Гайто Газданов, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ

Photo by aschaeffer

[...]

 

Την εποχή που συνέβαιναν αυτά ήμουν δεκαέξι χρονών – έτσι ο φόνος εκείνος ήταν η απαρχή της αυτόνομης ζωής μου, και δεν είμαι σίγουρος μάλιστα ότι δεν άφησε ασυναίσθητα τη σφραγίδα του σε όλα όσα μου ήταν γραφτό να μάθω και να δω στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκυρίες που τον συνόδευσαν και όλα όσα συνδέονταν μ’ αυτόν – όλα αναδύθηκαν μπροστά μου, με εξαιρετική ευκρίνεια, πολλά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι. Κι αυτό συνέβη επειδή έπεσε στα χέρια μου μια συλλογή διηγημάτων ενός Άγγλου συγγραφέα, που μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά του. Η συλλογή είχε τίτλο Θα έρθω αύριο I’ll Come Tomorrow– από το ομώνυμο πρώτο διήγημα. Αποτελούνταν από τρία διηγήματα: «Θα έρθω αύριο», «Χρυσόψαρα» και «Περιπέτεια στη στέπα» – «The Adventure in the Steppe».

 

Ήταν πολύ καλογραμμένα και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο ευλύγιστος και άψογος ρυθμός της αφήγησης, καθώς και ο ιδιότυπος τρόπος που είχε ο συγγραφέας να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι τα βλέπουν οι άλλοι. Ωστόσο ούτε το «Θα έρθω αύριο» ούτε τα «Χρυσόψαρα» μπόρεσαν να μου κινήσουν κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον, πέραν εκείνου που ήταν φυσιολογικό για κάθε αναγνώστη. Το «Θα έρθω αύριο» ήταν μια ειρωνική ιστορία για μια άπιστη γυναίκα, τα αποτυχημένα ψέματά της και τις παρεξηγήσεις που τα ακολούθησαν. Στα «Χρυσόψαρα» η δράση εξελισσόταν στη Νέα Υόρκη κι ήταν επί της ουσίας ένας διάλογος μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, και η περιγραφή μιας συγκεκριμένης μελωδίας· η καμαριέρα είχε ξεχάσει να σηκώσει τη μικρή γυάλα από το καλοριφέρ, τα ψάρια πηδούσαν έξω από το υπερθερμασμένο νερό τους και σπαρταρούσαν πάνω στο χαλί, πεθαίνοντας, ενώ οι συμμετέχοντες στο διάλογο δεν το έπαιρναν είδηση, αφού ήταν απορροφημένοι, εκείνη παίζοντας πιάνο κι εκείνος ακούγοντας το παίξιμό της. Το ενδιαφέρον του διηγήματος συνίστατο στη χρήση του μουσικού θέματος ως ακαταμάχητου συναισθηματικού σχολίου και στην ακούσια συμμετοχή των χρυσόψαρων που σπαρταρούσαν πάνω στο χαλί.

 

Όμως εμένα με συγκλόνισε το τρίτο διήγημα, η «Περιπέτεια στη στέπα». Είχε ως μότο μια φράση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε: «Beneath me lay my corpse with the arrow in my temple» («Από κάτω μου κειτόταν το πτώμα μου με το βέλος στον κρόταφο.»). Αυτό και μόνον αρκούσε για να τραβήξει την προσοχή μου. Αλλά δεν μπορώ να περιγράψω το αίσθημα που με κυρίευε ενόσω διάβαζα. Ήταν η εξιστόρηση ενός επεισοδίου από τον πόλεμο, γραμμένη χωρίς την παραμικρή αναφορά στη χώρα όπου συνέβαινε ή στην εθνικότητα των εμπλεκομένων, αν και θα έλεγε κανείς πως ο τίτλος, «Περιπέτεια στη στέπα», αποτελούσε ένδειξη ότι διαδραματιζόταν στη Ρωσία. Άρχιζε ως εξής: «Το καλύτερο άλογο που είχα ποτέ ήταν ένας κέλητας με άσπρο τρίχωμα, ημίαιμος, μεγαλόσωμος, που ξεχώριζε για τον εξαιρετικά άνετο τροχασμό και τον μεγάλο διασκελισμό του. Ήταν τόσο όμορφος που θα τον παρομοίαζα με έναν από τους ίππους για τους οποίους μιλάει η Αποκάλυψη. Η ομοιότητα αυτή τονιζόταν –για μένα προσωπικά– κι από το ότι καβάλα σε αυτό ακριβώς το άλογο πήγαινα καλπάζοντας να συναντήσω το θάνατο μου, πάνω σε μια φλεγόμενη γη, ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που είχα γνωρίσει στη ζωή μου».

