Αυγή Μελέτη, Σεπτέμβρης

Frida Kahlo, Portrait of Natasha Gelman, 1943

 

«Δε σκοτώνουμε τα δέντρα. Τα αφήνουμε να πεθάνουν μόνα τους» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε η μητέρα μου κατά τη διάρκεια της κηδείας όταν με έσφιξε επάνω στα μαύρα ρούχα της. Η μητέρα μου ήταν πάντα απόμακρη και απούσα. Μου έλειπε ακόμα και όταν βρισκόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Αισθανόμουν τη μοναξιά της απομόνωσης, που καθώς ενηλικιωνόμουν με έκανε έναν μελαγχολικό νεαρό άντρα, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο στις ονειροπολήσεις και στο γράψιμο. Γράφοντας ανακάλυψα πως μπορούσα επιτέλους να ακούσω φωνές μέσα στο άδειο κεφάλι μου. Γιατί το κεφάλι μου ήταν ένα μέρος άδειο και τρομακτικά ήσυχο. Κι εγώ μεγάλωνα μέσα στην εκκωφαντική σιωπή του. Τη σιωπή που έχει ένας βυθός που δεν τελειώνει ποτέ.

 

Τα δέντρα είχαν τη μυστική ζωή τους που κανένας μας δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Η ακινησία τους παλλόταν σαν καλοτεντωμένη χορδή κάθε φορά που ανοιγοκλείναμε τα μάτια μας. Και οι ρίζες τους προχωρούσαν και βάθαιναν μέσα στο έδαφος, προκαλώντας τριγμούς στα μεσημέρια μας, τριγμούς που ήμασταν ανίκανοι να τους αισθανθούμε. Εκτός από την Κόκοσκα που ένοιωθε και καταλάβαινε τα πάντα. Η ίδια έλεγε πως έτσι είχε γεννηθεί. Με περισσότερα αγγεία από ό,τι οι άλλοι οι άνθρωποι, με περισσότερα νεύρα στο ευαίσθητο κεφάλι της. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Ήταν μια καταδίκη. Κόκοσκα, θα κατανοείς τα ακατανόητα, θα αντιλαμβάνεσαι τα ανύπαρκτα και θα βλέπεις τα αόρατα. Η μητέρα μου ορκιζόταν πως κάποιος της είχε ψιθυρίσει αυτά ακριβώς τα λόγια στο αυτί τη στιγμή που την ακουμπούσαν προσεκτικά μέσα στην πρώτη μωρουδιακή κούνια της, και πως ήταν αδύνατον να ξεχάσει το κόκκινο χρώμα στα ξύλινα κάγκελα γύρω από το βρεφικό της κεφάλι.

 

Καθώς μεγάλωνα και την έβλεπα να κάθεται πετρωμένη και αμίλητη δίπλα στο παράθυρο του υπνοδωματίου της, δεν θυμάμαι αν είχα προσπαθήσει ποτέ να την πλησιάσω. Δεν μπορούσα καν να έχω τέτοιες αναμνήσεις. Η εικόνα της, να στέκεται έτσι, μου προκαλούσε έναν τρομερό φόβο. Δεν γυρνούσε να με κοιτάξει, δεν ανάσαινε, τα βλέφαρά της δεν κουνιόνταν. Το πιο τρομακτικό για μένα τότε ήταν να καταλάβω αυτή την ακινησία. Ήξερα ότι δεν κοιτούσε πουθενά, δεν αφουγκραζόταν κάτι, δε σκεφτόταν τίποτα. Η Κόκοσκα απλώς έπαυε να υπάρχει. Και γι’ αυτό υπήρχε περισσότερο από ποτέ. Το σώμα της, σταθερό και στητό καθώς καθόταν στην ψάθινη πολυθρόνα, γινόταν το σημείο όπου ό,τι υπήρχε κάτω από το χώμα, στα έγκατα του σπιτιού, και ό,τι υπήρχε πάνω και πέρα από τον ουρανό που το φώτιζε, ενώνονταν μέσα της, μεταμορφώνοντάς την σε ένα πλάσμα δαιμονικό για μένα. Καθώς την κοιτούσα, το στομάχι μου σφιγγόταν και τα βλέφαρά μου σταματούσαν να σαλεύουν. Ήταν σαν να μου μετέδιδε την ακινησία της. Ήθελα να πω σιγά το όνομά της ή να πω «μαμά, είμαι εδώ» απαλά, για να μην την τρομάξω. Αλλά ούτε αυτό μπορούσα να κάνω. Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν την ίδια μου τη μητέρα. Συναισθανόμενος τη δίνη που στροβιλιζόταν στο στήθος της, καταπίνοντας το σώμα της απ’ έξω προς τα μέσα, δεν ήξερα αν έπρεπε να λυπηθώ γι’ αυτή τη μελαγχολία ή να την αγνοήσω. Όπως έκανε πολλές φορές και η ίδια για μένα, αδιαφορώντας αν υπάρχω, πού βρίσκομαι ή αν ζω.

 

«Το Σεπτέμβριο μπορούμε να γράψουμε τις ωραιότερες ιστορίες, το γνώριζες αυτό;» μου έλεγε καθώς έκανε τις δουλειές του σπιτιού κάποιες φορές. Όχι, δεν το γνώριζα. «Γιατί συμβαίνει αυτό;» τη ρωτούσα, πραγματικά απορημένος με το πόρισμά της. Οι ερωτήσεις μου ήταν ενοχλητικές. Ανασήκωνε τους γερούς της ώμους και κουνούσε το κεφάλι της ως δείγμα εκνευρισμού. «Αν θέλεις πάντα να μαθαίνεις το γιατί, δε θα κατανοήσεις ποτέ σου τίποτα.»

 

Σεπτέμβρη πέθανε και ο Άλμα. Ο Άλμα φορούσε πάντα κάλτσες στο χρώμα του ροδιού και διάβαζε Γερμανική λογοτεχνία. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο. Με αποκαλούσε «μικρό παπαγαλάκι» στα γαλλικά. «Πτι πεγοκέ, θα πας στο πεγίπτεγο να μου φέγεις τσιγάγα;» «Πτι πεγοκέ, τι λέει η εφημεγίδα σήμεγα;» Για να τον ευχαριστήσω, μιμούμουν τα κρωξίματα του παπαγάλου, κι αυτός γελούσε. «Είσαι ένα πολύ καλό παιδί». Τα δάχτυλά του χάιδευαν τρυφερά το κεφάλι μου. Η Κόκοσκα δυσφορούσε. «Αυτό το παιδί κάνει συνεχώς ηλιθιότητες», έλεγε στον καθρέφτη καθώς ανεβοκατέβαζε με μανία τη βούρτσα ανάμεσα στα μαλλιά της. «Κόκοσκα», σοβάρευε απότομα καθώς έγερνε το σώμα της κοντά στον καθρέφτη, «εσύ το έκανες αυτό το παιδί, μην το ξεχνάς. Και το αγαπάς.»

 

Υπήρχαν διαστήματα στα οποία η Κόκοσκα γινόταν διαχυτική μαζί μου. Με περιποιούνταν τότε από το πρωί ως το βράδυ, με ρωτούσε συνεχώς πώς περνάω, τι πιστεύω για εκείνο, τι πιστεύω για το άλλο. «Είσαι καλά, αγαπημένο μου παιδί, μήπως το παρακάνω;»

 

Ναι, το παρακάνεις, ήθελα να της πω, γιατί ασφυκτιούσα. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε τόσες περιποιήσεις εκ μέρους της, ούτε σε τέτοιο ενδιαφέρον. Πρέπει να μείνεις όπως είσαι Κόκοσκα, δε σε ξέρω όταν προσποιείσαι μια άλλη. Κι εκείνη σα να άκουγε τι σκεφτόμουν μέσα στο κεφάλι μου, σταματούσε ξαφνικά να είναι μια καλή και τρυφερή μητέρα και ξαναγύριζε στον κόσμο της. «Ο κόσμος της Κόκοσκα» έλεγε ο Άλμα, εισπνέοντας με απόλαυση τον καπνό του τσιγάρου του. Καθόμασταν στο μικρό μπαλκόνι της κουζίνας και μου έδινε στα κρυφά να καπνίσω κι εγώ. «Ξέγεις με τι μοιάζει η μαμά σου;» με ρωτούσε. Απαντούσα πως δεν ξέρω, αν και ήξερα. Η μητέρα μου ήταν ένα δέντρο. Φυτεμένο μες στο σπίτι. Τα κλαδιά της χτυπούσαν στους τοίχους και οι ρίζες της φύτρωναν κάτω από τα τσιμέντα. Περνούσε τη βούρτσα μέσα από τα μαλλιά της, καθισμένη στην τουαλέτα της και τα φύλλα της χοροπηδούσαν τριγύρω σαν τρελά.

 

«Με τι μοιάζει λοιπόν η μαμά μου, Άλμα;» Με διέταζε τότε να κλείσω τα μάτια μου. «Δες και πες μου κι εμένα», έλεγε χαμογελώντας. Έκλεινα τα βλέφαρά μου. Αλλόκοτα χρώματα μπλέκονταν το ένα με το άλλο σε ένα μοτίβο δίχως καμία συνοχή και καθαρότητα. Μέσα από το σκοτεινό βάθος ξεπρόβαλλε σιγά σιγά η μητέρα μου. Μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε, ώσπου η μορφή της καταλάμβανε το κέντρο του οράματός μου. Αν πίεζα λίγο τα μάτια μου, μπορούσα να δω τα φυλλαράκια να φυτρώνουν στα χέρια της, στο λαιμό της, στο πρόσωπό της. Κάτω από τα πόδια της υπήρχε ένα βροντερό ποτάμι που απειλούσε να τη ρουφήξει. Η εικόνα αυτή με ευχαριστούσε πολύ, δίχως να ξέρω από πού πηγάζει αυτή η ευχαρίστηση. Πλημμύριζα από ανεξήγητη λατρεία, μια λατρεία που είχε περισσότερο ως αντικείμενο εμένα, παρά τη μητέρα μου. Ήταν οι μόνες στιγμές που ένοιωθα γαλήνη με τον εαυτό μου. Και ήθελα να βλέπω και να ξαναβλέπω τη μητέρα μου να αιωρείται στο κενό, πάνω από το νερό που φαινόταν να βράζει. Κι εγώ να ησυχάζω επιτέλους και να μη φοβάμαι.

 

-Τι βλέπεις λοιπόν; επέμενε ο Άλμα.

 

- Περίεργα σύννεφα, νομίζω.

 

- Λες ψέματα μικγέ. Η μαμά σου δεν είναι σύννεφο.

 

 

 

 

 

Το διήγημα «Σεπτέμβρης» της Αυγής Μελέτη (γνωστής και ως Regina Bou, γεν. 1970) δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης τα διηγήματά της «Η κοιλιά», «Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα», «Μεταμεσονύκτια μπισκότα», «Η έμπνευση», «Η σφαίρα του Πουανκαρέ» και «Η παντόφλα» . Πληροφορίες για τη συγγραφέα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μαρία Πετρίτση, Καινούρια άφιξη


Πήγε δώδεκα. Δεν νυστάζω. Μπαίνω στην κουζίνα, ανάβω το φως, ξαναγεμίζω για τρίτη φορά το νεροπότηρο με κρασί, δυναμώνω τους Rolling Stones και γυρνάω στο μπαλκόνι. Ρουφάω μια γερή και ανάβω τσιγάρο. Δεν φέρνω έξω το μπουκάλι επειδή το προτιμώ παγωμένο. Το ζεστό κρασί μού φέρνει αναγούλα και μεταμεσονύκτιες ενοχές. Ξυπνάω τα χαράματα με ταχυκαρδία. Το κρύο περιορίζεται στο να με μεθάει, είναι καλύτερα.


Σταυρώνω τα πόδια στο κάγκελο του μπαλκονιού και κοιτάζω απέναντι. Στο βάθος διακρίνω τα φώτα στην άκρη της πόλης. Μπροστά μου αναμμένα καντήλια. Φυσάει λίγο και τα κυπαρίσσια θροΐζουν και αμολάνε τη γνωστή μυρωδιά κλανιάς που κάποιος ψέκασε γύρω της άρωμα φρεσκάδας για να την κρύψει. Τα μισώ τα κυπαρίσσια και τη βρωμομυρωδιά τους. Ζέχνουν θάνατο και παγωμάρα. Τα σιχαίνομαι.


Δεν έχουν ανάψει όλα τα καντήλια απόψε – μπορεί κάποια να έσβησαν λόγω αέρα. Συνήθως τα Σάββατα περνάνε το πρωί οι συγγενείς και τα ανάβουν να κρατήσουν ως τη Δευτέρα. Τα περισσότερα δεν είναι με λάδι και φυτίλι, είναι με αέριο και διαρκούν μέρες. Μέχρι το μεσημέρι η περιοχή πνίγεται στο λιβάνι και στην μπαγιάτικη λουλουδίλα. Έπειτα καθαρίζει κάπως η ατμόσφαιρα και μυρίζουν καλαμαράκια και πατάτες τηγανητές ή απλωμένα ρούχα.


Από τότε που σταμάτησα να δουλεύω εκτός και κάνω ό, τι μπορώ απ' το σπίτι έχει τύχει να δω κηδείες από το άλφα ως το ωμέγα. Έρχονται πρώτα οι συγγενείς και μετά καταφθάνει η νεκροφόρα. Βάζουν το φέρετρο στο παρεκκλήσι και πάει κόσμος να χαιρετίσει το νεκρό. Μετά τον παίρνουν στα χέρια τα κοράκια και ξωπίσω ψέλνει ο παπάς. Ακολουθούν οι άλλοι. Μόλις φτάσουν στο μνήμα ψέλνει άλλα πέντε λεπτά, ο κόσμος πετάει λουλούδια στον νεκρό, κλαίει και αποχαιρετάει όπως μπορεί κι έπειτα απομακρύνονται ως το παρεκκλήσι για κονιάκ και καφέ. Πίσω μένει ένας που γεμίζει τον τάφο με χώμα. Είναι πάντα ο ίδιος. Τον σκέφτομαι να δουλεύει απαθής, ή και με διαρκή ανατριχίλα. Το φτυάρι κάνει χρατς χρατς και με πιάνει στο λαιμό. Πολύ ξερός ήχος – σαν βήχας. Όταν έχει ήλιο μου έχει τύχει να δω στάλες από τον ιδρώτα του εργάτη να πέφτουν πάνω στον κοστουμαρισμένο τεθνεώτα. Όταν έχει βροχερή μέρα γεμίζει ο τάφος και ο τόπος λάσπες.


Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τους ανθρώπους να θάβουν τους συγγενείς ή τους φίλους τους. Θα έλεγα πως ξεπερνούν τα όρια του εαυτού τους. Πετάνε τα λουλούδια και λένε αυτά που θέλουν να πουν, κι ύστερα απομακρύνονται με χαμηλωμένο κεφάλι. Τα σκυμμένα κεφάλια σπανίως σημαίνουν κάτι τόσο ειλικρινές και απόλυτο όσο αυτές τις στιγμές. Είναι οι στιγμές που οι ζώντες έχουν απομείνει μόνοι με τον εαυτό τους και οι τεθνεώτες είναι πια γι' αυτούς υπόβαθρο σε μελλοντικά παρτέρια, ή σκέτα ονόματα σε επιμνημόσυνες δεήσεις.


Αυτή την κίνηση, με την ίδια σημασία, την έχω συναντήσει αρκετές φορές και στο κέντρο της Αθήνας. Κι εκεί έχει πολλή αθλιότητα και μοναξιά, και οι άνθρωποι μοιάζουν να πενθούν κάτι οριστικά χαμένο. Είναι μια μοναξιά βάθους τριών τουλάχιστον μέτρων. Δεν μιλάμε για κρίση, δηλαδή, μιλάμε για ολική καταστροφή. Για ένα είδος θανάτου.


Οι φίλοι μου κορόιδευαν όταν τους ανακοίνωσα πως νοίκιασα διαμέρισμα με θέα σε νεκροταφείο. Τους είπα πως δεν πιστεύω στα φαντάσματα ή στην μετά θάνατον ζωή και πως οι τάφοι δεν με τρομάζουν επειδή δεν έχουν τίποτα μέσα πέρα από μύκητες και λιωμένες γραβάτες. Μετά τους κάλεσα στο πάρτι μου. Ήρθαν ντυμένοι ζόμπι. Δεν με προσέβαλε αυτό, ούτε εξεπλάγην. Τόσο γελοίους κι αξιολάτρευτους φίλους έχω.


Τα απογεύματα το τοπίο είναι πολύ γαλήνιο. Σχεδόν κατανυκτικό. Κοιτάζω τους σταυρούς και τα μάρμαρα, τα χρώματα των λουλουδιών, τα πλαστικά στεφάνια. Ονόματα δεν διακρίνω από δω, έχω μπει όμως στο νεκροταφείο και ξέρω ποιοι είναι οι κοντινοί γείτονές μου. Ένας ογδονταεννιάχρονος θαμμένος πάνω στη μάνα του, ένας εξηντάρης με φθαρμένη φωτογραφία, μια νεαρή με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά και κάμποσα ζευγάρια. Δεν έχουν όλοι φωτογραφίες, βέβαια, θυμάμαι όμως τις θέσεις τους. Ξέρω ποιος ακριβώς βρίσκεται πού αλλά αποφεύγω να το πω μπροστά σε τρίτους. Μόνο όταν τους χαιρετάω εξ αποστάσεως, απ' το μπαλκόνι δηλαδή, τους λέω ένα γεια με τα ονόματά τους. Μερικοί έχουν σπασμένα τα τζαμάκια στο προσκεφάλι τους, άλλοι έχουν μέσα σουβενίρ από την παλιά τους ζωή. Όλοι κάτι έχουν.


Η ώρα πήγε δύο. Ο χρόνος περνάει αλλόκοτα όταν είναι νύχτα. Ξεγλιστρά. Η μουσική παίζει δυνατά σε λούπα. Τριγύρω ερημιά και αναμμένα καντήλια. Κανείς δεν ενοχλείται από το θόρυβο, περιέργως. Από δίπλα εννοώ, μιας και από απέναντι ποτέ δεν δέχτηκα παρατηρήσεις για κάτι. Νιώθω μια ωραία εξάντληση να μου παραλύει το κορμί. Το μυαλό μου είναι άδειο. Είμαι μια ανθρώπινη μάζα που δεν θέλει να αλλάξει θέση, που δεν χρειάζεται τίποτα, που ξέρει πως κάποτε θα καταλήξει στο απέναντι μαρμάρινο ξενοδοχείο και κάποιος από απέναντι θα την κοιτάζει πίνοντας κρασί. Και που δεν την νοιάζει.


Αύριο ξημερώνει Κυριακή. 


Σήμερα είχαμε καινούρια άφιξη στο νεκροταφείο.


Εύχομαι να βολεύτηκε στη θέση της, και κυρίως να της αρέσουν οι Rolling Stones. 







Το παραπάνω διήγημα της Μαρίας Πετρίτση συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Αγάπη μου, θέλω να γίνω ψάρι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliothèque


Η Μαρία Πετρίτση κατάγεται από το Λουτράκι. Σπούδασε Μετάφραση στην Κέρκυρα και στο Βέλγιο, όπου ζει και εργάζεται. Έχει γράψει βιβλιοκριτικές, διηγήματα και μυθιστορήματα. Κείμενά της κυκλοφορούν σε περιοδικά, εφημερίδες και στο διαδίκτυο. 


Από τις εκδόσεις Bibliothèque κυκλοφορούν επίσης το μυθιστόρημά της Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση και το ποιητικό συνταγολόγιο με εικόνες Μαγείρεψα και άλλα ποιήματα. Παλαιότερα βιβλία της η συλλογή διηγημάτων Lemon με λένε (Εμπειρία Εκδοτική, 2010) και τα μυθιστορήματα Όλα λάθος (Κέδρος, 2012), Μιράντα (Κέδρος, 2013) και Ο βασιλιάς του τρακ (Κέδρος, 2014). 





LinkWithin

Related Posts with Thumbnails