Ήταν όπως το θυμόμουν το μέρος και αυτό μου άρεσε. Οι φράχτες είχαν ξεβάψει, ή έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, επειδή ήθελα να δω κάποιο σημάδι για το πέρασμα του χρόνου.
Χτύπησα το κουδούνι, τίποτα. Ξαναχτύπησα και η θύρα έτριξε. Ένα κοριτσίστικο κεφάλι πρόβαλε (λίγο απρόσεκτα είναι αλήθεια με τόσα και τόσα που συμβαίνουν στην εποχή μας), με κοίταξε με απορία.
Ήταν κάπως αστείο που πρόφερα το πλήρες όνομα του πατέρα μου με τη λέξη «κύριος» μπροστά.
Το κορίτσι δεν μίλησε.
«Ποια είσαι συ;» της χαμογέλασα.
«Η Νίκη».
Τραβήχτηκε για να μην της χαϊδέψω τα μαλλιά. Βρέφος την είχα αφήσει και τώρα ήταν ολόκληρη κοπέλα. Πρέπει να πήγαινε Γυμνάσιο. Φυσικά δεν είχε ιδέα ποιος είμαι. Κοκκίνισε όταν της είπα, έφυγε τρέχοντας.
Σαν στο σπίτι μου εγώ, μπήκα και άρχισα να περιφέρομαι. Από την τραπεζαρία μέχρι την κουζίνα όλα ήταν στη θέση τους, καθαρά και τακτοποιημένα από έμπειρο χέρι. Άνοιξα το ψυγείο. «Μπράβο μπαμπά», μονολόγησα και την ίδια στιγμή γύρισα και τον είδα που στεκόταν στο κατώφλι και με κοίταζε. Πάντα ήταν γρήγορος ο πατέρας μου, ευέλικτος σαν τίγρης, τον θαύμαζα και τον ζήλευα. Έπεσε πάνω μου, με αγκάλιασε και με φίλησε πριν προλάβω να πω κουβέντα, τον αγκάλιασα κι εγώ.
Είχα σκεφτεί ένα σωρό πράγματα για το πώς θα του μιλήσω, τα ξέχασα στη στιγμή. Έχασα τα λόγια μου. «Αγόρι μου», μ’ έσφιγγε αυτός επάνω του και η φωνή του έτρεμε.
Γρήγορα ευτυχώς συνήλθαμε. «Μια χαρά σε βλέπω», με καμάρωσε από πάνω μέχρι κάτω. Με ξαναγκάλιασε κι ένιωσα τα δάχτυλά του να γλιστρούν πάνω στην κασμιρένια μου κάπα. Μα την αλήθεια, καλύτερο δεν θα το είχα φανταστεί.
Πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι με δυο ποτήρια.
Έχω πάθει να ξεμπερδέψω με το αλκοόλ και κανονικά δεν πρέπει ούτε καν να το μυρίζω.
«Τι αλκοόλ και αηδίες- αυτό είναι φάρμακο».
Δοκίμασα και όντως, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναπιεί. «Φτάνει», έκανα. Γέμισε το ποτήρι μου μέχρι πάνω. «Δεν έπρεπε να χαθείς έτσι», μου είπε το παράπονό του. Δίκιο είχε αλλά κι εγώ είχα τον λόγο μου. Χάλασα τα λεφτά, παράτησα το πανεπιστήμιο και από τη Νέα Υόρκη, από το κέντρο του κόσμου, βρέθηκα μια ημέρα στου διαόλου τη μάνα, στη Νεμπράσκα.
Ντρεπόμουν.
Τέσσερα χρόνια δούλεψα εκεί στο μεσιτικό γραφείο ενός ομογενή. Κλητήρας στο ξεκίνημα, παιδί για όλες τις δουλειές, με την ελπίδα να φτάσω να γίνω κανονικός πωλητής. Πέθανε όμως αυτός και οι κληρονόμοι μ’ έδιωξαν. Έμεινα στο δρόμο. Κοιμόμουν σε χαλασμένα τροχόσπιτα κι έτρωγα από τα σκουπίδια των σούπερ μάρκετ, ώσπου ευτυχώς με βρήκε η εταιρεία μου.
«Η εταιρεία σου;»
«Ναι. Δική μου είναι τώρα».
«Δική σου;»
«Είμαι πρόεδρος».
Έτσι είναι το αμερικάνικο όνειρο, ούτε ο ίδιος σου ο γεννήτορας να μην μπορεί να το πιστέψει.
«Και με τι ασχολείστε;»
«Εμπόριο. Πέρσι ήμασταν μέσα στις τριάντα πιο κερδοφόρες της Αμερικής».
«Αλήθεια;»
«Και του χρόνου πάμε για τις είκοσι».
«Τίποτα όπλα, ναρκωτικά;»
Γέλασα. «Όχι μπαμπά- πώς σου ήρθε αυτό;»
«Εκεί δεν λένε ότι είναι το χρήμα;»
Δεν απάντησα, τον κοίταζα με συμπάθεια.
Γέλασε κι αυτός. «Μην παρεξηγείς», μου είπε, «γερνάω και λέω κουταμάρες ώρες ώρες».
Έξω εντωμεταξύ ακουγόταν ένα βουητό. Από το παράθυρο είδα φορτηγά να πηγαίνουν για φόρτωμα. Μέτρησα πέντε τουλάχιστον. «Πάει καλά το κτήμα», παρατήρησα.
«Δόξα τω θεώ», είπε. Και πρόσθεσε: «Ο Λουκάς με τον Αλέξη τα κάνουν όλα, εγώ κάθομαι».
Αυτός να κάθεται έτσι απλά δεν υπήρχε περίπτωση.
«Εντάξει», παραδέχτηκε, «κάτι κάνω κι εγώ». Είχε φτιάξει έναν κηπάκο στην άκρη του κτήματος, για ν’ ασχολείται.
«Μικρός παράδεισος, θα πάμε να τον δεις».
Είχε και γυναίκα. Μου την έδειξε φωτογραφία, σαν να μου σύστηνε τον άνθρωπο αυτοπροσώπως. «Από ’δω η Νάντια». Είδα μια λεπτοκαμωμένη ξανθούλα με ωραίο χαμόγελο.
«Λείπει ταξίδι στους γονείς της, το Σάββατο θα την γνωρίσεις, η Νίκη την έχει σαν μάνα της».
Δυστυχώς δεν ήμουν για να μείνω τόσο, είχα δουλειές και μόνο τα αδέλφια μου προλάβαινα να δω. Φαινόταν πάντως καλή επιλογή.
«Θα την λατρέψεις», με διαβεβαίωσε.
Υποσχέθηκα να ξανάρθω σύντομα, και γι’ αυτήν αλλά και για τη Νίκη, τη μικρούλα μου αδελφή.
«Εντάξει αγόρι μου», είπε, «εσύ κανονίζεις». Δεν τα παράτησε όμως, ξαναπροσπάθησε έπειτα από λίγο.
«Κάτσε δυο μέρες παραπάνω, δική σου δεν είναι η εταιρεία;»
Προσπάθησα να του εξηγήσω για το τίμημα της επιτυχίας. Δεν φτάνει να είσαι καλός- τρέχεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν μπορείς να στηριχτείς σε κανέναν, όλοι περιμένουν σαν τα τσακάλια να σε φάνε ζωντανό μόλις γυρίσεις την πλάτη. Και πόσες φορές δεν σου έρχεται κάτι απαίσια απογεύματα να κλάψεις και να πεις «άι στο διάολο», να τα παρατήσεις και να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα και στους δικούς σου ανθρώπους.
«Και γιατί δεν γυρίζεις;»
«Πίστεψέ με», του είπα, «καλύτερα να έρθετε εσείς».
Σηκώθηκε τότε και μου πήρε το ποτήρι από τα χέρια.
«Πολύ καλύτερα», είπα μόνο, χωρίς να γυρίσω να δω που αμίλητος το άδειαζε στο νεροχύτη.
Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Συγκεκριμένα ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η νέα του ποιητική συλλογή, σαραντατέσσερα, από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και τα Ισπανικά.
Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποια παλαιότερα αδημοσίευτα ποιήματά του (εδώ ή εδώ), μία επιλογή από την τελευταία ποιητική συλλογή του και τα διηγήματα «Τριλογία», «Κρίση», «Πρώτη ημέρα» και «Η δεύτερη νύχτα».