Ingeborg Bachmann, Στον ήλιο

Foto_by_Luan Harder


Ωραιότερος από την αισθητή σελήνη και το τιμημένο της το φως,

Ωραιότερος από τ’ αστέρια, τα φημισμένα τάγματα της νύχτας,

Πολύ ωραιότερος από την πύρινη εμφάνιση ενός κομήτη

Και για πολύ ωραιότερα προορισμένος από κάθε άλλον αστέρα,

Γιατί η δική σου κι η δική μου η ζωή από ’κείνον κρέμεται κάθε ημέρα, ο ήλιος είναι.



Ωραίος ήλιος, που ανατέλλει, που το έργο του δεν τό ’χει αποξεχάσει

Κι ούτε ολοκληρώσει, ωραιότατος το καλοκαίρι, όταν μία ημέρα

Στις ακτές εξατμίζεται και τα ιστία δίχως δύναμη καθρεφτισμένα

Από τα μάτια σου περνούν, μέχρι ν’ αποκάμεις και να συντομεύσεις το τελευταίο.



Δίχως τον ήλιο και η τέχνη ακόμα περιβάλλεται πάλι το μοναχικό σχήμα,

Εσύ δεν μου εμφανίζεσαι πια, και η θάλασσα και η άμμος,

Από ήσκιους μαστιγωμένες, καταφεύγουν κάτω απ’ τα βλέφαρά μου.



Ωραίο φως, που ζεστούς μας κρατά, μας φυλάει και θαυμάσια φροντίζει

Να βλέπω πάλι εγώ κι εσένα να βλέπω πάλι!



Τίποτα ωραιότερο κάτω απ’ τον ήλιο από το να είμαι κάτω απ’ τον ήλιο…



Τίποτα ωραιότερο από το να βλέπω το ραβδί μες στο νερό και το πουλί ψηλά,

Που μελετά το πέταγμά του, και κάτω τα ψάρια κοπάδι,

Με χρώμα, με μορφή, έχοντας έρθει στον κόσμο με μια εκπομπή φωτός,

Και τα περίχωρα να βλέπω, το τετραγωνισμένο σχήμα ενός χωραφιού, τις χίλιες κόχες της χώρας μου

Και το φουστάνι πού ’χεις φορέσει εσύ. Και το δικό σου το φουστάνι, σαν καμπάνα και γαλάζιο!



Ωραίο γαλάζιο, που μέσα του περιδιαβάζουν τα παγώνια και υποκλίνονται,

Γαλάζιο των μακρινών τόπων, των ζωνών της ευτυχίας με τους καιρούς για το συναίσθημά μου,

Γαλάζια σύμπτωση στον ορίζοντα! Και τα έκθαμβα τα μάτια μου

Ανοίγουν πάλι διάπλατα και τρεμοπαίζουν και καίγονται και πληγιάζουν.



Ωραίος ήλιος, που κι απ’ τη σκόνη ακόμα ο μέγιστος ο θαυμασμός του αξίζει,

Γι’ αυτό κι εμένα όχι για τη σελήνη και τ’ αστέρια κι όχι

Γιατί η νύχτα κομπάζει με κομήτες και μέσα μου αναζητά έναν τρελό,

Αλλά για σένα και σε λίγο δίχως τελειωμό κι όπως για τίποτ’ άλλο

θα με πάρει το παράπονο για την αναπότρεπτη απώλεια των ματιών μου.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης



Στο παρακάτω βίντεο η Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν (1926-1973) απαγγέλλει το ποίημα «Στον ήλιο».

 

Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέα Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν και δείτε τα βιβλία της που κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Το 1991 ο Werner Schoeter σκηνοθέτησε την ταινία Malina, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μπάχμανν του 1971 (το οποίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τον τίτλο "Ο Ιβάν,ο Μαλίνα κι εγώ"). Η διασκευή του σεναρίου ήταν της Ελφρήντε Γέλινεκ, με την Ιζαμπέλ Υππέρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Αλέξανδρος Κ., Αναγγελίες

Foto_by_Philippe Ramakers

 

Όταν τέλειωσε την πρότασή του εκείνος, ένιωσε σαν να έφαγε μια γερή κλοτσιά στο στομάχι. Αλλά η κλοτσιά αυτή δεν την πόνεσε όπως οι άλλες. Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν η άσπρη η μπλούζα του. Μπορεί η άσπρη μπλούζα να μαλακώνει κάθε χτύπημα. Μάλλον επειδή της κόπηκε η αναπνοή ένιωσε σαν να έφαγε μια γερή κλοτσιά στο στομάχι. Ναι, αυτό ήταν. Όταν τέλειωσε την πρότασή του, της κόπηκε η αναπνοή.  Και τα αφτιά της άρχισαν να βουίζουνε. Δεν άκουγε τι της έλεγε. Γιατί εκείνος συνέχισε να μιλάει. Το μυαλό της όμως άρχισε να τρέχει. Γύριζε πίσω. Σε όλα όσα δεν έκανε. Σε όλα όσα δεν είπε. Αν κάθε φορά ήξερε ότι θα έρθει μια μέρα η στιγμή αυτή, κάτι απ’ όλα εκείνα θα είχε προσπαθήσει να κάνει, κάτι απ’ όλα εκείνα θα είχε τολμήσει να πει. Οργή ένιωσε να την παραλύει. Αφού ποτέ δεν το υπερασπίστηκε το σώμα της, καλά να πάθει. Αφού ποτέ δεν την εκτίμησε τη ζωή της, ας πεθάνει. Αυτή φταίει. Για όλα.

 

***

 

Και πριν τους το πει εκείνος, αυτή το ήξερε. Ένιωσε το χέρι του άλλου δίπλα της να της σφίγγει το χέρι. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ήταν για να της δώσει δύναμη ή για να πάρει δύναμη ο ίδιος. Άπλωσε το άλλο χέρι της και με τεντωμένα τα δάχτυλα του χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι. Τρεις φορές. Ακούστηκε η βέρα της να χτυπάει πάνω στη βέρα του. Τρεις φορές. Αυτή δεν φοβόταν πια. Τώρα πια δεν είχε τίποτα να φοβάται. Η διαδικασία ήταν απλή. Ούτε η πρώτη ήταν, ούτε η τελευταία. Και τότε ένιωσε την ερώτησή του, που κόμπιαζε, να της τρυπάει το μυαλό. Και την καρδιά και την κοιλιά. Τράβηξε το χέρι της απ’ το χέρι του. Με μια κίνηση ασυναίσθητη χάιδεψε την κοιλιά της. Μόνο να μην τολμήσει να της πει να ξαναπροσπαθήσουνε. Μην ξανακούσει για φάρμακα. Λόγια αισιόδοξα. Να την αφήσουν ήσυχη. Κι αυτός κι η μάνα του κι ο πατέρας του κι η μάνα της κι η αδελφή της. Να την αφήσουν ήσυχη.

 

***

 

Πρώτη φορά στη ζωή του έπρεπε να το δει σαν αριθμό. Σαν ποσοστό. Ήθελε δεν ήθελε, αυτό έπρεπε να κάνει. Άλλη επιλογή δεν είχε. Ή θα το μετρούσε στο ένα ποσοστό ή θα το μετρούσε στο άλλο. Ή με τα ζωντανά ή με τα πεθαμένα. Κι αν έκανε ότι δεν άκουσε; Κι αν μπέρδευε τα ποσοστά; Εκείνο των ζωντανών μ’ εκείνο των πεθαμένων; Πώς να το μετρήσει στο ποσοστό των ζωντανών, που είναι πιο μικρό απ’ το άλλο των πεθαμένων; Πώς να το μετρήσει στο μεγάλο ποσοστό, που είναι άλλο από εκείνο των ζωντανών; Πώς να το δει σαν αριθμό όταν οι αριθμοί δεν τη συμφέρουν; Γιατί να της πει τα ποσοστά όταν τα ποσοστά δεν τη συμφέρουν; Πώς θα τον ντύνει τον μικρό τον αριθμό; Και πώς θα τον ταΐζει; Και πώς θα τον κάνει μπάνιο; Τι μαλάκας είναι αυτός ο άνθρωπος. Έχει κάνει λάθος ο μαλάκας. Αυτό είναι. Έχει κάνει λάθος ο μαλάκας. Σίγουρα. Έχει κάνει λάθος. Δεν υπάρχει περίπτωση λάθους, λέει. Ο μαλάκας.




Το τρίπτυχο κείμενο «Αναγγελίες» του Αλέξανδρου Κυπριώτη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Στη Logotexnia21 άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Regina Bou, Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα


Foto_by_Adam Jakubiak 


Ο εστιάτορας Μπλουχτούντεν αποφάσισε να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους πελάτες του. Αρκετά είχε ανεχτεί τις αγενείς συνήθειές τους, τα ρεψίματά τους, τα κρυφά φτυσίματα μέσα στις βαθυκόκκινες πετσέτες του, τα αηδιαστικά πλαταγίσματα της γλώσσας τους όταν δοκίμαζαν τα ακριβά κρασιά του και τους βορβορυγμούς των στομαχιών τους. Πρωί πρωί της Τρίτης κρέμασε μια ταμπέλα έξω από το εστιατόριο: « Όποιος μπαίνει θα τρώει δίχως να μιλά. Μόνο θα ανασαίνει. Όποιος προφέρει μισή συλλαβή κατά τη διάρκεια του γεύματός του θα οδηγείται προς την έξοδο. Η ημέρα της σιωπής θα εφαρμοστεί κάθε Τρίτη ξεκινώντας από σήμερα, 17 Οκτωβρίου 2013». Ο γιος του ήταν σίγουρος πως τρελάθηκε, αυτό ήταν καθαρή επιχειρηματική αυτοκτονία, αρνείται να συμμετέχει σε αυτήν την παράνοια, παραιτείται. Σύντομα όμως φάνηκε το οικτρό του λάθος. Τις Τρίτες άρχισαν να σχηματίζονται ολόκληρες ουρές από πελάτες έξω από την κεντρική είσοδο του εστιατορίου. Η παράλογη απαίτηση του εστιάτορα είχε γίνει, όπως φάνηκε, θέμα συζήτησης στην πόλη με ποικίλα σχόλια. Καλοντυμένοι άνθρωποι με πολύ κομψά ρούχα περίμεναν υπομονετικά στη σειρά για να έρθει η σειρά τους να φάνε μέσα σε απόλυτη σιωπή.

 

«Αυτός ο Μπλουχτούντεν είναι τόσο παράξενος. Πολύ μου αρέσει!» έλεγε η μία κυρία στην άλλη «Είναι Γερμανός, οι Γερμανοί είναι πάντα εκκεντρικοί! Όταν είχα πάει στη Γερμανία είχα τύχει σε ένα φεστιβάλ όπου όλοι περπατούσαν ανάποδα, μπορείς να το φανταστείς αυτό; » «Θαυμάσια ιδέα» αναφωνούσε κάποιος «Αυτές είναι ιδέες, τι τα θες, ποιος θα τολμούσε από τη δική μας χώρα να σκεφτεί αλλά κυρίως να εφαρμόσει μια τέτοια ιδέα! Είμαστε άτολμοι και δίχως φαντασία!» «Φυσικά και είμαστε άτολμοι, για αυτό δεν ονομαζόμαστε Μπλουχτούντεν αγαπητέ μου».

 

Οι Τρίτες της σιωπής ήταν οργανωμένες με ένα πολύ ιδιαίτερο πρόγραμμα το οποίο τηρούνταν ευλαβικά. Ο σερβιτόρος έπαιρνε παραγγελία στα βουβά, παραδίδοντας απλώς τον κατάλογο στον πελάτη και περιμένοντας. Ο πελάτης κινούσε το δάχτυλο πάνω κάτω δεξιά και αριστερά δείχνοντας τι ακριβώς επιθυμούσε από το μενού, ο σερβιτόρος υποκλινόταν ελαφρώς και σε λίγο ξαναγύριζε για να σερβίρει μέσα στην ίδια ησυχία. Τα πιάτα ακουμπούσαν σα βαμβάκι πάνω στο τραπέζι. Τα ποτήρια σα μετάξι και τα μαχαιροπήρουνα σα βελούδο. Αυτές ήταν οι ακριβείς οδηγίες του Μπλουχτούντεν. Βαμβάκι, μετάξι, βελούδο. Ο πελάτης ήταν υποχρεωμένος να φάει δίχως να βγάλει κανέναν ήχο. Δεν επιτρέπονταν τα ρουφήγματα στις σούπες, ούτε τα κριτσανίσματα στις μπριζόλες. Τα μακαρόνια έπρεπε να μασηθούν σε απόλυτη σιωπή και τα ψάρια έπρεπε να καθαριστούν δίχως να ακουστεί ούτε ένα κρακ από τη ραχοκοκαλιά τους. Αν κάποιος ήχος ξέφευγε, τότε ο ίδιος ο Μπλουχτούντεν αυτοπροσώπως πήγαινε στο τραπέζι και μάζευε τα πιάτα δίχως να πει τίποτα άλλο. Οι πελάτες έφευγαν κάτω από τη γενική βωβή αποδοκιμασία των υπολοίπων, αισθανόμενοι ένα είδος ντροπής το οποίο δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και μια αμηχανία που τους έκανε να σκύβουν το κεφάλι προσποιούμενοι ότι κοιτούν με προσήλωση τα μπερδεμένα μοτίβα της μοκέτας, η οποία ξαφνικά φάνταζε πολύ ενδιαφέρουσα.

 

Γρήγορα το εστιατόριο είχε τόσους πελάτες τις Τρίτες, που αναγκάστηκε να φτιάξει μια λίστα αναμονής. Όλη η πόλη είχε ξετρελαθεί με τα σιωπηλά γεύματα. Σύντομα και οι γύρω πόλεις. Ο γιός του εστιάτορα Μπλουχτούντεν όχι μόνο επέστρεψε στη δουλειά αλλά πίεζε τον πατέρα του να καθιερώσουν και άλλες μέρες σιωπής. Είναι τρελός, θα γίνουν πολυεκατομμυριούχοι, για ποιο λόγο να έχουν λίστα αναμονής όταν μπορούν να έχουν κάθε μέρα μια μέρα σιωπής; Δε βλέπει πόσο ξετρελαμένος είναι ο κόσμος ; Όφειλε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος όταν πίστεψε ότι αυτή η τρελή ιδέα θα τους καταποντίσει επιχειρηματικά. Ο κόσμος αρέσκεται στην τρέλα, πάει και τελείωσε. Κι αυτοί για αυτό είναι εκεί. Για να τους προσφέρουν αυτό που τους αρέσει. Όμως οι ικεσίες του, οι παρακλήσεις του, οι απειλές του, έπεφταν πάνω σε τοίχο. Ο εστιάτορας ήταν αποφασισμένος να μην κάνει καμία αλλαγή στο πρόγραμμά του. Η Τρίτη της σιωπής είχε κατορθώσει να μαλακώσει τους τραχείς τρόπους των πελατών του κάτι που συνεχιζόταν και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας. Οι πελάτες έμπαιναν μέσα στο εστιατόριο σχεδόν ευλαβικά, σα να έμπαιναν σε κάποιο ναό. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, μουρμουρίζοντας εντυπωσιασμένοι για τους διάσημους θαμώνες που την προηγούμενη μέρα είχαν γευματίσει στο ίδιο τραπέζι όπου τώρα κάθονταν αυτοί και εξυμνώντας την ανωτερότητα του χώρου αλλά και του ιδιοκτήτη του. Οι τρόποι τους άρχισαν να εξευγενίζονται και φρόντιζαν να μη φτύνουν στις χαρτοπετσέτες τους, ούτε να ρεύονται κρυφά και καταπιεσμένα. Έμαθαν πώς να παγιδεύουν στο στομάχι τους το ύπουλο αέριο πριν σκαρφαλώσει στον οισοφάγο τους απαιτώντας έξοδο. Ακόμη και οι γλώσσες τους λειάνθηκαν σταματώντας να χτυπάνε σα μηχανάκια την ώρα που μασούσαν ή κατάπιναν. Ο Μπλουχτούντεν ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτήν την εξέλιξη και δεν επιθυμούσε να αλλάξει τίποτα. Του αρκούσε που οι θαμώνες είχαν μεταμορφωθεί από ζώα σε ανθρώπους όπως έλεγε. Και αν κάποιος ήταν λίγο παρατηρητικός θα έβλεπε πως παράλληλα με την αλλαγή των πελατών ήρθε και η αλλαγή του ίδιου του Μπλουχτούντεν. Ανεπαίσθητη στην αρχή, εντονότερη όσο περνούσε ο καιρός. Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα. Όσο οι πελάτες του έτρωγαν σιωπηλά και αριστοκρατικά τις φτερούγες κοτόπουλου ή δοκίμαζαν με βωβή ευχαρίστηση τη σως τρούφας, εκείνος ξεκοίλιαζε με τα χέρια το επόμενο κοτόπουλο ή έχωνε όσο πιο βαθιά γινόταν τα δάχτυλά του στη ζύμη της κρέπας αρνούμενος να χρησιμοποιήσει το ειδικό μηχάνημα ή έστω γάντια.

 

Ήρθε η μέρα που χαστούκισε έναν από τους βοηθούς του γιατί του είπε πως δεν πρέπει να ξύνει το κεφάλι του πάνω από το μίγμα της κρέμας γάλακτος για τα μακαρόνια φούρνου. Ο βοηθός πρώτα έτριψε έκπληκτος το μάγουλό του και μετά τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. Ο Μπλουχτούντεν είχε γίνει μάλλον υπερβολικά εύθικτος αλλιώς τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι άρπαξε το μαχαίρι με το οποίο έκοβαν τα τυριά και το κόλλησε στην καρωτίδα του άτυχου Βακίδιου.

 

- Βακίδιε, ήρθαν οι τελευταίες σου ώρες εδώ μέσα. Την επόμενη φορά που θα με ξανακοιτάξεις έτσι θα σου κόψω το λαιμό πέρα πέρα.

 

Ο γιος του προσπάθησε να τον εμποδίσει αλλά αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τώρα είχε σημαδέψει δυο καρωτίδες και τις θυμόταν πολύ καλά και τις δύο. Πόσο τρυφερές ήταν και πώς ασφυχτιούσαν σα ζαλισμένα ζωάκια κάτω από το μαχαίρι του ροκφόρ. Έφτυσε μέσα στη ζύμη για το κέικ σταφίδας και έτριψε χαρούμενος τα χέρια του. Μια πρωτόγνωρη ενέργεια είχε κατακλύσει κάθε φλέβα του ισχνού του σώματος. Αισθανόταν πως ήθελε να αρχίσει να χοροπηδάει από τραπέζι σε τραπέζι σαν τεράστιο ορθόπτερο, την ώρα που οι πελάτες του απολάμβαναν με κατάνυξη το νέο πιάτο πάπιας με καραμελωμένο αχλάδι.

 

 

Αναδημοσίευση από: πρόχειρο

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails