Γιολάντα Σακελλαρίου, Ένα ποίημα με δύο φωνές

Foto by Phil Landowski

Το μενταγιόν



Στη σκονισμένη παλάμη

του αρχαιολόγου

το τρυφερό άγγιγμα

στο Μόχλος

της χάλκινης λιβελούλας

από την ανασκαφή

ρίγος

τη στιγμή μεγάλου πανικού

ερωτικό

ή μήπως αθανασίας

στο στήθος της μινωίτισσας

υπαινιγμός

την ώρα του χαμού

στην αίθουσα γιορτής

λίγο προτού αιφνίδιο παλιρροϊκό κύμα

απ' την αρχαία Θήρα

την αρπάξει

























Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στις Ιστορίες Μπονζάι του περιοδικού «Πλανόδιον» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση Poeticanet, στην Ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου(Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006) καθώς και στο συλλογικό τόμο  «Τα ποιήματα του 2009» [Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010]. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές της Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος (2009) και Αόρατο τρωκτικό (2013). 


Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από την πρώτη ποιητική συλλογή της, ποιήματα και ένα πεζοποίημα από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της, την ποιητική τριλογία «Δίχως κλειδιά και δίχως πόρτες» και το ποίημα «EUROPA».



Κώστας Καρυωτάκης, Φυγή

Foto by Mario Alberto Magallanes Trejo

Ι

Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.


Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.



ΙΙ

Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.



ΙΙΙ

Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κ' επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κ' ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.



ΙV

Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.




Η «Φυγή» του Κώστα Καρυωτάκη (1896 -1928) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» τον Ιούλιο του 1929. 


LinkWithin

Related Posts with Thumbnails