Arthur Rimbaud / Γιώργος Χριστιανάκης, Μια εποχή στην κόλαση

ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Σειρά μου. Θα ιστορήσω μια τρέλα μου.

Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μην τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης.

Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι λαϊκές εικονογραφήσεις· η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας· τα παραμύθια με νεράιδες, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.

Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δεν ξέσπασαν, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα.

Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! – Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο. – Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου.

Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους.

*

Μακριά από κοπάδια, πουλιά και κοπελιές

Τι έπινα γονατιστός στα ρείκια

Ανάμεσα στις λυγερές τις φουντουκιές

Στου απομεσήμερου το σύθαμπο το πράσινο και το νωθρό;

 

Τι να πιω απ’ τον Ουάζ το νιο ποτάμι

-Βουβές φτελιές, γυμνό χορτάρι, συννεφιάζει!-

Από φλάσκες κίτρινες να πιω σε ξένα μέρη

Χρυσάφι υγρό που κάνει το κορμί ν’ ασπαίρει.

 

Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ.

-Η θύελλα έκρυψε τον ουρανό. Το βράδυ

Σε αμμουδιά παρθένα χανόταν του δάσους το νερό

Μια θεοποντή έριχνε στους νερόλακκους χαλάζι

Κλαίγοντας, έβλεπα το χρυσάφι – μα δεν μπόρεσα να πιω. –

*

Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα

Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι

Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη

Από το νυχτερινό ξεφάντωμα.

 

Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές

Στων Εσπερίδων την ανατολή

Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι

Οι Μαραγκοί.

 

Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη

Θόλους λαμπρούς θα στήσουν

Όπου οι άνθρωποι

Ψεύτικούς ουρανούς θα ζωγραφίσουν.

 

Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά

Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά

Λίγο, για χάρη τους, Αφροδίτη

Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις.

 

Των Εραστών Βασίλισσα εσύ

Κέρασε τους εργάτες με ρακή

Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά

Ώσπου το μεσημέρι στη θάλασσα να βρουν δροσιά.

*

Οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου.

Αφέθηκα στης στιγμής την παραίσθηση: έβλεπα στ’ αλήθεια ένα τζαμί εκεί όπου βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στο βυθό μιας λίμνης· τέρατα, μυστήρια· ο τίτλος μιας ελαφριάς κωμωδίας ξυπνούσε μέσα μου τον τρόμο.

Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις!

Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος στη νάρκη: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων – τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νηπίων που πέθαναν αβάπτιστα, τους ασπάλακες, τον ύπνο των παρθένων!

Ο χαρακτήρας μου χειροτέρευε. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με κάτι σαν ρομάντζες:


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΠΥΡΓΟ

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Έκανα τόση υπομονή

Κι η λησμονιά παντοτινή.

Φόβοι, καημοί και θλίψη

Φεύγουν στα ουράνια ύψη.

Από μια δίψα νοσηρή

Το αίμα μου έγινε χολή.

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Όπως και το λιβάδι

Παρατημένο στη λησμονιά

Φουντώνει και θάλλει

Στα νηρόχορτα και τη λιβανιά

Μέσα στο άγριο βουητό

Από βρομόμυγες σωρό.

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά, τα ζεστά ποτά. Σερνόμουν σε βρόμικα σοκάκια, και με κλειστά μάτια ξάπλωνα στον ήλιο, το θεό του φωτός.

«Στρατηγέ, αν απόμεινε κάνα παλιό κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες σου, βομβάρδισέ μας με μπάλες ξερό χώμα. Τις βιτρίνες των ωραίων μαγαζιών! τα σαλόνια! Βάλε την πόλη να φάει τη σκόνη της. Οξείδωσε τις υδρορροές. Πλημμύρισε τα μπουντουάρ με πυρακτωμένη σκόνη ρουμπινιών…»

Α! Το μεθυσμένο μυγιαλούδι στο ουρητήριο του πανδοχείου, ερωτευμένο με τη μυοσωτίδα, που το διαλύει μια αχτίδα!

 

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την πέμπτη δίγλωσση έκδοση του βιβλίου του Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891) Μια εποχή στην κόλαση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το Δεκέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε από την All Together Now "μια μουσική προσέγγιση του ποιητικού κειμένου στη μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη" σε σύνθεση του Γιώργου Χριστιανάκη. Η συγκεκριμένη έκδοση περιέχει ένα βιβλίο 56 σελίδων με αποσπάσματα του κειμένου, σημειώματα, φωτογραφικό υλικό και εικονογραφήσεις και 2 cd, ένα ορχηστρικό και ένα με αφήγηση ολόκληρου του ποιητικού κειμένου Μια εποχή στην κόλαση. Τα κείμενα διαβάζει ο Γιώργος Χριστιανάκης και τα έμμετρα ποιήματα ο Γιάννης Αγγελάκας. Στο σημείωμά του ο συνθέτης σημειώνει: "Το ταξίδι μου με το Μια εποχή στην κόλαση ξεκίνησε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, όταν διάβασα αυτό το εμβληματικό κείμενο του Αρθούρου Ρεμπώ. [...] Τον Φεβρουάριο του 2011 το 'πιασα πάλι από την αρχή, έστειλα στο διάβολο το φωτοστέφανο του μάρτυρα, την ακτινοβολία της τέχνης, την έπαρση του συνθέτη και βυθίστηκα στην άβυσσο του κειμένου, αναζήτησα τις σιωπές του, τη λάμψη και το σκότος του, τις εναλλαγές των προσωπείων του, τα βέβηλα λόγια του, την τρέλα, τον ίλιγγο της φυγής, και ένιωσα να κυλάω με το αίμα του, και εισήλθα ταπεινά και ολοκλήρωσα μια διαδρομή στο βασίλειό του [...]".

Θεοχάρης Παπαδόπουλος Τ' ακορντεόν

Foto by Csaba Polgar

Έμαθε να παίζει ακορντεόν.

Παραπονιόταν πάντα

για το βάρος του.

Έπαιζε αργά τον πόνο του

και έκλαιγε.

Τώρα τ' ακορντεόν το πούλησε

μα νιώθει πιότερο το βάρος που σηκώνει.

 
 

Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Βουλγαρικά και τα Πακιστανικά. Κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές του  Κραυγές (2009), Ερείπια (2010), Πρόσωπα γνωστά (2011), Ξερόκλαδα (2012) και Πρόγνωση καιρού (2014).


Αλέξανδρος Κ., Ευγνωμοσύνη

Vincent van Gogh, De Aardappeleters [Οι πατατοφάγοι] (Λιθογραφία, Απρίλιος 1885)

  

Ο παππούς της ήταν Σλάβος και έβοσκε γουρούνια μικρός. Κτηνοτρόφος λέει ότι ήταν αυτή, όταν μιλάει για τον παππού της. Αλλά δεν λέει ότι ήταν Σλάβος. Μακεδόνας λέει. Ο παππούς της ήταν Μακεδόνας κτηνοτρόφος. Η γιαγιά της ήταν γητεύτρα. Πρακτική γιατρός λέει ότι ήταν αυτή, όταν μιλάει για τη γιαγιά της. Βέρα Μακεδόνα λέει για εκείνη. Βέρα Μακεδόνα, πρακτική γιατρός. Παρασκεύαζε φάρμακα με δικές της συνταγές. Κάθε ασθένεια και το ίαμά της. Είχε διαβάσει και πολύ η γιαγιά της. Κυρίως όμως παρατηρούσε. Πειραματιζόταν και παρατηρούσε. Πρωτοπόρα για την εποχή της. Τους ευγνωμονούσαν και τους δυο στον τόπο τους. Αλλά και στα γύρω χωριά. Ο παππούς της εξασφάλιζε το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί για όλο το χωριό και η γιαγιά της θεράπευε τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Πολύ καλοί άνθρωποι ο παππούς της και η γιαγιά της. Τίμιοι, ειλικρινείς, αγαθοί άνθρωποι. Εργατικοί, φιλόπονοι, ανιδιοτελείς. Ποτέ δεν έπαιρναν χρήματα από τους συγχωριανούς τους. Ούτε από τους άλλους. Τους ξένους. Αν ήθελαν να γίνουν πλούσιοι, θα είχαν γίνει από πολύ νωρίς και με το παραπάνω. Όμως εκείνοι ποτέ δεν έπαιρναν χρήματα. Έπρεπε όμως να ζήσουν και εκείνοι. Πέντε παιδιά είχαν. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Η μάνα της ήταν το τρίτο παιδί, το μικρότερο κορίτσι. Πρώτα γεννήθηκαν οι αδελφές της και μετά από κείνη γεννήθηκαν τα δυο αγόρια. Έπρεπε να φάνε τα παιδιά. Και τα ζώα έπρεπε να φάνε. Η βοσκή δεν επαρκούσε. Δύσκολα χρόνια. Άγρια. Και αν ήσουν και καλός άνθρωπος, όπως ήταν ο παππούς της και η γιαγιά της, δύσκολα επιβίωνες. Και αν είχες να θρέψεις και πέντε στόματα ακόμα, ακόμα πιο δύσκολα επιβίωνες. Κρέας, γάλα, γιαούρτι και τυρί είχαν βέβαια, γιατί είχαν τα ζώα. Κτηνοτρόφος ήταν ο παππούς της. Αλλά και τα ζώα έπρεπε να φάνε, για να έχουν μετά και εκείνοι και όλο το χωριό κρέας, γάλα, γιαούρτι και τυρί. Η βοσκή δεν επαρκούσε. Και για να μπορεί μετά και η γιαγιά της να θεραπεύει τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Τους αγαπούσαν οι συγχωριανοί τους. Τους αγαπούσαν πολύ. Και οι ξένοι τούς αγαπούσαν. Από τα γύρω χωριά. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό που έκαναν. Η γιαγιά της και ο παππούς της. Να εξασφαλίζει ο παππούς της το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί για όλο το χωριό και η γιαγιά της να θεραπεύει τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Έπρεπε όμως να ζήσουν και εκείνοι. Πέντε παιδιά είχαν. Ξέρεις τι είναι να θέλει η μάνα να ταΐσει το παιδί της και να μην μπορεί; Τι να το κάνει το χωράφι η άλλη, όταν δεν έχει χέρια να το δουλέψουν; Να θέλει να ταΐσει το παιδί της και να της δίνει ο άλλος κρέας και γάλα; Έτσι απλά. Επειδή ήταν κτηνοτρόφος. Τι να το κάνει το χωράφι μετά; Το χάριζε το χωράφι της το χέρσο στον παππού της, από ευγνωμοσύνη. Γιατί τάισε το παιδί της και το παιδί της έζησε. Αλλά ο παππούς της δεν το κρατούσε το χωράφι για δικό του. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Το έδινε το χωράφι ο παππούς της να το δουλέψουν άλλοι. Που είχαν ανάγκη. Ξέρεις τι είναι να θέλεις να οργώσεις τη γη και να τη σπείρεις, για να τη δεις τη γη να σε χορταίνει, και να μην έχεις ένα κομμάτι γης; Τι να τα κάνει τα χέρια του ο άλλος, όταν δεν έχει γη να την οργώσει; Δύσκολα χρόνια. Άγρια. Να θέλει να δουλέψει με τα χέρια του και να του δίνει ο άλλος γη για να δουλέψει; Έτσι απλά. Επειδή κάποιος του χάρισε ένα χωράφι. Τι να την κάνει όλη τη σοδειά μετά; Το χάριζε το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς στον παππού της, από ευγνωμοσύνη. Γιατί όργωσε τη γη και την έσπειρε και είδε τη γη να τον χορταίνει. Αλλά ο παππούς της δεν την κρατούσε όλη τη σοδειά για δική του. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Έδινε από τη σοδειά ο παππούς της να φάνε και όλοι οι άλλοι. Που πεινούσαν. Και μαζί με το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί τούς έδινε ο παππούς της και αυγά και στάρι και καλαμπόκι και ρύζι και κριθάρι και φακές και ρεβίθια και φασόλια και κηπευτικά και ελιές και λάδι. Ό,τι του χάριζαν του παππού της, από ευγνωμοσύνη, το έδινε ο παππούς της σε άλλους πάλι. Και τους έδινε και καπνό κομμένο ο παππούς της. Και τους έδινε και ροζ φυλλάδια να στρίψουν τον καπνό, να τον κάνουν τσιγάρο και να φουμάρουνε. Και τους έδινε να πιούνε και τσίπουρο ο παππούς της. Και τους έδινε και κρασί. Σαν κοινωνία το πίνανε το κρασί. Στο όνομα του παππού της. Και στης γιαγιάς της το όνομα. Ή και στων δυο τους το όνομα. Ανάλογα με την περίσταση. Γιατί και τη γιαγιά της την αγαπούσαν. Η γιαγιά της θεράπευε τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Ξέρεις τι είναι να βλέπει η μάνα το παιδί της να λιώνει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα; Να λιώνει το παιδί της σαν το κερί και οι γιατροί να μην μπορούν να κάνουν τίποτα; Και να το θεραπεύει το παιδί η γιαγιά της; Έτσι απλά. Πρακτική γιατρός η γιαγιά της. Παρασκεύαζε φάρμακα με δικές της συνταγές. Κάθε ασθένεια και το ίαμά της. Ή να φέρνει η άλλη το παιδί της με στραβωμένα τα χέρια του και τα πόδια του στη γιαγιά της και λίγες μέρες μετά να σηκώνεται το παιδί και να τρέχει και να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να κόβει τα σύκα και τα αχλάδια και τα καρύδια και τα αμύγδαλα και τα ρόδια και να τα φέρνει στη γιαγιά της με τα ίδια του τα χέρια, από ευγνωμοσύνη. Ή να ανεβαίνει στο άλογο ή στο γαϊδούρι του σπιτιού και να έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς της και να το χαρίζει το άλογο ή το γαϊδούρι στη γιαγιά της, από ευγνωμοσύνη. Και να γυρίζει μετά στο χωριό του με τα πόδια. Γι' αυτό το πίνανε σαν κοινωνία το κρασί που τους έδινε ο παππούς της. Στο όνομα της γιαγιάς της. Και στου παππού της το όνομα. Ή και στων δυο τους το όνομα. Ανάλογα με την περίσταση. Και ο καθένας που τον ευεργετούσε ο παππούς της ή η γιαγιά της ή και οι δυο μαζί χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της ό,τι είχε, από ευγνωμοσύνη. Άλλος ένα χωράφι, άλλος ένα μποστάνι, άλλος ένα ζωντανό, άλλος μια αποθήκη. Και όποιος δεν είχε χωράφι, μποστάνι, ζωντανό ή αποθήκη χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της μια βέρα, ένα δαχτυλίδι, έναν σταυρό. Παλιατζούρες. Οικογενειακά στολίδια που είχαν συναισθηματική αξία μόνο. Έτσι απλά, από ευγνωμοσύνη. Και όποιος δεν είχε βέρα, δαχτυλίδι ή σταυρό μπορεί να χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της κάτι απλό, ένα χρυσό δόντι, ας πούμε. Έτσι απλά, από ευγνωμοσύνη. Έτσι έγιναν μεγάλοι και τρανοί ο παππούς της και η γιαγιά της. Χωρίς να πάρουν ποτέ χρήματα από τους συγχωριανούς τους. Ή από τους άλλους. Τους ξένους. Αν ήθελαν να γίνουν πλούσιοι, θα είχαν γίνει από πολύ νωρίς και με το παραπάνω. Τίμιοι, αγαθοί άνθρωποι. Ανιδιοτελείς. Έτσι μεγάλωσαν και τα πέντε παιδιά τους. Τα δυο αγόρια και τα τρία κορίτσια. Και όλα τους τα παιδιά έμαθαν τι θα πει ανιδιοτέλεια και τι θα πει ευγνωμοσύνη. Και έτσι έζησαν τη ζωή τους και εκείνα. Και τα πέντε.

 

Μια μέρα, πήγε ένας συγγραφέας στον παππού της. Η γιαγιά της είχε πεθάνει τότε. Και ζήτησε από τον παππού της να του πει την ιστορία τους. Τη δική του και της γυναίκας του την ιστορία. Για να τη γράψει ο συγγραφέας. Να την κάνει βιβλίο. Του μίλησε ιδιαιτέρως ο συγγραφέας του παππού της. Και του πρόσφερε και χρήματα. Αλλά ο παππούς της δεν ήθελε. Τον έδιωξε τον συγγραφέα. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Να μπορούσε αυτή να τη γράψει μια μέρα. Την ιστορία του παππού της και της γιαγιάς της. Να την κάνει βιβλίο. Να ήταν συγγραφέας. Πολύ ωραίο βιβλίο θα γινόταν η ιστορία του παππού της και της γιαγιάς της. Να μάθαινε ο κόσμος τι θα πει τιμιότητα. Και ανιδιοτέλεια. Που όλοι κοιτάζουν πώς να σε εκμεταλλευτούν σήμερα. Πώς να βγάλουν κέρδος.


 

 

 

Το διήγημα «Ευγνωμοσύνη» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Mario Wirz, Οι δικοί μου οι άγγελοι δεν χρειάζονται φτερά

 Foto by No14me


Οι δικοί μου οι άγγελοι δεν χρειάζονται φτερά,

για να με θαμπώνουν,

ούτε λάμψη

που να με τρομάζει,

προσεχτικά με βάζουν να σταθώ στα πόδια μου,

με κρατάνε,

στα πρώτα μου τα βήματα στο φως της μέρας,

οι δικοί μου οι άγγελοι είναι θηλυκοί ή αρσενικοί,

δεν χρειάζονται άρπες,

για να με ξυπνάνε,

ούτε τελειότητα,

που να με μπερδεύει,

καμμιά φορά σφυρίζουνε αλήτικα

ή τραγουδάνε τις τελευταίες επιτυχίες,

πειράζουνε ανέμελα τα φαντάσματά μου,

κάνουν αστεία με τη σκιά μου,

οι δικοί μου οι άγγελοι μεταμορφώνουνε τη σκοτεινή σιωπή μου

σε γέλιο,

με ταΐζουνε ελπίδα,

τα χέρια τους παρηγορούν το βασανισμένο σώμα,

δαμάζουνε τον πόνο του,

οι δικοί μου οι άγγελοι με προστατεύουνε,

φυλάνε σκοπιά,

κι αυτή τη νύχτα…

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Η παρούσα μετάφραση του ποιήματος του Mario Wirz και η φωτογραφία που τη συνοδεύει δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο blog No14me. Ο Μάριο Βιρτς γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1956 στο Μάρμπουργκ στον ποταμό Λαν και μεγάλωσε στο Φράνκενμπεργκ στον ποταμό Έντερ. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός θεάτρου. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το 1985 έμαθε ότι είναι οροθετικός, ενώ το 1994 υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία για να αντιμετωπίσει καρκίνο στους λεμφαδένες. Κάποια στιγμή δήλωσε ότι ούτε η χρόνια έλλειψη χρημάτων ούτε η δεύτερη διάγνωση καρκίνου το Σεπτέμβριο του 2008 τον έχουν κάνει να μην πιστεύει στην τύχη του. Πέθανε στο Βερολίνο στις 30 Μαΐου 2013. Έργα του: Και τ’ όνειρο μπερδεύει τα μαλλιά σου. Νυχτερινά ποιήματα (1982), Είναι αργά, δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω. Νυχτερινή αναφορά (1992), Βιογραφία μίας ζωντανής ημέρας (1994), Η καρδιά των ωρών αυτών (ποιήματα, 1997), Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας (διηγήματα, 1999), Επτά ζωές έχει η εβδομάδα (ποιήματα, 2003), Θύελλα πριν τη σιωπή (ποιήματα, 2006), Προσωρινά αθάνατος (ποιήματα, 2010). Στα Ελληνικά έχουν δημοσιευθεί ποιήματά του στα περιοδικά «Το Δέντρο» (τ. 145-146) και «Antivirus κατά του ιού της βίας» (τ. 22) καθώς και στο blog Logotexnia21. Το διήγημά του «Επίκληση αγγέλου» από τη συλλογή διηγημάτων Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΙΝΔΙΚΤΟΣ (τ. 21) και το κείμενο «Τριστιάνε» από το βιβλίο Μηνύματα απ’ τους αγαπημένους (2009), το οποίο περιλαμβάνει και κείμενα του Christoph Klinke, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΗΣΙΔΕΣ (τ. 6). Μεταφράσεις των ποιημάτων του στα Ελληνικά και σε άλλες γλώσσες δημοσιεύονται στον ιστότοπο lyrikline, όπου υπάρχουν και ηχογραφημένες αναγνώσεις ποιημάτων του από τον ίδιο τον ποιητή. Δείτε όλες τις δημοσιεύσεις του Mario Wirz στο blog Logotexnia21.

Γλυκερία Μπασδέκη - Bijoux de Kant, Ραμόνα travel /η γη της καλοσύνης

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Foto by Πάνος Μιχαήλ)

[Απόσπασμα]

 

… κατόπι με επαίρνανε απ’ το σχολείο… Ραμόνα, θα με παντρευτείς; φωνάζανε, της μάνας μου το δαχτυλίδι πάρε, εξοχικό στη θάλασσα, τριανταφυλλίτσες άγριες για σένα θα φυτέψω- έτρεχα, έτρεχα… στου Αναστασόπουλου το υπόστεγο χωνόμουνα, πάτερ ημών, βίους αγίων ψέλλιζα να σηκωθούν, να πάνε, να μ’ αφήσουνε… για λίγο έφευγαν, δεν ησυχάζανε- ένας αντάρτης ψειριασμένος, σκύλος άγριος σκέπαζε το κρεβάτι μου αχάραγα, μάτι δε μ’ άφηνε να κλείσω-μου ’δειχνε την κοιλιά του σάπια, ανοιγμένη από όλμο- πες με Χριστόφορο και φεύγω, με το βαφτιστικό να με φωνάξεις και δεν ματαέρχομαι… ήσουνα στο καρότσι ακόμα, βυζανιάρικο- τρόμους τρανούς επέρασα Στελλίτσα… δεν το ’σκασα, δεν σας παράτησα, δεν ήταν όσα άκουσες αλήθεια… τι να της πω της μάνας; … δε θα πίστευε… στο λεωφορείο πήδηξα, με μια τιράντα, έτρεμα- πού πήγαινα, πού θα ’φτανα δεν ήξερα… να μη με ματαβρούνε, οι ξωτικοί, οι ξένοι, οι αλύτρωτοι, να με εχάσουν ήθελα … τον μύρισα τον άντρα σου εγώ, βρώμαγε θειάφια- δεν είπα τίποτα η στρίγγλα, με τους λεμονανθούς, μονάχη …. χυτή λαμπάδα σ’ άφησα να σιγοσβήνεις… άκουγε τ’ όνομά του ο λυπημένος και εδυνάμωνε… Ζλάταν μου, Ζλάταν μου ,το Ζλάταν εποθούσε, το βαφτιστικό του… ούτε εδώ, ούτε εκεί… στο μέσο τριγυρνούνε οι ξένοι, όνομα για το μνήμα θέλουνε… να ξεγελάσουνε τον φύλακα, να μπουν στο περιβόλι, στη μάνα δίπλα να κουρνιάσουν…. να τους αφήσει ο μαύρος ρήγας, να ησυχάσουνε…



 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης της Γλυκερίας Μπασδέκη. Με αυτό το έργο συμμετείχε στο "Φεστιβάλ Αθηνών 2014" η θεατρική ομάδα Bijoux de Kant.  Στο σημείωμα του σκηνοθέτη της παράστασης, Γιάννη Σκουρλέτη, αναφέρεται: "Mια κοπέλα από το Διδυμότειχο είναι η Ραμόνα. Φορέας της ιστορίας της που δεν είναι άλλη από την ιστορία αυτού του τόπου. Είναι και Μήδεια και Αντιγόνη και αφίσα σε σκυλάδικο και συνθηκολογημένη του εμφυλίου. Η Ραμόνα ταξιδεύει αιώνες αυτή τη διαδρομή από τη γέννα μέχρι το θάνατο και πάλι απ’ την αρχή. Η γλώσσα της έχει το γρατσούνισμα του έρωτα, της ξενιτειάς, της ορφάνιας. Είναι μια βαθιά ελληνική γλώσσα που ταξιδεύει κι αυτή αιώνες, αλλάζοντας συνεπιβάτες. Η bijoux de kant παραδίδει τη δραματουργική της προσέγγιση σ’ ένα έργο σκληρού ρομαντισμού. Σκηνοθετεί ένα ταξίδι στη χώρα της καλοσύνης, του θαύματος, του ορατού και του πανταχού απόντος. Η Ραμόνα, για μένα, είναι ένα συγκινητικό ταξίδι πίστης, ένα ταξίδι όπου το θαύμα είναι το τελικό ζητούμενο και η πίστη σ’ αυτό η μόνη αποσκευή".  Διαβάστε εδώ μία κριτική της Ιλειάνας Δημάδη για την παράσταση και εδώ ένα κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη με τον υπότιτλο {αυτά που δεν είπα στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη}. Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε το 1969 στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989) και Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012), ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικές εκδόσεις [Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001) και 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002)]. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά.

No14me, Έλλειψη Σελήνης

Foto by Paolo Gadler

Αν υποθέσουμε ότι είμαι το φεγγάρι, και όλοι οι άλλοι η γη, που μου χαρίζει αυτήν την αδιάκοπη περιστροφή, την ασφάλεια της έλξης, την αποφυγή του χάους, τότε εσύ είσαι ο ήλιος που με φωτίζει, που με ζεσταίνει, που με κάνει πρωταγωνιστή στη νύχτα των άλλων, οδηγό για τους ναυτικούς, αφορμή για τους ερωτευμένους. Μια άμορφη, κρύα μάζα ήμουν και κοίτα με τώρα πώς μεσουρανώ.


Αναδημοσιεύεται από εδώ.