Γλυκερία Μπασδέκη, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (II)
[...]
νίκος: κάθε που Φώτα πρώτος κατηφόριζα … στον ιλισσό, στην άγια φωτεινή να τον επιάκω … με τον χασέ και τη φανέλλα... πώς τουρτούριζα! … πιάστον νικόλα, πιάστονε! χαχάνιζαν τα κοριτσόπουλα… μου ερχόταν ζέστα αγιασμένη κι έπεφτα… έξι χρονιές επήρα ευλογία.. έξι χρονιές τον έπιακα… ήμουν σπουδαίος βουτηχτής, ατρόμητος, μπροστάρης… στου ιλισσού τη γούρνα ψάρι επλατσούριζα… επήγα και στον βοϊδοπνίχτη και στον βουρλοπόταμο… στο παραλίγο μου εξέφυγε το σταυρικό… μ’ ήξεραν οι μαυροπαπάδες και οι χρυσοδέσποτες… βούτα νικόλα, πιάστονε! φωνάζανε κι αυτοί.. από εμένα μοναχά εθέλαν το σταυρό, από εμέ το φίλημα στη χείρα… σ’ εμέ να δώκει φώτιση ο ποταμός επαρακάλαγαν… έξι μικρούς βαφτιστικούς με τον εσταυρωμένο εμάζεψα… έξι χριστούληδες μπαξίσι για το βούτηγμα μου εδώκανε… κολυμπητής που ήμουνα! ο πρώτος στο ποτάμι…. για ρώτα, ρώτα να σου επούν, για ρώτα…
….παντρειές εγώ και διάφορα δεν ήθελα… μονάχα να βουτάω, να πλατσουρίζω… να με τραβάνε τα νερά στη θέρμη τους, στους πάτους… του ποδονίφτη καπετάνιος να γενώ, του κηφισσού ναυτάκι…. μετά μ’αδράξανε οι κοκκινόμπουκλες της βεργινίας… μ’ εχώσανε στις κλαψοκάμαρες… ήμουνα για τα μύρα εγώ και έπιακα στεριά… τα εφοβόταν τα νερά η βεργινία.. εμπουμπουλίθριζε… δεν ήταν για κολύμπια η έρημη, δε μπόραγε…
….ξύλα εσκάλιζα να ξεχαστώ… μαρτύρισσες θαλασσινές κι αγιονικόλες εματώναν στα κοπίδια… στα μανουάλια και στα τέμπλα τα ξυλόγλυπτα αρμένιζα δεμένος…
…σαν ποταμάκι εμπήκες λιόλια, έσταζες πράσινα νερά… μ’ εμούσκεψες! …σάλπιγγες κι έσχατα μ’εχτύπησαν ευθύς… αγριόκρινα της παναγιάς κι άσπρα φιδάκια μ’ έγλειφαν τον νικολάκη δούλο σου… σα σταυρουδάκι από χέρι δέσποτα μ’εζέστανες… τι μούρλα στα νεφρά , τι μούρλα !
γι’ αυτή τη βούτα επνίγηκα…
για της μασχάλης τα γαργαριστά νερά σου εμουρλάθηκα μικρή...
για τα νερά σου λιόλια…
λιόλια: για τα νερά μου νίκο μου, για τα νερά μου…
[...]
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο της Γκλυκερίας Μπασδέκη αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, το οποίο παίζεται στις 9 και 10 Μαΐου στο ELΑΙώNAS FESTIVAL 2015. Άλλο ένα απόσπασμα από το έργο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Συντελεστές της παράστασης
Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη
Σκηνοθεσία - Σκηνογραφία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Κώστας Δαλακούρας
Βοηθός Σκηνοθέτης: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σκηνική εγκατάσταση: Αντρέας Κασάπης
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτογραφίες: PHOTOHARRIE
Video trailer: Γιώργος Αποστολόπουλος
Artwork: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Παίζουν:
Λένα Δροσάκη, (Βραβευθείσα με το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη 2015)
Δημήτρης Μοθωναίος, (Υποψήφιος για το Βραβείο Δημήτρης Χορν 2014)
Κατερίνα Μισιχρόνη
Μαίρη Συνατσάκη
Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις [Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001) και 13 νέοι συγγραφείς(Νεφέλη, 2002)]. Έχει επίσης γράψει τα θεατρικά έργα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου. Τελευταίο θεατρικό της έργο είναι το αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Διατηρεί τη στήλη CRYING GAME. Στη Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών» και το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~».
