Γιάννης Καλογερόπουλος, Αν δεν ξέρεις πώς να τελειώσεις μια ιστορία


Egon Schiele, Seated Woman with Legs Drawn Up

Αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, του είπα, χωρίς να το σκεφτώ, εκείνος μόλις είχε διαμαρτυρηθεί για την απουσία της και εγώ μόνο να βοηθήσω ήθελα, μια ατάκα ήταν, που θα μπορούσε να πέσει κάτω, όπως τόσες και τόσες από εκείνες, τις πολλές είναι η αλήθεια, που λέω, άλλες επιτυχημένες και άλλες όχι, έστω, λοιπόν, ας συμφωνήσουμε πως επρόκειτο για μία αποτυχημένη ατάκα, εκείνος, όμως, έκανε τον ήχο που περισσότερο απ’ όλους με εκνευρίζει και με κάνει να νιώθω η τελευταία σε εκτίμηση, ακόμα και σε μένα την ίδια, τον ήχο με την άκρη της γλώσσας κολλημένη πίσω από τα δόντια και την απότομη αποκόλλησή της, αυτό το υγρό τσ, συνοδευόμενο από το ρίξιμο των ώμων, πλατάγισμα που θα μπορούσε να είναι ένα διακριτικό ξεφύσημα, ή μία έντονη μα άηχη σκέψη: είσαι ηλίθια, παραιτούμαι.

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο, και ας του είχα εξηγήσει τόσες φορές πόσο τον μισώ, τον τρόπο του πρωτίστως μα και τον ίδιο τελικά. Βία λεκτική, που δήλωνε την απαξίωση προς το πρόσωπό μου, και ας ανακάλυπτε κάθε φορά μια καινούρια δικαιολογία για να με καθησυχάσει και να με πείσει πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι αλλά αλλιώς, όπως εκείνος τα έκρινε την κάθε στιγμή, και πως εγώ είχα άδικο, για να εκφράσει ακόμα μια φορά, τόσο σύντομα χρονικά, την αποδοκιμασία του προς το πρόσωπό μου, εξασκώντας τη δεδομένη ικανότητά του, να περιστρέφει την πραγματικότητα σύμφωνα με τη θέλησή του, δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που στην άρνηση μου, να δεχτώ τα επιχειρήματά του, στην επιμονή μου, να παραδεχτεί για μια γαμημένη φορά πως η αντίδρασή του ήταν φάουλ, να ζητήσει συγγνώμη ή να πει: θα προσπαθήσω την επόμενη φορά να μην αντιδράσω κατά αυτόν τον τρόπο, αυτό να πει απλώς, και όχι πως έχω δίκιο, δεν ήταν λίγες οι φορές που απηυδισμένος έκανε αυτόν τον ήχο.

 

Αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, του είπα. Ύστερα κλείστηκε στην κουζίνα. Εκεί απομονωνόταν για να κάνει τα δικά του, εκεί, έλεγε, δεν τον ενοχλούσα με όλα όσα έκανα και που κατ' εκείνον μπορούσαν πάντα να περιμένουν για αργότερα ή να γίνουν στα σιωπηλά. Συμπλήρωνε, βέβαια, πως ήταν άβολο για εκείνον και πως θα προτιμούσε να μένουμε -ευτυχώς χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό αυτό- σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, και να μην αναγκάζεται να καταφεύγει στην κουζίνα, όπου, έλεγε, δεν έχανα την ευκαιρία να χώνομαι με κάθε πιθανή και απίθανη δικαιολογία, όπως το να βάλω ένα ποτήρι νερό ή να μαγειρέψω. Και εγώ έμεινα στο σαλόνι να κάνω τα δικά μου, όπως τα ονόμαζε, περιμένοντας να περάσουν οι ώρες εκείνες, και να βγει ξελαφρωμένος, να έρθει να κάτσει δίπλα μου στον καναπέ, όπως κάθε φορά, στην αρχή με το ύφος του σπουδαίου, και σιγά σιγά να με πάρει αγκαλιά, να βάλει τα πόδια του στο τραπέζι, κι εγώ να γείρω το κεφάλι μου στον ώμο του, αυτό περισσότερο απ' όλα μου άρεσε να κάνω, να γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο του. Όμως, η μόνωση του σπιτιού ήταν τέτοια, που ύστερα από λίγο, όπως συνέβαινε συχνά, άκουσα εκείνο τον ήχο από την κουζίνα, και γεμάτη ενοχές τον ρώτησα: μα τι έκανα πάλι;



