Το είδωλο
[...]
Μια άλλη στιγμή τον βρίσκουμε μόνο του στο σπίτι, πέρα από τους θορύβους και τις αναθυμιάσεις του κόσμου. Η υπερδιέγερση κι ο ενθουσιασμός έχουν δώσει τη σκυτάλη σε μια εξαντλητική θλίψη. Τον βλέπουμε να στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη και να κοιτάζει το πρόσωπό του. Ο ανήσυχος μαγνητισμός μπροστά στην αντανάκλαση της εικόνας του δεν καταδεικνύει μόνο τον γνωστό ναρκισσισμό του ή ένα αίσθημα αυτοθαυμασμού –είσαι ερωτευμένος με τη σκέψη σου, αυτά τα λόγια έχουν εντυπωθεί στη μνήμη, τα λόγια της–, αλλά υπαινίσσεται μια περιφρόνηση του εγώ, μια αντινομική σχέση με τον εαυτό του. Εγωιστής, εγωπαθής, εγωστρεφής, δεν έχει σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι ως εσωτερικότητα, ο εαυτός αποτελεί καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα και μια φυλακή από την οποία αδυνατεί να αποδράσει. Ενώπιον εαυτού κρίνεται ένοχος και για αυτό το λόγο εντειχίζεται εντός του. Πόσο τραγική μα συνάμα γελοία φαντάζει αυτή η συνθήκη, σύμφωνη ωστόσο με την ευτραπελία της ζωής! Για όσα του συμβαίνουν εκείνος έχει την ευθύνη, αυτό είναι μια αυταπόδειχτη αλήθεια. Είναι ένα παράξενο κράμα ανθρώπου αυτός ο πνευματικός δανδής: ιδεολόγος μα ταυτόχρονα αμοραλιστής, από τη μία δημιουργικός, από την άλλη καταστροφικός, συναισθηματικά ψυχρός αλλά και ψυχρά ελκυστικός. Αν η ζωή του ήταν ένα βιβλίο, αυτός θα ήταν ο πιο ποταπός του αναγνώστης. Στα βιβλία όμως ό,τι γράφεται, ακυρώνεται, ξεγράφεται. Σε τελική ανάλυση ένας συγγραφέας μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια κάτι που δεν του αρέσει ή δεν του φαίνεται τελειοποιημένο. Στη ζωή δε συμβαίνει το ίδιο: ό,τι ζει κανείς δεν υπάρχει τρόπος να το διορθώσει, να το εξαγνίσει ή να το πετάξει. Θα ήθελε πολύ να σβήσει τα κακώς κείμενα, να επαναδιατυπώσει, να επανασχεδιάσει το κεφάλαιο που αφορά στην Αρετή. Η αγάπη του για αυτή τη γυναίκα είναι όλα αυτά τα σκορπίσματα στο χώρο και το χρόνο: δρόμοι και σπίτια, γέλια και σιωπές, κραυγές και στεναγμοί, στάσεις κι αποστάσεις, διαχύσεις και συμπλοκές. Φαντάζεται το πρόσωπό της και αρνείται να δεχτεί πως αυτό το πρόσωπο θα θολώσει σιγά-σιγά στη μνήμη. Και η μνήμη, σκέφτεται, δεν είναι οπτική ιδιότητα, όσο κι αν μερικές φορές ξεγελιέται και νομίζει ότι ακόμα βλέπει κάτι που δεν είναι μπροστά στα μάτια του, κάτι που του παρουσιάζεται τυλιγμένο σε μια αχλή, σαν τη θαμπή μορφή της νοσταλγίας του ενίοτε.
Ο έρωτάς μου πάει σκυφτός… –τον βλέπουμε μπροστά από τον υπολογιστή να γράφει. Σκουντουφλάει όπως ο θύτης μετά το φόνο. Κι ο έρωτάς του αδυνατεί να δεχτεί πως ίσως κάποια στιγμή δυσκολευτεί να θυμηθεί το σώμα της ή τα σημάδια που αποδεικνύουν την ταυτότητά της, καθώς ο χρόνος ρέει ασταμάτητα κι όλα οδεύουν σταθερά προς τον οριστικό αφανισμό τους. Καθώς όλα περνούν και χάνονται δίχως να αφήνουν ίχνη.
Πριν το παρελθόν γίνει παρελθόν, θυμάται να της ψιθυρίζει στο αυτί λόγια μουσικά, λέξεις αρθρωμένες στη δική του γλώσσα: Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά, ούτε μέσα σου (αυτό ήταν το φραγμέντο του). Το να μπαίνεις στον κόπο να σκύβεις πάνω από την ύπαρξη του άλλου, το να προσπαθείς να του κάνεις πιο ανάλαφρη την πτώση, να του δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση, έστω, ελαφρότητας απέναντι στην αμείλικτη βαρυτική έλξη, δεν είναι κάτι απλό, ούτε κι εύκολο, καθότι ο καθένας ήδη κουβαλά το βάρος της δικής του ύπαρξης. Του άρεσε να διαβάζει την εκστατική προσήλωση στη λάμψη των ματιών της. Η αφοσίωση απαιτεί μόχθο, απαιτεί υπομονή και παίδεμα. Όμως τίποτα δε γνωρίζεις πραγματικά αν δεν κοιτάς το βάθος, το βάραθρο, την άβυσσο της ύπαρξης που ριγεί δίπλα σου ακριβώς όπως κοιτάς ή σα να κοιτάς τη δική σου. Ο εαυτός είναι η μόνη πραγματικότητα εν τέλει. Ωστόσο, τελείως ιδεοληπτικά, μπορείς να ταυτιστείς τόσο με κάποιον έτσι ώστε να γίνετε ένα είδος μυθικού τέρατος, μια χίμαιρα έξω από τον χρόνο, μια χρυσή βροχή στο τίποτα.
Όταν σταμάτησε να μιλά, εκείνη άρχισε να περιπλανιέται με τα νύχια της στο στήθος και την κοιλιά του κι αυτός ένιωθε σιγά-σιγά τον χρόνο να λιώνει, να γίνεται μια μάζα ρευστή, λάβα που έρεε στο κορμί του σαν το πυρακτωμένο της χάδι, σχηματίζοντας νοερά στο δέρμα σχήματα και κύκλους φανταστικούς, στο φλογερό κέντρο των οποίων κατέληξαν αναπόφευκτα τα δάκτυλά της και τότε, ναι, άκουσε στο σκοτάδι το αχνό και περιπαιχτικό της γέλιο πριν σκύψει για να αντλήσει με το στόμα της αργά τον πόθο του, πριν νιώσει αίφνης την ανάσα του να κόβεται και την πραγματικότητα να εκρήγνυται σα βεγγαλικό μες στο κεφάλι του.
Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά ούτε μέσα σου, –του υπενθύμιζε στιγμές τα δικά του λόγια– ωστόσο o σατανισμός του οξύμωρου τον περιγέλασε καθώς αποδείχτηκε πως εκείνος δεν παιδεύτηκε καθόλου. Το όμορφο παρουσιαστικό του, η εγωκεντρική του οξύνοια, η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καθώς και μια ενδόμυχη ροπή προς το απαγορευμένο προκαλούσαν συνεχώς την ηδονοθήρα φύση του να εκφραστεί. Ασκούσε μια μαγνητική έλξη στις φιλομαθείς φοιτήτριές του, κυρίως σε αυτές που είχαν λυγερή κορμοστασιά και αφελείς σκέψεις, οι οποίες, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από μεριάς του, παρουσιάζονταν σχεδόν πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τη σφριγηλή τους σάρκα για τις οχείες μιας νύχτας.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη στάση του, ο ανήσυχος νους του καθηγητή αναζητεί ένα ηθικό –τουλάχιστον θεωρητικά– υπόβαθρο. Και καθώς το γράψιμο τον βοηθά να «τακτοποιεί» τις σκέψεις του, στο προσωπικό του σημειωματάριο κάνει λόγο για τον «ρομαντικό ιδεαλισμό», μια έννοια που ο ίδιος έχει εφεύρει. Το παν για τον ρομαντικό ιδεαλισμό είναι η μονογαμία, τονίζει. Η ιδέα, αυτή καθ’ αυτή, που πραγματεύεται ωστόσο αφορά στην έλλειψη. Η ουσία της απιστίας είναι η μυστικοπάθεια, διότι η απιστία γίνεται εν κρυπτώ, είναι λάθρα, ηθικά επιλήψιμη, «παράνομη». Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει πως η κυρίαρχη αντίληψη για την απιστία είναι λανθασμένη. Δεν ψάχνει κανείς κάποιον άλλον επειδή θέλει να φύγει από τον/την σύντροφό του. Το κάνει επειδή θέλει να φύγει από το άτομο που έχει γίνει αυτός. Δεν είναι ότι επιθυμεί να βρει κάποιον άλλον. Απλώς επιθυμεί να βρει έναν άλλον εαυτό. Η αντίληψη αυτή έχει παγιωθεί σε πολλές σχέσεις. Ορισμένοι, όπως ο υποφαινόμενος, προσπαθούν να συνδυάσουν δυο ειδών αξίες. Σε μια σχέση επιθυμούν να έχουν τόσο την άγκυρα όσο και τα κύματα, τόσο τη σταθερότητα και την ασφάλεια όσο και την ελευθερία και την αυτονομία. Αυτό όμως είναι το δύσκολο πάντρεμα: το να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου και ταυτόχρονα ότι είσαι ελεύθερος. Παρά, λοιπόν, την όποια του ροπή προς το μεγαλόπνοο και την αλήθεια, η θητεία του στη σχολή της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακαλύψει νέες συγκινήσεις. Δυστυχώς όμως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και από την άλλη πόσο καιρό μπορεί να ζει κανείς σχισματικά και λαθραία;
Πριν το παρελθόν γίνει παρελθόν, θυμάται να της ψιθυρίζει στο αυτί λόγια μουσικά, λέξεις αρθρωμένες στη δική του γλώσσα: Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά, ούτε μέσα σου (αυτό ήταν το φραγμέντο του). Το να μπαίνεις στον κόπο να σκύβεις πάνω από την ύπαρξη του άλλου, το να προσπαθείς να του κάνεις πιο ανάλαφρη την πτώση, να του δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση, έστω, ελαφρότητας απέναντι στην αμείλικτη βαρυτική έλξη, δεν είναι κάτι απλό, ούτε κι εύκολο, καθότι ο καθένας ήδη κουβαλά το βάρος της δικής του ύπαρξης. Του άρεσε να διαβάζει την εκστατική προσήλωση στη λάμψη των ματιών της. Η αφοσίωση απαιτεί μόχθο, απαιτεί υπομονή και παίδεμα. Όμως τίποτα δε γνωρίζεις πραγματικά αν δεν κοιτάς το βάθος, το βάραθρο, την άβυσσο της ύπαρξης που ριγεί δίπλα σου ακριβώς όπως κοιτάς ή σα να κοιτάς τη δική σου. Ο εαυτός είναι η μόνη πραγματικότητα εν τέλει. Ωστόσο, τελείως ιδεοληπτικά, μπορείς να ταυτιστείς τόσο με κάποιον έτσι ώστε να γίνετε ένα είδος μυθικού τέρατος, μια χίμαιρα έξω από τον χρόνο, μια χρυσή βροχή στο τίποτα.
Όταν σταμάτησε να μιλά, εκείνη άρχισε να περιπλανιέται με τα νύχια της στο στήθος και την κοιλιά του κι αυτός ένιωθε σιγά-σιγά τον χρόνο να λιώνει, να γίνεται μια μάζα ρευστή, λάβα που έρεε στο κορμί του σαν το πυρακτωμένο της χάδι, σχηματίζοντας νοερά στο δέρμα σχήματα και κύκλους φανταστικούς, στο φλογερό κέντρο των οποίων κατέληξαν αναπόφευκτα τα δάκτυλά της και τότε, ναι, άκουσε στο σκοτάδι το αχνό και περιπαιχτικό της γέλιο πριν σκύψει για να αντλήσει με το στόμα της αργά τον πόθο του, πριν νιώσει αίφνης την ανάσα του να κόβεται και την πραγματικότητα να εκρήγνυται σα βεγγαλικό μες στο κεφάλι του.
Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά ούτε μέσα σου, –του υπενθύμιζε στιγμές τα δικά του λόγια– ωστόσο o σατανισμός του οξύμωρου τον περιγέλασε καθώς αποδείχτηκε πως εκείνος δεν παιδεύτηκε καθόλου. Το όμορφο παρουσιαστικό του, η εγωκεντρική του οξύνοια, η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καθώς και μια ενδόμυχη ροπή προς το απαγορευμένο προκαλούσαν συνεχώς την ηδονοθήρα φύση του να εκφραστεί. Ασκούσε μια μαγνητική έλξη στις φιλομαθείς φοιτήτριές του, κυρίως σε αυτές που είχαν λυγερή κορμοστασιά και αφελείς σκέψεις, οι οποίες, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από μεριάς του, παρουσιάζονταν σχεδόν πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τη σφριγηλή τους σάρκα για τις οχείες μιας νύχτας.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη στάση του, ο ανήσυχος νους του καθηγητή αναζητεί ένα ηθικό –τουλάχιστον θεωρητικά– υπόβαθρο. Και καθώς το γράψιμο τον βοηθά να «τακτοποιεί» τις σκέψεις του, στο προσωπικό του σημειωματάριο κάνει λόγο για τον «ρομαντικό ιδεαλισμό», μια έννοια που ο ίδιος έχει εφεύρει. Το παν για τον ρομαντικό ιδεαλισμό είναι η μονογαμία, τονίζει. Η ιδέα, αυτή καθ’ αυτή, που πραγματεύεται ωστόσο αφορά στην έλλειψη. Η ουσία της απιστίας είναι η μυστικοπάθεια, διότι η απιστία γίνεται εν κρυπτώ, είναι λάθρα, ηθικά επιλήψιμη, «παράνομη». Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει πως η κυρίαρχη αντίληψη για την απιστία είναι λανθασμένη. Δεν ψάχνει κανείς κάποιον άλλον επειδή θέλει να φύγει από τον/την σύντροφό του. Το κάνει επειδή θέλει να φύγει από το άτομο που έχει γίνει αυτός. Δεν είναι ότι επιθυμεί να βρει κάποιον άλλον. Απλώς επιθυμεί να βρει έναν άλλον εαυτό. Η αντίληψη αυτή έχει παγιωθεί σε πολλές σχέσεις. Ορισμένοι, όπως ο υποφαινόμενος, προσπαθούν να συνδυάσουν δυο ειδών αξίες. Σε μια σχέση επιθυμούν να έχουν τόσο την άγκυρα όσο και τα κύματα, τόσο τη σταθερότητα και την ασφάλεια όσο και την ελευθερία και την αυτονομία. Αυτό όμως είναι το δύσκολο πάντρεμα: το να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου και ταυτόχρονα ότι είσαι ελεύθερος. Παρά, λοιπόν, την όποια του ροπή προς το μεγαλόπνοο και την αλήθεια, η θητεία του στη σχολή της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακαλύψει νέες συγκινήσεις. Δυστυχώς όμως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και από την άλλη πόσο καιρό μπορεί να ζει κανείς σχισματικά και λαθραία;
[...]
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα «Το είδωλο», η οποία ανοίγει το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη Είδωλα, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις περικείμενο βιβλία και περιλαμβάνει επίσης τα διηγήματα «Ρωγμές», «Ομοιώματα» και «Θαμπός καθρέπτης».
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Έχει επίσης συγγράψει το πόνημα Το μαμούθ και ο αναβάτης. Δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές (περικείμενο, 2021) και είναι ιδρυτής του Πρότυπου Κέντρου Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch! Τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα Ξεπλένοντας και Άυπνος κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2008 και 2011 αντίστοιχα.
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Έχει επίσης συγγράψει το πόνημα Το μαμούθ και ο αναβάτης. Δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές (περικείμενο, 2021) και είναι ιδρυτής του Πρότυπου Κέντρου Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch! Τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα Ξεπλένοντας και Άυπνος κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2008 και 2011 αντίστοιχα.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται:
Μια νουβέλα και τέσσερα διηγήματα για τα σπασμένα κάτοπτρα και τους θολούς αντικατοπτρισμούς.
Για τις αδιόρατες μάσκες, τις ραμμένες από την κρυφή βελόνα της απελπισίας.
Για τις μοναχικές περιδιαβάσεις στα πεζοδρόμια της θλίψης και της πόλης.
Για τη σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά βίαιη έκφραση περιφρόνησης ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό ή ενάντια σε όλα αυτά που αποτελούν την πραγματικότητά μας.
Για την αμφίσημη μορφή του ανθρώπου που υπήρξαμε και που βρίσκεται πλέον σε άπειρη απόσταση μακριά μας.
Για τις στατικές εικόνες των ειδώλων μας, τα σύμβολα της αδυναμίας μας.
Για τις αδιόρατες μάσκες, τις ραμμένες από την κρυφή βελόνα της απελπισίας.
Για τις μοναχικές περιδιαβάσεις στα πεζοδρόμια της θλίψης και της πόλης.
Για τη σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά βίαιη έκφραση περιφρόνησης ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό ή ενάντια σε όλα αυτά που αποτελούν την πραγματικότητά μας.
Για την αμφίσημη μορφή του ανθρώπου που υπήρξαμε και που βρίσκεται πλέον σε άπειρη απόσταση μακριά μας.
Για τις στατικές εικόνες των ειδώλων μας, τα σύμβολα της αδυναμίας μας.
Διαβάστε την κριτική του Γιάννη Δρούγου για τα Είδωλα στο into my books...
Η logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον Γιάννη Καλογερόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας που κοσμεί την ανάρτηση.