Γιάννης Δρούγος, Δέντρο

Photo by JillWellington from Freerange Stock

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το υποσχέθηκα στα παιδιά. Όλο το αναβάλλαμε τα τελευταία δύο τρία χρόνια μέσα στον πανικό του covid και τον πανικό των εφημεριών στο νοσοκομείο. Πού χρόνος; Δεν είχα γιορτές ούτε αργίες, άλλωστε δεν δώσαμε όρκο στον Ιπποκράτη για να ’μαστε αραχτοί, να κόβουμε βόλτες, να στολίζουμε σπίτι και δέντρα εν καιρώ υγειονομικού πολέμου. Η θέση μας είναι κοντά στους ανθρώπους, δίπλα στους ασθενείς μας που περιμένουν από εμάς να κάνουμε ένα μικρό θαύμα, που αυτή είναι η δουλειά μας, ή το λειτούργημά μας όπως πολλοί το αποκαλούν. Στα μάτια των ασθενών είμαστε θαυματοποιοί που μετατρέπουμε το φόβο τους σε ελπίδα, τους επουλώνουμε τις πληγές, τα τραύματα, τις ραγισμένες καρδιές, πασχίζουμε να κρατήσουμε στη ζωή τη ζωή που δείχνει να τους αποχαιρετά. Κι εσύ, Έλλη μου, μου λες συχνά, να μάθω να λέω όχι, να μην ξεχνάω ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος, να μειώσω τις τακτικές μου εμφανίσεις στα συνέδρια αλλά κι αυτά δουλειά μου είναι. Ήταν. Είναι.

Και στα παιδιά να μάθω να λέω όχι. Παιδιά είναι, σου είπα, τους το έταξα για φέτος και το περιμένουν, είμαι λίγο πιο χαλαρός οπότε θα γίνει. Δεν κοστίζει τίποτα παρά μονάχα λίγο χρόνο. Την απόφαση την έχω πάρει προ πολλού και περίμενα να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, ο τόπος, ο τρόπος.
    Ξέρεις, η χαρά συνοδεύεται από μια ή πολλές κατοπινές λύπες. Τη μια μέρα αντικρίζουμε το φως, παίρνουμε τα πάνω μας, αναθαρρεύουμε κι εκεί που είμαστε έτοιμοι να το πλησιάσουμε, την αμέσως επόμενη μέρα το σκοτάδι υπενθυμίζει την παρουσία του και μας τυλίγει στα πλοκάμια του, ώσπου να ’ρθει η ώρα που θα του ξεφύγουμε και θα γυρεύουμε χαραμάδες φωτός, για νέα αρχή και ισορροπία. Ήμουν αυτό που λέμε η ψυχή της παρέας στον εργασιακό χώρο, έδινα κουράγιο στους συναδέλφους, όταν εκείνοι το είχαν χάσει και είχαν περάσει με το ένα πόδι στην απέναντι όχθη, ταλαιπωρημένοι και άυπνοι για μέρες ολόκληρες απ’ τις ατέλειωτες εφημερίες. Τους ενθάρρυνα ότι θα τα καταφέρουμε, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, ότι τα δύσκολα θα φτάσουν σε ένα κάποιο τέλος, ότι θα αντέξουμε, οφείλουμε να αντέξουμε για εμάς τους ίδιους, για τους ασθενείς μας και τις οικογένειές μας. Έβγαζα πυρετώδη λογύδρια πίσω από τη μάσκα προστασίας –και την άλλη τη μάσκα, του πρωταγωνιστή–,  ίδρωνα, πνιγόμουν, στέγνωνε ο λαιμός μου, στην καρδιά μου πέφτανε απανωτοί κεραυνοί κι εκείνη έτρεχε πανικόβλητη να γλιτώσει, έφευγε από τη θέση της και κατέβαινε στο στομάχι και στα πόδια, ανέβαινε σαν αλλοπαρμένη στο λαιμό και στο κεφάλι. Ήμουν ολόκληρος μια καρδιά σε σεισμό πολλών ρίχτερ, προκειμένου να σωθούμε και να σώσουμε. Το όφειλα. Να σώσω εκατοντάδες για χάρη του ενός.
    Μου παραπονιόσουν, Έλλη, ότι έκανα το νοσοκομείο σπίτι μου, ότι ξέχασα τις υποχρεώσεις μου και όλα πέσανε πάνω σου και δεν αντέχεις και πάλι τα ’παιρνες πίσω γιατί ήξερες πως δεν είχα άλλη επιλογή. (Κι όμως, καλή μου, είχα, αλλά δεν ήταν ακόμα η στιγμή.) Σε έπαιρνα αγκαλιά και σου ’λεγα πως όλα θα φτιάξουν, όλα πάλι θα μπουν σε μια κανονική ροή και κοιμόσουν μετά κι εγώ ξαγρυπνούσα, ακούγοντας την ανάσα σου άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε βαριά, κι ερχόταν στο νου μου εκείνη η ανάσα που πάντα μου φέρνει ομίχλη και βροχή στα μάτια και με καταδίκασε στο παγωμένο κελί των ενοχών. Σου κρατούσα μυστικό. Τόσα χρόνια περπατούσα πλάι σου κουβαλώντας στα πόδια βαριές αλυσίδες κατάδικου που μου έγδερναν λίγο λίγο το δέρμα, ώσπου μπήκαν πιο μέσα κι άρχισαν να μου γδέρνουν τη σάρκα κι η τοξική τους σκουριά κύλησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο αίμα μου. Σε έπιανα κάποιες φορές να με κοιτάς εξεταστικά, δεν ρωτούσες τίποτα, δεν θα σου έλεγα τίποτα, θα το ’ριχνα στην κούραση ως συνήθως.
    Κάτω απ’ το δέντρο της αυλής μας, ο πατέρας μου, τότε, με βλοσυρό βλέμμα μου είπε κοφτά να ξεχάσω αυτό που συνέβη, πως το θέμα έκλεισε, πως αυτά είναι ρουτίνα στη δουλειά μας, άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά πάνω σε χειρουργικά τραπέζια και θαλάμους νοσηλείας, δεν είμαστε θεοί, πως είμαι ακόμα νέος στη δουλειά και θα το συνηθίσω. Τι να συνηθίσω; Πώς συνηθίζεται ο θάνατος από λάθος, πώς συνεχίζεται η ζωή όταν η ζωή μπροστά σου κι εξαιτίας σου χάνεται και βυθίζει στο πένθος άλλες ζωές; Αυτά του είπα χαμηλόφωνα –ενώ ήθελα να του ουρλιάξω κατάμουτρα– από φόβο μη μας ακούσει η μάνα μου κι εσύ, Έλλη, που μπαινοβγαίνατε εκνευριστικά κεφάτες, ανυποψίαστες και όμορφες σερβίροντας το φαγητό. (Ακόμα θυμάμαι ότι είχες μαγειρέψει τα πρώτα σου γεμιστά. Ήμασταν ένα μήνα πριν το γάμο μας, θα ενώναμε τις τραπεζικές μας καταθέσεις, τα πτυχία μας και τον δυνατό μας έρωτα, αναμφισβήτητα.)  Ταφόπλακα, είπε με συγκρατημένη οργή ο πατέρας, μόλις ξαναφύγατε για να φέρετε το επιδόρπιο αργότερα. Βάλε ταφόπλακα και στάσου στο ύψος σου, μην σε πάρει χαμπάρι κανείς, κακομοίρη μου. Στη δουλειά μας δεν χωράνε δράματα, θρήνοι, ευαισθησίες και αναλύσεις. Να μπορούσα να τον σκοτώσω εκείνη την ώρα, να τον πνίξω και να πεθάνω κι εγώ. Έγνεψα συγκαταβατικά και μίσησα τον πατέρα μου, την ωμότητά του, την ιδιότητά του, τη μορφή του. Και κυρίως μίσησα αυτό που έγινα, για να μη χαλάσω το γόητρο της οικογενειακής παράδοσης. Κάτω απ’ το δέντρο μας, έβαλα ταφόπλακα ή έτσι προσποιήθηκα. Ήμουν ένοχος και βαθιά παντοτινά συντετριμμένος, με συσσωρευμένο ανέκφραστο πόνο. Ύστερα, Έλλη, παντρευτήκαμε, ήρθαν τα παιδιά, ήμουν ένας ευτυχισμένος ένοχος που παρέπαιε στην άκρη του γκρεμού.
    Σου τα εξηγώ όλα αυτά γιατί πρέπει να ξέρεις ότι βάσανο μεγαλύτερο απ’ αυτό που έζησα δεν υπάρχει κι ότι κατέρρευσα πια, στοιχειωμένος από εκείνη την τελευταία αναπνοή.