 

Ο Γιάννης Καλογερόπουλος γεννήθηκε το 1983 στην Πάτρα. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει για ό,τι βλέπει, διαβάζει και ακούει στο blog No14me. Έχει συνεργαστεί  με το mixtape.gr και με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση Bookstand. Διατηρεί την εβδομαδιαία στήλη για το βιβλίο «Αφορμή» στο ένθετο της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα «Διαδρομές» και κατά καιρούς γράφει στο popaganda.gr και το TrollingStone. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποιες αναδημοσιεύσεις από το blog του και τα διηγήματα «Διαπραγματεύσεις» και «Το σχέδιο».

 

 

© Γιάννης Καλογερόπουλος

Ανδρέας Κεντζός, Επιστροφή

Heinrich Vogeler - Der verlorene Sohn 1895

Ήταν όπως το θυμόμουν το μέρος και αυτό μου άρεσε. Οι φράχτες είχαν ξεβάψει, ή έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, επειδή ήθελα να δω κάποιο σημάδι για το πέρασμα του χρόνου.

Χτύπησα το κουδούνι, τίποτα. Ξαναχτύπησα και η θύρα έτριξε. Ένα κοριτσίστικο κεφάλι πρόβαλε (λίγο απρόσεκτα είναι αλήθεια με τόσα και τόσα που συμβαίνουν στην εποχή μας), με κοίταξε με απορία.

Ήταν κάπως αστείο που πρόφερα το πλήρες όνομα του πατέρα μου με τη λέξη «κύριος» μπροστά.

Το κορίτσι δεν μίλησε.

«Ποια είσαι συ;» της χαμογέλασα.

«Η Νίκη».

Τραβήχτηκε για να μην της χαϊδέψω τα μαλλιά. Βρέφος την είχα αφήσει και τώρα ήταν ολόκληρη κοπέλα. Πρέπει να πήγαινε Γυμνάσιο. Φυσικά δεν είχε ιδέα ποιος είμαι. Κοκκίνισε όταν της είπα, έφυγε τρέχοντας.

Σαν στο σπίτι μου εγώ, μπήκα και άρχισα να περιφέρομαι. Από την τραπεζαρία μέχρι την κουζίνα όλα ήταν στη θέση τους, καθαρά και τακτοποιημένα από έμπειρο χέρι. Άνοιξα το ψυγείο. «Μπράβο μπαμπά», μονολόγησα και την ίδια στιγμή γύρισα και τον είδα που στεκόταν στο κατώφλι και με κοίταζε. Πάντα ήταν γρήγορος ο πατέρας μου, ευέλικτος σαν τίγρης, τον θαύμαζα και τον ζήλευα. Έπεσε πάνω μου, με αγκάλιασε και με φίλησε πριν προλάβω να πω κουβέντα, τον αγκάλιασα κι εγώ.

Είχα σκεφτεί ένα σωρό πράγματα για το πώς θα του μιλήσω, τα ξέχασα στη στιγμή. Έχασα τα λόγια μου. «Αγόρι μου», μ’ έσφιγγε αυτός επάνω του και η φωνή του έτρεμε.

Γρήγορα ευτυχώς συνήλθαμε. «Μια χαρά σε βλέπω», με καμάρωσε από πάνω μέχρι κάτω. Με ξαναγκάλιασε κι ένιωσα τα δάχτυλά του να γλιστρούν πάνω στην κασμιρένια μου κάπα. Μα την αλήθεια, καλύτερο δεν θα το είχα φανταστεί.

Πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι με δυο ποτήρια.

Έχω πάθει να ξεμπερδέψω με το αλκοόλ και κανονικά δεν πρέπει ούτε καν να το μυρίζω.

«Τι αλκοόλ και αηδίες- αυτό είναι φάρμακο».

Δοκίμασα και όντως, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναπιεί. «Φτάνει», έκανα. Γέμισε το ποτήρι μου μέχρι πάνω. «Δεν έπρεπε να χαθείς έτσι», μου είπε το παράπονό του. Δίκιο είχε αλλά κι εγώ είχα τον λόγο μου. Χάλασα τα λεφτά, παράτησα το πανεπιστήμιο και από τη Νέα Υόρκη, από το κέντρο του κόσμου, βρέθηκα μια ημέρα στου διαόλου τη μάνα, στη Νεμπράσκα.

Ντρεπόμουν.

Τέσσερα χρόνια δούλεψα εκεί στο μεσιτικό γραφείο ενός ομογενή. Κλητήρας στο ξεκίνημα, παιδί για όλες τις δουλειές, με την ελπίδα να φτάσω να γίνω κανονικός πωλητής. Πέθανε όμως αυτός και οι κληρονόμοι μ’ έδιωξαν. Έμεινα στο δρόμο. Κοιμόμουν σε χαλασμένα τροχόσπιτα κι έτρωγα από τα σκουπίδια των σούπερ μάρκετ, ώσπου ευτυχώς με βρήκε η εταιρεία μου.

«Η εταιρεία σου;»

«Ναι. Δική μου είναι τώρα».

«Δική σου;»

«Είμαι πρόεδρος».

Έτσι είναι το αμερικάνικο όνειρο, ούτε ο ίδιος σου ο γεννήτορας να μην μπορεί να το πιστέψει.

«Και με τι ασχολείστε;»

«Εμπόριο. Πέρσι ήμασταν μέσα στις τριάντα πιο κερδοφόρες της Αμερικής».

«Αλήθεια;»

«Και του χρόνου πάμε για τις είκοσι».

«Τίποτα όπλα, ναρκωτικά;»

Γέλασα. «Όχι μπαμπά- πώς σου ήρθε αυτό;»

«Εκεί δεν λένε ότι είναι το χρήμα;»

Δεν απάντησα, τον κοίταζα με συμπάθεια.

Γέλασε κι αυτός. «Μην παρεξηγείς», μου είπε, «γερνάω και λέω κουταμάρες ώρες ώρες».

Έξω εντωμεταξύ ακουγόταν ένα βουητό. Από το παράθυρο είδα φορτηγά να πηγαίνουν για φόρτωμα. Μέτρησα πέντε τουλάχιστον. «Πάει καλά το κτήμα», παρατήρησα.

«Δόξα τω θεώ», είπε. Και πρόσθεσε: «Ο Λουκάς με τον Αλέξη τα κάνουν όλα, εγώ κάθομαι».

Αυτός να κάθεται έτσι απλά δεν υπήρχε περίπτωση.

«Εντάξει», παραδέχτηκε, «κάτι κάνω κι εγώ». Είχε φτιάξει έναν κηπάκο στην άκρη του κτήματος, για ν’ ασχολείται.

«Μικρός παράδεισος, θα πάμε να τον δεις».

Είχε και γυναίκα. Μου την έδειξε φωτογραφία, σαν να μου σύστηνε τον άνθρωπο αυτοπροσώπως. «Από ’δω η Νάντια». Είδα μια λεπτοκαμωμένη ξανθούλα με ωραίο χαμόγελο.

«Λείπει ταξίδι στους γονείς της, το Σάββατο θα την γνωρίσεις, η Νίκη την έχει σαν μάνα της».

Δυστυχώς δεν ήμουν για να μείνω τόσο, είχα δουλειές και μόνο τα αδέλφια μου προλάβαινα να δω. Φαινόταν πάντως καλή επιλογή.

«Θα την λατρέψεις», με διαβεβαίωσε.

Υποσχέθηκα να ξανάρθω σύντομα, και γι’ αυτήν αλλά και για τη Νίκη, τη μικρούλα μου αδελφή.

«Εντάξει αγόρι μου», είπε, «εσύ κανονίζεις». Δεν τα παράτησε όμως, ξαναπροσπάθησε έπειτα από λίγο.

«Κάτσε δυο μέρες παραπάνω, δική σου δεν είναι η εταιρεία;»

Προσπάθησα να του εξηγήσω για το τίμημα της επιτυχίας. Δεν φτάνει να είσαι καλός- τρέχεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν μπορείς να στηριχτείς σε κανέναν, όλοι περιμένουν σαν τα τσακάλια να σε φάνε ζωντανό μόλις γυρίσεις την πλάτη. Και πόσες φορές δεν σου έρχεται κάτι απαίσια απογεύματα να κλάψεις και να πεις «άι στο διάολο», να τα παρατήσεις και να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα και στους δικούς σου ανθρώπους.

«Και γιατί δεν γυρίζεις;»

«Πίστεψέ με», του είπα, «καλύτερα να έρθετε εσείς».

Σηκώθηκε τότε και μου πήρε το ποτήρι από τα χέρια.

«Πολύ καλύτερα», είπα μόνο, χωρίς να γυρίσω να δω που αμίλητος το άδειαζε στο νεροχύτη.

 

 

 

Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Συγκεκριμένα ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η νέα του ποιητική συλλογή, σαραντατέσσερα,  από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και τα Ισπανικά.

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποια παλαιότερα αδημοσίευτα ποιήματά του (εδώ ή εδώ), μία επιλογή από την τελευταία ποιητική συλλογή του και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση»,  «Πρώτη ημέρα» και «Η δεύτερη νύχτα».

 

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Ernst Fuhrmann, Ο καταφρονημένος

Photo by F.E. Gibson

Το μυθιστόρημα Γκρέτιρ δεν πρόκειται πια να γραφεί. Ίσως θα ήταν όμως καλό αν ασχοληθεί κανείς από κάθε οπτική γωνία με τούτο το μυθιστόρημα. Ας το κάνουμε με τον συντομότερο δυνατό τρόπο, μόλο που θα φανεί πόσο μεγάλες είναι οι δυσκολίες.

 

Πού ενδέχεται να άρχισε τούτο το μυθιστόρημα; Ακόμη κι αυτό θα ήταν δύσκολο να το πει κανείς. Θα έπρεπε, μάλιστα, να προστεθεί ότι αυτός καθαυτόν ο ορισμός του ως μυθιστορήματος είναι επισφαλής, οπότε ας ορίσουμε πολύ απλά και ξεκάθαρα πως εδώ θα πρέπει να αντιληφθούμε πως έχουμε να κάνουμε με μια βιογραφία που δεν μπορεί να ενταχθεί ικανοποιητικά σε κάποιο γενικό πλαίσιο.

 

Θα μπορούσε να επιδείξει κανείς πολύ μεγαλύτερη φροντίδα στον ορισμό. – Σχετικά με την έννοια του ψέματος ειπώθηκε κάποτε: Πρόκειται για μιαν αναλήθεια απέναντι σε εκείνον που θα είχε δικαίωμα επάνω στην αλήθεια. Μήπως θα έπρεπε να υποστηρίξει κανείς πως ένα μυθιστόρημα καλό θα ήταν να διαμορφωθεί πρώτα μέσα από μιαν αλυσίδα αποτυχιών, από έναν άνθρωπο που θα είχε το δικαίωμα να γίνει μέγας, επιφανής; - Βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με μίαν ερώτηση την οποία θα πρέπει να αφήσουμε μετέωρη, αλλά δεν θα ήταν ορθό να θαρρεί κανείς πως οποιαδήποτε ζωή θα μπορούσε να αποτελέσει μυθιστόρημα ή τραγωδία μόνο και μόνο επειδή, πώς να το κάνουμε, κάποια στιγμή θα πρέπει να πεθάνει ο άνθρωπος. Ούτε θα πρέπει κανείς να βαυκαλίζεται πως βλέπει καμιά τραγωδία επειδή κάποιος νεαρός άνθρωπος οραματίζεται μέσα στη φαντασία του το μεγαλείο, μα στη συνέχεια παραμένει μικρός επειδή είναι τόσο θεόρατη η απόσταση ανάμεσα σε πραγματικότητα και ονειροπλασία ώστε λίγοι μόνο άνθρωποι θα μπορούσαν να την υπερκαλύψουν όλη. Θα ήθελα να προτείνω να αρχίσει κάποτε ένα μυθιστόρημα μόλις από το σημείο εκείνο όπου κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί πλέον να καταλάβει ότι μια σχεδιασμένη ζωή και το αποτέλεσμά της θα μπορούσαν να χωρίζονται από ένα χάσμα τόσο θεόρατο ώστε πουθενά πια να μην πιστεύει πλέον κανείς πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί οτιδήποτε – αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τον καταφρονημένο τον ονόμασα πολύ απλά Γκρέτιρ επειδή ένας αρχαίος Ισλανδός λεγόταν Γκρέτιρ· ο κατεξοχήν καταφρονημένος. Αλλά το μόνο που ξέρω από εκείνου την ιστορία είναι πως ήταν δυνατός.

 

Ασφαλώς θα παραπέμπω εδώ κι εκεί σε αυτή την ιστορία, την οποία καθόλου δεν θυμάμαι, αλλά θα φανεί πως στη ζωή υπάρχουν επίσης μίτοι που ξετυλίγονται για πολλούς αιώνες.

 

Θα ήταν ασφαλώς εντελώς παράλογο αν επιχειρούσα να διερευνήσω κατά πόσον ο καταφρονημένος μου είχε την παραμικρή συγγένεια με τον κάποιον αρχαίο θαλασσινό βασιλιά ή Βίκινγκ. Όταν γράφει κανείς μυθιστόρημα, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοτίβο πολύ συγκινητικό αλλά κανείς δεν θα το πιστέψει, καθότι τέτοιου είδους καταγωγές έχουν χάσει από καιρού την εγκυρότητά τους. Το πολύ να στήσει κανείς μιαν απατηλή φενάκη, αλλά αυτά δεν είναι παρά ζητήματα για εραλδιστές.

 

Με σιγουριά μπορώ αντιθέτως να πω ότι ο Γιόχανσεν –έτσι ονομαζόταν εκείνος ο Γκρέτιρ– πριν από μια μακρά αλυσίδα γενεών βρέθηκε να κάθεται σε ένα υποστατικό, και μάλιστα όχι σε ένα από εκείνα τα υποστατικά που ανήκουν σε κάποιαν κοινότητα, όπου οι κάτοικοι ενώνουν τα κοπάδια και μισθώνουν βοσκό για όλα τα ζωντανά του χωριού. Τούτος προερχόταν από ένα υποστατικό όπου ο καθένας είχε μόνος του ένα κοπάδι πρόβατα, ένα κοπάδι βόδια και κάμποσα άλογα, και για κάθε είδους ζώο χρειαζόταν και ξεχωριστός βοσκός, ο οποίος έπρεπε να υπακούει στον άρχοντα.

 

Και τώρα, που γράφουμε για τον Γκρέτιρ, βρίσκεται να κάθεται σε ένα νησί κοντά στην ακτή της Δαλματίας. Έχει ένα μικρό, ερειπωμένο σπίτι. Στο νησί κατοικούν επίσης κάτι λίγοι ψαράδες, που μαζί τους μπορεί να πηγαινοέρχεται στην απέναντι στεριά. Η θάλασσα σπάνια είναι πολύ άγρια, άσε που τούτος ο Γκρέτιρ φοβάται μάλιστα λιγάκι τη βία της θάλασσας. Γυρεύει να τον περάσουν απέναντι, ποτέ δεν πιάνει κουπί ο ίδιος, αν και πότε πότε κρατά για λίγο τη μαΐστρα. Αν είχε αρχίσει νωρίτερα να χειρίζεται αυτά τα πανιά, ίσως να είχε εξοικειωθεί περισσότερο με τη θάλασσα, αλλά και τούτη η ερώτηση, αν ο Γκρέτιρ είναι θαρραλέος άντρας – ποιον τον ενδιαφέρει και πώς να το αποφανθεί κανείς αυτό;

 

Εκείνο για το οποίο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος είναι το γεγονός πως του αρέσει τούτο το μικρό νησί έξω από τη Ραγούσα, είναι στη φύση του ήδη έμφυτο αυτό το νησί, ο Γκρέτιρ, όσον καιρό ζει, πάντα το κουβαλούσε μέσα του. Τον συνόδευε σε όλες τις πολιτείες και τις πολυκατοικίες, πού και πού ίσως να διπλωνόταν και να πατικωνόταν βέβαια στον χώρο αλλά, όποτε έβγαινε αυτός στη φύση, εκείνο απλωνόταν, εκείνος έκανε τον γύρο του και το νησί αποκτούσε τη στέρεη μορφή του. Μπορεί κανείς μάλιστα να πει ότι, όπου έφτανε ο Γκρέτιρ, προσπαθούσε να κάνει τον γύρο της μεγαλύτερης έκτασης που μπορούσε να φτάσει, και τότε ανακάλυπτε το νησί του –προηγουμένως δεν έβρισκε ησυχία – μα, παρ’ όλα αυτά, άφηνε έναν σωρό πτυχές οροσειρών και χωρών ανέγγιχτες, αρκεί μόνο να είχε κάνει τον γύρο τους και να ήξερε πως ανήκαν στον νησί του. Ήθελε κι έπρεπε πάντα να αφήνει κάτι ανεξιχνίαστο στα γύρω μέρη, αλλά ήξερε επίσης για την ύπαρξη απέραντων εκτάσεων.

 

Όλοι όσοι τον ήξεραν γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη επιθυμία του Γκρέτιρ ήταν να δει, όσο περισσότερο γινόταν, τη γη, αλλά η μοίρα τον έκανε απλά έναν άνθρωπο της παλιάς εποχής, καθότι πολλά μέρη αυτής της γης δεν έστερξε επ’ ουδενί να του τα δείξει. Ήταν καταδικασμένος να μείνει τόσο αδαής όσο οι θαλασσοπόροι των πανάρχαιων εποχών.

 

[...]

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιάννης Κοιλής

 

 

 

  Σημείωμα του μεταφραστή

 

Χρωστώ στην ομήγυρη του Logotexnia Eikosi Ena εδώ και μήνες ένα κείμενο που να θαρρώ πως κάτι ίσως να σημαίνει για όσους αγαπούν την τέχνη του λόγου και της αφήγησης. Πρόκειται ίσως για μια περιθωριακή μορφή αυτής της αγάπης. Υπάρχει μια σειρά αγγλόφωνων και γερμανόφωνων συγγραφέων που με συγκινούν κάτω από μια σκοπιά ιδιαίτερη. Κατά τα άλλα βαριέμαι εύκολα τα προβλέψιμα μυθιστορήματα και τις μυθοπλασίες των τελευταίων 100 χρόνων. Εκεί όπου το φρύδι μου υψώνεται και η κόρη του ματιού συστέλλεται είναι όταν συναντώ ανθρώπους που γράφοντας γράφουν –έξυπνα- για το γράψιμο. Πολύ μάλιστα με συγκινούν εκείνοι που γράφοντας πολεμούν να γράψουν για το γράψιμο με έναν τρόπο που ταιριάζει στην εποχή που ζουν, γράφοντας έτσι για την συναίσθηση –ή την αντίληψη, αν προτιμάτε– της «πραγματικότητας» όπως τη ζουν, όπως εντίμως πιστεύουν ότι τη ζουν. Επιχειρώντας το αυτό, οι πλέον εξώκοσμοι (και συχνά εξόχως συγκινητικοί) από τούτους χάνονται σε κόσμους παράλληλους δικής τους έμπνευσης. Τους φαντάζομαι –παρέα με τους διάσημους της παρέας τους, τους κυρίους Στερν, Σουίφτ, Βίλαντ, Χόφμαν, Ζαν Πάουλ, τη δεσποσύνη Μπροντέ, τους Κάρολ, Τζόυς, Κάφκα και Άρνο Σμιτ– να χώνονται σε λαγούμια, να σκάβουν κόσμους αστραφτερούς ή/και ζοφερούς μέσα στα έγκατα της γης και να στέλνουν στους έξω ειλητάρια με τις συγκλονιστικές εικόνες τους. Τέτοιος είναι για μένα ο Έρνστ Φούρμαν. Εδώ, ενδεικτικά, λίγες σελίδες από την αρχή του μοναδικού του μυθιστορήματος, «Der Geächtete» (1931).

Γ.Κ.

 

 

Ernst Fuhrmann

Ο Ernst Fuhrmann γεννήθηκε το 1886 στο Αμβούργο και πέθανε το 1956, σχεδόν ξεχασμένος, στη Νέα Υόρκη, όπου κατέφυγε το 1938. Ήταν ποιητής, συγγραφέας, εκδότης, φιλόσοφος και φωτογράφος. Κατά τον συγγραφέα και φιλόσοφο Ernst Jünger (1895-1998) ο Φούρμανν ήταν  «συγγραφέας μεγαλοφυώς συγκεχυμένων βιβλίων». Υπήρξε ιδρυτής μίας οικολογικής θεωρίας, την οποία ονόμαζε «βιοσοφία», ενώ το 1922 ξεκίνησε τη δημιουργία ενός φωτογραφικού αρχείου για την έρευνα του φυτικού βασιλείου, δίνοντας σαφείς οδηγίες στους συνεργάτες του για τον τρόπο φωτογράφισης των φυτών που επέλεγε και περιέγραφε ο ίδιος. Ένας από τους συνεργάτες του ήταν και ο Albert Renger-Patzsch (1897-1966), ενώ ο ίδιος υπήρξε ουσιαστικά πρόδρομος της «Νέας αντικειμενικότητας».  Μεταξύ των έργων του οι μελέτες Das Tier in der Religion (1922) [Το ζώο στη θρησκεία], Die Pflanze als Lebewesen (1930) [Το φυτό ως ζωντανός οργανισμός], Das Wuderbuch der Pflanzenwelt (1931) [Το θαυμαστό βιβλίο του κόσμου των φυτών], Der Mensch im biologischen Kreislauf der Natur (1943) [Ο άνθρωπος στο βιολογικό κύκλο της φύσης].

Η Logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον μεταφραστή Γιάννη Κοιλή για την αποστολή του αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ερνστ Φούρμανν, το οποίο είναι και το πρώτο απόσπασμα έργου του, που δημοσιεύεται στα Ελληνικά.

Δημήτρης Κουρούμπαλης, R.I.P. Romeos Ioulietta Panta

R.I.P.

[...]

(μπαίνει το αγόρι το κορίτσι τον ρωτάει)

Κ: Εσείς έχετε σκοτώσει;

Α: Όχι

Κ: Θα σκοτώνατε;

Α: Δεν ξέρω

Κ: Αν σκοτωνόταν μπροστά σας ο φίλος σας θα σκοτώνατε αυτόν που τον σκότωσε;

Α: Δεν ξέρω

Κ: Αν ήταν να πεθάνετε επειδή σκοτώσατε, θα σκοτώνατε για να μην σκοτωθείτε;

Α: Πώς γίνεται;

Κ: Γυναίκα θα σκοτώνατε;

Α: Αυτό ποτέ

Κ: Έχετε πάει με γυναίκα;

Α: Ορίστε;

Κ: Ούτε εγώ με άντρα. Όχι επειδή είμαι μικρή, απλώς πάω κόντρα επειδή το κάνουν όλοι τόσο εύκολα. Όχι, δεν μου είναι δύσκολο, νιώθω την αφθονία μέσα μου σα θάλασσα, όση κι αν δίνω τόση περισσότερη έχω, έχω δίνω, έχω δίνω, δεν έχω, δίνω, είναι αστείρευτη. Εσείς πιστεύετε ότι είναι τόσο άσχημα τα πράγματα;

Α: Δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα

Κ: Γιατί;

Α: Δεν υπάρχει ανακούφιση. Πουθενά.

Κ: Είστε λυπημένος;

Α: Έτσι νομίζω

Κ: Η λύπη δεν κατορθώνει τίποτα. Και το μολύβι είναι λυπημένο και πάει στον πάτο.

Α: Ευχαριστώ

Κ: Σας προσέβαλα;

Α: Μου είπατε την γνώμη σας

Κ: Πάω στοίχημα ότι είστε λυπημένος από αγάπη

Α: Όχι

Κ: Όχι αγάπη;

Α: Όχι. Ποια αγάπη; Πάει η αγάπη

Κ: Πού πάει;

Α: Έφυγε

Κ: Δεν φεύγει η αγάπη

Α: Γιατί;

Κ: Δεν είναι αέρας

Α: Τι είναι;

Κ: Πραγματικότητα.

Α: Αστειεύεστε

Κ: Η αγάπη είναι πιο πραγματική από αυτό που γίνεται εκεί έξω

Α: Είστε αισιόδοξη

Κ: Είστε αγανακτισμένος

Α: Πού τους θυμηθήκατε; Παλιά ιστορία

Κ: Αυτά λέγαν κι αυτοί

Α: Είχαν ολόκληρα κατεβατά, να δείτε πώς πήγαιναν;

Κ: Μίσος που αγαπάει αγάπη που μισεί, όλα γεννιούνται απ’ το τίποτα, μια παρωδία σκέτη και μισή, τα φτερά μας έχουν σίδερο, η υγεία μας αρρώστια, οι γέροι πεθαίνουν από ίκτερο, οι φούρνοι πουλάνε όστια, εξουσίες ανίκανες αλλά πολλές, ένα χάος από σωστές μορφές τίποτα δεν ξέρει τι είναι και όλοι ξέρουν πώς τίποτα δεν είναι.

Α: Ναι. Αυτό όμως δεν ζούμε;

Κ: Δεν ξέρω. Μπορεί με πολλά λόγια μπορεί. Εσείς όμως είστε λυπημένος

Α: Και;

Κ: Μα είστε νέος

Α: Οι νέοι στις μέρες μας σκοτώνονται όχι γι’ αυτά που πιστεύουν, αλλά για να μην νικήσουν οι άλλοι. Τρέλα. Οι νέοι στις μέρες μας σκέφτονται πότε θα πάρουν σύνταξη. Παραφύσιν. Οι νέοι στις μέρες μας πέφτουν πιο εύκολα στο κρεβάτι απ’ ό,τι αγοράζουν τα ρούχα που θα βγάλουν για να γαμηθούν. Επανάσταση. Αφού δεν μπορεί κανείς ν’ αγαπήσει γιατί να μπορώ εγώ, γιατί να θέλω.

Κ: Για να πεθάνετε πιο ήσυχος. Γεια σας.

(Βγαίνει το κορίτσι.)

[...]

 

 

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο του Δημήτρη Κουρούμπαλη R.I.P. Romeos Ioulietta Panta, που παίζεται και πάλι από τις 4 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου 2015 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η Κατερίνα Λούρα και ο Δημήτρης Κουρούμπαλης σε συνεργασία με τη Φρόσω Κορρού, μετά την επιτυχία της παράστασης R.I.P. στο BIOS και στο Ελληνικό Φεστιβάλ το 2014, την επαναπροσεγγίζουν προσαρμόζοντάς την στο Δώμα του θεάτρου του νέου Κόσμου. Σύμφωνα με τους συντελεστές της παράστασης πρόκειται για «ένα σύγχρονο love story σε πρωτότυπο κείμενο με μακρινές αναφορές στην διαχρονική σαιξπηρική ιστορία αγάπης. [...] Η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας στροβιλίζεται στο χώρο και στο χρόνο και γίνεται το οδοιπορικό δύο νέων στη σύγχρονη, θορυβώδη πόλη. Γύρω τους το αστικό τοπίο σπαράζεται από γενικευμένη εμφύλια διαμάχη. [...] Το τραγικό ζευγάρι μόλις που προλαβαίνει να ερωτευτεί και οδηγείται στην αυτοκτονία. Η μόνη τους ελπίδα βρίσκεται στον άλλο κόσμο.Το κείμενο του R.I.P. μιλάει για πόλεμο, μιλάει για μέλλον, μιλάει για νέους χωρίς αγάπη και χωρίς πάθος. Είναι συγχρόνως ένα ρέκβιεμ κι ένα κάλεσμα σε επανάσταση».

Συντελεστές

Κείμενο: Δημήτρης Κουρούμπαλης

Σκηνοθετική δημιουργία: Φρόσω Κορρού, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Κατερίνα Λούρα

Χορογραφίες – Επιμέλεια κίνησης: Φρόσω Κορρού

Μουσική: Lost Bodies

Σκηνικά: Θόδωρος Πολίτης

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Παραγωγή: So7, Θέατρο Δέντρο

Παίζουν: Κατερίνα Λούρα, Δημήτρης Κουρούμπαλης

Το διάταγμα του ηγεμόνα διαβάζει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης

Στην παράσταση χρησιμοποιούνται λέξεις και φράσεις από το κείμενο του Σαίξπηρ στο πρωτότυπο (Α΄ Πράξη σκηνή 1) και στις μεταφράσεις των Δ. Καψάλη και Κ. Καρθαίου.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails