Το φως του νοσοκομείου είναι τόσο λευκό που δεν μπορείς να το κοιτάξεις. Πέφτει στους τοίχους και αποκαλύπτει τη βρομιά. Δαχτυλιές, φλέματα, προσευχές. Όλα συσσωρεύονται κάτω από το λευκό φως και πολλαπλασιάζονται. Και άμα ανοίξεις τα παράθυρα, το λευκό φως εγκλωβίζεται. Δεν καταφέρνει να βρει διέξοδο. Εγκλωβίζεται στους τοίχους και θαμπώνει. Μετά κυλά στους ανθρώπους και γίνεται αγιάτρευτη αρρώστια.
Η γυναίκα του τελευταίου θαλάμου έχει καταπιεί το λευκό φως. Πεθαίνει. Το λευκό φως έκαψε τα σωθικά της και το πάγκρεάς της αρνείται τη σωτηρία. Κάθε ώρα που περνά καταρρέει μέσα στο σώμα της. Η κατάρρευση είναι αργή. Προκαλεί αφόρητους πόνους. Δίπλα στη καταρρέουσα γυναίκα υπάρχει ένας σύζυγος και δύο κόρες. Της κρατούν το χέρι αλλά δεν κατανοούν τον πόνο της. Και η γυναίκα δεν κατανοεί την επαφή. Προτιμά να παραληρεί. Βρίζει ακατάπαυστα και φαντάζεται ζωές που δεν έχει ζήσει. Και στις φλέβες το αίμα της βράζει. Από το ανοιχτό παράθυρο, ο καλοκαιριάτικος ήλιος πέφτει στο δέρμα της και γίνεται ακατέβατος πυρετός.
Το πάγκρεας της γυναίκας καταρρέει τέσσερις ημέρες. Ο Τάκης όταν βγαίνει από τον θάλαμο λέει στους συγγενείς πως δεν υπάρχει γυρισμός. Ο σύζυγος τον πιστεύει επειδή εμπιστεύεται την ιατρική στολή του. Οι κόρες τον κοιτούν καχύποπτα. Θεωρούν πως σφάλει.
Ο Τάκης γεμίζει το αίμα της γυναίκας παυσίπονα. Προσπαθεί να μετριάσει τον πόνο. Θεωρεί πως έτσι ο θάνατός της θα είναι ανώδυνος.
Την έκτη μέρα, η γυναίκα σιωπά. Οι βρισιές στεγνώνουν και γίνονται σκασμένα χείλια. Ο σύζυγος δεν μπαίνει πια στον θάλαμο. Κάθεται στον διάδρομο και διπλώνει την κοιλιά του επάνω στο περβάζι ενός ανοιχτού παραθύρου. Οι κόρες, όμως, στέκονται δίπλα στο σκασμένο στόμα και στις μασχάλες τους βάζουν παγωμένες κομπρέσες. Ο πυρετός της γυναίκας όμως δεν πέφτει. Είναι σταθερός και γίνεται μουσκεμένες γάζες.
Όταν ξημερώνει η όγδοη ημέρα, η γυναίκα δεν έχει πια στόμα, μάτια, πρόσωπο. Μόνο ρυτίδες που ανήκουν στον πόνο έχει. Και όταν ανοίγει λίγο το στόμα της, μυρίζεις την κατάρρευση. Και οι λέξεις που λέει δεν εμπεριέχουν ελπίδα αλλά αλαλαγμό. Δεν λέει: θέλω να ζήσω, αλλά ψελλίζει: φτώχεια.
Ο σύζυγος στον διάδρομο είναι μακριά. Δεν ακούει τη φωνή. Πιάνει τις κουτσουλιές των περιστεριών με τα χοντρά του δάχτυλα και τις συνθλίβει. Οι κόρες μέσα στον θάλαμο, όμως, όταν ακούνε τη μάνα τους να λέει: φτώχεια, αναθαρρούν. Πιστεύουν πως επιστρέφει στη ζωή.
Καθώς η γυναίκα ξεψυχούσε, άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε τις κόρες της και είπε: φτωχοί συγγενείς.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα του Θανάση Δ. Σταμούλη (γεν. 1978) Ab Ovo, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ποταμός το 2017. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του Θανάση Δ. Σταμούλη.
Με το πρώτο του βιβλίο, Η σκιά στο δέντρο, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ποταμός το 2016, ήταν στη μικρή λίστα υποψηφίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του Αναγνώστη.