Ήταν ένα παιδί, Έλλη. Ένα παιδί στην εφηβεία. Δεν κατάφερα να το σώσω και μπήκε ολόκληρο μέσα μου, ολοκλήρωσε την εφηβεία του, ενηλικιώθηκε και κουβαλάω εμένα κι εκείνο μαζί με τις κραυγές της μάνας του την ώρα ανακοίνωσης του θανάτου του. Εγώ είμαι εγώ μαζί μ’ έναν έφηβο που τις νύχτες φανταζόμουν πώς θα ήταν σήμερα αν ζούσε, αν ήμουν ικανότερος. Πλάθω συχνά τη μορφή του κι όλο τη χάνω μέσα στην ομίχλη των τύψεων, τον κουβαλάω και ζυγίζω τόνους! Σ' ένα κόσμο από στάχτη παρίστανα την αναμμένη φλόγα. Σβήνω, Έλλη. Έσβησα. Έχω ήδη πεθάνει και κοιμάσαι δίπλα στο φάντασμά μου. Σε ξεγέλασα όπως τους ξεγέλασα όλους. Σε εξαπάτησα όλες τις φορές που κάναμε έρωτα, όταν σου απαντούσα με θέρμη στους όρκους ότι θα γεράσουμε μαζί, όταν ονειρευόμασταν το μεγάλωμα των παιδιών μας, το μέλλον τους, το μέλλον μας. Δεν υπάρχει μέλλον, πια το ξέρεις. Σε εξαπάτησα ακόμα και την περασμένη Κυριακή στη βόλτα μας στην Πλάκα, όταν μέσα στον κόσμο, λες και ήσουν ερωτευμένο κοριτσόπουλο, με άρπαξες απ’ το σβέρκο και με φίλησες με πάθος και φώναξες «σ’ αγαπώ» κι εγώ σου απάντησα «σ' αγαπώ κι εγώ πολύ, πολύ, πολύύύύύ...»

Δεν σου ζητώ να με συγχωρέσεις, να προσπαθήσεις να με καταλάβεις σου ζητώ.
    Ήρθε η ώρα. Φέτος θα γίνει, Τώρα θα γίνει. Το υποσχέθηκα στα παιδιά. Το δέντρο της αυλής μας θα στολιστεί με τα πιο λαμπερά φωτάκια και τα ωραιότερα στολίδια του κόσμου. Το δέντρο κάτω απ’ το οποίο συμφώνησα –μάταια– να ξεχάσω, θα φωτιστεί, θα φωταγωγήσει, θα γίνει η απελευθέρωσή μου κι η δική σου οδύνη. Θα φοράω το χακί πουκάμισο που μου έκανες δώρο πέρσι στα γενέθλιά μου, στην αριστερή του τσέπη θα βρεις αυτό το γράμμα.
    Θα είμαι ένα παλιό στολίδι κρεμασμένο στο δέντρο μας. Κι όταν περάσουν οι γιορτές –προς Θεού μην ξεστολίσεις πριν τις 10 Γενάρη– θα μπω στο κουτί με τα υπόλοιπα στολίδια και μετά θα μπούμε στο πατάρι της σοφίτας.
    Σε λίγο, τελειώνοντας αυτές τις γραμμές, θα βγω να περάσω τα λαμπάκια, έχει αέρα σήμερα αλλά θα τα καταφέρω. Θα κρεμάσω με χοντρό σύρμα κόκκινες και ασημένιες μπάλες, μικρούς και μεγάλους αγιοβασίληδες, τις στιγμές μας, τις χαρές μας, τις ενοχές μου και εμένα!
    Πες στον Άλκη και στη Φωτεινή μας ότι το δέντρο μας θα είναι πάντα στη θέση του να ρίχνει το ίσκιο του, να τους ψιθυρίζει, να τους ξεκουράζει στον κορμό του. Η ψυχή μου, Έλλη, θα είναι ένα φύλλο ανάλαφρο απαλλαγμένο από ενοχές που μετά από πολλά χρόνια θα γεννήσει φύλλα της αθωότητας.
 
 
 
Το παραπάνω διήγημα του Γιάννη Δρούγου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2022 στην εφημερίδα του πολιτιστικού συλλόγου «Ο Πηλέας» του Πλατυστόμου Φθιώτιδας.
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός»,  «Ανεπίδοτο»,  «Sense of forgiveness» και
«Η κόκκινη ομπρέλα».

Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

Το είδωλο

Photo by Iannis Kalogeropoulos
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
[...]
 
