Gabriele Romagnoli, Ο καθρέφτης

BrokenMirrorChild

Χθες διηγήθηκα στην ψυχαναλύτριά µου ένα όνειρό µου που επαναλαµβάνεται.
 
Εκείνη χρησιµοποιεί αυτή τη µέθοδο, µε τα όνειρα: µε βάζει να τα διηγούµαι πολύ αργά, σαν να υπαγορεύω. Μετά µου ξαναδιαβάζει το όνειρο, αφού όντως ό,τι λέω το γράφει στο σηµειωµατάριό της.
Θα µου το δώσει, λέει.
 
Λοιπόν, είµαι στην αίθουσα συναυλιών του λυκείου, πίσω από τις κουίντες. Είναι η σχολική εκδήλωση για το τέλος της χρονιάς.
 
Το κοινό περιµένει την έναρξη της παράστασης. Το βλέπω κρυφοκοιτάζοντας ανάµεσα από τις κουρτίνες.
 
Προσπαθώ να φορέσω τους παλιούς σκληρούς φακούς επαφής, αλλά έχουν µια κρούστα από ξεραµένα δάκρυα. Τους καθαρίζω µε τα νύχια. Είµαι απελπισµένη: δεν έχω φορέσει ακόµα το κοστούµι µου, δεν θυµάµαι τα βήµατα του χορού µου, ούτε τους χρόνους των εισόδων µου. Όλες οι άλλες µπαλαρίνες ετοιµάζονται. Η Μαρία, η καλύτερή µου φίλη, είναι ήδη έτοιµη και προσπαθεί να µε βοηθήσει, αλλά είναι κάποια πράγµατα που πρέπει να τα κάνω µόνη µου. Πηγαίνω στο καµαρίνι, αλλά είναι υπερβολικά στενό και δεν υπάρχει ούτε ένας καθρέφτης.
 
Και να, βρίσκοµαι στη σειρά µε τις άλλες, περιµένοντας να βγω στη σκηνή, ντυµένη µε πολλά πούπουλα. Κινούµαστε όλες µαζί πάνω στη σκηνή του θεάτρου, σαν ένα µεγάλο φίδι, έπειτα, η µία µετά την άλλη, πέφτουµε κάτω, βάζοντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι. Κοιτάζω τα κορίτσια µπροστά µου, αναρωτιέµαι ποια πρέπει να ακολουθήσω, διαλέγω τη Μαρία. Σηκωνόµαστε, σχηµατίζουµε και πάλι το φίδι και αποφασίζω ότι αυτή είναι η ευκαιρία µου για να ξεφύγω, να βγω από τη σκηνή και να εξαφανιστώ· αναρωτιέµαι αν στην πραγµατικότητα συνειδητοποιώ αυτό που κάνω.
 
Η ψυχαναλύτρια σταµάτησε να γράφει. Είπε: «Τώρα θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικά µε το όνειρο».
 
«Ήσουν πράγµατι µπαλαρίνα;»
 
Ναι.
 
«Όταν κοιτούσες ανάµεσα από τις κουρτίνες, ποιον έψαχνες;»
 
Τους γονείς µου.
 
«Και ήταν εκεί;»
 
Όχι.
 
«Τι συναισθήµατα σου προκαλούσε το όνειρο;»
 
Άγχος, δεν ένιωθα έτοιµη να αντιµετωπίσω τις ευθύνες µου. Έπειτα ενοχές, που δεν ήµουν έτοιµη. Ήθελα να ήµουν η Μαρία: εκείνη ήταν πάντα προετοιµασµένη σε όλα.
 
Εκείνη δεν έκανε σχόλια. Ήθελε να µάθει τι µου είχε συµβεί την ηµέρα πριν από το όνειρο. Τι µου είχε συµβεί; Περίµενα µάταια την απάντηση από µια εταιρία, όπου είχα δώσει µια συνέντευξη για δουλειά. Το βράδυ είχα βγει για φαγητό, αλλά βαρέθηκα, γύρισα στο σπίτι και άκουσα ράδιο. Είχε τη συνέντευξη ενός τραγουδιστή που ήταν τόσο νέος και είχε ήδη όλα όσα ήθελε. Και ζούσε από το ταλέντο του.
 
«Εντάξει», µου είπε, «τώρα κλείσε τα µάτια, θα σου επαναλάβω το όνειρο, ένα µέρος κάθε φορά, πες µου αυτό που σου προκαλεί».
 
Άρχισε: «Είσαι στην αίθουσα συναυλιών του λυκείου, πίσω από τις κουίντες. Το κοινό περιµένει την έναρξη της παράστασης. Το βλέπεις κρυφοκοιτάζοντας ανάµεσα από τις κουρτίνες. Προσπαθείς να φορέσεις τους παλιούς σκληρούς φακούς επαφής, αλλά έχουν µια κρούστα από ξεραµένα δάκρυα. Τους καθαρίζεις µε τα νύχια».
 
Τη διέκοψα. Ήµουν δεκαέξι χρονών, αλλά ένιωθα πολύ πιο γριά µέσα µου σαν να είχα περάσει ήδη ένα µεγάλο µέρος της ζωής µου. Και σήµερα, σήµερα είναι το αντίθετο: νιώθω το κεφάλι µιας δεκαεξάχρονης, φυλακισµένης στο σώµα µιας ενήλικης γυναίκας. Είναι σαν να ήµουν δεκαέξι χρονών σε όλη µου τη ζωή. Τότε φοβόµουν και φοβάµαι και τώρα. Ένιωθα µόνη, διαφορετική, δεν ξέρω… πώς µπορώ να το πω… χωρίς σύµµαχους, απαρηγόρητη. Κοιτούσα το κοινό και ήταν πολλοί, ανυπόµονοι, περίµεναν κάτι ωραίο. Οι γονείς µου δεν ήταν εκεί όµως. Είχαν χωρίσει λίγο καιρό πριν, ένα χρόνο, και λιγότερο. Η µητέρα µου µε είχε κρατήσει µαζί της. Εκείνη δεν ανέφερε πια τον πατέρα µου, ποτέ. Δύο χρόνια πριν έδειχναν ευτυχισµένοι, ένα χρόνο µετά είχαν χωρίσει. Δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά. Ο πόνος απ’ αυτό το πράγµα έχει… ξεραθεί µέσα µου… έχει ξεραθεί όπως τα δάκρυα στους φακούς… δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα πώς να το αντιµετωπίσω, ίσως γι’ αυτό να ακολουθούσα το ρεύµα, αλλά καταλάβαινα ότι δεν ήταν το σωστό, ότι δεν θα µε βοηθούσε.
 
Σώπασα, εκείνη ξανάρχισε: «…όλες οι άλλες µπαλαρίνες ετοιµάζονται. Η Μαρία, η καλύτερή σου φίλη, είναι ήδη έτοιµη και προσπαθεί να σε βοηθήσει, αλλά είναι κάποια πράγµατα που πρέπει να τα κάνεις µόνη σου. Πηγαίνεις στο καµαρίνι, αλλά είναι υπερβολικά στενό, δεν έχεις χώρο για να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις και δεν υπάρχει ούτε ένας καθρέφτης».
 
Είπα ότι όλα ήταν ασφυκτικά, εκείνον τον καιρό: η ζωή µου ήταν ασφυκτική. Αλλά δεν τόλµησα να επαναστατήσω, δεν ήθελα να πληγώσω κανέναν, οπότε έκανα το καλό κορίτσι για τη µητέρα µου, δεν ξέρω, ήταν σαν να ήθελα να δηµιουργήσω µια αξιοπρεπή ζωή για εκείνη, εκείνη πέθανε πριν τρία χρόνια, αλλά εγώ δεν έχω απελευθερωθεί ακόµα από εκείνη την αίσθηση. Πάντα έπαιζα ένα ρόλο, προσπαθούσα να ζω σύµφωνα µε τις προσδοκίες… εκείνοι είναι εκεί, πίσω από την αυλαία και κάνουν φασαρία. Υπάρχει ένα σωρό κόσµος, στο σπίτι, που περιµένει κάποια πράγµατα από εσένα, που σε θέλει όµορφη, σε θέλει καλή και όλα αυτά που θέλεις εσύ καµιά φορά, καµιά φορά… είναι να µην τους απογοητεύσεις. Όλοι απογοητεύουµε κάποιον, αργά ή γρήγορα. Απογοητεύουµε τον εαυτό µας, πολύ νωρίς. Εγώ δεν κατάφερνα να είµαι ειλικρινής. Η αλήθεια ήταν µια πολυτέλεια που δεν µπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό µου. Η αλήθεια προκαλεί συντρίµµια. Αν την πούµε, τελείωσε, τινάζονται όλα στον αέρα. Όταν πέθανε η µητέρα µου, είπα στον εαυτό µου την αλήθεια και σταµάτησα να χορεύω. Ασχήµυνα για να βγω απ’ αυτό… η οµορφιά είναι ένα από εκείνα τα πράγµατα που σε βάζουν σε µια πειθαρχία…
 
Εκείνη µε ρώτησε: «Η Μαρία ήταν όµορφη σαν εσένα;»
 
Η Μαρία ήταν πιο όµορφη από εµένα. Εκείνη ήταν πάντα κάτι περισσότερο.
 
Πήγε στο τέλος: «…αποφασίζεις ότι αυτή είναι η ευκαιρία σου για να ξεφύγεις: αναρωτιέσαι αν στην πραγµατικότητα συνειδητοποιείς αυτό που κάνεις».
 
