Αλέξανδρος Κ., Τα κλειδιά του

CH_KHA 5 by Daniel Wildman

Άρχισε να ψάχνει πάλι τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμα τα κλειδιά του. Πρώτα τη δεξιά τσέπη στο σακάκι του, μετά την αριστερή, μετά την αριστερή τσέπη του παντελονιού του και τέλος τη δεξιά. Κάθε τσέπη και απογοήτευση, κάθε τσέπη και πιο απεγνωσμένο το ψάξιμο. Στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του τα βρήκε, ησύχασε, τα έβγαλε και τα έχωσε στη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Κάθε φορά που αργεί να τα βρει και που τελικά τα βρίσκει τους αλλάζει και τσέπη, για να θυμάται καλύτερα την επόμενη φορά που θα τα ψάξει. Κάθε φορά όμως ξεχνάει πού τα έχει βάλει και πάντα αρχίζει από τη λάθος τσέπη και πάντα τα βρίσκει στην τελευταία. Αλλά μέχρι να τα βρει κάθε φορά είναι σίγουρος ότι τα έχει χάσει. Και τότε αρχίζει να βλέπει μες στο κεφάλι του τι θα γίνει. Θα φτάσει, λέει, νύχτα σπίτι του και έξω από την πόρτα του θα αρχίσει να ψάχνει τα κλειδιά του. Πρώτα στη δεξιά τσέπη στο σακάκι του, μετά στην αριστερή, μετά στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του και στο τέλος στη δεξιά. Όμως αυτή τη φορά, λέει, δεν θα τα βρίσκει. Και θα αρχίσει να ψάχνει πάλι τις τσέπες του από την αρχή. Αλλά όχι με μια σειρά. Θα ψάχνει ανακατεμένα. Κι ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα ή λεπτά, που θα του φανούν αιώνες, θα είναι πλέον σίγουρος ότι έχει χάσει τα κλειδιά του και δεν θα ξέρει τι να κάνει. Και θα αρχίσει να στριφογυρίζει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και δεν θα ξέρει τι να κάνει. Πώς να μπει μέσα; Και θα αρχίσει να βρίζει. Πρώτα σιγά. Το Χριστό μου! Την Παναγία μου! Και μετά λίγο πιο δυνατά. Τα γαμημένα! Ρε, πούστη μου! Κι ύστερα θα χάσει τον έλεγχο. Και θα κλοτσήσει την πόρτα και θα αρχίσει να βρίζει ξανά. Γαμώ το Χριστό μου! Γαμώ την Παναγία μου! Ο μαλάκας! Ρε, πούστη, Θεέ! Και τότε ξαφνικά θα ανάψει το φως πάνω απ’ την πόρτα του κάτω διαμερίσματος. Και τότε αυτός θα κολλήσει την πλάτη του στη δική του πόρτα για να μη φαίνεται. Και θα ακούσει το κλειδί στην πόρτα του κάτω διαμερίσματος να ξεκλειδώνει την κλειδαριά. Μια φορά, δυο φορές. Κι ύστερα η κυρά Ελένη θα βγάλει το κεφάλι της, δειλά δειλά αλλά όλο περιέργεια και θα αρχίσει να ρωτάει. Πρώτα σιγά. Ποιος είναι; Ποιος είναι; Και μετά λίγο πιο δυνατά. Βασίλη, εσύ είσαι; Ποιος είναι; Βασίλη; Και μετά πολύ δυνατά. Βασίλη, εσύ είσαι; Παιδί μου, εσύ είσαι; Και τότε αυτός θα αναγκαστεί να ξεκολλήσει από την πόρτα του. Και θα αναγκαστεί να εμφανιστεί. Και θα αναγκαστεί να μιλήσει. Ναι, κυρά Ελένη. Εγώ είμαι. Ο Βασίλης. Μην ανησυχείτε. Και η κυρά Ελένη τότε θα συνεχίσει να ρωτάει. Τι έπαθες, παιδί μου; Είσαι καλά; Θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν; Και τότε αυτός θα φουντώσει ακόμα πιο πολύ. Αλλά θα προσπαθήσει να το κρύψει. Και θα πει: Όχι, κυρά Ελένη, μια χαρά είμαι. Η φωνή του όμως θα τον προδώσει. Η αναπνοή του που θα κόψει τη φωνή του εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να την κόψει θα τον προδώσει. Και η κυρά Ελένη θα επιμένει. Θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν; Να πάρω τηλέφωνο την αδελφή σου; Και τότε αυτός θα πει: Όχι, κυρά Ελένη. Δεν χρειάζεται να πάρετε τηλέφωνο κανέναν. Αλλά αυτά χωρίς να το θέλει θα τα πει αγριεμένα. Και θα αρχίσει να κατεβαίνει σιγά σιγά τη σκάλα. Και η κυρά Ελένη θα χώνεται όλο και πιο μέσα. Αλλά την πόρτα της δεν θα την κλείνει. Και θα πει: Καλά καλά, αγόρι μου, ό,τι πεις. Εγώ να βοηθήσω ήθελα. Και τότε αυτός θα αρχίσει να ξαναβρίσκει την ψυχραιμία του. Και για να πείσει την κυρά Ελένη ότι δεν χρειάζεται να πάρει τηλέφωνο την αδελφή του κι ότι δεν χρειάζεται να ειδοποιήσει κανέναν, θα κατέβει όλη τη σκάλα και θα πλησιάσει την πόρτα της. Και η κυρά Ελένη, που θα την πλησιάζει, θα κάνει πιο πίσω και την πόρτα της θα την κρατάει μια χαραμάδα ανοιχτή και θα ξαναπεί, αυτή τη φορά ψιθυριστά: Καλά καλά, αγόρι μου, ό,τι πεις. Και τότε αυτός επειδή θα είναι σίγουρος ότι η κυρά Ελένη θα πάρει τελικά τηλέφωνο την αδελφή του και θα της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω δεν θα μπορεί να την αφήσει έτσι. Και όπως θα τα σκέφτεται όλα αυτά, θα της πει: Να, ξέμεινα από γάλα, κυρά Ελένη. Και βαριέμαι να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο. Κι αν θα είναι ανοιχτό τέτοια ώρα. Και θα προσπαθήσει να τη ρωτήσει ευγενικά: Έχεις να μου δώσεις ένα ποτήρι γάλα; Αλλά πόσο ευγενικά να το πει όταν ξέρει ότι η κυρά Ελένη θα πάρει τελικά τηλέφωνο την αδελφή του και θα της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω; Και τότε η κυρά Ελένη θα πει: Πώς αγόρι μου, έχω να σου δώσω. Μόνο ένα ποτήρι; Όσο θες. Αλλά επειδή θα φοβάται θα πάει να κλείσει την πόρτα της. Κι αυτός θα το ξέρει ότι δεν θα του φέρει γάλα, αλλά θα πάρει τηλέφωνο την αδελφή του να της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω, όπως την άλλη φορά. Γι’ αυτό κι αυτός θα σπρώξει την πόρτα και η κυρά Ελένη από το χτύπημα της πόρτας θα πέσει κάτω κι αυτός θα μπει μες στο σπίτι της και θα κλείσει την πόρτα και θα πάρει στα χέρια του εκείνο το βαρύ κρυστάλλινο βάζο που το έχει πάντα άδειο πάνω στο τραπεζάκι του χωλ, που της το είχε φέρει δώρο η κόρη της λίγο προτού πεθάνει, και θα το κατεβάσει στο κεφάλι της κυρά Ελένης, το βάζο. Πρώτα μια φορά. Μετά άλλη μία. Κι άλλη μία. Και μετά όλοι θα λένε ότι έφταιγε αυτός κι ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά του. Ποιος θα τον πιστέψει ότι είχε χάσει τα κλειδιά του;


© Logotexnia 21 + Alexandros K.