Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Επικράτειες




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
[...]
  
[Το σαρκικό περίβλημα]
 
Έχουν περάσει ώρες αρκετές που ο Χάρης Φαμέλης είναι σκυμμένος πάνω από τη μελέτη του Βίλχελμ Γκεντς και τελικά οι προσπάθειές του ανταμείβονται. Απ’ ό,τι φαίνεται ο επιφανής νευρολόγος κούραρε τον Μέτσγκερ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατά τα οποία ο τελευταίος μπαινόβγαινε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Φράιμπουργκ. Στις σημειώσεις του Γκεντς εντοπίζει το παρακάτω απόσπασμα: «Φεβρουάριος 1956: Εδώ επιβάλλεται να αναφερθεί ένα βίωμα που, όσο κι αν μοιάζει παθολογικό, απαντά συχνά σε περιπτώσεις κλειστοφοβίας και παράνοιας. Ο ασθενής δρ Ελίας Μέτσγκερ, ετών 49, είχε, κατά την κρίση μου, ένα σημαντικό επεισόδιο πανικού με έντονο αίσθημα δυσφορίας, δύσπνοιας και πνιγμονής. Ο ασθενής ένιωθε ότι ασφυκτιά μέσα στο σώμα του, ότι, παραθέτω τα λόγια του: “πνιγόμουν από το ίδιο μου το σαρκικό περίβλημα, σαν να με είχε εγκλωβίσει μια κάψουλα από την οποία αδυνατούσα να απαλλαγώ”. Σημειώνω ότι ένα σύνηθες σύμπτωμα τέτοιου είδους επεισοδίων είναι η έντονη αποπροσωποποίηση, το αίσθημα του ασθενούς ότι δεν είναι ο εαυτός του. Επισημαίνω ότι στην περίπτωση του δρος Μέτσγκερ συνέβη το ακριβώς αντίθετο: έντονη προσωποποίηση και απόλυτος, ασφυκτικός εγκλεισμός στο σώμα».
    Όσο μικρά και αποσπασματικά κι αν είναι τα θραύσματα από τη ζωή του Μέτσγκερ έχουν τη δύναμη να του προκαλέσουν ρίγη συγκίνησης αλλά και τη διάθεση να θέλει να τον διαβάζει ξανά και ξανά. Οι κινήσεις του είναι αυτοματοποιημένες: Κλείνει τον δερματόδετο τόμο με τη μελέτη του Γκεντς και ανοίγει το μικρό βιβλίο του Μέτσγκερ. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πηγαίνει στις τελευταίες σελίδες και διαβάζει το επίμετρο.
    Εκεί, πέρα από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία, υπάρχουν συγκεντρωμένες προσωπικές σημειώσεις του ίδιου του συγγραφέα. Κατά τη σταχυολόγηση που έλαβε χώρα βρέθηκαν αποσπάσματα μάλλον ημερολογιακού χαρακτήρα. Σε κάποιο σημείο ο Μέτσγκερ αναφέρεται σε ένα πολύ δυσάρεστο περιστατικό. Είναι καλοκαίρι του 1932, δύο περίπου χρόνια πριν υποστεί την πρώτη μεγάλη κρίση της υγείας του. Ειδικευόμενος γιατρός τότε, έχει τη συνήθεια να διασχίζει το μεγάλο πάρκο της πόλης, το Στάατσ-γκάρτεν, για να πηγαίνει από το σπίτι του στην κλινική. Ο εικοσιτετράχρονος Μέτσγκερ δέχεται αιφνίδια επίθεση από τέσσερα ή πέντε άτομα, όλα τους ανήλικα, παιδιά. Ο λόγος αυτής της ειδεχθούς πράξης δεν αποσαφηνίζεται ποτέ, αν και κατά την εκτίμησή του δεν ήταν η ληστεία, αλλά ένα ιδιότροπο καπρίτσιο. «Μερικές φορές πληγώνουμε κάποιον μόνο και μόνο για να διασκεδάσουμε την πλήξη μας. O πόνος του γίνεται ευθύς παιχνίδι και το σώμα του κούκλα που μπορούμε ανά πάσα στιγμή να αποσυναρμολογήσουμε, να καταστρέψουμε», σημειώνει, ενώ λίγες αράδες πιο κάτω περιγράφει συνοπτικά όσα βίωσε. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σχεδόν πάντα χρησιμοποιεί το δεύτερο πρόσωπο όταν αναφέρεται στον εαυτό του: «Αύγουστος, 1932: Εκείνο το πρωινό έχει πέσει πυκνή ομίχλη και δύσκολα μπορείς να διακρίνεις τις θολές φιγούρες που σε πλησιάζουν με γρήγορους βηματισμούς. Μια μεγάλη πέτρα εκσφενδονίζεται από το πουθενά και σε χτυπά στο μέτωπο. Πέφτεις κάτω με το κεφάλι μες στα αίματα. Γύρω σου, μέσα σου ομίχλη. Χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι κυκλωμένος από άγρια γέλια και χάχανα. Ένα τσούρμο μικρών ανθρώπων σε περιπαίζει. Τι θέλουν αυτά τα παιδιά από εσένα, ποιος είναι ο σκοπός τους; Νιώθεις τα μικροσκοπικά τους χέρια να ψάχνουν τις τσέπες σου, να σου βγάζουν τα παπούτσια, να σε γδύνουν. Δέχεσαι μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά. Κυλιέσαι μες στις λάσπες. Μια τσιριχτή φωνή φτύνει ακατάληπτες λέξεις. Φωνάζεις από πόνο, από φόβο, κι επιχειρείς να σηκωθείς, να αντιδράσεις, όμως κάποιος ή κάποιοι, βαστάζοντας πέτρες, σε χτυπούν στο κεφάλι. Μία φορά, άλλη μία κι έπειτα άλλη μία. Βυθίζεσαι στο σκοτάδι. Σαν ανοίγεις τα μάτια είσαι ολομόναχος στο πάρκο, τραυματισμένος, με ρούχα σκισμένα κι ανυπόδητος. Νιώθεις την υγρασία του αίματος στο κρανίο σου. Καταφέρνεις να σηκωθείς κι αρχίζεις να περπατάς με όση δύναμη σου έχει απομείνει. Τα βρύα σχίζουν τους εκτεθειμένους μηρούς σου και οι αιχμηρές πέτρες προξενούν αφόρητο πόνο στις γυμνές σου πατούσες. Είναι μέρα ακόμα, ο ήλιος χάσκει ανάμεσα στα δέντρα». Η διήγησή του σταματά απότομα, όμως σε κάποιο άλλο τετράδιο επανέρχεται στο περιστατικό στο Στάατσ-γκάρντεν, δηλώνοντας την πεποίθησή πως αποτέλεσε σημείο καμπής, «το γεγονός που σηματοδότησε την οριστική μεταστροφή της μοίρας, την απαρχή της Οδύσσειάς μου». 
 
[...]



 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα «Επικράτειες», η οποία ανοίγει το Α΄ μέρος του ομώνυμου βιβλίου του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024 από τις εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία. Το Α΄ μέρος κλείνει με το διήγημα
«Μουσική για αεροδρόμια», ενώ το Β΄ μέρος αποτελείται από τη νουβέλα «Το νησί στον χάρτη» και το διήγημα «Μαχαιρωμένη διάρκεια».
 
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Επικράτειες αναφέρεται:  
 
Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη. 
 
Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών.
 
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Οι πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες φιλοξενήθηκαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Το 2012 ίδρυσε το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch. Υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν εννέα χρόνια αργότερα οι εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία, στις οποίες  κυκλοφόρησε και η πεζογραφική συλλογή του Είδωλα. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε και το 2024 η μελέτη του Το Μαμούθ και ο Αναβάτης, η οποία αποτελεί δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές.
 
Στη Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Είδωλα, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
 
Δύο κριτικές για το προηγούμενο βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη  μπορείτε να διαβάσετε στο into my books... του Γιάννη Δρούγου και στο ΝΟ14ΜΕ του Γιάννη Καλογερόπουλου.
 

Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Είδωλα

Το είδωλο

Photo by Iannis Kalogeropoulos
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
[...]
 
Μια άλλη στιγμή τον βρίσκουμε μόνο του στο σπίτι, πέρα από τους θορύβους και τις αναθυμιάσεις του κόσμου. Η υπερδιέγερση κι ο ενθουσιασμός έχουν δώσει τη σκυτάλη σε μια εξαντλητική θλίψη. Τον βλέπουμε να στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη και να κοιτάζει το πρόσωπό του. Ο ανήσυχος μαγνητισμός μπροστά στην αντανάκλαση της εικόνας του δεν καταδεικνύει μόνο τον γνωστό ναρκισσισμό του ή ένα αίσθημα αυτοθαυμασμού –είσαι ερωτευμένος με τη σκέψη σου, αυτά τα λόγια έχουν εντυπωθεί στη μνήμη, τα λόγια της–, αλλά υπαινίσσεται μια περιφρόνηση του εγώ, μια αντινομική σχέση με τον εαυτό του. Εγωιστής, εγωπαθής, εγωστρεφής, δεν έχει σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι ως εσωτερικότητα, ο εαυτός αποτελεί καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα και μια φυλακή από την οποία αδυνατεί να αποδράσει. Ενώπιον εαυτού κρίνεται ένοχος και για αυτό το λόγο εντειχίζεται εντός του. Πόσο τραγική μα συνάμα γελοία φαντάζει αυτή η συνθήκη, σύμφωνη ωστόσο με την ευτραπελία της ζωής! Για όσα του συμβαίνουν εκείνος έχει την ευθύνη, αυτό είναι μια αυταπόδειχτη αλήθεια. Είναι ένα παράξενο κράμα ανθρώπου αυτός ο πνευματικός δανδής: ιδεολόγος μα ταυτόχρονα αμοραλιστής, από τη μία δημιουργικός, από την άλλη καταστροφικός, συναισθηματικά ψυχρός αλλά και ψυχρά ελκυστικός. Αν η ζωή του ήταν ένα βιβλίο, αυτός θα ήταν ο πιο ποταπός του αναγνώστης. Στα βιβλία όμως ό,τι γράφεται, ακυρώνεται, ξεγράφεται. Σε τελική ανάλυση ένας συγγραφέας μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια κάτι που δεν του αρέσει ή δεν του φαίνεται τελειοποιημένο. Στη ζωή δε συμβαίνει το ίδιο: ό,τι ζει κανείς δεν υπάρχει τρόπος να το διορθώσει, να το εξαγνίσει ή να το πετάξει. Θα ήθελε πολύ να σβήσει τα κακώς κείμενα, να επαναδιατυπώσει, να επανασχεδιάσει το κεφάλαιο που αφορά στην Αρετή. Η αγάπη του για αυτή τη γυναίκα είναι όλα αυτά τα σκορπίσματα στο χώρο και το χρόνο: δρόμοι και σπίτια, γέλια και σιωπές, κραυγές και στεναγμοί, στάσεις κι αποστάσεις, διαχύσεις και συμπλοκές. Φαντάζεται το πρόσωπό της και αρνείται να δεχτεί πως αυτό το πρόσωπο θα θολώσει σιγά-σιγά στη μνήμη. Και η μνήμη, σκέφτεται, δεν είναι οπτική ιδιότητα, όσο κι αν μερικές φορές ξεγελιέται και νομίζει ότι ακόμα βλέπει κάτι που δεν είναι μπροστά στα μάτια του, κάτι που του παρουσιάζεται τυλιγμένο σε μια αχλή, σαν τη θαμπή μορφή της νοσταλγίας του ενίοτε.
    Ο έρωτάς μου πάει σκυφτός… –τον βλέπουμε μπροστά από τον υπολογιστή να γράφει. Σκουντουφλάει όπως ο θύτης μετά το φόνο. Κι ο έρωτάς του αδυνατεί να δεχτεί πως ίσως κάποια στιγμή δυσκολευτεί να θυμηθεί το σώμα της ή τα σημάδια που αποδεικνύουν την ταυτότητά της, καθώς ο χρόνος ρέει ασταμάτητα κι όλα οδεύουν σταθερά προς τον οριστικό αφανισμό τους. Καθώς όλα περνούν και χάνονται δίχως να αφήνουν ίχνη.
    Πριν το παρελθόν γίνει παρελθόν, θυμάται να της ψιθυρίζει στο αυτί λόγια μουσικά, λέξεις αρθρωμένες στη δική του γλώσσα: Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά, ούτε μέσα σου (αυτό ήταν το φραγμέντο του). Το να μπαίνεις στον κόπο να σκύβεις πάνω από την ύπαρξη του άλλου, το να προσπαθείς να του κάνεις πιο ανάλαφρη την πτώση, να του δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση, έστω, ελαφρότητας απέναντι στην αμείλικτη βαρυτική έλξη, δεν είναι κάτι απλό, ούτε κι εύκολο, καθότι ο καθένας ήδη κουβαλά το βάρος της δικής του ύπαρξης. Του άρεσε να διαβάζει την εκστατική προσήλωση στη λάμψη των ματιών της. Η αφοσίωση απαιτεί μόχθο, απαιτεί υπομονή και παίδεμα. Όμως τίποτα δε γνωρίζεις πραγματικά αν δεν κοιτάς το βάθος, το βάραθρο, την άβυσσο της ύπαρξης που ριγεί δίπλα σου ακριβώς όπως κοιτάς ή σα να κοιτάς τη δική σου. Ο εαυτός είναι η μόνη πραγματικότητα εν τέλει. Ωστόσο, τελείως ιδεοληπτικά, μπορείς να ταυτιστείς τόσο με κάποιον έτσι ώστε να γίνετε ένα είδος μυθικού τέρατος, μια χίμαιρα έξω από τον χρόνο, μια χρυσή βροχή στο τίποτα.
    Όταν σταμάτησε να μιλά, εκείνη άρχισε να περιπλανιέται με τα νύχια της στο στήθος και την κοιλιά του κι αυτός ένιωθε σιγά-σιγά τον χρόνο να λιώνει, να γίνεται μια μάζα ρευστή, λάβα που έρεε στο κορμί του σαν το πυρακτωμένο της χάδι, σχηματίζοντας νοερά στο δέρμα σχήματα και κύκλους φανταστικούς, στο φλογερό κέντρο των οποίων κατέληξαν αναπόφευκτα τα δάκτυλά της και τότε, ναι, άκουσε στο σκοτάδι το αχνό και περιπαιχτικό της γέλιο πριν σκύψει για να αντλήσει με το στόμα της αργά τον πόθο του, πριν νιώσει αίφνης την ανάσα του να κόβεται και την πραγματικότητα να εκρήγνυται σα βεγγαλικό μες στο κεφάλι του.
    Χωρίς παίδεμα δεν πας πουθενά ούτε μέσα σου, –του υπενθύμιζε στιγμές τα δικά του λόγια– ωστόσο o σατανισμός του οξύμωρου τον περιγέλασε καθώς αποδείχτηκε πως εκείνος δεν παιδεύτηκε καθόλου. Το όμορφο παρουσιαστικό του, η εγωκεντρική του οξύνοια, η υπερβολική του αυτοπεποίθηση καθώς και μια ενδόμυχη ροπή προς το απαγορευμένο προκαλούσαν συνεχώς την ηδονοθήρα φύση του να εκφραστεί. Ασκούσε μια μαγνητική έλξη στις φιλομαθείς φοιτήτριές του, κυρίως σε αυτές που είχαν λυγερή κορμοστασιά και αφελείς σκέψεις, οι οποίες, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από μεριάς του, παρουσιάζονταν σχεδόν πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τη σφριγηλή τους σάρκα για τις οχείες μιας νύχτας.
    Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη στάση του, ο ανήσυχος νους του καθηγητή αναζητεί ένα ηθικό –τουλάχιστον θεωρητικά– υπόβαθρο. Και καθώς το γράψιμο τον βοηθά να «τακτοποιεί» τις σκέψεις του, στο προσωπικό του σημειωματάριο κάνει λόγο για τον «ρομαντικό ιδεαλισμό», μια έννοια που ο ίδιος έχει εφεύρει. Το παν για τον ρομαντικό ιδεαλισμό είναι η μονογαμία, τονίζει. Η ιδέα, αυτή καθ’ αυτή, που πραγματεύεται ωστόσο αφορά στην έλλειψη. Η ουσία της απιστίας είναι η μυστικοπάθεια, διότι η απιστία γίνεται εν κρυπτώ, είναι λάθρα, ηθικά επιλήψιμη, «παράνομη». Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει πως η κυρίαρχη αντίληψη για την απιστία είναι λανθασμένη. Δεν ψάχνει κανείς κάποιον άλλον επειδή θέλει να φύγει από τον/την σύντροφό του. Το κάνει επειδή θέλει να φύγει από το άτομο που έχει γίνει αυτός. Δεν είναι ότι επιθυμεί να βρει κάποιον άλλον. Απλώς επιθυμεί να βρει έναν άλλον εαυτό. Η αντίληψη αυτή έχει παγιωθεί σε πολλές σχέσεις. Ορισμένοι, όπως ο υποφαινόμενος, προσπαθούν να συνδυάσουν δυο ειδών αξίες. Σε μια σχέση επιθυμούν να έχουν τόσο την άγκυρα όσο και τα κύματα, τόσο τη σταθερότητα και την ασφάλεια όσο και την ελευθερία και την αυτονομία. Αυτό όμως είναι το δύσκολο πάντρεμα: το να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου και ταυτόχρονα ότι είσαι ελεύθερος. Παρά, λοιπόν, την όποια του ροπή προς το μεγαλόπνοο και την αλήθεια, η θητεία του στη σχολή της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακαλύψει νέες συγκινήσεις. Δυστυχώς όμως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και από την άλλη πόσο καιρό μπορεί να ζει κανείς σχισματικά και λαθραία;
 
[...]
 
 
 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη νουβέλα «Το είδωλο», η οποία ανοίγει το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη Είδωλα, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις περικείμενο βιβλία και περιλαμβάνει επίσης τα διηγήματα «Ρωγμές», «Ομοιώματα» και «Θαμπός καθρέπτης».
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Έχει επίσης συγγράψει το πόνημα Το μαμούθ και ο αναβάτης. Δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές (περικείμενο, 2021) και είναι ιδρυτής του Πρότυπου Κέντρου Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch! Τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα Ξεπλένοντας και Άυπνος κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2008 και 2011 αντίστοιχα.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται:  
Μια νουβέλα και τέσσερα διηγήματα για τα σπασμένα κάτοπτρα και τους θολούς αντικατοπτρισμούς.
Για τις αδιόρατες μάσκες, τις ραμμένες από την κρυφή βελόνα της απελπισίας.
Για τις μοναχικές περιδιαβάσεις στα πεζοδρόμια της θλίψης και της πόλης.
Για τη σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά βίαιη έκφραση περιφρόνησης ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό ή ενάντια σε όλα αυτά που αποτελούν την πραγματικότητά μας.
Για την αμφίσημη μορφή του ανθρώπου που υπήρξαμε και που βρίσκεται πλέον σε άπειρη απόσταση μακριά μας.
Για τις στατικές εικόνες των ειδώλων μας, τα σύμβολα της αδυναμίας μας.
Διαβάστε την κριτική του Γιάννη Δρούγου για τα Είδωλα στο into my books... 
Η logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον Γιάννη Καλογερόπουλο για την παραχώρηση της φωτογραφίας που κοσμεί την ανάρτηση.