 

Βρήκα εκεί μια πιστή ανασύσταση όσων είχα ζήσει στη μακρινή εποχή του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, και την περιγραφή εκείνων των αφόρητα ζεστών ημερών, που διεξάγονταν οι πιο παρατεταμένες και οι πιο σκληρές μάχες. Έφτασα τελικά και στις τελευταίες σελίδες του διηγήματος· τις διάβαζα με σχεδόν κομμένη ανάσα. Εκεί αναγνώρισα τη μαύρη φοράδα μου και τη στροφή του δρόμου όπου είχε σκοτωθεί. Ο άντρας, το πρόσωπο που αφηγούνταν την ιστορία, ήταν αρχικά σίγουρος ότι ο ιππέας που έπεσε μαζί με το άλογο, ήταν, αν μη τι άλλο, βαριά τραυματισμένος, καθώς τον είχε πυροβολήσει δύο φορές και νόμιζε ότι είχε πετύχει και στις δύο το στόχο. Δεν καταλαβαίνω γιατί εγώ είχα προσέξει μόνο τον ένα πυροβολισμό. «Δεν είχε σκοτωθεί όμως, και, κατά τα φαινόμενα, ούτε καν είχε τραυματιστεί», συνέχιζε ο συγγραφέας, «διότι τον είδα να σηκώνεται· στο έντονο φως του ήλιου, μου φάνηκε ότι είδα τη θαμπή λάμψη του περιστρόφου στο χέρι του. Δεν είχε ντουφέκι, είμαι βέβαιος γι’ αυτό».

 

Το άσπρο άλογο συνέχισε να προχωρά με τον βαρύ καλπασμό του, πλησιάζοντας στο σημείο όπου, με ακατανόητη, όπως έγραφε ο συγγραφέας, ακινησία, παραλυμένος ίσως από το φόβο, στεκόταν ο άνθρωπος με το περίστροφο στο χέρι. Ύστερα ο συγγραφέας συγκράτησε τη γρήγορη πορεία του αλόγου κι έφερε το ντουφέκι στον ώμο, μα ξαφνικά, χωρίς να ακούσει πυροβολισμό, ένιωσε ένα θανάσιμο πόνο, άγνωστο πού, και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Λίγη ώρα μετά, η συνείδησή του επανήλθε για μια σύντομη και πυρετώδη στιγμή, και τότε άκουσε αργά βήματα που τον πλησίαζαν, αλλά όλα βυθίστηκαν και πάλι στην ανυπαρξία. Για ακόμη μια φορά, ύστερα από λίγο, όντας πια σχεδόν σε επιθανάτιο παραλήρημα, αισθάνθηκε, ακατανόητα πώς, ότι κάποιος στέκεται από πάνω του.

 

[...]