Το τρελό αίμα (μια νύχτα σ’ ένα χωριό της Κρήτης ή κάπου αλλού)
[…]
ΑΔΑΜ: | Εύα πού είναι η μάνα μου; |
ΕΥΑ: | Μάνα; Μόνη μου είμαι εγώ τι ξέρω από μάνα. |
ΑΔΑΜ: | Γυναίκα είσαι. Έλα μεγάλωσέ με. |
ΕΥΑ: | Γυναίκα είμαι. Το χώμα και το χνότο του |
της μοναξιάς σου δανεικό πλευρό. | |
Ό,τι μπορώ δίπλα σου τό ’χω. | |
Τα μεγαλώματά σου δεν ξέρω πώς να τα κάνω. | |
ΑΔΑΜ: | Εύα τον ρώτησα και δε μου μιλά. |
ΕΥΑ: | Για να μη σου μιλά αυτός θά ’ναι. |
Εμένα δε μου μίλησε ποτέ. | |
Με έδωσε. Απ’ τον ύπνο σου με ξερίζωσε. | |
| Όνειρο ήμουνα. Το όνειρο το πρώτο. |
Κλαδί το κόκαλό σου μέσα μου μ’ έσπασε. | |
Σάρκα η σάρκα σου σχίστηκε και μ’ έκανε. | |
Η μελανιά μ’ έβαψε βοηθό σου. | |
Για τα ζευγαρώματά σου ξηλώθηκες στα δυο, | |
λες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα κάνεις. | |
Λειψός θ’ αφήνεις και θ’ αφήνεις με τ’ άδειο σου | |
εδώ κι εδώ παντού. Θα πέφτεις να κοιμάσαι | |
παρηγοριά να βρεις εκεί που καταπατήθηκες. | |
Ώσπου να πάψεις να ξυπνάς θα ψάχνεις. | |
ΑΔΑΜ: | Τι λες; |
ΕΥΑ: | Ό,τι προλαβαίνω. Όπου νά ’ναι θα φύγουμε. |
ΑΔΑΜ: | Δάγκωσες το μήλο; |
ΕΥΑ: | Όχι το φίδι δάγκωσα. |
ΑΔΑΜ: | Μα αν δάγκωσες το φίδι δε θα φύγουμε. |
ΕΥΑ: | Ό,τι κι αν δαγκώσω θα φύγουμε. |
Ό,τι κι αν δαγκώσω. |
[…]
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Γέρασα; Πες το, να τ’ ακούσω από το στόμα σου.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τα χρόνια περνάνε κι αφήνουν τα σημάδια τους. Όλοι αλλάζουμε.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι, όχι! Εμένα δεν με γέρασαν τα χρόνια. Η αμαρτία με γέρασε!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τα έχω ξανακούσει αυτά! Όταν δεν μιλάς για αμαρτία, παινεύεις τον άντρα σου. Θες να με κάνεις να λυσσάξω.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή είμαι αμαρτωλή, γι’ αυτό τον παινεύω. Εκείνος είναι αθώος.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι εμείς οι δυο κολασμένοι!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: [Πλησιάζοντας τον άντρα] Αν μ’ αγαπούσες, δεν θα ’μασταν. Την αμαρτία μας θα την εξαγόραζε η αγάπη.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν μ’ αγαπάς εσύ;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο πεινασμένος δεν αναρωτιέται αν πεινάει. Από την πείνα του κορμιού μ’ έχεις αρπάξει και με κρατάς δεμένη.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αγάπη είναι αυτό;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Το κορμί μου το ξέρει από τα δόντια σου … Έχεις προσέξει ότι δεν φιλιόμαστε; Δαγκωνόμαστε μόνο σαν σκυλιά δεμένα μ’ αλυσίδες σ’ έναν φράχτη. Ακόμα και τώρα που χορτάσαμε τον πόθο μας, να φαγωθούμε θέλουμε, να φάει ο ένας τον άλλον.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι σου καπνίσει λες. Εγώ θέλω το καλό σου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τέτοιο καλό να δεις κι εσύ!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μακάρι να ήξερα πώς να γλυκάνω την καρδιά σου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα σου πω εγώ! … Περίμενε πρώτα να σκεπάσω τα εικονίσματα.
[…]
ΓΥΝΑΙΚΑ: Να σηκώσω το τραπέζι; Ούτε εσύ τρως, ούτε εγώ μπορώ να φάω … Θα πάρω το ψωμί να το πάω στον αδελφό μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Έχει νυχτώσει. Του το πάω εγώ. [Κάνει να πιάσει το καρβέλι.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι, άσ’ το! Απ’ το να μαλώσετε καλύτερα να μείνει νηστικός.
ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ, βούλωσ’ το! Γυναίκα που έχει αμαρτήσει δεν κάνει πια κουμάντο στο σπίτι της.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πρώτος εσύ μ’ αδίκησες, όταν με παντρεύτηκες.
ΑΝΤΡΑΣ: [Χωρίς να μιλήσει, πιάνει από το τραπέζι με τα δυο του χέρια την κανάτα το κρασί και πίνει· αναστενάζοντας] Καλά θα ήταν να μην είχε γίνει το κακό … Τώρα με κυβερνάει ο Σατανάς.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι πας να κάνεις και θέλεις πρώτα να μεθύσεις; Βάλε το καλά στο μυαλό σου ότι τον αδελφό μου τον έχω καλύτερα κι από παιδί μου εγώ.
ΑΝΤΡΑΣ: Το τι θα κάνω θα το αποφασίσει εκείνος.
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Δείχνοντας τη ζώνη του άντρα της] Τότε, τι το θέλεις το πιστόλι;
ΑΝΤΡΑΣ: Κάνω τα κουμάντα μου. Εγώ είμαι αυτός που περισσεύει εδώ μέσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο φόνος δεν θα φτιάξει τίποτα. Έλα ν’ αγαπήσουμε.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν σ’ είχα ξεφτιλίσει εγώ όπως με ξεφτίλισες, θα πονούσες κι εσύ σαν κι εμένα. [Κάνει να πάρει το ψωμί.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Βάζοντας το χέρι της πάνω στο καρβέλι] Άφησε κάτω το ψωμί. Μην το μαγαρίσεις με το αίμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Άργησες να το σκεφτείς. Εγώ ήθελα να σεβαστείς το ψωμί που μοιραζόμαστε την ώρα που έπρεπε. [Παίρνει το καρβέλι παραμάσχαλα και πηγαίνει προς την πόρτα.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Μπαίνοντας μπροστά του] Όπου η ζωή αναμετριέται με τον θάνατο, η ζωή νικάει. Αυτό να το ξέρεις!
ΑΝΤΡΑΣ: [Βγαίνοντας έξω] Στην ατιμία νικάει ο θάνατος! Αλίμονό μας!
[…]
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Κάνω δίαιτα. |
Ήθελα να φάω κουλούρι. | |
Το σουσάμι ζήλεψα δηλαδή. | |
Και μού ’ρθε η ιδέα. Κι έτσι και σουσάμι έφαγα, | |
Και το κουλούρι το απέφυγα. | |
Ξέρεις τι μ’ άρεσε; | |
Μ’ άρεσε | |
Στις σακκούλες τις χάρτινες | |
και πάνω στις παλάμες μας | |
Το σουσάμι που έμενε. | |
Ξέρεις, λίγο στην παλάμη κολλημένο. | |
Ή πολύ μες στη σακκούλα, σκόρπιο. | |
Θυμάμαι παλιά | |
Πριν αρχίσω δίαιτα | |
Σήκωνα τη σακκούλα | |
Άνοιγα το στόμα μου | |
Και τό ’ριχνα όλο μέσα. | |
Ή όταν ήταν στην παλάμη μου τό ’γλειφα. | |
Σπυρί το σπυρί | |
Το τραγάνιζα με τα δόντια μου. | |
Ωραίο που ήταν. | |
Ήταν και μερικά ξεροψημένα θυμάμαι. | |
Μια σταλίτσα γεύση | |
Τώρα αυτό το έτοιμο δεν είναι το ίδιο. | |
Δηλαδή το ίδιο είναι. | |
Αλλά άλλη γλύκα είχε το άλλο. | |
Είχε παρέα του το κουλούρι. | |
Τό ’χε συναντήσει τέλος πάντων. | |
Ήταν πριν κολλημένο πάνω του. | |
Άλλη αίσθηση. | |
Αυτό στο σακκουλάκι. | |
Δεν είναι το ίδιο. | |
Είναι πιο αυτόνομο. | |
Πιο αποστασιοποιημένο. | |
Το άλλο όσο νά ’ναι κουβαλούσε κι ένα χωρισμό. | |
Είχε την ανάμνηση της επαφής. | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Τι λες; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Για το σουσάμι. |
Και το κουλούρι. | |
Για το σουσάμι το σκέτο | |
Και το σουσάμι με παρέα. | |
Γι’ αυτό λέω. | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Μέθυσες; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Εγώ; Καθόλου; |
Θες κινέζικο; | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Σου είπα ΌΧΙ. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Έχει και σουσάμι. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Κουλούρι έχει; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Όχι. Κάνω δίαιτα. |
Δεν με άκουγες! | |
Πριν στό ’πα! | |
Έβαλα μόνο σουσάμι γιατί κάνω δίαιτα! | |
Αν έβαζα και κουλούρι δε θά ’κανα δίαιτα! | |
Αν έβαζα και κουλούρι δε θά ’ταν κινέζικο! | |
Κατάλαβες! | |
Πού πας; | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Να ξαπλώσω. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Πήγαινε. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Καληνύχτα. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Καληνύχτα. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Όχι, δε θα το ξεχάσω. |
Τόσα γίνονται. | |
Εκεί. |
[…]
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική παράσταση «Το τρελό αίμα, μια νύχτα σ’ ένα χωριό της Κρήτης ή κάπου αλλού» σε σύλληψη, δραματουργία και σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου, που έκανε πρεμιέρα στις 24 Απριλίου 2015 στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, και προέρχονται τα μεν 1ο και 4ο από τα κείμενα για το θέατρο «Μισοφέγγαρα» του Γιάννη Κοντραφούρη, τα δε 2ο και 3ο αντίστοιχα από τα θεατρικά έργα Η δεύτερη εντολή και Το τρελό αίμα του Παντελή Πρεβελάκη σε ελεύθερη απόδοση του Αλέξανδρου Κυπριώτη.
Στη φωτογραφία της Μυρτώς Αποστολίδου, που συνοδεύει την ανάρτηση, οι ηθοποιοί της παράστασης (από αριστερά προς δεξιά): Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Βασίλης Παπαγεωργίου, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος, Διαμαντής Καραναστάσης και Παρθενόπη Μπουζούρη.
Στο σημείωμα της Άντζελας Μπρούσκου αναφέρεται μεταξύ άλλων: "Μια παράσταση για τον Παράδεισο και την Κόλαση που ακολουθεί τις ζωές μας. Όταν ο πολιτισμός μας συναντιέται με τον φόνο Το τρελό αίμα ξεπηδάει για ασήμαντη αφορμή. Αφετηρία τα δράματα του Παντελή Πρεβελάκη. Σιωπή και μυστικά. Απαγορεύσεις. Σώματα που φλέγονται. Αμαρτία κι ενοχή. Ακυρωμένες ζωές. Πρόσωπα που ασφυκτιούν μέσα στην κλειστή ζωή μιας οργανωμένης κοινωνίας που καταδυναστεύει τα μέλη της. Ακραίες ερωτικές φαντασιώσεις, αιμομιξίες, φονικά, μοιχοί, αυτόχειρες. Στον αντίποδα η αυτοθυσία, η αγάπη για τον θεό, η συγχώρεση, η σωτηρία της ψυχής, η φιλοπατρία. Τα κείμενα «Μισοφέγγαρα» του Γιάννη Κοντραφούρη, σκόρπιες φράσεις, αφορισμοί, τραγούδια, στιχάκια, ειδήσεις, ιστότοποι συμπληρώνουν την γλώσσα μιας κοινωνίας που θέλει να τα «πιει για να παρεκτραπεί». Η γυναίκα στο κέντρο. Το εξιλαστήριο θύμα. Σώματα που βασανίζονται από θεούς και δαίμονες. Η διαφορετικότητα διαπομπεύεται. Ξημερώνει. Τα μοτίβα επαναλαμβάνονται κι ο έρωτας, ο μεγάλος εσταυρωμένος, μαχαιρώνεται μπροστά από ανοιχτές τηλεοράσεις. Τα πρόσωπα της παράστασης συναντιούνται μια νύχτα σ’ ένα χωριό της Κρήτης η κάπου αλλού, όπου συνδιαλέγονται με τις πιο σκοτεινές επιθυμίες τους. [...]".
Συντελεστές της παράστασης
«Το τρελό αίμα» και «Η δεύτερη εντολή» του Παντελή Πρεβελάκη σε ελεύθερη απόδοση του Αλέξανδρου Κυπριώτη
Κείμενα για το θέατρο – Μισοφέγγαρα: Γιάννης Κοντραφούρης
Σύλληψη – Δραματουργία – Σκηνοθεσία – Κοστούμια – Εικαστική αντίληψη: Άντζελα Μπρούσκου
Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσικη: Nalyssa Green
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Στέβη Κουτσοθανάση
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Χριστίνα Παπαδοπούλου
Μακιγιάζ: Παναγιώτης Καρακάσης
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Παρθενόπη Μπουζούρη, Διαμαντής Καραναστάσης, Βασίλης Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
Παραστάσεις: 24 Απριλίου έως 10 Ιουνίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21.15 & Κυριακή 20.00 (Διάρκεια 100 λεπτά).
Διαβάστε μία κριτική του Γιάννη Μόσχου για την παράσταση.
Αναρτήθηκε από
Logotexnia 21
στις
5/03/2015 09:00:00 π.μ.
Ετικέτες
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ,
ΑΝΤΖΕΛΑ ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ,
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΕΛΛΗΝΙΚΑ,
ΘΕΑΤΡΟ,
ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ,
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ
Jenny Erpenbeck, Μαλλιά
Μες στην κοιλιά τής μάνας μου έβγαλα μακριές μαύρες τρίχες που μου σηκώνονται όταν έρχομαι στον κόσμο. Είναι άνοιξη, κι ο κόσμος είναι πολύ φωτεινός. Η μια μαύρη τρίχα μετά την άλλη παραδίνεται, πέφτει, πετάει κι εξαφανίζεται, κι αφήνει στα ξανθά αδέλφια της τη διαδοχή στο κεφάλι μου.
Όταν είμαι τριών χρονών, ο πατέρας μου μου βάζει ακόμα κοτσίδια από χόρτα, αλλά σύντομα πιάνονται κιόλας τα μαλλιά μου σε δυο τσουλούφια. Δεξιά κι αριστερά πάνω απ’ τ’ αφτιά στέκονται πεταχτά αυτά τα τσουλούφια σ’ ένα τόξο, σαν το νερό που βγαίνει από μια σωλήνα, πετάγονται από ένα κοκαλάκι που μοιάζει διασταύρωση από μαργαρίτες και καπάκια. Μέχρι να γίνω πέντε χρονών, τα μαλλιά μου λοιπόν τα λούζουνε, τα βουρτσίζουνε και τα πιάνουνε σε τσουλούφια, καμμιά φορά και σε πλεξούδες. Γιατί στο καλό της ήρθε της μάνας μου την παραμονή κάποιας Πρωτομαγιάς να μου τα κόψει κοντά, δεν το θυμάται εν τω μεταξύ κανένας πια. Πάμε έξω για Πρωτομαγιά! Στο ραδιόφωνο παίζουν μουσική για πνευστά. Την κομμένη κοτσίδα η μάνα μου τη βάζει για αναμνηστικό σε μια διάφανη θήκη. Εγώ πρέπει να βγω έξω στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, αλλά στο σπίτι υπάρχουνε δεκαπέντε εκατοστά μου μες στο γυάλινο φέρετρο! Εκείνο το πρωί κάνουν παρέλαση χιλιάδες μπροστά απ’ το κοντοκουρεμένο κεφάλι μου, μου δείχνουνε τα δόντια τους, γελάνε, όχι, γελάνε μαζί μου, ολόκληρη η πόλη σκύβει από πάνω μου και μου χαϊδεύει το κεφάλι και γελάει μαζί μου, ακόμα και οι σημαίες γελάνε, γέρνουν από πάνω μου κι αφήνουνε με μοναδική κακία τα μακριά, κόκκινα μαλλιά τους να πέφτουνε πάνω μου κυματιστά.
Από ’κείνη την Πρωτομαγιά εγώ θέλω να έχω τουλάχιστον τόσο χοντρές κοτσίδες όσο κι η ξαδέλφη μου η Χάικε. Απ’ τις κοτσίδες αυτηνής μπορεί να κρέμεται κι από ένα παιδί δεξιά κι αριστερά, ύστερα εκείνη περιστρέφεται και τα παιδιά πετάνε. Η ξαδέλφη μου η Χάικε είναι καρουσσέλ, θέλω κι εγώ να γίνω καρουσσέλ. Την εποχή εκείνη δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τις βούρτσες για τα μαλλιά με τις πολλές ξεχωριστές πλαστικές τρίχες, και μερικά χρόνια αργότερα, όταν τις έχουνε ήδη ανακαλύψει στη Δύση, εμείς δεν μαθαίνουμε τίποτα. Με χτένα το ξεμπέρδεμα των μαλλιών μετά το λούσιμο κρατάει δύο ώρες. Δύο ώρες είμαι καθιστή σ’ ένα σκαμπό στο μπάνιο, με μια πετσέτα στους ώμους, και τεντώνω το μουσκεμένο κεφάλι προς τη μάνα μου, ενώ εκείνη πληρώνει τη βαριά μαγιάτικη ενοχή της, χωρίζει τα μαλλιά μου σε τούφες και τούφα-τούφα τα ξεμπλέκει. Μια φορά την εβδομάδα αφοσιωνόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο στην αποκατάσταση της λαμπρότητας, ευτυχώς την εποχή εκείνη δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα το καθημερινό λούσιμο, κι όταν το έχουνε ήδη ανακαλύψει στη Δύση, εμείς δεν μαθαίνουμε τίποτα. Μέσα σε μια δεκαετία σχεδόν έχω δικές μου πια δυο ξανθές κοτσίδες, που ανεμίζουνε στριφογυριστές όταν τρέχω στον δρόμο για το σχολείο, επειδή έχω αργήσει πάλι. Που με τις άκρες τους καθαρίζω τους δίσκους του πικ-απ όταν δεν μπορώ να βρω το πανάκι. Που το καλοκαίρι μετά το μπάνιο ρουφάω νερό απ’ αυτές. Δένω τις κοτσίδες πίσω τη μια με την άλλη, για να μην μου σκουπίζουνε το φρέσκο μελάνι, τις μαγκώνω καμμιά φορά από απροσεξία όταν κλείνω κάποια πόρτα πολύ γρήγορα πίσω μου, και μ’ αυτές τις δυο κοτσίδες πηγαίνω στο πρώτο μου ραντεβού. Αυτός που μ’ αρέσει φοράει πέτσινο μπουφάν, που είναι καλυμμένο ολόκληρο με παραμάνες. Τους πανκ τους έχουν ανακαλύψει, αλλά εγώ δεν έμαθα τίποτα. Τυλίγω τη φουντωτή άκρη της κοτσίδας μου στον δείχτη μου και δεν ξέρω τι να πω. Ο πανκ δεν τηλεφωνεί δεύτερη φορά, τα μαλλιά μου περιέρχονται σε διάλυση. Η επανάσταση στο κεφάλι μου δεν είναι κόκκινη ή μωβ όπως στις συνομήλικές μου – εμένα με χειραφετεί και γίνομαι χριστουγεννιάτικο αγγελάκι. Λυτά μαλλιά! Ό,τι μέχρι σήμερα ήτανε γιορτινό χτένισμα, εγώ τώρα το τολμώ για πάντα, φυσικά πρέπει πια να χτενίζομαι μόνη μου. Και ό,τι στον Μποτιτσέλλι φαίνεται παραδείσιο πιάνεται κάτω απ’ τα λουριά της σχολικής μου τσάντας, ηλεκτρίζεται όταν τραβάω ένα πουλόβερ πάνω απ’ το κεφάλι, μπερδεύεται τις ανήσυχες νύχτες και γίνεται κουβάρι. Για πέντε λεπτά ευτυχίας με τον άνεμο κόντρα καθισμένη πίσω σ’ ένα μηχανάκι τινάζω μετά μισή ώρα την αφάνα, και τους μικροσκοπικούς κόμπους που δεν λένε να λυθούν τους κόβω τελικά κατά το κλασσικό πρότυπο. Μια φορά στις καλοκαιρινές διακοπές λιποθυμάω όταν με πάνω από τριάντα βαθμούς, το κεφάλι γυρτό κι ένα χέρι που πάει πάνω-κάτω σαν μοχλός μηχανής κάνω την πρωινή ετοιμασία του χτενίσματός μου. Πού και πού καταριέμαι αυτά τα μαλλιά διακαώς, αλλά τόσο διακαώς όπως καταριέται κανείς πράγματα στα οποία μπορεί να βασιστεί. Ούτε μια στιγμή δεν ξεχνάω ότι τα μαλλιά μου είναι ένας θησαυρός που μέσα του φυλάγεται ολόκληρη η ζωή μου και μού ’χει μάλιστα καρφωθεί η ιδέα ότι μπορεί κάποιος μες στον ύπνο μου να μου τα κόψει. Με αιματηρές σκηνές φαντάζομαι πώς θα έκανα εκείνον που θα μ’ έβλαπτε να μαρτυρήσει.
Στα δεκάξι μου πιάνεται ο πρώτος άντρας στα μαλλιά μου, και τότε, καθώς φαίνεται, εκπλήρωσαν οι τριχιές τελικά τον σκοπό τους. Με πιάνει μια διάθεση που δεν τη γνώριζα μέχρι τότε: την τζίβα αυτή, που την έβγαλα σαν κορίτσι, να την αποχωριστώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου πηγαίνω σε κομμωτήριο, ο κομμωτής κόβει πάνω από μισό μέτρο, τα μαλλιά πέφτουνε στο πάτωμα, ο κομμωτής τα μαζεύει και τα ρίχνει στον σκουπιδοντενεκέ. Όταν με τον φίλο μου στις φθινοπωρινές διακοπές περνάμε απέναντι στη Χίντενζέε, ο άνεμος φυσάει στο κεφάλι μου. Δεν υπάρχει όμως τίποτα πια να μπερδέψει.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Το διήγημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ (γεν. 1969) «Μαλλιά» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τη Τζέννυ Έρπενμπεκ και δείτε τα βιβλία της που έχουν εκδοθεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης το διήγημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ «Σιβηρία» (επίσης από τα Σκύβαλα), τα διηγήματα «και η ευχή θα εκπληρωθεί», «Αμαρτωλοί καιροί», τα κείμενα «Αναμνήσεις» και «Στο επέκεινα των αχρήστων», αποσπάσματα από το θεατρικό έργο της θεατρικής ομάδας Difunta Correa Βρώμικες λέξεις... που συμπεριλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Παιχνίδι με τις λέξεις, ένα κείμενο του No14me για το βιβλίο αυτό και μία συνέντευξη της Τζέννυ Έρπενμπεκ στον Αλέξανδρο Κυπριώτη μετά την κυκλοφορία του πρώτου της βιβλίου στα Ελληνικά, Ιστορία του γερασμένου παιδιού.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)