υποψία |
νέου παλμού ζωής αιωρείται |
Ανάβουν τους πυρσούς στο βωμό |
Ευωδιάζει το θυμίαμα |
(Μα) εμένα δε με γέννησε ποτέ |
η Κλυταιμνήστρα |
Η άλλη Πηνελόπη |
Έτσι τη θέλησε ο μύθος |
φαντασιώσεις να υφαίνει στωικά |
που τρέφουν την επιθυμία. |
Να αντέξει ο Οδυσσέας το ανίερο |
- τάχα για την πατρίδα- |
Πίστη αφοσίωση θυσία |
αυτά λέγαν |
και την επαινούσαν |
γιατί γνώριζαν |
πως χάρη σε κείνη |
είναι ήρωας. |
Όμως η ίδια σιωπά... |
(ποιήματα υφαίνει) |
και μόνο ισχυρίζεται |
πως είναι ψευδώνυμο το «Πηνελόπη» |
στο διαδίκτυο |
Παγοδρόμιο Γηροκομείου |
«Οι μουσικοί! Ήρθαν οι μουσικοί. |
Τα παπούτσια μου… |
Παρακαλώ∙ τα παπούτσια μου» |
Με χαμόγελο συγκατάβασης |
η Ναϊρί από τη Γεωργία |
σπρώχνει την αναπηρική πολυθρόνα |
στη λευκή πίστα∙ για ένα βαλς |
Β΄ Δημοτικού |
Περνάει περνάει το σχολικό | |
χάνεται μες στον κουρνιαχτό | |
ουρλιάζει χάνεται | |
Α΄ κοράκι: | «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι |
τα μαλλάκια της παγώνει» | |
Κόκκινο ψέμα η ζωγραφιά | |
γαλάζιο η μοναξιά των διαλειμμάτων | |
Κρύσταλλοι σωματικών εκκρίσεων | |
έκρηξη το κουδούνι | |
Η μπάλα επίμονη στους τοίχους... | |
Β΄ κοράκι: | «γαλάζια παντοφλάκια |
κόκκινα παντοφλάκια άδεια» | |
Α΄ κοράκι: | «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι |
τα χεράκια της παγώνει» | |
Ορθογραφία: δεν παίρνουμε | |
τα πράγματα των άλλων | |
Μελέτη περιβάλλοντος: δεν κοιτάμε | |
από το παράθυρο | |
Σκέφτομαι και γράφω: δελτίο καιρού | |
Α΄ κοράκι: | «μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι |
την καρδούλα της παγώνει» | |
«Οχτώ και τρία! Ο χ τ ώκ α ι τ ρ ί α ; | |
Ρωξάνη, μ’ ακούς;» |
* * *
Μια φέτα καρπούζι |
οι βροχούλες της άνοιξης… |
Τα νοτισμένα ίχνη σου στην άσφαλτο |
κλέβουν τροχοί τρελών αυτοκινήτων |
Στο αναφιλητό των υαλοκαθαριστήρων |
ξεπλένεται το ασύμπτωτο |
* * *
Το μπλε πανωφόρι σου στη ράχη |
της καρέκλας σιωπηλό |
-περιτύλιγμα ακινησίας- |
μοιάζει αναμονή |
Η καλύπτρα χάσκει |
σε ξύλινους ώμους πάνω |
σ' ακούω να γελάς∙ σε κρύβει |
Αύριο θα σ' το στείλω |
με το ταχυδρομείο |
Τοπίο |
Ανάβουν οι λέξεις στις προκυμαίες |
της μνήμης |
Ρυθμικό ροκάνισμα αόρατου |
τρωκτικού |
αλλάζει το χώρο |
Ριγούν |
οι καθρέφτες |
στα μάτια των τίγρεων |
Να ερχόταν η άμπωτη... |
Ύβρις |
Κάποτε κοιτώντας τη σελήνη |
αφουγκράζεσαι… |
Στα βυθισμένα υπερωκεάνια |
των μεταστάντων |
άθελά σου |
ψηλαφώντας ίχνη |
επινοείς collages |
σε μέλλοντες τετελεσμένους |
Πηλός και ασήμι |
Κάποτε |