Μια άλλη στιγμή τον βρίσκουμε μόνο του στο σπίτι, πέρα από τους θορύβους και τις αναθυμιάσεις του κόσμου. Η υπερδιέγερση κι ο ενθουσιασμός έχουν δώσει τη σκυτάλη σε μια εξαντλητική θλίψη. Τον βλέπουμε να στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη και να κοιτάζει το πρόσωπό του. Ο ανήσυχος μαγνητισμός μπροστά στην αντανάκλαση της εικόνας του δεν καταδεικνύει μόνο τον γνωστό ναρκισσισμό του ή ένα αίσθημα αυτοθαυμασμού –είσαι ερωτευμένος με τη σκέψη σου, αυτά τα λόγια έχουν εντυπωθεί στη μνήμη, τα λόγια της–, αλλά υπαινίσσεται μια περιφρόνηση του εγώ, μια αντινομική σχέση με τον εαυτό του. Εγωιστής, εγωπαθής, εγωστρεφής, δεν έχει σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι ως εσωτερικότητα, ο εαυτός αποτελεί καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα και μια φυλακή από την οποία αδυνατεί να αποδράσει. Ενώπιον εαυτού κρίνεται ένοχος και για αυτό το λόγο εντειχίζεται εντός του. Πόσο τραγική μα συνάμα γελοία φαντάζει αυτή η συνθήκη, σύμφωνη ωστόσο με την ευτραπελία της ζωής! Για όσα του συμβαίνουν εκείνος έχει την ευθύνη, αυτό είναι μια αυταπόδειχτη αλήθεια. Είναι ένα παράξενο κράμα ανθρώπου αυτός ο πνευματικός δανδής: ιδεολόγος μα ταυτόχρονα αμοραλιστής, από τη μία δημιουργικός, από την άλλη καταστροφικός, συναισθηματικά ψυχρός αλλά και ψυχρά ελκυστικός. Αν η ζωή του ήταν ένα βιβλίο, αυτός θα ήταν ο πιο ποταπός του αναγνώστης. Στα βιβλία όμως ό,τι γράφεται, ακυρώνεται, ξεγράφεται. Σε τελική ανάλυση ένας συγγραφέας μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια κάτι που δεν του αρέσει ή δεν του φαίνεται τελειοποιημένο. Στη ζωή δε συμβαίνει το ίδιο: ό,τι ζει κανείς δεν υπάρχει τρόπος να το διορθώσει, να το εξαγνίσει ή να το πετάξει. Θα ήθελε πολύ να σβήσει τα κακώς κείμενα, να επαναδιατυπώσει, να επανασχεδιάσει το κεφάλαιο που αφορά στην Αρετή. Η αγάπη του για αυτή τη γυναίκα είναι όλα αυτά τα σκορπίσματα στο χώρο και το χρόνο: δρόμοι και σπίτια, γέλια και σιωπές, κραυγές και στεναγμοί, στάσεις κι αποστάσεις, διαχύσεις και συμπλοκές. Φαντάζεται το πρόσωπό της και αρνείται να δεχτεί πως αυτό το πρόσωπο θα θολώσει σιγά-σιγά στη μνήμη. Και η μνήμη, σκέφτεται, δεν είναι οπτική ιδιότητα, όσο κι αν μερικές φορές ξεγελιέται και νομίζει ότι ακόμα βλέπει κάτι που δεν είναι μπροστά στα μάτια του, κάτι που του παρουσιάζεται τυλιγμένο σε μια αχλή, σαν τη θαμπή μορφή της νοσταλγίας του ενίοτε.
    Ο έρωτάς μου πάει σκυφτός… –τον βλέπουμε μπροστά από τον υπολογιστή να γράφει. Σκουντουφλάει όπως ο θύτης μετά το φόνο. Κι ο έρωτάς του αδυνατεί να δεχτεί πως ίσως κάποια στιγμή δυσκολευτεί να θυμηθεί το σώμα της ή τα σημάδια που αποδεικνύουν την ταυτότητά της, καθώς ο χρόνος ρέει ασταμάτητα κι όλα οδεύουν σταθερά προς τον οριστικό αφανισμό τους. Καθώς όλα περνούν και χάνονται δίχως να αφήνουν ίχνη.
    Πριν το παρελθόν γίνει παρελθόν, θυμάται να της ψιθυρίζει στο αυτί λόγια μουσικά, λέξεις αρθρωμένες στη δική του γλώσσα: Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά, ούτε μέσα σου (αυτό ήταν το φραγμέντο του). Το να μπαίνεις στον κόπο να σκύβεις πάνω από την ύπαρξη του άλλου, το να προσπαθείς να του κάνεις πιο ανάλαφρη την πτώση, να του δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση, έστω, ελαφρότητας απέναντι στην αμείλικτη βαρυτική έλξη, δεν είναι κάτι απλό, ούτε κι εύκολο, καθότι ο καθένας ήδη κουβαλά το βάρος της δικής του ύπαρξης. Του άρεσε να διαβάζει την εκστατική προσήλωση στη λάμψη των ματιών της. Η αφοσίωση απαιτεί μόχθο, απαιτεί υπομονή και παίδεμα. Όμως τίποτα δε γνωρίζεις πραγματικά αν δεν κοιτάς το βάθος, το βάραθρο, την άβυσσο της ύπαρξης που ριγεί δίπλα σου ακριβώς όπως κοιτάς ή σα να κοιτάς τη δική σου. Ο εαυτός είναι η μόνη πραγματικότητα εν τέλει. Ωστόσο, τελείως ιδεοληπτικά, μπορείς να ταυτιστείς τόσο με κάποιον έτσι ώστε να γίνετε ένα είδος μυθικού τέρατος, μια χίμαιρα έξω από τον χρόνο, μια χρυσή βροχή στο τίποτα.
    Όταν σταμάτησε να μιλά, εκείνη άρχισε να περιπλανιέται με τα νύχια της στο στήθος και την κοιλιά του κι αυτός ένιωθε σιγά-σιγά τον χρόνο να λιώνει, να γίνεται μια μάζα ρευστή, λάβα που έρεε στο κορμί του σαν το πυρακτωμένο της χάδι, σχηματίζοντας νοερά στο δέρμα σχήματα και κύκλους φανταστικούς, στο φλογερό κέντρο των οποίων κατέληξαν αναπόφευκτα τα δάκτυλά της και τότε, ναι, άκουσε στο σκοτάδι το αχνό και περιπαιχτικό της γέλιο πριν σκύψει για να αντλήσει με το στόμα της αργά τον πόθο του, πριν νιώσει αίφνης την ανάσα του να κόβεται και την πραγματικότητα να εκρήγνυται σα βεγγαλικό μες στο κεφάλι του.
    Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά ούτε μέσα σου, –του υπενθύμιζε στιγμές τα δικά του λόγια– ωστόσο o σατανισμός του οξύμωρου τον περιγέλασε καθώς αποδείχτηκε πως εκείνος δεν παιδεύτηκε καθόλου. Το όμορφο παρουσιαστικό του, η εγωκεντρική του οξύνοια, η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καθώς και μια ενδόμυχη ροπή προς το απαγορευμένο προκαλούσαν συνεχώς την ηδονοθήρα φύση του να εκφραστεί. Ασκούσε μια μαγνητική έλξη στις φιλομαθείς φοιτήτριές του, κυρίως σε αυτές που είχαν λυγερή κορμοστασιά και αφελείς σκέψεις, οι οποίες, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από μεριάς του, παρουσιάζονταν σχεδόν πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τη σφριγηλή τους σάρκα για τις οχείες μιας νύχτας.
    Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη στάση του, ο ανήσυχος νους του καθηγητή αναζητεί ένα ηθικό –τουλάχιστον θεωρητικά– υπόβαθρο. Και καθώς το γράψιμο τον βοηθά να «τακτοποιεί» τις σκέψεις του, στο προσωπικό του σημειωματάριο κάνει λόγο για τον «ρομαντικό ιδεαλισμό», μια έννοια που ο ίδιος έχει εφεύρει. Το παν για τον ρομαντικό ιδεαλισμό είναι η μονογαμία, τονίζει. Η ιδέα, αυτή καθ’ αυτή, που πραγματεύεται ωστόσο αφορά στην έλλειψη. Η ουσία της απιστίας είναι η μυστικοπάθεια, διότι η απιστία γίνεται εν κρυπτώ, είναι λάθρα, ηθικά επιλήψιμη, «παράνομη». Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει πως η κυρίαρχη αντίληψη για την απιστία είναι λανθασμένη. Δεν ψάχνει κανείς κάποιον άλλον επειδή θέλει να φύγει από τον/την σύντροφό του. Το κάνει επειδή θέλει να φύγει από το άτομο που έχει γίνει αυτός. Δεν είναι ότι επιθυμεί να βρει κάποιον άλλον. Απλώς επιθυμεί να βρει έναν άλλον εαυτό. Η αντίληψη αυτή έχει παγιωθεί σε πολλές σχέσεις. Ορισμένοι, όπως ο υποφαινόμενος, προσπαθούν να συνδυάσουν δυο ειδών αξίες. Σε μια σχέση επιθυμούν να έχουν τόσο την άγκυρα όσο και τα κύματα, τόσο τη σταθερότητα και την ασφάλεια όσο και την ελευθερία και την αυτονομία. Αυτό όμως είναι το δύσκολο πάντρεμα: το να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου και ταυτόχρονα ότι είσαι ελεύθερος. Παρά, λοιπόν, την όποια του ροπή προς το μεγαλόπνοο και την αλήθεια, η θητεία του στη σχολή της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακαλύψει νέες συγκινήσεις. Δυστυχώς όμως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και από την άλλη πόσο καιρό μπορεί να ζει κανείς σχισματικά και λαθραία;
 
[...]
 
 
 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα «Το είδωλο», η οποία ανοίγει το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη Είδωλα, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις περικείμενο βιβλία και περιλαμβάνει επίσης τα διηγήματα «Ρωγμές», «Ομοιώματα» και «Θαμπός καθρέπτης».
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Έχει επίσης συγγράψει το πόνημα Το μαμούθ και ο αναβάτης. Δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές (περικείμενο, 2021) και είναι ιδρυτής του Πρότυπου Κέντρου Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch! Τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα Ξεπλένοντας και Άυπνος κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2008 και 2011 αντίστοιχα.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται:  
Μια νουβέλα και τέσσερα διηγήματα για τα σπασμένα κάτοπτρα και τους θολούς αντικατοπτρισμούς.
Για τις αδιόρατες μάσκες, τις ραμμένες από την κρυφή βελόνα της απελπισίας.
Για τις μοναχικές περιδιαβάσεις στα πεζοδρόμια της θλίψης και της πόλης.
Για τη σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά βίαιη έκφραση περιφρόνησης ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό ή ενάντια σε όλα αυτά που αποτελούν την πραγματικότητά μας.
Για την αμφίσημη μορφή του ανθρώπου που υπήρξαμε και που βρίσκεται πλέον σε άπειρη απόσταση μακριά μας.
Για τις στατικές εικόνες των ειδώλων μας, τα σύμβολα της αδυναμίας μας.
Διαβάστε την κριτική του Γιάννη Δρούγου για τα Είδωλα στο into my books... 
Η logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον Γιάννη Καλογερόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας που κοσμεί την ανάρτηση.

Georg Büchner, Πένα και νυστέρι

 




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
21. Στη μνηστή του, Μίνα 
[Γκίσεν, γύρω στις 9-12 Μαρτίου 1834.]
 
Εδώ δεν έχει βουνά με ελεύθερη θέα. Λόφοι πίσω από λόφους και φαρδιές κοιλάδες, μια κούφια μετριότητα στα πάντα· δεν μπορώ να συνηθίσω αυτή τη φύση, και η πόλη είναι ανυπόφορη. Είναι άνοιξη σ’ εμάς, μπορώ να αντικαθιστώ το μπουκέτο σου με τις βιολέτες εσαεί, είναι αθάνατο όπως ο Λάμα. Μικρό μου, τι κάνει λοιπόν η καλή πόλη του Στρασβούργου; συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί και εσύ δεν λες λέξη γι’ αυτά. Je baise les petites mains, en goûtant les souvenirs doux de Strasbourg. – 
     “Prouve-moi que tu m’aimes encore beaucoup en me donnant bientôt des nouvelles”. Κι εγώ σε άφησα να περιμένεις! Τις τελευταίες μέρες παίρνω συνέχεια την πένα στο χέρι, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω ούτε λέξη. Μελέτησα την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Ένιωσα συντετριμμένος από το φρικτό φαταλισμό της ιστορίας. Βλέπω στην ανθρώπινη φύση μια αποκρουστική ομοιότητα, μια αδυσώπητη βία στην ανθρώπινη κατάσταση, μοιρασμένη σε όλους και σε κανέναν. Το άτομο αφρός στο κύμα μόνο, το μεγαλείο μια απλή σύμπτωση, η κυριαρχία της ιδιοφυΐας ένα κουκλοθέατρο, μια γελοία πάλη εναντίον ενός ατσάλινου νόμου, να τον αναγνωρίσεις αυτόν το νόμο είναι το υπέρτατο επίτευγμα, να τον εξουσιάσεις αδύνατον. Δεν προτίθεμαι πια να σκύβω το κεφάλι μπροστά στα άλογα των παρελάσεων και στους πυλώνες της ιστορίας. Έμαθα τα μάτια μου στο αίμα. Μα δεν είμαι λεπίδα γκιλοτίνας εγώ. Το πρέπει είναι μια από τις κατάρες με τις οποίες βαφτίστηκε ο άνθρωπος. Η φράση: Οι ταραχές αναγκαστικά θα έρθουν, μα αλίμονο σ’ αυτόν που θα τις φέρει, − είναι ανατριχιαστική. Τι είναι αυτό μέσα μας που ψεύδεται, που δολοφονεί, που κλέβει; Δεν θέλω να συνεχίσω τούτη τη σκέψη. Να μπορούσα να ακουμπήσω μόνο αυτήν την κρύα και βασανισμένη καρδιά στο στήθος σου! Ο Μπ. θα σε έχει καθησυχάσει για την κατάστασή μου, του έγραψα. Καταριέμαι την υγεία μου. Ψηνόμουν, ο πυρετός με σκέπαζε με φιλιά και μ’ αγκάλιαζε σαν μπράτσο ερωμένης. Το σκοτάδι έπεφτε πάνω μου σαν σύννεφο, η καρδιά μου φούσκωνε από απέραντη νοσταλγία, αστέρια έσκιζαν τη σκοτεινιά, και χέρια και χείλη έσκυβαν από πάνω μου. Και τώρα; Και γενικότερα; Δεν νιώθω ούτε στιγμή την ηδονή του πόνου και της λαχτάρας. Από τότε που πέρασα τη γέφυρα του Ρήνου είμαι διαλυμένος, δεν βγαίνει κανένα συναίσθημα από μέσα μου. Είμαι ένα αυτόματο· μου έχουν πάρει την ψυχή. Το Πάσχα είναι πλέον η μοναδική μου παρηγοριά· στο Λαντάου έχω συγγενείς, την πρόσκλησή τους και την άδεια να τους επισκεφτώ. Έχω κάνει το ταξίδι χιλιάδες φορές πια και δεν θα κουραστώ. – Με ρωτάς: με λαχτάρησες; Το λες λαχτάρα εσύ όταν ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο σε ένα σημείο και τον έχουν ξεριζώσει απ’ αυτό, και το μόνο που του μένει μετά είναι να αισθάνεται τη δυστυχία του; Απάντησέ μου όμως. Είναι τόσο κρύα τα χείλη μου; […] – Αυτό το γράμμα είναι ένας κυκεώνας: θα σε παρηγορήσω με ένα άλλο.


35. Στον Γκούτσκο  
Στρασβούργο, [Μάρτιος 1835]
 
Αξιότιμε! 
Ενδεχομένως να έχετε πληροφορηθεί την αναχώρησή μου από το Ντάρμσταντ μέσω ενός εντάλματος σύλληψης στη Φρανκφούρτερ Ζουρνάλ. Είναι λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ· δε ξέρω αν θα μείνω, αυτό εξαρτάται από διάφορες συνθήκες. Το χειρόγραφό μου θα έχει ήδη πάρει τον δρόμο του κρυφά από χέρι σε χέρι. 
     Το μέλλον μου είναι τόσο προβληματικό που αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον και για μένα τον ίδιο, κι αυτό λέει πολλά. Δεν μπορώ εύκολα να πάρω την απόφαση να καταφύγω σε ήπια αυτοκτονία μέσω της εργασίας· ελπίζω να μπορέσω να παρατείνω την τεμπελιά μου τουλάχιστον για ένα τρίμηνο ακόμα, και ύστερα θα πάρω λίγο χαρτζιλίκι είτε απ’ τους Ιησουίτες που υπηρετούν την Μαρία είτε από τους Σαιν-Σιμονιστές που υπηρετούν την femme libre ή θα πεθάνω μαζί με την αγαπημένη μου. Θα δούμε. Ίσως να είμαι κι εγώ εκεί, όταν ο καθεδρικός φορέσει πάλι το σκούφο των Γιακωβίνων. Τι λέτε γι’ αυτό; Αστειεύομαι βέβαια. Πρέπει όμως να δείτε μόνος σας τι μπορεί να κάνει ένας Γερμανός όταν πεινάει. Ήθελα όλο το έθνος να ήταν σαν κι εμένα. Μακάρι να έχουμε και μια κακή χρονιά, για να ευδοκιμήσει μόνο η κάνναβη για τα κανναβόσκοινα! Αυτό θα είχε πλάκα – θα τα υφαίναμε όλα μαζί φτιάχνοντας έναν βόα σφιγκτήρα. Ο Δαντόν μου είναι για την ώρα μια μεταξωτή κλωστή και η μούσα μου ένας μεταμφιεσμένος Σαμψών.


42. Στον Γκούτσκο 
[Στρασβούργο]
 
[…] Ολόκληρη η επανάσταση χωρίστηκε κιόλας σε φιλελεύθερους και απολυταρχικούς, και πρέπει να περάσει στα χέρια των αγράμματων και των φτωχών· το μοναδικό επαναστατικό στοιχείο στον κόσμο είναι η σχέση μεταξύ φτωχών και πλούσιων, μόνο η πείνα μπορεί να γίνει η θεά της ελευθερίας και μόνο ένας Μωυσής που θα κάθιζε στο σβέρκο μας τις επτά πληγές της Αιγύπτου, θα μπορούσε να γίνει Μεσσίας. Παχύντε τους αγρότες και η επανάσταση θα πάθει αποπληξία. Ένα κοτόπουλο στην κατσαρόλα του κάθε αγρότη θα ξεπαστρέψει τον γαλατικό κόκορα. […]


59. Στον Γκούτσκο 
[Στρασβούργο, αρχές Ιουνίου 1836]
 
Αγαπητέ φίλε!
 [...] Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, δεν μου φαίνεται ότι εσείς και οι φίλοι σας έχετε πάρει και τον πιο έξυπνο δρόμο. Να αναμορφωθεί η κοινωνία με ιδέες, από την τάξη των μορφωμένων; Αδύνατον! Η εποχή μας είναι καθαρά υλιστική, εάν είχατε όντως αναλάβει πολιτική δράση με πιο άμεσο τρόπο, θα είχατε φτάσει σύντομα στο σημείο όπου η μεταρρύθμιση θα είχε σταματήσει από μόνη της. Δεν πρόκειται ποτέ να γεφυρώσετε το χάσμα μεταξύ των μορφωμένων και των αμόρφωτων. 
     Είμαι πεπεισμένος ότι όσα κι αν ορέγεται η μορφωμένη και ευημερούσα μειοψηφία να της παραχωρήσει η εξουσία, δεν θα θελήσει ποτέ να παραιτηθεί από την αιχμηρή της στάση απέναντι στην τάξη των πολλών. Και η τάξη των πολλών; Γι’ αυτήν υπάρχουν μόνο δύο μοχλοί, η υλική εξαθλίωση και ο θρησκευτικός φανατισμός. Όποιο κόμμα καταλάβει πώς λειτουργούν αυτοί οι μοχλοί, θα νικήσει. H εποχή μας χρειάζεται σίδερο και ψωμί– και μετά ένα σταυρό ή κάτι τέτοιο. Πιστεύω πως στα κοινωνικά ζητήματα πρέπει κανείς να ξεκινά από μια απόλυτη αρχή δικαίου, να επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικότητας στο λαό και να στέλνει στο διάολο την απαθή μοντέρνα κοινωνία. Προς τι ένα πράγμα σαν κι αυτό να κυκλοφορεί μεταξύ ουρανού και γης; Ολόκληρη η ζωή της αποτελείται από προσπάθειες να γλιτώσει από την πιο απαίσια πλήξη. Ας πεθάνει, αυτό είναι το μόνο καινούργιο πράγμα που μπορεί να βιώσει πια. […]


67. Στον Βίλχελμ Μπύχνερ 
 
Ζυρίχη, τέλη Νοεμβρίου 1836.
 
[…] Τη μέρα κάθομαι με το νυστέρι και τη νύχτα με τα βιβλία […]
 
 
 
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Ρούσσου
Εισαγωγή, επιμέλεια: Ευγενία Τζιρτζιλάκη


 
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Γκέοργκ Μπύχνερ, Πένα και νυστέρι. Οι επιστολές και μια επαναστατική προκήρυξη σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου, επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια Ευγενίας Τζιρτζιλάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μέδουσα τον Οκτώβριο του 2023 και ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία του συγγραφέα, που αποτελεί ανεπανάληπτη μορφή για τα γερμανικά γράμματα και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις σπουδαιότερες σύγχρονες γερμανόφωνες συγγραφείς, όπως η Τζέννυ Έρπενμπεκ, αναφέρεται στον Μπύχνερ στο τελευταίο της μυθιστόρημα, Kairos (2021), υπογραμμίζοντας έτσι την επιδραστικότητά του.
Στο ελληνικό κοινό ο Γκέοργκ Μπύχνερ ίσως είναι περισσότερο γνωστός από τα θεατρικά έργα του Ο θάνατος του Δαντόν και Βόυτσεκ που έχουν ανέβει αρκετές φορές σε θεατρικές σκηνές. Μάλιστα, Ο θάνατος του Δαντόν, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1835, μετά την απόφαση του εκδότη του να αναθέσει στον μυθιστοριογράφο και δραματουργό Karl Gutzkow να αλλάξει το πρωτότυπο κείμενο του Μπύχνερ σε περισσότερα από εκατό σημεία, για να περάσει το κείμενο από τη λογοκρισία. Αργότερα ο Karl Gutzkow θα έγραφε ότι ο πραγματικός Δαντόν του Μπύχνερ δεν δημοσιεύθηκε και πως ό,τι βγήκε στο φως ήταν «τα πενιχρά κατάλοιπα, τα χαλάσματα μίας ερήμωσης».
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται: Ο Georg Büchner (1813-1837), παρότι έγραψε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες και πέθανε πριν να κλείσει τα είκοσι τέσσερά του χρόνια, χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι σε πολλά πεδία ‒ της σκέψης, της τέχνης, της επιστήμης. Ανάμεσα στους επαναστάτες του καιρού του ήταν ένας φιλόσοφος, ανάμεσα στους επιστήμονες ήταν επαναστάτης, ανάμεσα στους φιλοσόφους ήταν καλλιτέχνης, ανάμεσα στους καλλιτέχνες υπήρξε η περίπτωση όπου το ταλέντο συναντάει την προσωπική τόλμη. Στην παρούσα έκδοση για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά η επιστολογραφία του Μπύχνερ, μαζί με το μόνο γνωστό του πολιτικό κείμενο, το οποίο έγραψε υπό πίεση και διανεμήθηκε παράνομα. Πρόθεση της παρούσας έκδοσης είναι να ανοίξει ένας χώρος διαλόγου με έναν άνθρωπο που αναρωτήθηκε στο παρελθόν για πράγματα που μας αφορούν και σήμερα: Πώς αλλάζει αυτός ο κόσμος; Tι είναι τέχνη; Πώς μπορούν να συναντηθούν τέχνη και πολιτική με τρόπο όχι στείρα στρατευμένο αλλά  γόνιμα αλληλοτροφοδοτούμενο; Ποια είναι η θέση του καλλιτέχνη ως ενεργού υποκειμένου σε μια εποχή πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και ποιος ρόλος της τέχνης στην επανεξέταση και συνδιαμόρφωση της πραγματικότητας;
Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα και ποια άλλα βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.



Σεβαστή Τρουμπέτα, dromalí

Foto by Iannis Kalogeropoulos



























Ξεπροβόδισμα


Γυροφέρνουν χρόνια τώρα
κι είπα να τα μαζέψω
ένα μπουκέτο ξεβράκωτα όνειρα.
Και αφού ανταλλάξαμε μηνύματα κι αστεία,
τα στέλνω ν’ αλητέψουν πάλι,
να βρουν τον τόπο τους
στις ρωγμές νοικοκυρεμένων ζωών.
Ξέρουν αυτά τι να κάνουν.
Κλείνουν κι ανοίγουνε ρωγμές.
 
 

Πεθαίνοντας στη Λέσβο


Ξυπνήστε νοικοκυραίοι – Πεθαίνω!
είχαν χαράξει στον τοίχο.
Δίπλα η ζωγραφιά ενός τρωκτικού
καραδοκεί να τρυπώσει στο ζωγραφισμένο παράθυρο.
Πιο δίπλα σώματα
ακουμπισμένα στη λάσπη του δρόμου
δεν έχουν γίνει ακόμα ζωγραφιές.
Ξεκουράζονται, αργοπεθαίνουν ή αργογεννιούνται
σαν άνθρωποι που βγήκαν από ναυάγιο.
Σαν ναυάγια που στοιχειώσανε τη στεριά.
 
 

Dromalí

 
Ο νους είναι που φεύγει.
Τον βρίσκω πότε να πλανιέται,
πότε ν’ ακροβατεί
και πάλι να επιστρέφει με την επιθυμία να κουρνιάσει.
Αντλεί προμήθειες σε κάποια σύντομα διαλείμματα
μέχρι να φύγει πάλι,
ακολουθώντας την πορεία που χαράζει
η πιο υπαρκτή αυταπάτη μου: το λάγνο κάλεσμα του δρόμου.



Απόδραση

 
Φαλτσέτα ανάμεσα στα μάτια σου
το χαμόγελό μου
να κατουράει αίμα,
μην και ξεπλύνει την αυταπάτη της γαλήνιας ζωής
που λίμνασε
στα νερά ενός βάλτου που γλυκά σαπίζει.
 
 
 
 
 
Τα τέσσερα παραπάνω ποιήματα είναι από την πρώτη ποιητική συλλογή της Σεβαστής Τρουμπέτα που κυκλοφόρησε με τον τίτλο dromalí («η οδοιπόρος» στα ρομανές) από τις εκδόσεις η βαλίτσα τον Οκτώβριο του 2023.
Η Σεβαστή Τρουμπέτα ζει στο Βερολίνο, είναι κοινωνιολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Hochschule Magdeburg-Stendal, με γνωστικό αντικείμενο Παιδική Ηλικία και Μετανάστευση. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει μονογραφίες, άρθρα και επιμέλεια συλλογικών τόμων σε θέματα σχετικά με τη μετανάστευση, τις μειονότητες, τα σύνορα, τον ρατσισμό, τη βιοπολιτική κ.ά. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο. 
Δείτε στη βιβλιοnet ποια άλλα βιβλία της Σεβαστής Τρουμπέτα κυκλοφορούν.
Η logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον Γιάννη Καλογερόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας που κοσμεί την ανάρτηση.

Carla Bessa, φωτοσκεπτογραφές

 ©B.Illius


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
  © B.Illius


οι ελέφαντες είναι ακαταπόνητοι κολυμβητές

από μία φωτογραφία του Μπ. Ί.

 
όχι πως θα ’χε γίνει κάτι. αλλά
οι ήπειροι απομακρύνονται μετά από κάποιο διάστημα η μια
από την άλλη. οπότε
ο διαχωρισμός μας ήταν αναπόφευκτος.

ήμουν γυμνή ανάσκελα κι είχα αφεθεί στα ρεύματα σαν ελεφαντίνα σε έκθεση ζωγραφικής,
εσύ κάπνισες το τσιγάρο σου μέχρι τέλους.
στο στήθος σου έκρωζαν γερανοί που αποδημούσαν. μάλιστα, είπες.
γύρισα μπρούμυτα κι αφουγκράστηκα το γουργούρισμα
κάτω απ’ την επιφάνεια αυτής της λέξης: μάλιστα.

καμιά φορά αναρωτιέμαι πού
θα ’μασταν σήμερα.

εν τω μεταξύ οι επιστήμονες υπολογίζουν την ακαταπόνητη κίνηση που διαγράφουν οι τεκτονικές πλάκες της γης.



©B.Illius
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
     © B.Illius


χρονοβέλος, αμφίρροπο

από μία φωτογραφία του Μπ. Ί.

«με μια πέτρα που πέταξε σήμερα ο εξού σκότωσε χτες ένα πουλί», λέει
ένα ρητό της γιορουμπά

ήθελα να γράψω ένα γράμμα.
ήθελα ένα τηλέφωνο,
μια συνάντηση, μια κουβέντα.
πίστευα ότι μπορώ να το κάνω αυτό: να μιλάω, να σκέφτομαι.

ύστερα όμως, όταν ήρθε η ώρα, λέξεις
δεν υπήρχαν.
ύστερα όμως
μπορούσα μόνο πέτρες να πετάω.
οι τσέπες μου (φάρυγγας στήθος στόμα) ξαφνικά γεμάτες, μόνο
πέτρες να φτύνω.

από πού προήλθε αυτή η οργή, με ρώτησε
η θεραπεύτριά μου.
της είπα πως έπρεπε να σκοτώσω ένα πουλί από τα περασμένα.

θάνατος, είπε.
συναισθηματική αποζημίωση, είπα εγώ.

τότε έξυσε τη μύτη της και μείναμε σιωπηλές
για το υπόλοιπο της συνεδρίας.

 
 
 
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης 


Τα δύο παραπάνω ποιήματα προέρχονται από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Carla Bessa bildbedenkungen. gedichte nach fotografien, (φωτοσκεπτογραφές. ποιήματα εμπνευσμένα από φωτογραφίες) η οποία είναι γραμμένη στη γερμανική γλώσσα. Η μετάφραση έγινε στο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών στο Στράλεν της Γερμανίας (Europäisches Übersetzer-Kollegium Straelen e.V.).
Η Κάρλα Μπέσα γεννήθηκε το 1967 στο Ρίο ντε Ζανέιρο και ζει στη Γερμανία από το 1991. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε μετάφραση Νίκου Πρατσίνη με τον τίτλο Κι έτσι τότε εγώ απόμεινα δίχως το παιδί εκείνο (Σκαρίφημα, 2021). Με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, Urubus (Γύπες), απέσπασε το 2020 το Βραβείο Ζαμπούτι, την ανώτερη λογοτεχνική διάκριση στη Βραζιλία, καθώς και το 2ο Βραβείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βραζιλίας και έγινε γνωστή και στο γερμανικό κοινό. Στη Βραζιλία έχουν επίσης εκδοθεί η νουβέλα της Minha Murilo (Η δική μου Μουρίλο) και η τρίτη συλλογή διηγημάτων της Todas uma (Όλες μία), η οποία θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία το φθινόπωρο από τον εκδοτικό οίκο Transit.
Οι φωτογραφίες που κοσμούν την ανάρτηση είναι του Μπ. Ίλιους. © B.Illius

Σαμπίρ Χακά, ένα ποίημα (شعری از سابیر هاکا)

Black Berries by Leonardo da Vinci


























پدرم کارگر بود.
مرد با ایمانی
که هربار نماز می خواند،
خدا از دستان اش خجالت می کشید!

تا به حال
افتادن شاه توت را ديده ای؟
كه چگونه سرخی اش را
با خاک قسمت می كند!
هيچ چيز مثل افتادن درد آور نيست
من كارگر های زيادی را ديدم
از ساختمان كه می افتادند
شاه توت می شدند !


Ο πατέρας μου ήταν εργάτης.
Άνθρωπος θρήσκος
που όταν έκανε προσευχή
ντρεπόταν ο θεός  για τα χέρια του!

Έχεις δει ποτέ
πώς πέφτουν τα μαύρα μούρα στο έδαφος;
Πώς σμίγουν
το κόκκινο χρώμα τους με το χώμα!
Τίποτε δεν  είναι πιο οδυνηρό απ’ την πτώση
Έχω δει πολλούς εργάτες
να πέφτουν  από ψηλά κτήρια
και να γίνονται  μαύρα μούρα!



Μετάφραση από τα Περσικά: Ριμπουάρ Κομπαντί



Ο Σαμπίρ Χακά (Κομπαντί) είναι Ιρανός ποιητής και γνωστός ως ποιητής των εργατών. Είναι κουρδικής καταγωγής και ζει στην Τεχεράνη. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές ποιημάτων με τους τίτλους: Φοβάμαι να είμαι εργάτης ακόμα και μετά το θάνατό μου (می ترسم بعد از مرگم هم کارگر باشم), Είσαι μακριά σαν τον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη (دوری، مثل آخرین طبقه ی یک آسمانخراش) και Ο φόβος της συνεχούς φυγής (دلهره ی مدام دویدن).

Τρεις σύγχρονες ποιητικές φωνές απ’ το Ιράν (سه شاعر معاصر ایرانی)

Τρεις σύγχρονες ποιητικές φωνές απ’ το Ιράν



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Μοχαμμάντ Χεμματί / محمد همتی


 قرن‌هاست
که در پستوهای خانه‌هامان
شراب انداخته‌ایم
قرن‌هاست که در کشاکش هر نبرد خونین
به تاکستان‌هایت تاخته‌ایم
و خون رزان ریخته‌ایم
و دشنام خورده‌ایم
که چه وقت انگورچینی است.
بدانی اگر که چه خواب‌ها برایت دیده‌ایم
تهران.

Είναι αιώνες τώρα
που στα πίσω δωμάτια των σπιτιών μας
φτιάχνουμε κρασί
Είναι αιώνες τώρα που μες στις φασαρίες κάθε αιματηρής σφαγής
ξεχυνόμαστε στ’ αμπέλια σου
και χύνουμε του σταφυλιού το αίμα
και τρώμε κατσάδες
ότι δεν είναι χρόνος για τρύγο τώρα
να ’ξερες τι όνειρα έχουμε κάνει εμείς για σένα
Τεχεράνη.

 

 

Μπαχάρ Αλιζαντέ / بهار علیزاده

 

 آینه
نشستِ مرگ می
کند
با جسم انحنا

در دو سوی درز
ساق
های رویش ام
به می
رسندِ هم
که می
رسند

Καθρέφτης
βυθίζεται του θανατά
με σώμα όλο καμπύλες

 

στις δυο πλευρές της σχισμής
γάμπες και κνήμες του μεστώματός μου
προς το σμίξιμό τους
όταν σμίγουν

* * *

 انسان نر!
از مادینه
هات
یکی
ش زخم می خورَد و
یکی
ت زخم

Ον αρσενικό!
απ’ τις φοράδες σου
μια τους θα λαβωθεί και
μια σένα θα

 

 

 Χ. Χάτεφ / ح. هاتف

 

                                                        در عقاب

                                                            

                                       هوا    

 

 .عقب عقب می رفت

 

                                                     μες στον αϊτό


                                      ο αγέρας


.πισωδρομούσε

 * * *

  یوزِ مهاجر
بی کناره می
ماند
چون
تبدیل می
شود.

ο ταξιδιάρης γατόπαρδος
δίχως περίγραμμα μένει
γιατί
μεταμορφώνεται.




Μετάφραση από τα Περσικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης / ترجمه یونانی: الکساندروس کیپریوتیس

 

 
Τα παραπάνω ποιήματα δημοσιεύονται εδώ με αφορμή την Ημέρα Περσικής Γλώσσας (τη 15η Μαΐου ή 25η ημέρα του μήνα Ορντιμπεχέστ, σύμφωνα με το Ιρανικό ημερολόγιο).
Η πρώτη ποιητική συλλογή του μεταφραστή γερμανόφωνης λογοτεχνίας και ποιητή Μοχαμμάντ Χεμματί (γεν. 1979), που ζει στην Τεχεράνη, κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση και μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη το 2019 με τον τίτλο η κούνια / گهواره από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Ποιήματά του έχουν επίσης δημοσιευτεί στο γερμανικό περιοδικό poetin και στο Lyrikline. Διαβάστε εδώ όλες τις δημοσιεύσεις του Μοχαμμάντ Χεμματί στη Logotexnia21.
Η Μπαχάρ Αλιζαντέ (γεν. 1983) είναι ποιήτρια, ζωγράφος, παραστατική καλλιτέχνης και ζει στην Τεχεράνη. Τα δύο ποιήματά της, που μεταφράζονται εδώ για πρώτη φορά στα ελληνικά, είναι από την ποιητική συλλογή της هذیان پوست (Παραλήρημα του δέρματος) που κυκλοφόρησε το 2006 από τον εκδοτικό οίκο Αρβίτζ. 
Ο Χ. Χάτεφ (γεν. 1980) είναι ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και ζει στην Τεχεράνη. Τα δύο ποιήματά του, που μεταφράζονται εδώ για πρώτη φορά στα ελληνικά, είναι από την ποιητική συλλογή του زحل (Κρόνος), που κυκλοφόρησε το 2013 από τον εκδοτικό οίκο Αβανεβέστ.

Karl Joseph Simrock, Δόκτωρ Γιοχάννες Φάουστ (κουκλοθέατρο)


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρώτη πράξη / Πρώτη σκηνή
 
Φάουστ
(Στο σπουδαστήριό του μπροστά σ’ ένα τραπέζι με ανοιγμένα τεράστια βιβλία)

Με τη φιλομάθειά μου έφτασα ίσαμε ’δώ,
Που όπου σταθώ κι όπου βρεθώ με παίρνουν στο ψιλό.
Όλα τα βιβλία τα ’χω κάνει φύλλο και φτερό
Και τη φιλοσοφική λίθο να εύρω δεν μπορώ.
Νομικαί επιστήμαι, ιατρική, τα πάντα μάταιος θεωρία
Μόνο στην τέχνη της νεκρομαντείας υπάρχει σωτηρία.
Τι με ωφέλησαν της θεολογίας τα σπουδάγματα;
Ποιος θα μου πληρώσει τα ξενύχτια, τα διαβάσματα;
Ένα ρούχο σωστό πάνω μου ποτέ πλέον δεν φορώ
Και από τα πολλά τα χρέη μου παραμιλώ.
Πρέπει με την κόλαση να συμμαχήσω
Τα κρυμμένα βάθη της φύσεως να ερευνήσω.
Αλλά τα πνεύματα για να τα καλέσω,
Πρέπει με τα μούτρα στη μαγεία να πέσω.

 
[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

 

Το παραπάνω απόσπασμα από το έργο του Γερμανού φιλολόγου, ποιητή και μεταφραστή Καρλ Γιόζεφ Ζίμροκ (1802-1876), που εκδόθηκε το 1846 στη Φρανκφούρτη στον ποταμό Μάιν από τον εκδοτικό οίκο Brönner, δημοσιεύεται εδώ με αφορμή τη συμπλήρωση 15 χρόνων από τη δημιουργία του blog Logotexnia21.
Η φωτογραφία που κοσμεί την ανάρτηση είναι από παράσταση του Marionettentheater Bille στο Unterschleißheim. Το κεφάλι της κούκλας φιλοτέχνησε ο Arno Visino και το κοστούμι η Annelore Bille, ενώ ο Otto Bille κατασκεύασε τη μαριονέτα, έκανε τα σκηνικά και έγραψε το κείμενο της παράστασης, υπογράφοντας και τη σκηνοθεσία μαζί με την Annelore Bille.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails