Jenny Erpenbeck, Δοκιμασία

Foto by Griszka Niewiadomski

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Μέχρι το σύμπλεγμα των βράχων, που εν τω μεταξύ φαίνεται ακόμα μόνο λόφος ομαλός πάνω από το σπίτι, τραβήχτηκε πριν από είκοσι τέσσερις χιλιάδες χρόνια περίπου ο πάγος. Από την τεράστια πίεση που ασκούσε ο πάγος τσάκισαν και λιανίστηκαν οι παγωμένοι κορμοί των βελανιδιών, των σκληθρών και των πεύκων, τμήματα του συμπλέγματος των βράχων έσκασαν, κομματιάστηκαν, θρυμματίστηκαν, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και αιλουροειδή σπαθόδοντα εκδιώχθηκαν σε νοτιότερες περιοχές. Πέρα από το σύμπλεγμα των βράχων ο πάγος δεν περνούσε. Ύστερα γινόταν λίγο λίγο ησυχία, κι ο πάγος άρχισε τη δουλειά του, τον ύπνο. Ενώ για χιλιετηρίδες άπλωνε ή περιέφερε μόνο κατά εκατοστά το γιγάντιο ψυχρό κορμί του, λείαινε σιγά σιγά από κάτω του στρογγυλά τα θραύσματα των βράχων. Σε θερμότερα χρόνια, δεκαετίες, αιώνες το νερό στην επιφάνεια του στρώματος του πάγου έλιωνε λίγο, και σε σημεία που η άμμος κάτω απ’ τον πάγο ήταν εύκολο να ξεπλυθεί γλιστρούσε κάτω απ’ το βαρύ γιγάντιο σώμα. Έτσι, όπου κάποιο ύψωμα εμπόδιζε την προώθησή του, ο πάγος έπαιρνε, ξεφεύγοντας από τον εαυτό του ως νερό, τον δρόμο της επιστροφής και κυλούσε κάτω το βουνό. Σε ψυχρότερα χρόνια ο πάγος ήταν απλώς εκεί, κειτόταν κι ήταν βαρύς. Κι όπου, λιώνοντας, σε θερμότερα χρόνια είχε σκάψει στο έδαφος από κάτω του αύλακες, εκεί πίεζε στα ψυχρότερα χρόνια, δεκαετίες, αιώνες τον πάγο του μ’ όλη τη δύναμή του και πάλι μέσα, για να τις κλείσει.


Όταν πριν από δεκαοκτώ χιλιάδες χρόνια περίπου οι γλώσσες του παγετώνα άρχισαν να λιώνουν κι ύστερα, ενώ η γη γινόταν όλο και πιο θερμή, σχεδόν όλα τα νοτιότερα μέλη του, άφησε πίσω του λίγα μόνο ενέχυρα στα βάθη των αυλάκων, νησιά από πάγο, ορφανεμένος πάγος, νεκρός πάγος ονομάστηκε αργότερα.


Απ’ το κορμί που άλλοτε ανήκε αποκομμένος κι εγκλωβισμένος μέσα στις αύλακες, άρχισε πολύ αργότερα να λιώνει αυτός ο πάγος, γύρω στο δεκατρείς χιλιάδες πριν από την έναρξη της χριστιανικής μέτρησης του χρόνου έγινε πάλι νερό, διαπότισε τη γη, εξατμίστηκε στον αέρα κι έπεσε πάλι βροχή, ως νερό άρχισε να κάνει κύκλους μεταξύ ουρανού και γης. Όπου δεν μπορούσε να διεισδύσει πιο βαθιά, επειδή το έδαφος ήταν ήδη χορτάτο, συγκεντρωνόταν πάνω απ’ την κυανή άργιλο και ανέβαινε, έκοβε με την επιφάνειά του εγκάρσια τη σκούρα γη και εμφανίστηκε πάλι μόνο στην αύλακα ως καθάρια λίμνη. Η άμμος, που το ίδιο το νερό την είχε βγάλει τρίβοντας τον βράχο, όταν ήταν ακόμη πάγος, τσουλούσε τώρα εδώ κι εκεί από τα πλάγια μέσα σ’ εκείνη τη λίμνη και βυθιζόταν στον πυθμένα της, έτσι σχηματίστηκαν σε κάποια σημεία υπολίμνια βουνά, σε άλλα σημεία έμεινε το νερό τόσο βαθύ, όση ήταν αρχικά η αύλακα. Για κάποιο χρόνο η λίμνη τώρα καταμεσής των λόφων της Μαρκ θα έδειχνε την επιφάνειά της στον ουρανό, θα κειτόταν γυαλιστερή εκεί ανάμεσα σε βελανιδιές, σκλήθρες και πεύκα που τώρα μεγάλωναν πάλι, πολύ αργότερα, όταν κάποτε θα υπήρχαν άνθρωποι, θα έπαιρνε μάλιστα απ’ αυτούς τους ανθρώπους κι ένα όνομα: Θάλασσα της Μαρκ, αλλά μια μέρα θα χανόταν πάλι, γιατί, όπως κάθε λίμνη, ήταν κι αυτή κάτι πρόσκαιρο μόνο, όπως κάθε μήτρα ήταν κι εκείνη η αύλακα εκεί μόνο και μόνο για να κλείσει κάποτε πάλι εντελώς. Και στη Σαχάρα υπήρχε κάποτε νερό. Μόλις στους νεότερους χρόνους εμφανίστηκε εκεί αυτό που επιστημονικά χαρακτηρίζεται ερημοποίηση, στην καθομιλουμένη ρήμαγμα. 



Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης





Το παραπάνω απόσπασμα είναι ο εναρκτήριος Πρόλογος από το μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Γερμανίδας συγγραφέως Τζέννυ Έρπενμπεκ Δοκιμασία, το οποίο δεν έχει εκδοθεί ακόμη στα Ελληνικά. Αυτό και δύο ακόμη αποσπάσματα από το ίδιο μυθιστόρημα θα διαβαστούν μεταξύ άλλων στην ανοιχτή εκδήλωση για το κοινό που διοργάνωσε η Λέσχη Ανάγνωσης Degas με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματος της Έρπενμπεκ στα Ελληνικά, Η συντέλεια του κόσμου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017), στις 24 Νοεμβρίου 2017 στις 7 μ.μ. στο Πολιτιστικό Κέντρο Μοσχάτου Θεόδωρος Αγγελόπουλος.

Άλλα έργα της Τζέννυ Έρπενμπεκ που έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά είναι η νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Ίνδικτος 2004), η συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα (Ίνδικτος 2006) και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις (Ίνδικτος 2008). Μία παρουσίαση του τελευταίου μυθιστορήματος της, που εκδόθηκε στη Γερμανία το 2015 και θα εκδοθεί στα Ελληνικά το 2018 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο Περαστικοί, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ


Johann Wolfgang von Goethe, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου / Το χρονικό μιας απόδρασης

Πολλά μπορεί να πει κανείς για να υποστηρίξει τους κανόνες, ό,τι περίπου μπορεί να πει και προς έπαινον της αστικής κοινωνίας. Ένας άνθρωπος που συμμορφώνεται με τους κανόνες, δεν πρόκειται να φτιάξει ποτέ τίποτε το ανόητο ή το κακό, όπως ακριβώς κάποιος που καθοδηγείται από τους κοινωνικούς νόμους και τα πρότυπα της κοσμιότητας δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ανυπόφορος γείτονας ή διαβόητος κακοποιός. Από την άλλη πλευρά, ό,τι κι αν λένε, όλοι οι κανόνες καταστρέφουν το αληθινό αίσθημα της φύσης και την αληθινή της έκφραση! Θα μου πεις: “Μα αυτό είναι πολύ σκληρό! Ο κανόνας απλώς περιορίζει, κλαδεύει τα φουντωμένα κλήματα” κλπ. -Φίλε μου καλέ, μου επιτρέπεις μια παρομοίωση; Συμβαίνει κι εδώ όπως και στον έρωτα. Ένας νέος είναι δοσμένος με όλη του την καρδιά σ' ένα κορίτσι, περνάει όλες τις ώρες της ημέρας κοντά της, ξοδεύει όλες του τις δυνάμεις, όλη του την περιουσία για να της δείξει την κάθε στιγμή ότι της ανήκει ολοκληρωτικά. Έρχεται τότε ένας καλός αστός, ένας άνθρωπος με κάποιο δημόσιο αξίωμα και του λέει: “Νέε μου! Το ν' αγαπάς είναι ανθρώπινο, μόνο που πρέπει και ν' αγαπάς ανθρώπινα. Μοίρασε το χρόνο σου, αφιέρωσε ένα μέρος στη δουλειά σου και το χρόνο της ανάπαυσής σου αφιέρωσέ τον στο κορίτσι σου. Λογάριασε την περιουσία σου και αφού έχεις καλύψει τις ανάγκες σου, δεν σου απαγορεύω με ό,τι περισσέψει να της αγοράσεις ένα δώρο, αλλά όχι πολύ συχνά, λόγου χάρη στη γιορτή της ή στα γενέθλιά της”. Αν ο ερωτευμένος μας τον ακούσει, τότε θά 'χουμε να κάνουμε μ' έναν χρήσιμο νεαρό άνθρωπο, τον οποίο θα σύστηνα ανεπιφύλακτα στον οποιονδήποτε ηγεμόνα να τον διορίσει σύμβουλό του. Μόνο που ο έρωτάς του θά 'χει ξοφλήσει και, αν είναι καλλιτέχνης, και η τέχνη του.


[...] 


Α εσείς οι λογικοί άνθρωποι! Πάθος! Μέθη! Παραφροσύνη! Κάθεστε εκεί ήρεμοι και απαθείς, εσείς οι ενάρετοι, κατακρίνετε τον πότη, απεχθάνεστε τον τρελό, προσπερνάτε σαν τους ιερείς, και, σαν τους Φαρισαίους, ευχαριστείτε το Θεό που δεν σας έκανε όμοιους μ' εκείνους. Έχω μεθύσει πολλές φορές, τα πάθη μου ποτέ δεν απείχαν πολύ από την τρέλα και δεν μετανιώνω ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, γιατί, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, έμαθα να κατανοώ ότι όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αυτούς που πραγματοποίησαν κάτι μεγάλο, κάτι που έμοιαζε με ακατόρθωτο, ανέκαθεν τους θεωρούσαν μεθυσμένους ή τρελούς.


[...]


Αρκετές φορές μου έχει έρθει ξαφνικά η ιδέα να γράψω στον υπουργό και να του ζητήσω εκείνη τη θέση στην πρεσβεία. Ύστερα, όταν το ξανασκέφτομαι, μου έρχεται στο νου ο μύθος για το άλογο που, κουρασμένο από την ελευθεριά του, αφήνει να το σελώσουν και να του περάσουν χαλινάρι και να το ιππεύσουν μέχρις εξοντώσεως.


[...]


Αυτό που με πειράζει περισσότερο είναι η αθλιότητα των κοινωνικών συμβάσεων. Τι είδους άνθρωποι είναι λοιπόν όλοι αυτοί που όλη η ψυχή τους είναι δοσμένη στους τύπους, που όλη τους η σκέψη και η φροντίδα για χρόνια ολόκληρα είναι το πως θα γλιστρήσουν μια καρέκλα παραπέρα προς την κεφαλή του τραπεζιού;


[...]


Έχω ακούσει να μιλούν για μια ευγενική ράτσα αλόγων που, όταν είναι υπερβολικά ξαναμμένα και καταπονημένα, ανοίγουν μόνα τους από ένστικτο μια φλέβα για να μπορέσουν ν' αναπνεύσουν πιο ελεύθερα. Έτσι νιώθω συχνά κι εγώ: θά 'θελα ν' ανοίξω μια φλέβα που θα μου χάριζε την αιώνια ελευθερία.


[...]


Μερικές φορές με πιάνει κάτι· δεν είναι αγωνία, δεν είναι επιθυμία — είναι μια άγνωστη μανία μέσα μου, που μου σφίγγει το λαιμό. Και τότε περιπλανιέμαι ανάμεσα στις φοβερές νυχτερινές σκηνές αυτής της εποχής που εχθρεύεται τους ανθρώπους.


[...]






Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική παράσταση της ομάδας «Άνθρωπος στη θάλασσα», η οποία βασίζεται στο βιβλίο του Γιόχανν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου σε μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη (Εκδόσεις Άγρα, 1996).


Η παράσταση παίζεται από τις 18 Νοεμβρίου έως τις 3 Δεκεμβρίου 2017, κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 9 μ.μ. στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία, στη Θεσσαλονίκη. 


Η ομάδα «Άνθρωπος στη θάλασσα» δημιουργήθηκε το 2010 από την Κλαίρη Χριστοπούλου, την Ροδή Στεφανίδου και τον Νάσο Χαλκίδη, ενώ από τότε έχει συνεργαστεί και με άλλους καλλιτέχνες. Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει τις παραστάσεις: Δεν υπάρχει κανείς- performance βασισμένη στον πρόλογο του Προμηθέα Δεσμώτη (2010), Μία ξενάγηση (2010), Πείνα- work in progress (2011), Πείνα- β' σχεδίασμα (2012), Μάγισσες Wanted (2013), Για να τελειώνουμε με την κρίση του Θεού (2014), Κουαρτέτο (2015) και Παιχνίδι με τις λέξεις (2016).


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία: Κλαίρη Χριστοπούλου

Βοηθός σκηνοθέτη: Θένια Χριστάκου

Δραματουργία: Θένια Χριστάκου, Κλαίρη Χριστοπούλου, Νατάσσα Αστρεινίδη, Βασιλική Αθανασιάδου

Σκηνικά - Κοστούμια: Ελίνα Ευταξία, Μαλαματή Ευθυμιάδου

Κίνηση: Δέσποινα Καπουλίτσα

Σχεδιασμός φωτισμών: Αθηνά Μπανάβα

Μουσική επιμέλεια - προσαρμογή: Κωστής Βοζίκης

ΠΑΙΖΟΥΝ 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Γιάννης Περδίκης

ΒΕΡΘΕΡΟΣ: Πολύκαρπος Φιλιππίδης (φιλική συμμετοχή)

ΛΟΤΤΕ: Εύη Παπαδοπούλου

Φωτογραφίες:  Χριστίνα Βούλγαρη

Σχεδιασμός αφίσας: Τέση Δροσοπούλου

Εκτυπώσεις: Σοφοκλής -Μαρία

Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται με τη στήριξη της Ομάδας Τέχνης Oberon.

ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ: 6993 617704, καθημερινά 5 μ.μ. - 8 μ.μ.

Αλέξανδρος Κ., Για την τυχαία εν μέρει κατάργηση των βασανιστηρίων στο Βασίλειο της Πρωσίας μία ημέρα μετά τη γέννηση του Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ


Εκείνη την τρομερή στιγμή, στις 8 παρά τέταρτο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, άλλοι τον ήθελαν λιπόθυμο να υποβαστάζεται και άλλοι σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο να σπαράζει. Αντιφατικές έχουν καταγραφεί και οι πληροφορίες αφενός για την ακριβή θέση του ιστορικού παραθύρου στο κάστρο Κυστρίν, εκεί κοντά στα παγωμένα νερά του Όντερ, και αφετέρου για το ακριβές σημείο στο οποίο πρώτα έπεσε κι ύστερα κύλισε το κομμένο κεφάλι.


Αδιαφιλονίκητο γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι ο κατ’ αρχάς άτυχος κι ύστερα προδομένος ανθυπολοχαγός έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, γιατί ο πρίγκιπας, μέσα στη βιασύνη του και τον νεανικό ενθουσιασμό του, άφησε ημιτελή τη διεύθυνση παραλήπτη στην επιστολή που του έστειλε. Και έτσι η επιστολή εκείνη, που δεν ήταν γραμμένο να φτάσει ποτέ στο Βερολίνο, παραδόθηκε στο ταχυδρομείο του Ερλάνγκεν, και εκεί ο αρχιταχυδρόμος, αφού προς στιγμήν απόρησε με τον εσφαλμένο στρατιωτικό βαθμό του παραλήπτη, έτσι όπως αναγραφόταν στην επιστολή, πιάστηκε, όπως του φάνηκε πρέπον, παρά την απορία του από του παραλήπτη τ’ όνομα, οπότε και την παρέδωσε σε λάθος χέρια, την επιστολή, στα χέρια κάποιου ίλαρχου, πρώτου εξαδέλφου του ανθυπολοχαγού, που είχε συμπτωματικά το ίδιο όνομα μ’ εκείνον, κι ύστερα εκείνος ο ίλαρχος, ταραγμένος πιθανότατα από το περιεχόμενο της επιστολής και από ειλικρινή πίστη και αφοσίωση στον βασιλιά, αν όχι από υπερβολικό φόβο της αυστηρότητάς του μόνο, πήγε και παρέδωσε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνα τα λάθος χέρια, την επιστολή που εξέθετε ανεπανόρθωτα τον συνονόματο εξάδελφό του, στα χέρια του βασιλιά, τα μόνα χέρια στα οποία ήταν σαφές ότι δεν έπρεπε να πέσει.


Έτσι είχαν γίνει τα πράγματα τον Αύγουστο, τρεις μήνες προτού αυτός, ο μεγαλύτερος από τα 14 παιδιά του βασιλιά και της βασίλισσας και διάδοχος του θρόνου, αρχίσει να σπαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο του κάστρου Κυστρίν, όταν οι φύλακες, με διαταγή του βασιλιά, είχαν αρπάξει το ξανθό κεφάλι του απ’ τα μαλλιά και πιέζανε το δεκαοκτάχρονο τρυφερό πρόσωπό του στο κιγκλίδωμα του παραθύρου, για να δει κι αυτός με τα ίδια του τα μάτια να χάνει το κεφάλι του ο ανθυπολοχαγός του Πρωσικού στρατού που τόσο τον αγαπούσε. Από αυτό το φρικτό βασανιστήριο, την υποχρεωτική παρακολούθηση του αποκεφαλισμού του ανθυπολοχαγού, είναι πολύ πιθανό να ήρθε να τον απαλλάξει, σαν από μηχανής θεός, εκείνη η λιποθυμία, και έτσι όντως μπορεί να μην είδε ποτέ ο ίδιος τελικά το πυρόξανθο κεφάλι ν’ αποκόβεται, μ’ ένα αναπότρεπτο χτύπημα του δήμιου, απ’ το βασανισμένο σώμα.


Ο άτυχος ανθυπολοχαγός ήταν ο μόνος που πλήρωσε με τη ζωή του τη συναναστροφή και τον συγχρωτισμό του με τον νεαρό πρίγκιπα. Η θυγατέρα κάποιου γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή και διευθυντή της εκκλησιαστικής χορωδίας της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Πότσνταμ, η οποία συνδεόταν φιλικά με τον πρίγκιπα λόγω της κοινής αγάπης τους για τη μουσική, μαστιγώθηκε δημοσίως έξι φορές κι ύστερα την κλείσανε για σωφρονισμό στο περιβόητο κλωθοκομείο του Σπαντάου, να γνέθει ώρες ατελείωτες μαζί με άπορες ζητιάνες και εξαθλιωμένες πόρνες. Ένας ανθυπασπιστής, ο οποίος ανήκε στο στενό περιβάλλον του πρίγκιπα και είχε ως εκ τούτου συνοδεύσει τον πρίγκιπα σε κάποιες συναντήσεις μουσικής φύσεως με τη θυγατέρα του γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή, καταδικάστηκε στο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ σε έξι μήνες φυλάκισης, αλλά όπως αποδείχθηκε ο ανθυπασπιστής ήταν πιο τυχερός απ’ τον ανθυπολοχαγό, γιατί ο βασιλιάς, ο οποίος προφανώς τον συμπαθούσε, του έδωσε χάρη και του έγραψε προσωπικά ότι την ποινή εκείνη θα έπρεπε να τη δει ως προειδοποίηση, ώστε να είναι συνετός στο μέλλον. Στην περίπτωση όμως του άτυχου ανθυπολοχαγού, τον οποίο το ίδιο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ είχε καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη, κρίνοντάς τον ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο, περί λιποταξίας, κατηγορητήριο συντεταγμένο καθ’ υπόδειξη του βασιλιά τόσο για τον ανθυπολοχαγό όσο και για τον γιο του, τον πρίγκιπα, ο ίδιος βασιλιάς, ο μεγαλόψυχος βασιλιάς στην περίπτωση του ανθυπασπιστή, εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του και, αφού η επανάληψη της δίκης που ο ίδιος ζήτησε κατέληξε στην ίδια ποινή και πάλι, στην ισόβια κάθειρξη απλώς και όχι στη θανατική ποινή, όπως ο ίδιος επιθυμούσε και όπως προσπάθησε απροκάλυπτα να πείσει τους δικαστές, μετέτρεψε ο ίδιος εκείνη την, κατά τη γνώμη του μόνο, επιεική ποινή σε θανατική ποινή δια αποκεφαλισμού, με τα γνωστά επακόλουθα.


Στην περίπτωση του πρίγκιπα το στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ έκρινε εαυτόν αναρμόδιο και για καλή του τύχη, του πρίγκιπα, ένας φωτισμένος στρατάρχης, μεταρρυθμιστής του Πρωσικού στρατού και πατέρας δέκα παιδιών ο ίδιος, τον υπερασπίστηκε στον πατέρα του, τον βασιλιά, ενώ επενέβησαν υπέρ του πρίγκιπα με επιστολές τους ένας μουσικόφιλος κάιζερ, και προστάτης γενικότερα των καλών τεχνών, και ένας ανύμφευτος γηραιός πρίγκιπας, φημισμένος και για μια τεράστια συλλογή βιβλίων, την οποία έμελλε να αγοράσει μετά τον θάνατό του ο μουσικόφιλος κάιζερ. Έτσι, ο βασιλιάς υποχώρησε και ο γιος του απλώς φυλακίστηκε στο κάστρο Κυστρίν, με τα γνωστά επακόλουθα. Πολλοί είπαν ότι τον βασιλιά περισσότερο τον ενόχλησε η βαθιά φιλία του γιου του και η σχέση του με τον ανθυπολοχαγό και λιγότερο η επιθυμία του γιου του να εγκαταλείψει το βασίλειό του. Και όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς θεώρησε ότι τον γιο του τον παρέσυρε ο ανθυπολοχαγός, αφού, ως μεγαλύτερός του, ήταν πιο έμπειρος στη ζωή.


Ο πρίγκιπας πάντως έζησε. Και δέκα χρόνια αργότερα, όταν τα πράγματα είχαν πλέον μπει σε μια σειρά, άρχισε και να βασιλεύει.


Η σειρά, στην οποία μπήκαν τα πράγματα, ήταν η εξής: Πριν περάσουν δύο χρόνια από εκείνο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, ο πρίγκιπας δέχτηκε να πάρει για γυναίκα του, χωρίς να την αγαπάει καθόλου, τη θυγατέρα κάποιου δούκα και δεύτερη εξαδέλφη μιας αυτοκράτειρας. Με τον αρραβώνα τους, που έγινε στο Βερολίνο στις 10 Μαρτίου 1732, ημέρα Δευτέρα, έληξε οριστικά και η παρεξήγηση με τον πατέρα του, τον βασιλιά. Η τιμή του πρίγκιπα αποκαταστάθηκε και έγινε και πάλι διάδοχος του θρόνου. Ο γάμος του πρίγκιπα με τη θυγατέρα του δούκα έγινε έναν χρόνο αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1733, ημέρα Παρασκευή, στον Πύργο Ζάλτσνταλεμ, σ’ ένα χωριό με το ίδιο όνομα κάπου στη σημερινή Κάτω Σαξονία, που πήρε τ’ όνομά του από ένα ορυχείο άλατος, που βρισκόταν εκεί κοντά του. Μετά τη γαμήλια τελετή, ο ίδιος ο πρίγκιπας, που τη μουσική, ως γνωστόν, πολύ την αγαπούσε, έπαιξε φλάουτο, ερμηνεύοντας το σολιστικό μέρος σ’ ένα ποιμενικό κομμάτι, που απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία. Η θυγατέρα του δούκα και δεύτερη εξαδέλφη της αυτοκράτειρας, νόμιμη σύζυγος πλέον του διάδοχου του θρόνου, ήταν απλώς παρούσα. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να έκανε ήδη κάποια όνειρα εκείνη για την εποχή που θα γινόταν βασίλισσα και μητέρα. Μητέρα δεν έγινε ποτέ. Με τα χρόνια κάποιοι αρχίσανε να ψιθυρίζουνε ότι ο πρίγκιπας, κάποιους μήνες πριν συμφωνήσει για τον γάμο, είχε αρπάξει, κατά την επίσκεψή του στην αυλή κάποιου ισχυρού φιλότεχνου βασιλιά, ένα αφροδίσιο νόσημα, το οποίο δεν του επέτρεπε να συνευρίσκεται ερωτικά με τη νόμιμη σύζυγό του. Και πολλά χρόνια μετά κάποιοι άλλοι ψιθυρίζανε ότι ο πρίγκιπας ήτανε σαν τον μικρό αδελφό του, αυτό μόνο ψιθυρίζανε, κι όλοι καταλαβαίναν. Ο πρίγκιπας ανέβηκε στον θρόνο στις 31 Μαΐου 1740, ημέρα Τρίτη, την ίδια ημέρα που πέθανε ο πατέρας του, ο βασιλιάς, όπως συνηθιζόταν, και λίγες ημέρες μετά, από τον Πύργο Ράινσμπεργκ, όπου διέμενε με τη σύζυγό του μέχρι τότε, εκείνος αποσύρθηκε στον Πύργο Σαρλότενμπουργκ, για να πάψει να έχει στενές επαφές με τη βασίλισσα σύζυγό του, όπως είχε προαναγγείλει πριν δώσει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο. Στην άτεκνη βασίλισσα παραχώρησε μια κατοικία στον Πύργο της Πόλης του Βερολίνου και για θερινή κατοικία τής δώρισε τον Πύργο Σαινχάουζεν.


Γεγονός πάντως είναι ότι τρεις ημέρες αφού ανέβηκε στον θρόνο, την Παρασκευή 3 Ιουνίου 1740, ο πρώην πρίγκιπας και νυν βασιλιάς, εις μνήμιν ίσως του άτυχου ανθυπολοχαγού που έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο, παρά τις αντιρρήσεις του γηραιού Πρώσου υπουργού δικαιοσύνης και άλλων συμβουλατόρων, καταργούσε παντελώς τα βασανιστήρια σε όλες τις περιπτώσεις πλην δύο: πρώτον, στην περίπτωση του εγκλήματος κατά της μεγαλειότητας, και δεύτερον, στην περίπτωση της εσχάτης προδοσίας.


Ο βασιλιάς, που είχε κερδίσει από νωρίς, κυρίως λόγω των στρατηγικών ικανοτήτων του, την επωνυμία Μέγας, πέθανε καθισμένος σε μια πολυθρόνα στη θερινή του κατοικία, τον Πύργο Σανσουσί, στα 74 του χρόνια. Ο διάδοχος του θρόνου και ανιψιός του, παραβαίνοντας την επιθυμία που είχε εκφράσει ρητά ο βασιλιάς όσο ήταν εν ζωή ακόμη, διέταξε και τον έθαψαν δίπλα στον πατέρα του. Πατέρας και γιος είχαν άλλωστε επισήμως συμφιλιωθεί πολλά χρονιά πριν.







Το διήγημα «Για την τυχαία εν μέρει κατάργηση των βασανιστηρίων στο Βασίλειο της Πρωσίας μία ημέρα μετά τη γέννηση του Νονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό λόγου και τέχνης ΑΠΟΙΚΙΑ τον Ιούλιο του 2017. 

Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. 


Γιάννης Οικονομίδης, Στέλλα κοιμήσου

Φωτογραφία: Μυρτώ Αποστολίδου


Σκηνή Α΄

Στο σαλόνι μιας πολυτελούς κατοικίας. Στο βάθος του σαλονιού μια σύνθεση με λουλούδια σαν γλυπτά που καλύπτουν όλο τον τοίχο και προστατεύονται από μία τζαμαρία. Ο Γιώργος βυθισμένος σε μια πολυθρόνα ασχολείται με το λάπτοπ, συνθέτει ήχους (κραυγές, τρυπάνια, φωνές), που τους ενώνει με κάποια τέμπο προσπαθώντας να φτιάξει μουσική. Φοράει ένα παντελόνι ξεφτισμένο στις άκρες, δύο τρύπιες κάλτσες διαφορετικές μεταξύ τους κι έχει και μια πετσέτα ριγμένη στους ώμους. Ακουμπάει τα πόδια του σε ένα υποπόδιο. Δίπλα του ένας καφές με παγάκια, από τον οποίο κάθε τόσο πίνει καμιά γουλιά, και μία μπανάνα. Τα παπούτσια του είναι πεταμένα πλάι στην πολυθρόνα. Η Ανθή στην άλλη άκρη του σαλονιού, καθισμένη σε μια καρέκλα, προσπαθεί να διαβάσει ένα βιβλίο αλλά την ενοχλεί η φασαρία που κάνει ο Γιώργος.


Ανθή: Γιώργο, μπορείς να το χαμηλώσεις σε παρακαλώ λίγο;


Ο Γιώργος χαμηλώνει την ένταση για μια στιγμή και αμέσως μετά την ξαναδυναμώνει.


Ανθή: Μπορείς να το χαμηλώσεις επιτέλους λίγο;


Γιώργος: Τώρα, τελειώνω το κομμάτι…


Κάποια στιγμή ο Γιώργος σηκώνεται και βγαίνει από το σαλόνι αφήνοντας το λάπτοπ ανοιχτό να παίζει. Η Ανθή σηκώνεται και το κλείνει, κλωτσάει τα παπούτσια του Γιώργου μακριά από την πολυθρόνα και ξαπλώνει στον καναπέ. Ο Γιώργος μπαίνει και βλέπει την Ανθή ξαπλωμένη στον καναπέ. Πάει από πίσω της και με την πετσέτα του πιέζει με δύναμη το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ, ακινητοποιώντας την με όλο του το σώμα.


Γιώργος:  Δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα μου, δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα. Εντάξει, Ανθούλα; Δεν πειράζουμε το λάπτοπ του Γιωργάκη. «Ναι, Γιώργο. Συγγνώμη, Γιώργο. Έχεις δίκιο. Είμαι καριόλα Γιώργο, είμαι καριόλα». Άντε και γαμήσου. Όλα από την αρχή μωρή μαλάκω, όλα από την αρχή θα τ᾿ ακούσεις τώρα.


Ανθή (Καθώς προσπαθεί να συνέλθει: Γιώργο τι κάνεις;


Γιώργος:  Καλά είμαι, εσύ; Φτιάξε τώρα τον καναπέ…


Ανθή: Τι κάνεις ρε μαλάκα Γιωργάκη; Τι κάνεις ρε καθυστερημένε; Θες να με πνίξεις; Κλείσ᾿ τη αυτή τη μαλακία, ρε ηλίθιε. Κλείσ᾿ το ρε, θα το σπάσω.


Γιώργος:  Δεν θα ακουμπάς το λάπτοπ.


Ανθή: Ποιο λάπτοπ ρε μαλάκα; Πας καλά; Απροσάρμοστο. Μαλακισμένο. Πόσες φορές σου είπα να το κλείσεις;


Γιώργος:  Σου είπα κάτι; Ότι τελειώνω το τραγούδι;


Ανθή: Ποιο τραγούδι;


Γιώργος (Ξεφλουδίζει και τρώει την μπανάνα:  Τελειώνω το γαμοτράγουδο και φεύγω. Το ᾿πα ή δεν το ᾿πα;


Ανθή: Δεν είναι τραγούδι αυτό, είναι παράνοια, είναι μια μαλακία που παίζει μέσα στο κεφάλι μου και θα με τρελάνει. Θέλω μια ωραία μέρα, μία γαμημένη Κυριακή να διαβάσω το βιβλίο μου χωρίς να μου ζαλίζεις τον έρωτα. Γιατί δεν μ᾿ αφήνεις ήσυχη; Γιατί δεν παίρνεις ρε σιχαμένη μαϊμού την μπανάνα σου να πας κάτω να παίξεις; Σου φτιάξαμε ένα ολόκληρο στούντιο κάτω με τα καλύτερα μηχανήματα, το χρυσοπληρώσαμε. Εκατό χιλιάδες ευρώ δώσαμε για να μας αφήνεις ήσυχους.


Γιώργος:  Εμπνέομαι ρε μαλάκα, εμπνέομαι εδώ.


Ανθή: Από τι εμπνέεσαι;


Γιώργος:  Από τη μάπα σου ρε φίλε, με εμπνέει.


Ανθή: Από μένα; Σοβαρά; Ρώτησες τη μάπα μου πώς περνάει μ᾿ εσένα εδώ πέρα; Θα βγάλω φλύκταινες εδώ πέρα. Πρώτον, γιατί βρωμάς και ζέχνεις τυλιγμένος με αυτή τη βρωμοπετσέτα που δεν την έχεις βγάλει από πάνω σου από τότε που σε πλύναμε για πρώτη φορά και δεύτερον γιατί αυτό το πράγμα δεν είναι μουσική.


Γιώργος:  Δεν είναι έτοιμο ακόμα, μαλακισμένο, δεν είναι έτοιμο…


Ανθή: Πότε θα είναι έτοιμο ρε Γιωργάκη, για πες μας;


Γιώργος:  Όποτε πω εγώ, ρε μαλάκα, θα ᾿ναι έτοιμο. Όποτε πω εγώ.


Ανθή: Πότε θα το πεις ρε Γιώργο; Όλοι αυτό περιμένουμε. Να ετοιμάσεις κάτι. Πότε σκοπεύεις δηλαδή;


Γιώργος:  Δύο CD, ρε μαλάκω, έχω έτοιμα. Δύο, ναι.


Ανθή: Πού είναι;


Γιώργος:  «I Love you Mama» και «Daddy don᾿t push me». Εντάξει; Τι θες τώρα ρε μαλάκα; Έχεις έρθει μια φορά να τ᾿ ακούσεις; Έλα, έλα ρε μαλάκα, χτύπα μου την πόρτα και πες μου «Γιώργο, να σου πω ρε μαλάκα, τι είναι αυτά που γράφεις;» Να τα πάρεις στη μάπα τα δύο CD, να ταακούσεις και να το βουλώσεις.


Ανθή: Γιώργο, δεν είσαι ο Μπετόβεν. Ένας μπετόβλακας είσαι. Ένας παντελώς ατάλαντος που παίζει με τα νεύρα μας.


Στέλλα (Καθώς μπαίνει μέσα στο σαλόνι) : Εεε! Καλημέρα!


Γιώργος:  Καλημέρα!


Ανθή: Βλέπεις καμιά καλή μέρα εδώ πέρα;


Στέλλα: Τι κάνετε πρωί πρωί ρε παιδιά, γιατί τσακώνεστε πάλι; Ανθή τι έγινε;


Γιώργος:  Έχει περίοδο. Η Ανθούλα έχει περίοδο πάλι.


Ανθή: Τι έγινε; Πήγε να με πνίξει ρε. Ο απροσάρμοστος. Ο καθυστερημένος πίθηκος με την μπανάνα, πήγε να με πνίξει γιατί του ᾿κλεισα το μπλιμπλίκι.


Στέλλα: Πας καλά ρε μαλάκα, τι κάνεις; Γιώργο, σου μιλάω. Τι κάνεις, ρε φίλε;


Γιώργος:  Καλά είμαι.


Στέλλα: Τι έχετε πάθει πρωί πρωί, πάμε καλά τώρα; (Ψάχνει στο σαλόνι, πίσω από τα μαξιλάρια του καναπέ) Μήπως είδατε πουθενά το κινητό μου;


Ανθή: Ποιο κινητό; Το χαβά σου εσύ. Μπορείς να του πεις να φύγει από το σαλόνι, να εξαφανιστεί, να μην τον βλέπω;


Στέλλα: Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Πού είναι το κινητό μου, ρε παιδιά, πού είναι το κινητό μου;


Ανθή: Ψάξε κι εσύ το κινητό σου, ρε Στελλίτσα, σου μιλάω ρε κούκλα μου.


Στέλλα: Τι να κάνω ρε;


Ανθή: Μπορείς να του πεις να εξαφανιστεί, να μην τον ξαναδώ στη ζωή μου;


Στέλλα: Όπα, έχω ξυπνήσει καλά, μη μου το χαλάσεις.


Ανθή: Συγγνώμη που σ᾿ ενοχλήσαμε έτσι; Κάνε τη δουλειά σου εσύ, Να ψάξω κι εγώ;

Ο Γιώργος αρχίζει να παίζει ντραμς με τα μαξιλάρια της πολυθρόνας.


Στέλλα: Ρε παιδιά, ηρεμήστε λίγο, χαλαρώστε, καλοκαίρι είναι.


Η Στέλλα φεύγει από την άλλη έξοδο του σαλονιού.


Ανθή: Για πες, ρε Γιωργάκη, για πες, πώς τα ᾿χεις καταφέρει έτσι; Πώς κατάφερες η σιχαμένη σου ύπαρξη να θεωρείται κάτι φυσιολογικό για όλους μες στο σπίτι; Να περνάνε και να σου κάνουν και πατ-πατ-πατ στο κεφάλι;


Γιώργος:  Είναι δύσκολο Ανθούλα μου. Πίστεψέ με, δεν είναι εύκολο.

[...]




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο του Γιάννη Οικονομίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις αντίποδες σε επιμέλεια του Αντώνη Ιορδάνου. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε αποκλειστικά για το θέατρο ο κινηματογραφιστής Γιάννης Οικονομίδης.

Η παράσταση του έργου επαναλαμβάνεται φέτος για δεύτερη σεζόν στο Εθνικό θέατρο μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2018. Στη σελίδα του Εθνικού θεάτρου αναφέρεται για το έργο: 

ε μια οικογένεια όπου ο νόμος του πατέρα-αφέντη εφαρμόζεται με «μαφιόζικες» μεθόδους, η Στέλλα αρνείται να παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλεται από το περιβάλλον της και επιμένει για το αυτονόητο δικαίωμα της προσωπικής επιλογής. Ο έρωτας όμως, ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση ατομικής ελευθερίας, ακυρώνεται μπροστά στο συμφέρον, που υποχρεώνει σε υποταγή στις ειλημμένες αποφάσεις. Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη και συναισθήματα θεωρούνται πολυτέλεια.  

Με αφορμή έναν απαγορευμένο έρωτα, το έργο καταγράφει τη σημερινή πραγματικότητα και ανατέμνει έναν κόσμο εδραιωμένο στο ψέμα, το χρήμα, τη χυδαιότητα και το έγκλημα. Το όνειρο της κοινωνικής ανόδου και της υλικής ευμάρειας εξουδετερώνει κάθε αξία και διαβρώνει συμπεριφορές και συνειδήσεις.

Το «Στέλλα κοιμήσου» γράφτηκε με τη δημιουργική συμμετοχή των ηθοποιών της παράστασης κατά τη διάρκεια των προβών. Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή, καθώς ο διάλογος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ζωντανά στη σκηνή, με βάση ένα συγκεκριμένο σενάριο." 












LinkWithin

Related Posts with Thumbnails