Κοιτάξτε, δεν έπαιζα το παιχνίδι µου και ακόµα και τώρα δεν το κάνω. Σταµάτησα το χορό. Μετά δούλεψα στον κινηµατογράφο, οργάνωση, τίποτα το συναρπαστικό, έπειτα πέρασα στο γραφείο, κατευθείαν. Πριν έξι µήνες η εταιρία παραγωγής έκλεισε και έµεινα ξεκρέµαστη. Μια ευκαιρία για να κάνω αυτό που πάντα ονειρευόµουν, για να τολµήσω. Όµως, άρχισα να ψάχνω µια οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσω. Δεν ακολουθώ τις επιθυµίες µου, µε τροµάζουν.
 
«Εντάξει», είπε εκείνη, «τώρα θα πρέπει να προσπαθήσουµε να συνθέσουµε τα στοιχεία του ονείρου, για να φτάσουµε στην ερµηνεία του. Είπες πολλά πράγµατα, και όλα τόσο ξεκάθαρα, είναι σχεδόν όλα ξεκάθαρα τώρα πια».
 
«Σχεδόν», είπε.
 
Έπειτα πρόσθεσε: «Ο φόβος να ξαναµπείς στο µεγάλο φίδι, επιλέγοντας πάλι µια δουλειά, ένα κοστούµι, µια µάσκα. Το κοινό που περιµένει, οι προσδοκίες των γονιών σου, αλλά αυτοί δεν είναι εκεί, αυτοί που άφησαν έναν πόνο ξεραµένο… αυτοί πού ήταν… πού είναι; Η µητέρα σου πέθανε, αλλά ο πατέρας σου έφυγε για πάντα, γιατί;» Η φωνή της είχε µια χροιά γλυκιά, µητρική. Είχα την αίσθηση ότι µου ετοίµαζε µια βαλίτσα, διπλώνοντας µέσα τα πράγµατα µε φροντίδα: τα ρούχα της δεκαεξάχρονης, το κοστούµι της σκηνής, τα πούπουλα, τη θήκη των φακών επαφής, όλα, για να µπορέσω να τα πάρω µακριά, και να µη γυρίσω πίσω ποτέ πια.
 
Έπειτα ρώτησε: «Γιατί δεν υπήρχαν καθρέφτες στο καµαρίνι;»
 
Δεν απάντησα.
 
Επέµεινε: «Ποιος είναι αυτός που δεν ήθελες να δεις στον καθρέφτη;»
 
Εγώ, τίποτα.
 
Κι εκείνη: «Είναι η Μαρία που δεν ήθελες να δεις;»
 
Έγνεψα ναι.
 
Τη Μαρία και µετά…
 
Τον πατέρα µου.
 
Τον πατέρα µου και τη Μαρία στο µεγάλο δωµάτιο. Εγώ είχα γυρίσει νωρίς από το µάθηµα χορού, ήµουν στο διάδροµο, στις µύτες, τους είδα µέσα από τον καθρέφτη, ήµουν δεκαπέντε χρονών.
 
Δεν είπα κάτι άλλο.
 
Η συνεδρία τελείωσε, πήγα στο σπίτι.
 
Θα ξαναπάω στην ψυχαναλύτρια την επόµενη Πέµπτη.
 
Ίσως να της διηγηθώ ότι η Μαρία ήταν η φανταστική µου φίλη. Ίσως και όχι.

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου
romagnoli Ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι (Gabriele Romagnoli) γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1960. Είναι συγγραφέας και αρθρογράφος της εφημερίδας La Repubblica. Ως δημοσιογράφος έχει ασχοληθεί αρκετά με το θέμα της θανατικής ποινής. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά και έχει γράψει σενάρια για την τηλεόραση και το θέατρο. Έζησε στο Κάιρο και τα τελευταία χρόνια έχει μετακομίσει μαζί με τον γάτο του στη Βηρυτό απ’ όπου συνεχίζει να γράφει. Το συγγραφικό του ντεμπούτο το έκανε το 1993 με το μυθιστόρημα Navi in bottiglia (Καράβια στο μπουκάλι). Το διήγημα «Ο καθρέφτης» (Lo specchio) είναι από το βιβλίο Il vizio dell’ amore (Η κακή συνήθεια του έρωτα, 2007). Άλλα έργα του είναι: Solo i treni hanno la strada segnata (Μόνο τα τρένα έχουν καθορισμένο δρόμο, 2008), Non ci sono santi (Δεν υπάρχουν άγιοι, 2006), L’artista (Ο καλλιτέχνης, 2004) κ.ά.
© Logotexnia 21 + Gabriele Romagnoli + Archodia Kypriotou