Μαρία Γιαγιάννου, Κλάρα Σούμαν - Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας
[…]
Γυναίκα η δημιουργός
Συντελεστές της παράστασης
Συγγραφέας: Μαρία Γιαγιάννου
Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Δραματουργία: Μιλτιάδης Φιορέντζης
Συνεργάτης Δραματουργίας | Διαμόρφωση πρόβας: Μαρία Όλγα Αθηναίου
Σκηνογραφία | Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Γλυπτική: Περικλής Πραβήτας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ηχητικός σχεδιασμός: Νίκος Παλαμάρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αριάννα Χατζηγαλανού
Υπεύθυνος επικοινωνίας: Άρης Ασπρούλης
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Promo teaser: Χρυσάνθη Μπαδέκα
Ερμηνεύουν:
Πιανίστρια: Βικτωρία Κιαζίμη
Βαρύτονος: Νικόλας Καραγκιαούρης
Ηθοποιοί: Μαρία Όλγα Αθηναίου, Μιλτιάδης Φιορέντζης
Θοδωρής Γκόνης, Υπηρεσία αφύπνισης
Γιατί δε βάζεις την αφύπνιση, εύκολο είναι, βρίσκεις στο μενού «ατζέντα», ανοίγεις, πας «ώρα αφύπνισης», γράφεις την ώρα που θέλεις, πατάς αποθήκευση, ok. Βλέπεις και το χρυσό, πονηρό καμπανάκι με το γλωσσίδι του, έτοιμο να κουδουνίσει την ώρα που εσύ διέταξες, πάνω δεξιά στην οθόνη, κλείνεις το τηλέφωνο, κοιμάσαι τον ύπνο του Δικαίου. Γιατί να υποχρεώνεσαι και να ταλαιπωρείς τους ανθρώπους;
Μάλιστα, ωραία τα λες, ωραία τα έχεις μάθει. Απλό είναι, πράγματι, παιχνιδάκι, έλα, όμως, που εγώ έχω μάθει αλλιώς και δεν μπορώ έτσι. Θέλω άνθρωπο, θέλω φωνή, φιλί, χάιδεμα, γαργάλημα, κελάδημα, λάλημα και μια και δυο και τρεις φορές τον Πετεινό. Θέλω φρουρό, σκοπό, θαλαμοφύλακα, σκεπαστή, προστάτη, φύλακα, αρχάγγελο με τη ρομφαία. Θέλω τη μάνα μου. Θέλω να κολλάς χαρτάκια, χρωματιστά με την ώρα που σου ζήτησα -που πρέπει να σηκωθώ- στο ψυγείο με μαγνητάκια, στον καθρέφτη, στον υπολογιστή σου, στην ψυχή σου, να τα κοιτάς, να μη με ξεχνάς. Θέλω να δουλεύεις, να μιλάς ψιθυριστά, να τραγουδάς, να περπατάς, τα τραγούδια που αγαπάς, να βλέπεις χαμηλά τηλεόραση, να καπνίζεις όσο θες τώρα που απαγορεύεται, νερά να τρέχουν σιγανά, να μαγειρεύεις, να θολώνουν τα τζάμια να γράφεις τ’ όνομά μου, να με γυρεύεις. Θέλω να έχεις την έννοια, τόσα γίνονται την ώρα του ύπνου, έρχεται η φωτιά, το κλάμα, το αναφιλητό, ο καημός, ο σεισμός, ο κεραυνός, ο κλέφτης, ο ψεύτης, τ’ όνειρο, ο εφιάλτης, ο χωρισμός. Θέλω να σε βλέπω κρυφά, να λαγοκοιμάμαι, να κάνω πως κοιμάμαι, να κατασκοπεύω, τα όλα σου, τα ωραία σου, να τα λιώνω, να τα εξαργυρώνω, να τα παίρνω, να τα βάζω, να τα στρώνω, να τα τρώω, να ταΐζω τον ύπνο μου, τα όνειρά μου.
Θέλω άνθρωπο, κι αν πρέπει, αν είναι ανάγκη να είσαι έξω στους δρόμους, στις δουλειές, να αλλάζεις χέρι στο ρολόι σου να με θυμάσαι, να μην ξεχνάς, να με φοράς, να περνάς, να διπλώνεις, το λαστιχάκι απ’ τα μαλλιά σου στον αντίχειρα, να με μασάς, να με σαλιώνεις, να με δαγκώνεις. Αν ακούς ασθενοφόρο, πυροσβεστικό, σειρήνα, να αυτιάζεσαι, να νοιάζεσαι, να μου τηλεφωνείς στο σταθερό, τον πιο κρυφό μας αριθμό-δεσμό. Να με ρωτάς όλα καλά;, ν’ αλλάζω, να στάζω σάλιο στο άλλο μου πλευρό. Σ’ αγαπώ.
Κι αν είσαι μακριά, πολύ μακριά, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, με άλλη ώρα, με άλλον άνθρωπο -κούφια η ώρα- σε άλλη ήπειρο, στην ξενιτιά, με χρόνο ανάποδο, χειμώνα εκεί, το καλοκαίρι εδώ, να ξέρεις, να γνωρίζεις, να αφαιρείς, να αθροίζεις, διαφορές και αλλαγές. Δείκτες και λεπτοδείκτες. Αριθμούς. Να με ξυπνάς, να μου χτυπάς, με τα μεγάλα του κόσμου τα ρολόγια, με τα δικά σου λόγια. Να με ξυπνάς, εσύ, εσύ που ξέρεις, που κρατάς, που κυβερνάς, που ορίζεις, καθορίζεις, ρυθμίζεις, γνωρίζεις, κανονίζεις τις ώρες μου, τις μέρες μου, τα χρόνια. Βροχές και χιόνια. Ολόλευκα σεντόνια.
Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Θοδωρή Γκόνη και δείτε ποια άλλα βιβλία του κυκλοφορούν.
Ελευθερία Τσίτσα, Peter, a Young English Girl
Jenny Erpenbeck, Ιστορία του γερασμένου παιδιού
Σκίτσο: Στέλλα Σαρηγιαννίδου
Τεχνική επιμέλεια: Νίκος Δημητρακάκος
Βίντεο: Δημήτρης Μαυροκέφαλος
Ηχογραφημένη φωνή: Ρίτα Λυτού
Θανάσης Δ. Σταμούλης, Ab Ovo
Το φως του νοσοκομείου είναι τόσο λευκό που δεν μπορείς να το κοιτάξεις. Πέφτει στους τοίχους και αποκαλύπτει τη βρομιά. Δαχτυλιές, φλέματα, προσευχές. Όλα συσσωρεύονται κάτω από το λευκό φως και πολλαπλασιάζονται. Και άμα ανοίξεις τα παράθυρα, το λευκό φως εγκλωβίζεται. Δεν καταφέρνει να βρει διέξοδο. Εγκλωβίζεται στους τοίχους και θαμπώνει. Μετά κυλά στους ανθρώπους και γίνεται αγιάτρευτη αρρώστια.
Η γυναίκα του τελευταίου θαλάμου έχει καταπιεί το λευκό φως. Πεθαίνει. Το λευκό φως έκαψε τα σωθικά της και το πάγκρεάς της αρνείται τη σωτηρία. Κάθε ώρα που περνά καταρρέει μέσα στο σώμα της. Η κατάρρευση είναι αργή. Προκαλεί αφόρητους πόνους. Δίπλα στη καταρρέουσα γυναίκα υπάρχει ένας σύζυγος και δύο κόρες. Της κρατούν το χέρι αλλά δεν κατανοούν τον πόνο της. Και η γυναίκα δεν κατανοεί την επαφή. Προτιμά να παραληρεί. Βρίζει ακατάπαυστα και φαντάζεται ζωές που δεν έχει ζήσει. Και στις φλέβες το αίμα της βράζει. Από το ανοιχτό παράθυρο, ο καλοκαιριάτικος ήλιος πέφτει στο δέρμα της και γίνεται ακατέβατος πυρετός.
Το πάγκρεας της γυναίκας καταρρέει τέσσερις ημέρες. Ο Τάκης όταν βγαίνει από τον θάλαμο λέει στους συγγενείς πως δεν υπάρχει γυρισμός. Ο σύζυγος τον πιστεύει επειδή εμπιστεύεται την ιατρική στολή του. Οι κόρες τον κοιτούν καχύποπτα. Θεωρούν πως σφάλει.
Ο Τάκης γεμίζει το αίμα της γυναίκας παυσίπονα. Προσπαθεί να μετριάσει τον πόνο. Θεωρεί πως έτσι ο θάνατός της θα είναι ανώδυνος.
Την έκτη μέρα, η γυναίκα σιωπά. Οι βρισιές στεγνώνουν και γίνονται σκασμένα χείλια. Ο σύζυγος δεν μπαίνει πια στον θάλαμο. Κάθεται στον διάδρομο και διπλώνει την κοιλιά του επάνω στο περβάζι ενός ανοιχτού παραθύρου. Οι κόρες, όμως, στέκονται δίπλα στο σκασμένο στόμα και στις μασχάλες τους βάζουν παγωμένες κομπρέσες. Ο πυρετός της γυναίκας όμως δεν πέφτει. Είναι σταθερός και γίνεται μουσκεμένες γάζες.
Όταν ξημερώνει η όγδοη ημέρα, η γυναίκα δεν έχει πια στόμα, μάτια, πρόσωπο. Μόνο ρυτίδες που ανήκουν στον πόνο έχει. Και όταν ανοίγει λίγο το στόμα της, μυρίζεις την κατάρρευση. Και οι λέξεις που λέει δεν εμπεριέχουν ελπίδα αλλά αλαλαγμό. Δεν λέει: θέλω να ζήσω, αλλά ψελλίζει: φτώχεια.
Ο σύζυγος στον διάδρομο είναι μακριά. Δεν ακούει τη φωνή. Πιάνει τις κουτσουλιές των περιστεριών με τα χοντρά του δάχτυλα και τις συνθλίβει. Οι κόρες μέσα στον θάλαμο, όμως, όταν ακούνε τη μάνα τους να λέει: φτώχεια, αναθαρρούν. Πιστεύουν πως επιστρέφει στη ζωή.
Καθώς η γυναίκα ξεψυχούσε, άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τις κόρες της και είπε: φτωχοί συγγενείς.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα του Θανάση Δ. Σταμούλη (γεν. 1978) Ab Ovo, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ποταμός το 2017. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του Θανάση Δ. Σταμούλη.
Με το πρώτο του βιβλίο, Η σκιά στο δέντρο, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ποταμός το 2016, ήταν στη μικρή λίστα υποψηφίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του Αναγνώστη.