 

Του έγραψα στη διεύθυνση του λονδρέζικου οίκου που είχε εκδώσει το βιβλίο του. Ανέφερα τα γεγονότα που δεν του ήταν γνωστά, και τον παρακαλούσα να μου γράψει πού και πότε θα μπορούσαμε να συναντηθούμε – αν, βεβαίως, η συνάντηση αυτή τον ενδιέφερε όσο κι εμένα. Πέρασε ένας μήνας χωρίς να έρθει απάντηση. Ήταν βέβαια πιθανό να πέταξε το γράμμα μου στο καλάθι των αχρήστων, χωρίς να το διαβάσει, υποθέτοντας ότι μπορεί να έχει σταλεί από καμιά θαυμάστρια του ταλέντου του, με την παράκληση να της στείλει μια φωτογραφία του με αυτόγραφο και να της πει τη γνώμη του για το δικό της μυθιστόρημα, το οποίο θα του έστελνε ή θα του διάβαζε η ίδια, αμέσως μόλις λάμβανε απάντησή του. Κάτι τέτοιο έμοιαζε ώς ένα βαθμό πιθανό και διότι, αν παραβλέψουμε την αναμφισβήτητη και πραγματική μαεστρία με την οποία ήταν γραμμένο το βιβλίο, υπήρχε σ’ αυτό, νομίζω, κάτι που ασκούσε ιδιαίτερη έλξη και στις γυναίκες. Όπως και να ’χει, απάντηση δεν έλαβα.

 

Ακριβώς δύο εβδομάδες μετά, μου παρουσιάστηκε η απρόσμενη ευκαιρία να ταξιδέψω στο Λονδίνο για ένα μικρό ρεπορτάζ. Έμεινα τρεις μέρες και ξέκλεψα λίγη ώρα για να περάσω από τον οίκο που είχε εκδώσει το βιβλίο του Αλεξάντρ Βολφ. Με δέχτηκε ο διευθυντής. Ήταν ένας ευτραφής άντρας πενήντα ετών, με παρουσιαστικό μεταξύ τραπεζίτη και καθηγητή. Μιλούσε γαλλικά με ευχέρεια. Του εξέθεσα εν συντομία το λόγο της επίσκεψής μου, το πώς είχα διαβάσει την «Περιπέτεια στη στέπα» και γιατί το διήγημα αυτό είχε κινήσει το ενδιαφέρον μου.

 

«Θα ήθελα να μάθω αν ο μίστερ Βολφ έλαβε την επιστολή μου.»

 

«Αυτόν τον καιρό ο μίστερ Βολφ δεν βρίσκεται στο Λονδίνο», είπε ο διευθυντής, «και δυστυχώς τη συγκεκριμένη στιγμή είναι παντελώς αδύνατον να επικοινωνήσουμε μαζί του.»

 

«Αυτό αρχίζει να μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα», είπα όχι χωρίς κάποια στενοχώρια. «Δεν θα καταχραστώ το χρόνο σας. Σας εύχομαι να είστε καλά. Μπορώ άραγε να υπολογίζω ότι, όταν θα αποκατασταθεί η επικοινωνία σας με τον μίστερ Βολφ –αν αυτό συμβεί κάποτε– θα του θυμίσετε το γράμμα μου;»

 

«Μπορείτε να μείνετε απολύτως ήσυχος», απάντησε αμέσως. «Θα ήθελα όμως να προσθέσω κάτι πολύ ουσιαστικό. Καταλαβαίνω ότι το ενδιαφέρον σας για το πρόσωπο του μίστερ Βολφ είναι εντελώς ανιδιοτελές. Οφείλω λοιπόν να σας πω ότι είναι αδύνατον ο μίστερ Βολφ να είναι ο άντρας που νομίζετε.»

 

«Μέχρι τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος για το αντίθετο.»

 

«Όχι, όχι», είπε. «Απ’ όσο καταλαβαίνω, θα πρέπει να θεωρείτε ότι είναι συμπατριώτης σας, ναι;»

 

«Αυτό είναι το πιθανότερο.»

 

«Εν προκειμένω, κάτι τέτοιο αποκλείεται εντελώς. Ο μίστερ Βολφ είναι Άγγλος, τον γνωρίζω πολλά χρόνια και μπορώ να σας το εγγυηθώ. Επιπλέον, δεν άφησε ποτέ την Αγγλία για περισσότερο από δυο τρεις βδομάδες, τις οποίες περνούσε, ως επί το πλείστον, στη Γαλλία ή την Ιταλία. Πιο μακριά δεν ταξίδεψε, το ξέρω με σιγουριά.»

 

«Επομένως πρόκειται για παρεξήγηση, αν και μου κάνει εντύπωση», είπα.

 

«Όσο για το διήγημα “Περιπέτεια στη στέπα”, είναι επινοημένο από την πρώτη ώς την τελευταία αράδα.»

 

«Εντέλει, αυτό δεν είναι κι απίθανο.»

 

Τα τελευταία λεπτά της συζήτησης ήμουν όρθιος, έτοιμος να φύγω. Ο διευθυντής σηκώθηκε επίσης από την καρέκλα του και ξαφνικά είπε, χαμηλώνοντας αισθητά τη φωνή:

 

«Φυσικά η “Περιπέτεια στη στέπα” είναι επινοημένη. Αν όμως ήταν αλήθεια, δεν μπορώ να μην σας πω ότι φερθήκατε με ασυγχώρητη απροσεξία. Οφείλατε να έχετε στοχεύσει καλύτερα. Αυτό θα είχε απαλλάξει από περιττά μπερδέματα και τον μίστερ Βολφ και ορισμένα άλλα πρόσωπα.»

 

Τον κοίταξα κατάπληκτος. Χαμογελούσε με πολύ βεβιασμένο χαμόγελο, που μου φάνηκε απολύτως άτοπο.

 

«Βεβαίως ήσασταν υπερβολικά νέος και οι συνθήκες δικαιολογούν την αστοχία της βολής σας. Κι ύστερα, όλα αυτά είναι ασφαλώς –από τη μεριά του μίστερ Βολφ– μόνον έργο της φαντασίας, που εντελώς τυχαία συνέπεσε με τη δική σας πραγματικότητα. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο. Αν έχω νέα, θα σας ενημερώσω. Επιτρέψτε μου να προσθέσω κάτι ακόμα· είμαι πολύ μεγαλύτερός σας, και μου φαίνεται ότι έχω ένα ορισμένο δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Σας διαβεβαιώνω ότι η γνωριμία σας με τον μίστερ Βολφ, αν συνέβαινε, δεν θα σας απέφερε τίποτα άλλο εκτός από απογοήτευση και δεν θα είχε το ενδιαφέρον που αδίκως της αποδίδετε.»

 

[...]

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου

 

 

 

cover Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη νουβέλα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου και επίμετρο του Χρήστου Αστερίου. Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ,  το πρώτο βιβλίο του Γκαζντάνοφ που κυκλοφορεί στα Ελληνικά, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Новый журнал το 1947-48.

 

Гайто Газданов Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη και μεγάλωσε στη Σιβηρία και την Ουκρανία. Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση πολέμησε με τα στρατεύματα του Λευκού Στρατού. Μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού έφυγε από τη Ρωσία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έκανε διάφορες δουλειές (αχθοφόρος, βοηθός σε πλυντήριο αυτοκινήτων, εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων, οδηγός ταξί), ενώ συμμετείχε ενεργά στην πολιτιστική ζωή της ρωσικής παροικίας του Παρισιού. Αφού δημοσίευσε διηγήματα σε διάφορα ρωσόφωνα περιοδικά, το 1929 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Μια βραδιά στης Κλαιρ, και στη συνέχεια η Ιστορία ενός ταξιδιού, η Φυγή, οι Δρόμοι της νύχτας, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, Η επιστροφή του Βούδα, οι Προσκυνητές κ.ά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισε να εργάζεται με ψευδώνυμο στον αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio Liberty στο Μόναχο, όπου και πέθανε από καρκίνο στους πνεύμονες το 1971. Τα έργα του δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Αν και είχαν μεταφραστεί σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, παρέμεναν στην αφάνεια. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισαν να εκδίδονται τα έργα του στη Ρωσία, 3 τόμοι το 1998 και στη συνέχεια 5 τόμοι το 2009. Από το 2010 και μετά τα έργα του επανεκδόθηκαν στα Γερμανικά, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για το έργο του.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails