Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός

"Pensive Homeless, Street Portraiture" Foto by Leroy Skalstad

Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τὰς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.

Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθῃ, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.

Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῆ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του. Διὰ νὰ ἀποφύγω τὰ φιλικὰ δάνεια, ἐπρομηθεύθην ἀπὸ τὴν ἀγοράν μὲ ἕνα εἰκοσιπεντάρικο, ἕνα μεγάλο σάκκο ‘Ἀρχαγγέλους’ καὶ ‘Πιστωτικές’. Μὲ αὐτὰς ἔχω το δικαίωμα ν’ ἀποκρίνωμαι ὅτι ὁ Γούστας καὶ ὁ Σκαλούτζης μὲ ἄφισαν μὲ τὸ ὑποκάμισον, μὲ μόνον δηλ. ἑπτὰ σπίτια, ποὺ τὰ λέγω ὑποθηκευμένα, καὶ ἑξακόσιες λαχειοφόρους, ὅπου δὲν ἠξεύρει κανεὶς πὼς τὰς ἕχω.

Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δὶ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.

Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.

Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς ὑπερβολικῆς μου εὐαισθησίας εἶναι καὶ ὁ τρόπος ὁποῦ ὑπανδρεύθην. Ὅταν ἐπλησίασαν νὰ μὲ πλακώσουν τὰ γεράματα, νὰ μὲ κουράζουν οἱ διασκεδάσεις καὶ νὰ μ᾿ ἐνοχλοῦν οἱ ῥευματισμοί, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχω ἕνα σπιτικὸν καὶ μίαν γυναῖκα δική μου νὰ μὲ περιποιῆται. Καθὼς πᾷς ἄλλος, ἀγαπῶ κι ἐγὼ τὶς εὔμορφες καὶ πλούσιος καθὼς εἶμαι, εὔκολον ἦτο νὰ εὕρω ἕνα νόστιμο κορίτσι, ἂν δὲν ἐζητοῦσα προῖκα. Ἄλλος εἰς τὴν θέσιν μου θὰ τὸ ἔκαμνεν, ἀλλ᾿ ἐγὼ συλλογίσθηκα πόσον θὰ ἐβασάνιζε τὴν εὐαισθησίαν μου ἂν ὑπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, ἡ ἰδέα ὅτι μ᾿ ἐπῆρεν ὄχι διὰ τὰ εὐγενῆ μου, ἀλλὰ διὰ τὰ ἑπτά μου σπίτια. Παρὰ ταύτην τὴν ἀνυπόφορην ἐπροτίμησα νὰ θυσιασθῶ καὶ νὰ πάρω πλουσίαν ἀσχημομούραν. Ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς μου εἶναι τόση, ὥστε ἡ μεγάλη της μύτη καὶ τὰ ψεύτικά της δόντια δὲ μὲ ἐμπόδισαν, ὄχι μόνον νὰ φέρωμαι καλὰ μαζί της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν ἀγαπῶ, περισσότερον ἴσως ἀπ᾿ ὅτι πρέπει. Ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης μου ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω πώς, ὅταν ἔτυχε πέρυσι ν ἀῤῥωστήση δὲν κατόρθωσα ποτὲ νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ. Ὁ βῆχας καὶ τὸ γλού-γλοὺ τῆς γαργάρας της μοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ μυρωδιὰ τῆς ἀῤῥωστοκάμεράς μου ἔφερνε ζάλη. Ἡ ἀνικανότης μου νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ μὲ ἀνάγκαζε νὰ μένω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωί. Αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια τῆς γυναίκας μου μ᾿ ἔκαμε νὰ ἐξοδέψω πάρα πολλὰ χρήματα εἰς ἁμάξια, θέατρα, γεύματα εἰς τὴν Μεγάλην Βρετανίαν καὶ ἐκδρομᾶς μὲ φίλους μου εἰς τὴν Κηφισσιάν καὶ τὴν Πεντέλην. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔξοδο ἦτο ὅτι τὰς ἡμέρας ποὺ ἡ γυναῖκα μου δὲν ἐφαίνετο διόλου καλά, ἡ ἀνησυχία καὶ ἡ λύπη μου ἦτον τόσο μεγάλη, ὥστε ἀναγκάσθηκα νὰ πάρω διὰ παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα τοῦ Φαλήρου. Περιττὸν εἶναι νὰ προσθέσω ὅτι ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν τρόπων μου μ᾿ ἐμπόδισαν νὰ εἴπω τίποτε δι᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα εἰς τὴν γυναῖκα μου, ὅταν ἔγινε καλά.

Ἐναντίον της δὲν ἔχω κανένα σπουδαῖο παράπονο. Προσπαθεῖ εἰς ὅλα νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ καὶ ποτὲ δὲν ἐρωτᾷ οὔτε ποὺ ἤμουν οὔτε τί κάμνω. Εἶναι φρόνιμη, ἥσυχη νοικοκυρὰ καὶ μὲ κάμνει νὰ καλοπερνῶ χωρὶς νὰ ἐξοδεύῃ πολλά. Τὸ σπίτι λάμπει, ποτὲ δὲν ἔλειψε κουμπὶ ἀπὸ τὰ πουκάμισά μου καὶ εἶμαι πάντοτε βέβαιος νὰ εὕρω εἰς τὸ τραπέζι τὸ φαγὶ ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Ἐκατάφερε μάλιστα νὰ μαγειρεύει καὶ τὸν ἀστακὸν μὲ μία ἀμερικάνικη σάλτσα ποὺ ἠμπορεῖ τώρα νὰ τὸν τρώγω χωρὶς νὰ μοῦ πειράζει τὸ στομάχι. Αὐτὰ εἶναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ἕνα μόνον τῆς λείπει, ἡ εὐαισθησία. Αὐτὸ τὸ ἐκατάλαβα ὅταν ἦλθεν ἡ σειρά μου ναῤῥωστήσω!

Ἐνῷ ἐγὼ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀῤῥώστιαν δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ καὶ ἀναγκαζόμουν νὰ φεύγω καὶ νὰ ζητῶ παρηγορίαν εἰς τὸ ξεφάντωμα, αὐτὴ οὔτε στιγμὴν δὲν ἔλειψεν ἀπὸ κοντά μου. Ἀγρύπνησε δέκα νύχτες εἰς τὸ προσκέφαλό μου. Ἤθελεν ἡ ἴδια νὰ μοῦ δίνη τὰ γιατρικά, νὰ μ᾿ ἀλλάζῃ καὶ νὰ μὲ μεταγυρίζη, χωρὶς νὰ μὲ συνερίζεται διὰ τὸν κακόν μου τρόπο, χωρὶς νὰ σιχαίνεται τὰ καταπλάσματα οὔτε νὰ ἐνοχλῆται ἀπὸ τὴ ἀῤῥωστομυρωδιὰν τοῦ δωματίου. Αὐτὸ μ᾿ ἔκαμεν νὰ ὑποπτευθῶ, ὅτι ἡ γυναῖκα μου δὲν ἔχει οὔτε καλὴν ὄσφρησιν οὔτε μεγάλην εὐαισθησίαν. Πῶς τῷ ὄντι θὰ ἠμποροῦσε, ἂν ἦτο εὐαίσθητη, νὰ μὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρω, νὰ βασανίζωμαι, νὰ μὲ καίουν οἱ συνασπισμοὶ καὶ νὰ μὲ δαγκάνουν αἱ βδέλλαι; Κατάντησα νὰ πιστεύω πὼς ἔχουν κάποιον δίκαιον ὅσοι θεωροῦν τὴν ὑπερβολικὴν τρυφερότητα τῶν γυναικῶν ὡς πρόληψιν καὶ παραμύθι. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο καὶ ν᾿ ἀπαιτήσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν ἰδική μου ἔκτακτον καὶ μοναδικὴ εὐαισθησία.


Emmanuel_Roides Το παραπάνω κείμενο του Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα "Εμπρός" το 1896 και αναδημοσιεύεται εδώ από τη ΒΙΚΙΘΗΚΗ. Διαβάστε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ για τη ζωή και το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη και δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τις εκδόσεις των έργων του. Παρακάτω δείτε την εκπομπή για τον Εμμανουήλ Ροΐδη από την τηλεοπτική σειρά του Τάσου Ψαρρά "Εποχές και συγγραφείς" (ΕΤ1).


Raymond Carver, Θέλημα


Chekhov_1898_by_Osip_Braz

Τσέχοφ. Το απόγευμα της 22ας Μαρτίου 1897 βγήκε να δειπνήσει στη Μόσχα με τον φίλο και έμπιστό του Αλεξέι Σουβόριν. Αυτός ο Σουβόριν ήταν ένας πολύ πλούσιος εκδότης, ένας αντιδραστικός, αυτοδημιούργητος άνθρωπος, ο πατέρας του οποίου ήταν στρατιώτης στη μάχη του Μποροντίνο. Όπως και ο Τσέχοφ, ήταν εγγονός δουλοπάροικου. Είχαν αυτό το κοινό: και οι δυο είχαν χωριάτικο αίμα στις φλέβες τους. Γιατί κατά τ’ άλλα, όσον αφορά τις πολιτικές απόψεις και τον χαρακτήρα, απείχαν παρασάγγας ο ένας απ’ τον άλλον. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Σουβόριν ήταν ένας από τους λίγους επιστήθιους φίλους του Τσέχοφ, και ο Τσέχοφ απολάμβανε την παρέα του.

Φυσικά πήγαν στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης, μια πρώην κατοικία που ονομαζόταν Ερμιτάζ- ένα μέρος όπου έπαιρνε ώρες, ακόμα και τη μισή νύχτα, για ένα γεύμα δέκα πιάτων το οποίο συμπεριλάμβανε φυσικά πολλά κρασιά, λικέρ και καφέ. Ο Τσέχοφ ήταν άψογα ντυμένος, όπως πάντα- σκούρο κουστούμι και γιλέκο, το κλασικό του pince-nez. Εκείνη τη νύχτα έμοιαζε πάρα πολύ με τη φωτογραφία του που είναι τραβηγμένη εκείνη την περίοδο. Ήταν χαλαρός, εύθυμος. Χαιρέτησε δια χειραψίας τον μετρ και αμέσως πέρασε στη μεγάλη τραπεζαρία. Ήταν υπέροχα φωτισμένη με περίκομψους πολυελαίους, στα τραπέζια κάθονταν κομψά ντυμένοι άνδρες και γυναίκες. Σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν διαρκώς. Είχε μόλις καθίσει απέναντι από τον Σουβόριν όταν ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να αιμορραγεί από το στόμα. Ο Σουβόριν και δυο σερβιτόροι τον βοήθησαν να πάει στην τουαλέτα και προσπάθησαν να σταματήσουν τη ροή του αίματος με παγοκύστες. Ο Σουβόριν τον συνόδεψε πίσω στο δικό του ξενοδοχείο και ζήτησε να ετοιμάσουν για τον Τσέχοφ ένα κρεβάτι σε ένα από τα δωμάτια της σουίτας. Αργότερα, ύστερα από άλλη μια αιμορραγία, ο Τσέχοφ δέχτηκε να τον μεταφέρουν σε μια κλινική που ειδικευόταν στη θεραπεία της φυματίωσης και των σχετικών μολύνσεων του αναπνευστικού. Όταν ο Σουβόριν τον επισκέφτηκε εκεί, ο Τσέχοφ ζήτησε συγγνώμη για το «σκάνδαλο» στο εστιατόριο τρεις νύχτες πριν και εξακολούθησε να επιμένει ότι δεν ήταν τίποτα το σοβαρό. «Γελούσε και αστειευόταν όπως πάντα», σημείωσε ο Σουβόριν στο ημερολόγιό του, «ενώ έφτυνε αίμα σε ένα μεγάλο δοχείο».

Η νεότερη αδελφή του, η Μαρία Τσέχοφ, επισκέφτηκε τον Τσέχοφ στην κλινική τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου. Ο καιρός ήταν άθλιος- έριχνε χιονόνερο και παντού υπήρχαν παγωμένοι σωροί χιονιού. Της ήταν δύσκολο να βρει άμαξα να την πάει στο νοσοκομείο. Όταν έφτασε, ήταν πολύ φοβισμένη και αγχωμένη.

«Ο Άντον Παύλοβιτς καθόταν στο κρεβάτι του», έγραψε η Μαρία στις Αναμνήσεις της. «Δεν του επέτρεπαν να μιλάει. Αφού τον χαιρέτησα, στράφηκα προς το τραπέζι για να κρύψω τα συναισθήματά μου». Εκεί, ανάμεσα σε μπουκάλια σαμπάνιας, βάζα με χαβιάρι, μπουκέτα λουλουδιών με ευχές, είδε κάτι που την τρόμαξε: ένα σχεδιάγραμμα των πνευμόνων του Τσέχοφ, σχεδιασμένο προφανώς από έναν ειδικό σε αυτά τα θέματα. Ήταν ένα είδος σκίτσου που οι γιατροί συνηθίζουν να φτιάχνουν για να δείξουν στους ασθενείς τους τι πιστεύουν ότι συμβαίνει. Οι πνεύμονες ήταν σχεδιασμένοι με μπλε χρώμα αλλά τα επάνω μέρη ήταν γεμισμένα με κόκκινο. «Κατάλαβα ότι ήταν άρρωστα», έγραψε η Μαρία.

Ένας άλλος επισκέπτης ήταν ο Λέων Τολστόι. Το προσωπικό του νοσοκομείου ένιωσε δέος στην παρουσία του μεγαλύτερου συγγραφέα της χώρας. Ο διασημότερος άνδρας στη Ρωσία; Και βέβαια έπρεπε να τον αφήσουν να δει τον Τσέχοφ, παρόλο που «μη απαραίτητοι» επισκέπτες απαγορεύονταν. Με πολλή δουλοπρέπεια, νοσοκόμες και γιατροί οδήγησαν τον γενειοφόρο γέροντα στο δωμάτιο του Τσέχοφ. Παρά την χαμηλή εκτίμησή του για τις ικανότητες του Τσέχοφ ως δραματουργού (ο Τολστόι ένιωθε ότι τα έργα του ήταν στατικά και φτωχά από ηθική άποψη. «Πού σε οδηγούν οι χαρακτήρες σου;» απαίτησε μια φορά να μάθει από τον Τσέχοφ. «Από την πολυθρόνα στην αποθήκη και πίσω»), του Τολστόι του άρεσαν τα διηγήματα του Τσέχοφ. Επίσης, πολύ απλά, αγαπούσε τον άνθρωπο. Είπε στον Γκόρκι: «Τι ωραίος, υπέροχος άνθρωπος: ήσυχος και μετριόφρων σαν κορίτσι. Μιλάει και σαν κορίτσι. Είναι απλώς θαυμάσιος». Και ο Τολστόι έγραψε στο ημερολόγιό του (όλοι κρατούσαν ημερολόγιο εκείνη την εποχή): «Χαίρομαι που αγαπώ… τον Τσέχοφ».

Ο Τολστόι έβγαλε το μάλλινο κασκόλ και τη γούνινη κάπα του, κάθισε σε μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του Τσέχοφ. Δεν ήταν μόνο που ο Τσέχοφ έπαιρνε φάρμακα και δεν του επέτρεπαν να μιλάει, πόσο μάλλον να κάνει συζήτηση. Έπρεπε να ακούει τον Κόμη που άρχισε να μιλάει για τις θεωρίες του περί αθανασίας της ψυχής. Σχετικά με αυτή την επίσκεψη, ο Τσέχοφ αργότερα έγραψε: «ο Τολστόι θεωρεί ότι όλοι μας (άνθρωποι και ζώα) θα συνεχίσουμε να ζούμε σε μια αρχή (όπως η λογική ή η αγάπη), της οποίας η ουσία και οι σκοποί είναι μυστήριο για εμάς… Δεν έχω ανάγκη αυτή την αθανασία. Δεν την καταλαβαίνω και αυτό έκανε εντύπωση στον Λεβ Νικολάγεβιτς».

Παρά ταύτα, ο Τσέχοφ εντυπωσιάστηκε από το ενδιαφέρον που έδειξε με την επίσκεψή του ο Τολστόι. Όμως, σε αντίθεση με τον Τολστόι, ο Τσέχοφ ποτέ δεν πίστεψε στη μετά θάνατον ζωή. Δεν πίστευε σε τίποτα που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από μία ή περισσότερες εκ των πέντε αισθήσεων. Και όσον αφορά τη ζωή και το γράψιμο, κάποτε είπε σε κάποιον ότι δεν είχε «πολιτική, θρησκευτική και φιλοσοφική κοσμοθεωρία. Κάθε μήνα την αλλάζω και έτσι πρέπει να περιοριστώ στην περιγραφή του πώς οι ήρωές μου αγαπούν, πώς παντρεύονται, γεννούν, πεθαίνουν και πώς μιλάνε».

Νωρίτερα, πριν διαγνωστεί η φυματίωσή του, ο Τσέχοφ είχε πει: «Όταν ένας χωρικός έχει φθίση λέει Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα φύγω την άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια». (Ο Τσέχοφ πέθανε καλοκαίρι, στη διάρκεια καύσωνα). Αλλά όταν αποκαλύφθηκε η φυματίωση του ίδιου του Τσέχοφ, αυτός προσπαθούσε συνεχώς να υποτιμά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Φαινόταν σαν να ένιωθε μέχρι και το τέλος ότι θα μπορούσε να απαλλαγεί από την ασθένεια, όπως άλλοι απαλλάσσονται από ένα επίμονο συνάχι. Στις τελευταίες του ημέρες πια, μιλούσε με φαινομενική βεβαιότητα για τη δυνατότητα βελτίωσης. Και μάλιστα, σε ένα γράμμα που έγραψε λίγο πριν το τέλος του έφτασε στο σημείο να πει στην αδελφή του ότι «είχε παχύνει» και ότι ένιωθε πολύ καλύτερα τώρα που ήταν στο Μπάντενβαϊλερ.

Το Μπάντενβαϊλερ είναι μια λουτρόπολη στη δυτική πλευρά του Μέλανος Δρυμού, όχι μακριά από τη Βασιλεία. Τα Βόσγια όρη είναι ορατά σχεδόν από οποιοδήποτε σημείο της πόλης και τις ημέρες εκείνες ο αέρας ήταν καθαρός και αναζωογονητικός. Χρόνια τώρα οι Ρώσοι πήγαιναν εκεί για να μουλιάσουν στα θερμά ιαματικά λουτρά και να κάνουν περιπάτους στις λεωφόρους. Τον Ιούνιο του 1904 ο Τσέχοφ πήγε εκεί για να πεθάνει.

Νωρίτερα, εκείνον το μήνα, είχε κάνει ένα δύσκολο ταξίδι με τρένο από τη Μόσχα στο Βερολίνο. Ταξίδεψε με τη γυναίκα του, την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, μια γυναίκα που είχε γνωρίσει το 1898 στις πρόβες για τον Γλάρο. Οι σύγχρονοί της την περιγράφουν ως έξοχη ηθοποιό. Ήταν ταλαντούχα, όμορφη και σχεδόν δέκα χρόνια μικρότερη από τον δραματουργό. Ο Τσέχοφ γοητεύτηκε αμέσως από αυτήν, αλλά άργησε να ακολουθήσει τα αισθήματά του. Όπως πάντα, προτιμούσε το φλερτ από τον γάμο. Τελικά, ύστερα από ένα τρίχρονο φλερτ με πολλούς χωρισμούς, γράμματα και τις απαραίτητες παρεξηγήσεις, παντρεύτηκαν, σε ιδιωτική τελετή στη Μόσχα, τον Μάιο του 1901. Ο Τσέχοφ ήταν πανευτυχής. Αποκαλούσε την Όλγα «αλογάκι» του και μερικές φορές «σκυλάκι» ή «κουταβάκι». Του άρεσε επίσης να την αποκαλεί «γαλοπουλάκι» ή απλώς «χαρά μου».

Στο Βερολίνο ο Τσέχοφ επισκέφτηκε έναν διάσημο ειδικό στις πνευμονικές διαταραχές, κάποιον δόκτορα Καρλ Έβαλντ. Αλλά, σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, μόλις ο δόκτωρ εξέτασε τον Τσέχοφ σήκωσε τα χέρια ψηλά και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη. Ο Τσέχοφ είχε φτάσει πολύ μακριά για βοήθεια: εκείνος ο δόκτωρ Έβαλντ ήταν εξοργισμένος με τον εαυτό του που δεν μπορούσε να κάνει θαύματα, και με τον Τσέχοφ που ήταν τόσο άρρωστος.

Ένας Ρώσος δημοσιογράφος έτυχε να επισκεφτεί τους Τσέχοφ στο ξενοδοχείο τους και έστειλε αυτό το μήνυμα στον εκδότη του: «Οι ημέρες του Τσέχοφ είναι μετρημένες. Μοιάζει θανάσιμα άρρωστος, είναι τρομερά ισχνός, βήχει συνέχεια, του κόβεται η αναπνοή με την παραμικρή κίνηση και έχει υψηλό πυρετό». Ο ίδιος δημοσιογράφος συνόδεψε τους Τσέχοφ στον σταθμό Πότσνταμ, όπου πήραν το τρένο για το Μπάντενβαϊλερ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, «ο Τσέχοφ δυσκολεύτηκε να ανέβει τη μικρή σκάλα του σταθμού. Χρειάστηκε να μείνει καθιστός αρκετά λεπτά για να ξελαχανιάσει». Και μάλιστα, ο Τσέχοφ πονούσε καθώς κινείτο: τα πόδια και τα έντερά του διαρκώς πονούσαν. Η ασθένεια είχε πλήξει το εντερικό σύστημα και τη σπονδυλική στήλη. Τη συγκεκριμένη στιγμή, είχε λιγότερο από ένα μήνα ζωής. Όταν ο Τσέχοφ μιλούσε για την κατάστασή του τώρα, το έκανε, σύμφωνα με την Όλγα, «με μια σχεδόν τολμηρή αδιαφορία».

Ο δόκτωρ Σβέρερ ήταν ένας από τους πολλούς γιατρούς του Μπάντενβαϊλερ, οι οποίοι έβγαζαν καλά λεφτά κουράροντας τους πλούσιους που έρχονταν στα λουτρά αναζητώντας ανακούφιση από διάφορες αρρώστιες. Ορισμένοι από τους ασθενείς του ήταν άρρωστοι και καταβεβλημένοι, άλλοι απλά γέροι και υποχόνδριοι. Αλλά ο Τσέχοφ ήταν ειδική περίπτωση: ήταν στα τελευταία του και κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Επίσης ήταν πολύ γνωστός. Ακόμα και ο δόκτωρ Σβέρερ ήξερε το όνομά του: είχε διαβάσει κάποιες από τις ιστορίες του Τσέχοφ σε ένα γερμανικό περιοδικό. Όταν εξέτασε τον συγγραφέα στις αρχές Ιουνίου, εξέφρασε τον θαυμασμό του για την τέχνη του Τσέχοφ αλλά την ιατρική του γνώμη την κράτησε για τον εαυτό του. Αντ’ αυτής, συνέστησε μια δίαιτα με κακάο, χυλό βρώμης με βούτυρο και τσάι φράουλας. Αυτό το τελευταίο θα βοηθούσε τον Τσέχοφ να κοιμάται τη νύχτα.

Στις 13 Ιουνίου, λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν πεθάνει, ο Τσέχοφ έγραψε ένα γράμμα στη μητέρα του, στο οποίο της έλεγε ότι η υγεία του καλυτέρευε. Της έλεγε: «Δεν αποκλείεται να έχω πλήρως θεραπευτεί σε μια εβδομάδα». Ποιος ξέρει γιατί το είπε αυτό; Τι να σκεφτόταν άραγε; Και ο ίδιος ήταν γιατρός, και ήξερε καλύτερα. Πέθαινε, ήταν τόσο απλό και αναπόφευκτο. Παρ’ όλ’ αυτά, κάθισε στο μπαλκόνι του δωματίου του και διάβαζε τα δρομολόγια του σιδηροδρόμου. Ζήτησε πληροφορίες για τα πλοία που πάνε από τη Μασσαλία στην Οδησσό. Αλλά ήξερε. Σε αυτό το στάδιο αποκλείεται να μην ήξερε. Ωστόσο, σε ένα από τα τελευταία γράμματα που έγραψε έλεγε στην αδελφή του ότι κάθε ημέρα ένιωθε όλο και πιο δυνατός.

Δεν είχε πια όρεξη για γράψιμο, εδώ και καιρό. Και μάλιστα, παραλίγο να μην ολοκλήρωνε τον Βυσσινόκηπο την προηγούμενη χρονιά. Το γράψιμο αυτού του έργου ήταν το δυσκολότερο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του. Προς το τέλος, δεν μπορούσε να γράψει πάνω από έξι-εφτά γραμμές την ημέρα. «Έχω αρχίσει να χάνω το κουράγιο μου», έγραψε στην Όλγα. «Νιώθω ξοφλημένος ως συγγραφέας και κάθε πρόταση μου φαίνεται τιποτένια και παντελώς άχρηστη». Αλλά δεν σταμάτησε. Τελείωσε το θεατρικό του τον Οκτώβριο του 1903. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έγραψε, πέρα από γράμματα και μερικές σημειώσεις στο σημειωματάριό του.

Στις 2 Ιουλίου 1904, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η Όλγα έστειλε κάποιον να φέρει τον δόκτορα Σβέρερ. Ήταν επείγον: ο Τσέχοφ παραληρούσε. Δυο νεαροί Ρώσοι παραθεριστές έτυχε να έχουν το διπλανό δωμάτιο και η Όλγα έτρεξε δίπλα να τους εξηγήσει τι συμβαίνει. Ο ένας από τους νεαρούς κοιμόταν στο κρεβάτι του, ο άλλος όμως ήταν ακόμα ξύπνιος, κάπνιζε και διάβαζε. Βγήκε από το ξενοδοχείο τρέχοντας να βρει τον δόκτορα Σβέρερ. «Ακόμα ακούω τον ήχο των χαλικιών κάτω από τα παπούτσια του μέσα στη σιωπή εκείνης της πνιγηρής νύχτας του Ιουνίου», έγραψε αργότερα η Όλγα στα απομνημονεύματά της. Ο Τσέχοφ είχε παραισθήσεις, μιλούσε για ναύτες και είπε και κάτι για τους Ιάπωνες. «Δεν βάζουμε πάγο με άδειο στομάχι», της είπε όταν προσπάθησε να βάλει μια παγοκύστη πάνω στο στήθος του.

Ο δόκτωρ Σβέρερ έφτασε και άνοιξε την τσάντα του με το βλέμμα του καρφωμένο στον Τσέχοφ που ξαπλωμένος δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει. Οι κόρες του αρρώστου είχαν διασταλεί και ιδρώτας κυλούσε από τους κροτάφους του. Το πρόσωπο του δόκτορα Σβέρερ δεν φανέρωνε τίποτα. Δεν ήταν συναισθηματικός τύπος αλλά ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος του Τσέχοφ. Όπως και να είχε, ήταν γιατρός, υποχρεωμένος με όρκο να κάνει το ανθρωπίνως δυνατόν, και ο Τσέχοφ προσπαθούσε έστω και αδύναμα να κρατηθεί στη ζωή. Ο δόκτωρ Σβέρερ ετοίμασε μια υποδόρια ένεση και χορήγησε καμφορά, κάτι που θα έδινε ώθηση στην καρδιά. Αλλά η ένεση δεν βοήθησε- τίποτα φυσικά δεν θα μπορούσε να βοηθήσει. Ωστόσο, ο γιατρός γνωστοποίησε στην Όλγα την πρόθεσή του να στείλει κάποιον για οξυγόνο. Έξαφνα, ο Τσέχοφ ανασηκώθηκε, ανάκτησε τη διαύγειά του και είπε ήρεμα: «Ποιο το νόημα; Μέχρι να έρθει εγώ θα είμαι πτώμα».

Ο δόκτωρ Σβέρερ τράβηξε το μακρύ μουστάκι του και κοίταξε τον Τσέχοφ. Ο συγγραφέας είχε γκρίζα ρουφηγμένα μάγουλα, η μορφή του κέρινη- η αναπνοή του θορυβώδης. Ο δόκτωρ Σβέρερ ήξερε ότι μόνο λίγα λεπτά απέμεναν. Χωρίς να πει λέξη, χωρίς να συνεννοηθεί με την Όλγα, πήγε στη γωνία όπου υπήρχε ένα τηλέφωνο στον τοίχο. Διάβασε τις οδηγίες χρήσης της συσκευής. Αν το ενεργοποιούσε πατώντας με το δάχτυλο ένα κουμπί και γυρίζοντας τη λαβή προς την πλευρά του τηλεφώνου, θα μπορούσε να μιλήσει με τα υπόγεια του ξενοδοχείου- την κουζίνα. Σήκωσε το ακουστικό, το κόλλησε στο αφτί του και έκανε όπως έλεγαν οι οδηγίες. Όταν επιτέλους κάποιος απάντησε, ο δόκτωρ Σβέρερ παρήγγειλε ένα μπουκάλι από την καλύτερη σαμπάνια του ξενοδοχείου. «Πόσα ποτήρια;» ήταν η ερώτηση. «Τρία ποτήρια!» φώναξε ο γιατρός στο μικρόφωνο. «Και γρήγορα, ακούτε;». Ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες εμπνεύσεις που πολύ εύκολα μπορεί να ξεχαστούν αργότερα, γιατί η πράξη είναι τόσο δικαιολογημένη που μοιάζει αναπόφευκτη.

Η σαμπάνια έφτασε έξω από την πόρτα με έναν νεαρό που φαινόταν κουρασμένος και τα ξανθά του μαλλιά ήταν ανακατεμένα. Το παντελόνι της στολής του ήταν τσαλακωμένο, χωρίς τσάκιση, και στη βιασύνη του είχε κουμπώσει λάθος το σακάκι του. Είχε την εμφάνιση κάποιου που ξεκουραζόταν (χωμένος σε μια πολυθρόνα, μισοκοιμισμένος ας πούμε) όταν κάπου χτύπησε το τηλέφωνο τις πρώτες πρωινές ώρες- Θεέ και Κύριε!- και αμέσως μετά ένας προϊστάμενος τον ταρακούνησε με την εντολή να παραδώσει ένα μπουκάλι Moët στο δωμάτιο 211. «Και γρήγορα, ακούς;».

Ο νεαρός μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας μια ασημένια σαμπανιέρα με το μπουκάλι μέσα και έναν ασημένιο δίσκο με τρία κρυστάλλινα ποτήρια. Απόθεσε στο τραπέζι τη σαμπανιέρα και τα ποτήρια τεντώνοντας το λαιμό του, προσπαθώντας να δει μέσα στο άλλο δωμάτιο, όπου κάποιος ακουγόταν να πασχίζει ν’ αναπνεύσει. Ήταν ένας φοβερός, βασανιστικός ήχος, και ο νεαρός κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε αλλού καθώς ο βρυχηθμός χειροτέρευε. Αφηρημένος, έμεινε να ατενίζει τη σκοτεινή πόλη από το ανοιχτό παράθυρο. Ύστερα εκείνος ο μεγαλόσωμος επιβλητικός άνδρας με το παχύ μουστάκι έβαλε μερικά νομίσματα στο χέρι του- γερό φιλοδώρημα, όπως το ένιωσε- και ξαφνικά ο νεαρός είδε την πόρτα να ανοίγει. Έκανε μερικά βήματα και βρέθηκε στο κεφαλόσκαλο, εκεί άνοιξε την παλάμη και κοίταξε έκπληκτος τα νομίσματα.

Μεθοδικά, όπως έκανε τα πάντα, ο γιατρός βάλθηκε να ανοίξει το μπουκάλι. Το έκανε με τρόπο, ώστε να περιορίσει όσο το δυνατόν στο ελάχιστο την πανηγυρική έκρηξη. Έβαλε σαμπάνια στα τρία ποτήρια και από συνήθεια ξανάχωσε τον φελλό στο μπουκάλι. Έπειτα πήγε τα ποτήρια της σαμπάνιας στο κρεβάτι. Για μια στιγμή η Όλγα άφησε το χέρι του Τσέχοφ- ένα χέρι, είπε αργότερα, που της έκαψε τα δάχτυλα. Έβαλε άλλο ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι του. Ύστερα έβαλε το δροσερό ποτήρι της σαμπάνιας στην παλάμη του Τσέχοφ και βεβαιώθηκε ότι τα δάχτυλά του έσφιξαν γύρω του. Αντάλλαξαν βλέμματα- ο Τσέχοφ, η Όλγα, ο δόκτωρ Σβέρερ. Δεν τσούγκρισαν. Δεν έκαναν καμία πρόποση. Εις υγείαν τίνος να έπιναν άλλωστε; Του θανάτου; Ο Τσέχοφ μάζεψε τις δυνάμεις που του απέμεναν και είπε: «Πολύ καιρό είχα να πιω σαμπάνια». Έφερε το ποτήρι στα χείλη του και ήπιε. Μετά ένα-δυο λεπτά η Όλγα πήρε το άδειο ποτήρι από το χέρι του και το άφησε στο κομοδίνο. Τότε ο Τσέχοφ γύρισε πλευρό. Έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε. Ένα λεπτό αργότερα, η αναπνοή του σταμάτησε.

Ο δόκτωρ Σβέρερ τράβηξε το χέρι του Τσέχοφ από τα σεντόνια. Έβαλε τα δάχτυλά του στον καρπό του Τσέχοφ και έβγαλε ένα χρυσό ρολόι από την τσέπη του γιλέκου του, ανοίγοντας ταυτόχρονα το καπάκι του ρολογιού. Ο δεύτερος δείκτης στο ρολόι κινείτο αργά, πολύ αργά. Τον άφησε να κάνει τρεις περιστροφές ενώ περίμενε σημάδια σφυγμού. Ήταν τρεις το πρωί και η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ακόμα πνιγηρή. Το Μπάντενβαϊλερ είχε χρόνια να δει τέτοιον καύσωνα. Όλα τα παράθυρα και στα δυο δωμάτια ήταν ανοιχτά αλλά δεν υπήρχε ίχνος δροσιάς. Μια μεγάλη πεταλούδα με μαύρα φτερά μπήκε από το παράθυρο κι έπεσε με φόρα πάνω στην ηλεκτρική λάμπα. Ο δόκτωρ Σβέρερ άφησε τον καρπό του Τσέχοφ. «Τελείωσε», είπε. Έκλεισε το καπάκι του ρολογιού του και το ξανάβαλε στην τσέπη του γιλέκου του.

Η Όλγα αμέσως σκούπισε τα μάτια της και βάλθηκε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Ευχαρίστησε τον γιατρό που ήρθε. Εκείνος ρώτησε αν ήθελε κάποιο φάρμακο- λάβδανο, ίσως, ή λίγες σταγόνες βαλεριάνας. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Είχε όμως μια επιθυμία: πριν ειδοποιηθούν οι αρχές και το μάθουν οι εφημερίδες, πριν έρθει η ώρα που θα της πάρουν τον Τσέχοφ, ήθελε να μείνει για λίγο μόνη μαζί του. Ως προς αυτό, μπορούσε να τη βοηθήσει ο γιατρός; Μπορούσε να αποκρύψει, για λίγο έτσι κι αλλιώς, αυτό που είχε μόλις συμβεί;

Ο δόκτωρ Σβέρερ χάιδεψε το μουστάκι του με την ανάστροφη ενός δαχτύλου. Γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς, τι σημασία είχε αν μαθευόταν τώρα ή σε λίγες ώρες από τώρα; Η μόνη λεπτομέρεια που απέμενε ήταν η συμπλήρωση του πιστοποιητικού θανάτου, και αυτό μπορούσε να γίνει στο γραφείο του το πρωί, αφού θα είχε κοιμηθεί λίγες ώρες. Ο δόκτωρ Σβέρερ συγκατένευσε και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει. Ψιθύρισε μερικά λόγια συμπάθειας. Η Όλγα έσκυψε το κεφάλι. «Τιμή μου», είπε ο δόκτωρ Σβέρερ. Πήρε την τσάντα του και βγήκε από το δωμάτιο και ταυτόχρονα και από την ιστορία.

Εκείνη τη στιγμή ο φελλός πετάχτηκε από το μπουκάλι- αφρός χύθηκε στο τραπέζι. Η Όλγα γύρισε στο πλευρό του Τσέχοφ. Κάθισε σε ένα σκαμνί, κρατώντας το χέρι του, πού και πού χαϊδεύοντας το πρόσωπό του. «Δεν ακούγονταν φωνές, ούτε ήχοι της καθημερινότητας», έγραψε. «Υπήρχε μόνο ομορφιά, γαλήνη και το μεγαλείο του θανάτου».

Έμεινε με τον Τσέχοφ μέχρι το χάραμα, όταν τα πουλιά άρχισαν να κελαηδούν από τον κήπο κάτω. Ύστερα ήρθε ο ήχος από τραπέζια και καρέκλες που μετακινούνταν εκεί κάτω. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσε φωνές. Μετά ήρθε και ένα χτύπημα στην πόρτα. Φυσικά νόμισε ότι θα ήταν κάποιος κρατικός λειτουργός- ο ιατροδικαστής, ας πούμε, ή κάποιος από την αστυνομία με ερωτήσεις, χαρτιά προς συμπλήρωση, ή ίσως, ίσως να ήταν ο δόκτωρ Σβέρερ με έναν εργολάβο κηδειών για να βοηθήσει στην ταρίχευση και μεταφορά της σορού του Τσέχοφ πίσω στη Ρωσία.

Αντί αυτών όμως ήταν πάλι ο ξανθός νεαρός που είχε φέρει τη σαμπάνια μερικές ώρες νωρίτερα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, το παντελόνι του ήταν άψογα σιδερωμένο, με την τσάκιση όπως πρέπει, και κουμπωμένα όλα τα κουμπιά του πράσινου εφαρμοστού σακακιού του. Έδειχνε άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν μόνο εντελώς ξύπνιος αλλά και τα παχουλά του μάγουλα ήταν φρεσκοξυρισμένα, τα μαλλιά του χτενισμένα, και ανυπομονούσε να εξυπηρετήσει. Κρατούσε ένα πορσελάνινο βάζο με τρία μεγάλα κίτρινα τριαντάφυλλα. Τα έδωσε στην Όλγα μ’ ένα απότομο χτύπημα των τακουνιών του. Αυτή έκανε πίσω και τον άφησε να μπει στο δωμάτιο. Ήταν εκεί, της είπε, για να μαζέψει τα ποτήρια, τη σαμπανιέρα και τον δίσκο, ναι. Αλλά ήθελε και να της πει ότι εξαιτίας της μεγάλης ζέστης, το πρωινό θα σερβιριζόταν στον κήπο. Ήλπιζε ότι αυτός ο καιρός δεν ήταν τόσο ενοχλητικός- ζήτησε συγγνώμη γι’ αυτό.

Η γυναίκα φαινόταν αφηρημένη. Ενώ αυτός μιλούσε, κατέβασε το βλέμμα και κοίταζε κάτι στο χαλί. Σταύρωσε τα χέρια πιάνοντας τους αγκώνες. Στο μεταξύ, κρατώντας πάντα το βάζο στο χέρι, περιμένοντας ένα σήμα, ο νεαρός παρατηρούσε το δωμάτιο. Το φως του ήλιου χυνόταν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Το δωμάτιο ήταν συμμαζεμένο και φαινόταν αδιατάρακτο, σχεδόν απείραχτο. Δεν υπήρχαν ρούχα πάνω σε καρέκλες, ούτε παπούτσια, κάλτσες, στηθόδεσμοι ή κορσέδες φαίνονταν πουθενά, ή ανοιχτές βαλίτσες. Εν ολίγοις, δεν υπήρχε ακαταστασία, τίποτε άλλο πέρα από τα συνήθη βαριά έπιπλα που έχουν τα δωμάτια των ξενοδοχείων. Τότε, καθώς η γυναίκα εξακολουθούσε να κοιτά κάτω, κοίταξε κι αυτός κάτω και αμέσως πρόσεξε έναν φελλό κοντά στη μύτη του παπουτσιού του. Η γυναίκα δεν τον είχε δει- κοιτούσε κάπου αλλού. Ο νεαρός ήθελε να σκύψει και να μαζέψει τον φελλό, αλλά κρατούσε τα τριαντάφυλλα και φοβόταν μήπως φανεί ακόμα πιο ενοχλητικός τραβώντας κι άλλο την προσοχή επάνω του. Απρόθυμα, άφησε τον φελλό εκεί όπου ήταν και σήκωσε τα μάτια. Όλα ήταν σε τάξη εκτός από το ανοιχτό, μισοάδειο μπουκάλι σαμπάνιας που ήταν πλάι σε δυο κρυστάλλινα ποτήρια στο τραπεζάκι. Έριξε άλλη μια ματιά. Μέσα από μια ανοιχτή πόρτα είδε ότι το τρίτο ποτήρι ήταν στην κρεβατοκάμαρα, στο κομοδίνο. Αλλά κάποιος ήταν ακόμα στο κρεβάτι! Δεν μπορούσε να δει πρόσωπο αλλά η μορφή κάτω από τα σκεπάσματα ήταν εντελώς ακίνητη και ήσυχη. Παρατήρησε τη μορφή και κοίταξε αλλού. Τότε, για έναν λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, τον κατέλαβε ένα συναίσθημα αμηχανίας. Καθάρισε τον λαιμό του και στηρίχτηκε στο άλλο του πόδι. Η γυναίκα εξακολουθούσε να κοιτάζει κάτω σιωπηλή. Ο νεαρός ένιωσε τα μάγουλά του να φλογίζονται. Του πέρασε από το μυαλό, χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, να προτείνει ίσως μια εναλλακτική για το πρωινό στον κήπο. Έβηξε, ελπίζοντας να τραβήξει την προσοχή της γυναίκας, αλλά αυτή δεν τον κοίταξε. Οι διακεκριμένοι ξένοι επισκέπτες θα μπορούσαν, είπε, να πάρουν το πρωινό τους στα δωμάτιά τους αν το επιθυμούσαν. Ο νεαρός (το όνομα του δεν διασώθηκε και είναι πολύ πιθανόν να χάθηκε στον Μεγάλο Πόλεμο) είπε ότι μετά χαράς θα ανέβαζε έναν δίσκο. Δυο δίσκους, πρόσθεσε, ρίχνοντας άλλο ένα αβέβαιο βλέμμα προς την κρεβατοκάμαρα.

Σώπασε και με το δάχτυλο ξέσφιξε το κολάρο του. Δεν καταλάβαινε. Δεν ήταν καν σίγουρος αν η γυναίκα είχε ακούσει. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει τώρα- κρατούσε ακόμα το βάζο. Η γλυκιά μυρωδιά των τριαντάφυλλων κατέκλυζε τα ρουθούνια του και του προκαλούσε ανεξήγητα έναν πόνο θλίψης. Όλη την ώρα που περίμενε, η γυναίκα ήταν προφανώς χαμένη στις σκέψεις της. Ήταν σαν αυτός να στεκόταν εκεί, μιλώντας, αλλάζοντας πόδι, κρατώντας τα λουλούδια του ενώ εκείνη βρισκόταν αλλού, κάπου μακριά από το Μπάντενβαϊλερ. Αλλά τώρα συνήλθε και το πρόσωπό της πήρε άλλη έκφραση. Σήκωσε τα μάτια της, τον κοίταξε και μετά κούνησε το κεφάλι. Έμοιαζε σαν να πάλευε να καταλάβει τι στην οργή γύρευε στο δωμάτιο κρατώντας ένα βάζο με τρία κίτρινα τριαντάφυλλα. Λουλούδια; Δεν είχε παραγγείλει λουλούδια.

Η στιγμή πέρασε. Πήγε μέχρι την τσάντα της και πήρε μερικά νομίσματα. Τράβηξε και μερικά χαρτονομίσματα. Ο νεαρός έγλειψε τα χείλη του- άλλο ένα καλό πουρμπουάρ, αλλά για τι; Τι ήθελε να κάνει; Ποτέ δεν του είχαν ξανατύχει τέτοιοι επισκέπτες. Καθάρισε άλλη μια φορά τον λαιμό του.

Όχι πρωινό, είπε η γυναίκα. Όχι ακόμα, σε κάθε περίπτωση. Το πρωινό δεν ήταν το σημαντικό εκείνο το πρωί. Κάτι άλλο ζητούσε. Τον χρειαζόταν να πάει έξω και να φέρει ένα εργολάβο κηδειών. Κατάλαβε τι του έλεγε; Ο χερ Τσέχοφ πέθανε, βλέπετε. Comprenez-vous? Νεαρέ; Ο Άντον Τσέχοφ πέθανε. Άκου με τώρα προσεκτικά, είπε. Ήθελε να κατέβει κάτω και να ρωτήσει κάποιον στην υποδοχή πού θα μπορούσε να βρει τον καλύτερο εργολάβο κηδειών στην πόλη. Κάποιον αξιόπιστο, που έπαιρνε πολύ σοβαρά τη δουλειά του και με τρόπους καθωσπρέπει διακριτικούς. Έναν εργολάβο κηδειών, εν ολίγοις, αντάξιο ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ορίστε, είπε και του έχωσε τα λεφτά στο χέρι. Πες τους κάτω ότι εγώ ειδικά σου ζήτησα να κάνεις αυτή τη δουλειά για μένα. Προσέχεις; Καταλαβαίνεις τι σου λέω;

Ο νεαρός προσπαθούσε να αντιληφθεί αυτά που του έλεγε. Επέλεξε να μην ξανακοιτάξει προς το άλλο δωμάτιο. Είχε αισθανθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά κάτω από το σακάκι του και τον ιδρώτα να βγαίνει στο μέτωπό του. Δεν ήξερε προς τα πού να στρέψει το βλέμμα του. Ήθελε ν’ αφήσει κάτω το βάζο.

Σε παρακαλώ κάνε το αυτό για μένα, είπε η γυναίκα. Θα σε θυμάμαι μ’ ευγνωμοσύνη. Πες τους κάτω ότι επιμένω. Πες τους το. Αλλά μην τραβήξεις περισσότερο την προσοχή σε σένα ή στην κατάσταση. Πες μόνο ότι είναι απαραίτητο, ότι το ζήτησα εγώ- αυτό μόνο. Με ακούς; Κούνα το κεφάλι αν καταλαβαίνεις. Πάνω απ’ όλα, μη σηκώσεις τον κόσμο στο πόδι. Όλα τ’ άλλα, τα υπόλοιπα, η φασαρία- θα γίνουν σύντομα. Το χειρότερο πέρασε. Συνεννοηθήκαμε;

Το πρόσωπο του νεαρού είχε χλομιάσει. Στεκόταν ακίνητος, σφίγγοντας το βάζο. Κατάφερε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι.

Αφού εξασφάλισε άδεια να φύγει από το ξενοδοχείο έπρεπε να πάει με ηρεμία και αποφασιστικότητα, χωρίς καθόλου αταίριαστη βιασύνη, μέχρι τον εργολάβο κηδειών. Έπρεπε να φερθεί ακριβώς σαν να έκανε ένα πολύ σημαντικό θέλημα, τίποτα παραπάνω. Έκανε ένα σημαντικό θέλημα, του είπε. Και αν τον βοηθούσε στην αποφασιστικότητα των κινήσεών του, θα έπρεπε να φανταστεί ότι κυκλοφορούσε μέσα στην κίνηση του δρόμου κουβαλώντας ένα πορσελάνινο βάζο με τριαντάφυλλα που έπρεπε να παραδώσει σ’ έναν σημαντικό άνθρωπο. (Του μιλούσε ήρεμα, σχεδόν εμπιστευτικά, σαν σε συγγενή ή φίλο). Μπορούσε ακόμα και να πει στον εαυτό του πως ο άνθρωπος που ήταν να δει, τον περίμενε, ανυπομονούσε ίσως για τα λουλούδια του. Ωστόσο, ο νεαρός δεν έπρεπε να παρασυρθεί και να τρέξει, ή αλλιώς ν’ αλλάξει τον διασκελισμό του. Να μην ξεχάσει το βάζο που κουβαλούσε! Όφειλε να περπατάει ζωηρά, συμπεριφερόμενος όσο το δυνατόν με τον πλέον αξιοπρεπή τρόπο. Έπρεπε να συνεχίσει μέχρι να φτάσει στο σπίτι του εργολάβου και να σταθεί μπροστά στην πόρτα. Να σηκώσει το μπρούτζινο ρόπτρο και να το αφήσει να πέσει, μια, δυο, τρεις φορές. Στο λεπτό θ’ άνοιγε ο εργολάβος κηδειών αυτοπροσώπως.

Αυτός ο εργολάβος κηδειών θα ήταν σαραντάρης, αναμφίβολα, ή μπορεί και κοντά στα πενήντα- φαλακρός, γεροδεμένος, φορώντας γυαλιά με ατσάλινο σκελετό πολύ χαμηλά στη μύτη του. Θα ήταν σεμνός, ταπεινός, άνθρωπος που κάνει μόνο ευθείες και απαραίτητες ερωτήσεις. Ποδιά. Μπορεί να φοράει και ποδιά. Μπορεί και να σκουπίζει τα χέρια του σε μια σκούρα πετσέτα καθώς ακούει αυτά που του λένε. Τα ρούχα του ίσως αναδίδουν μια απαλή οσμή φορμαλδεΰδης. Αλλά δεν θα υπήρχε πρόβλημα και ο νεαρός δεν θα έπρεπε ν’ ανησυχεί. Ήταν σχεδόν ενήλικας πλέον και δεν θα έπρεπε να νιώθει φόβο ή αηδία απ’ όλα αυτά. Ο εργολάβος κηδειών θα τον άκουγε με προσοχή. Άνθρωπος με υπομονή και αυτοσυγκράτηση, αυτός ο εργολάβος κηδειών, θα μπορούσε να καταπραΰνει τον φόβο των ανθρώπων σε αυτή την περίσταση, όχι να τον μεγαλώσει. Εδώ και καιρό είχε εξοικειωθεί με τον θάνατο σε όλες του τις όψεις και τις μορφές- ο θάνατος δεν του έκανε πια εντύπωση, δεν είχε κρυμμένα μυστικά. Αυτός ήταν ο άνθρωπος, τις υπηρεσίες του οποίου χρειάζονταν εκείνο το πρωί.

Ο εργολάβος κηδειών τακτοποιεί το βάζο με τα τριαντάφυλλα. Μόνο μια φορά καθώς ο νεαρός μιλάει, ο εργολάβος κηδειών προδίδει ένα ελάχιστο ενδιαφέρον, ή δείχνει ότι άκουσε κάτι πέραν του συνήθους. Αλλά τη μοναδική φορά που ο νεαρός αναφέρει το όνομα του αποθανόντος, ο εργολάβος κηδειών σηκώνει λίγο τα φρύδια. Τσέχοφ, είπατε; Μισό λεπτό κι έρχομαι.

Καταλαβαίνεις τι σου λέω, είπε η Όλγα στον νεαρό. Άσε τα ποτήρια. Μη σε νοιάζει γι’ αυτά. Ξέχνα τα κρυστάλλινα ποτήρια και όλα τ’ άλλα. Άσε το δωμάτιο όπως είναι. Όλα είναι έτοιμα τώρα. Είμαστε έτοιμοι. Θα πας;

Αλλά εκείνη τη στιγμή ο νεαρός σκεφτόταν τον φελλό που βρισκόταν κοντά στη μύτη του παπουτσιού του. Για να τον πιάσει θα έπρεπε να σκύψει, κρατώντας πάντα το βάζο. Μπορούσε να το κάνει. Έσκυψε. Χωρίς να κοιτάζει κάτω, τον έπιασε και τον έσφιξε στο χέρι του.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Στέργιος Ξηροτάγαρος


Raymond Carver Ο Raymond Carver γεννήθηκε στο Όρεγκον των ΗΠΑ το 1938 και πέθανε πρόωρα από καρκίνο το 1988. Σε μια χώρα όπου το μεγάλο ζητούμενο είναι το Great American Novel, έγραψε μόνο ποιήματα και διηγήματα. Και αυτά ήταν αρκετά. Χωρίς 500σέλιδο έργο-διάδοχο του «Μόμπι-Ντικ» ή του «Οδυσσέα», επηρέασε όσο λίγοι την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Το παρόν διήγημα (Erand) ανήκει στην τελευταία συλλογή του συγγραφέα, με τίτλο Elephant.


© Logotexnia 21 + Στέργιος Ξηροτάγαρος

Francis Scott Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία

Raphael Soyer, The Mission (1933)

Στα γραφεία του εβδομαδιαίου περιοδικού έμπαιναν κάθε λογής άνθρωποι, και ο Όριζον Μπράουν είχε κάθε λογής σχέσεις μαζί τους. Εκτός ωρών γραφείου ήταν «ένας από τους εκδότες», αλλά τις ώρες εργασίας ήταν απλώς ένας κατσαρομάλλης που πριν από έναν χρόνο είχε εκδώσει το «Τζακ-Ο-Λάντερν» στο Ντάρτμουθ και ήταν πλέον ευχαριστημένος με το να αναλαμβάνει τα ανεπιθύμητα καθήκοντα στο γραφείο, από το να διορθώνει ένα δυσανάγνωστο κείμενο μέχρι το να κάνει ανεπίσημα τον κλητήρα.

Είχε δει αυτόν τον επισκέπτη να μπαίνει στο γραφείο του εκδότη – ήταν ένας χλωμός, ψηλός σαραντάρης με ξανθά αγαλμάτινα μαλλιά και συμπεριφορά ούτε ντροπαλή ούτε συνεσταλμένη, ούτε και απόκοσμη όπως ενός μοναχού, αλλά λίγο απ’ όλα. Το όνομα στην κάρτα του, Λιούις Τριμπλ, κάτι του θύμιζε, αλλά καθώς δεν είχε από κάπου να πιαστεί, ο Όριζον δεν σπαζοκεφάλιασε – ώσπου ένας βομβητής ήχησε στο γραφείο του και η πρότερη πείρα του τον προειδοποίησε ότι ο κύριος Τριμπλ θα αποτελούσε το ορεκτικό στο γεύμα του.

«Ο κύριος Τριμπλ, ο κύριος Μπράουν», είπε o οικονομικός υπεύθυνος για τα γεύματα. «Όριζον, ο κύριος Τριμπλ λείπει εδώ και πολύ καιρό. Ή νιώθει ότι λείπει εδώ και πολύ καιρό, σχεδόν δώδεκα χρόνια. Κάποιοι θα αισθάνονταν τυχεροί που έχασαν την τελευταία δεκαετία».

«Έτσι είναι», είπε ο Όριζον.

«Σήμερα δεν είμαι για φαγητό», συνέχισε το αφεντικό του. «Πήγαινέ τον στο Βουαζάν ή στο 21 ή όπου αλλού θα του άρεσε. Ο κύριος Τριμπλ νιώθει πως υπάρχουν πολλά που δεν τα έχει δει».

Ο Τριμπλ πρόβαλε ευγενικά κάποιες αντιρρήσεις.

«Μα, θα τα καταφέρω».

«Το ξέρω παλιόφιλε. Κάποτε ήξερες αυτό το μέρος καλύτερα απ’ όλους μας, κι αν ο Μπράουν προσπαθήσει να σου εξηγήσει γιατί η άμαξα δεν έχει πια άλογα, να τον παραπέμψεις σε μένα. Κι εσύ θα επιστρέψεις στις τέσσερις, εντάξει;»

Ο Όριζον πήρε το καπέλο του.

«Ώστε λείπατε δέκα χρόνια;» τον ρώτησε καθώς κατέβαιναν με τον ανελκυστήρα.

«Είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το Έμπαϊρ Στέιτ Μπίλντινγκ», είπε ο Τριμπλ. «Πότε ήταν αυτό;»

«Το 1928. Αλλά όπως είπε το αφεντικό, είστε τυχερός που χάσατε πολλά». Προσπαθώντας να τον ψαρέψει, πρόσθεσε: «Μάλλον θα είχατε να κάνετε πιο ενδιαφέροντα πράγματα».

«Δεν θα το 'λεγα».

Βγήκαν στον δρόμο, και ο τρόπος που συνοφρυώθηκε το πρόσωπο του Τριμπλ από την κυκλοφοριακή βουή έκανε τον Όριζον να μαντέψει κάτι ακόμα.

«Ήσασταν μακριά απ’ τον πολιτισμό;»

«Υπό μια έννοια». Τα λόγια ειπώθηκαν με τόσο μετρημένο τρόπο ώστε ο Όριζον συμπέρανε ότι αυτός ο άνθρωπος μιλούσε μόνο όταν το ήθελε – και συγχρόνως αναρωτήθηκε μήπως ο Τριμπλ είχε περάσει τη δεκαετία του ’30 σε φυλακή ή σε ψυχιατρικό άσυλο.

«Αυτό είναι το περίφημο 21», είπε. «Μήπως θα θέλατε να φάτε κάπου αλλού;»

Ο Τριμπλ σταμάτησε και κοίταξε προσεκτικά το σπίτι από ψαμμόλιθους.

«Θυμάμαι τότε που το 21 άρχισε να αποκτά φήμη», είπε, «περίπου την ίδια χρονιά με το Μοριάριτις». Έπειτα συνέχισε, σχεδόν απολογητικά: «Λέω ν’ ανέβουμε την Πέμπτη Λεωφόρο για κάνα πεντάλεπτο και να φάμε όπου τυχόν βρεθούμε. Αρκεί να υπάρχουν νέοι».

Ο Όριζον τον κοίταξε βιαστικά και σκέφτηκε ξανά κάγκελα, γκρίζους τοίχους και κάγκελα· αναρωτήθηκε αν στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η γνωριμία του κυρίου Τριμπλ με κάποιο χαριτωμένο κορίτσι. Αλλά ο κύριος Τριμπλ δεν έμοιαζε να έχει κατά νου κάτι τέτοιο – στο πρόσωπό του κυριαρχούσε μια απόλυτη και βαθιά ριζωμένη περιέργεια, και ο Όριζον προσπάθησε να συνδέσει το όνομα με την εξαφάνιση του ναύαρχου Μπερντ στο Νότιο Πόλο ή με πιλότους χαμένους στις βραζιλιάνικες ζούγκλες. Είναι, ή είχε υπάρξει, ωραίος τύπος – αυτό ήταν προφανές. Μα η μόνη σίγουρη ένδειξη ότι είχε επαφή με το περιβάλλον του –και, για τον Όριζον, μια ένδειξη που δεν οδηγούσε πουθενά– ήταν η επαρχιώτικη συμμόρφωσή στα φανάρια και η τάση του να περπατά πλάι στα μαγαζιά και όχι στον δρόμο. Κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε τη βιτρίνα ενός καταστήματος με ανδρικά ρούχα.

«Κρεπ γραβάτες», είπε. «Έχω να δω από το κολέγιο».

«Σε ποιο πήγατε;»

«Στο Πολυτεχνείο της Μασαχουσέτης».

«Φοβερό μέρος».

«Θα πάω να το δω την άλλη βδομάδα. Ας φάμε κάπου εδώ». Βρίσκονταν πάνω από την πεντηκοστή οδό. «Διαλέξτε εσείς».

Στη γωνία βρισκόταν ένα καλό εστιατόριο με μια μικρή τέντα.

«Τι θέλετε να δείτε πιο πολύ;» ρώτησε ο Όριζον μόλις κάθισαν.

Ο Τριμπλ σκεφτόταν.

«Θα 'λεγα το πίσω μέρος του κεφαλιού τους», είπε. «Τον σβέρκο τους, το πώς συνδέεται το κεφάλι τους με το σώμα τους. Θα 'θελα ν’ ακούσω τι λένε αυτά τα κοριτσάκια στον πατέρα τους. Όχι ακριβώς τι λένε, αλλά αν τα λόγια επιπλέουν ή βυθίζονται, πώς κλείνει το στόμα τους όταν παύουν να μιλάνε. Ζήτημα ρυθμού – ο Κόουλ Πόρτερ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1928 επειδή ένιωσε πως στην ατμόσφαιρα κυκλοφορούν νέοι ρυθμοί».

Ο Όριζον είχε πια βεβαιωθεί για την υποψία του, και επιδεικνύοντας ιδιαίτερη διακριτικότητα, δεν συνέχισε ούτε χιλιοστό – κατέστειλε μάλιστα την ξαφνική επιθυμία του να πει πως είχε μια καλή συναυλία το βράδυ στο Κάρνεγκι Χολ.

«Τα κουτάλια», είπε ο Τριμπλ, «τόσο ελαφριά. Μια μικρή κούπα κολλημένη σε ένα ραβδάκι. Το αλληθώρισμα εκείνου του σερβιτόρου. Τον ήξερα, μα αποκλείεται να με θυμάται».

Φεύγοντας από το εστιατόριο, ωστόσο, ο ίδιος αυτός σερβιτόρος κοίταξε τον Τριμπλ κάπως μπερδεμένος, σαν να τον ήξερε. Όταν βγήκαν έξω, ο Όριζον γέλασε:

«Οι άνθρωποι ξεχνάνε μετά από δέκα χρόνια».

«Έφαγα εκεί τον περασμένο Μάιο», είπε ξαφνικά.

Παράξενα όλα αυτά, αποφάσισε ο Όριζον, και έξαφνα μετατράπηκε σε ξεναγό.

«Από δω βλέπεις τέλεια το Ρόκφελερ Σέντερ», έδειξε με κάποιο νεύρο, «και το Κτίριο Κράισλερ και το Κτίριο Άρμιστεντ, τον πατέρα όλων των νέων κτιρίων».

«Το Κτίριο Άρμιστεντ», είπε ο Τριμπλ χαζεύοντας υπάκουα. «Ναι, εγώ το σχεδίασα».

Ο Όριζον κούνησε εύθυμα το κεφάλι – είχε συνηθίσει να βγαίνει έξω με κάθε λογής ανθρώπους. Αλλά το ότι είχε πάει στο εστιατόριο τον περασμένο Μάιο…

Σταμάτησε στο μπρούτζινο γείσο, στον ακρογωνιαίο λίθο του κτιρίου. Έλεγε: Ανεγέρθη το 1928.

Ο Τριμπλ ένευσε.

«Εκείνη τη χρονιά μέθαγα, μέθαγα με κάθε τρόπο. Οπότε δεν το είχα δει ποτέ μέχρι τώρα».

«Α», έκανε διστακτικά ο Όριζον. «Θέλετε να μπούμε μέσα;»

«Έχω μπει, πολλές φορές. Αλλά δεν το είδα ποτέ. Ούτε τώρα θέλω να το δω. Τώρα δεν θα μπορούσα με τίποτα να το δω. Θέλω μόνο να δω πώς περπατάνε οι άνθρωποι και από τι είναι φτιαγμένα τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καπέλα τους. Και τα μάτια τους, και τα χέρια τους. Σας πειράζει να κάνουμε χειραψία;»

«Καθόλου, κύριε».

«Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Είστε πολύ ευγενικός. Μοιάζει κάπως περίεργο – αλλά οι άνθρωποι θα σκεφτούν ότι αποχαιρετιόμαστε. Θα ανέβω για λίγο τη λεωφόρο, οπότε όντως θα αποχαιρετιστούμε. Πείτε ότι θα είμαι στο γραφείο κατά τις τέσσερις».

Ο Όριζον τον πρόσεχε καθώς εκείνος έφευγε, περιμένοντας από εκείνον να στρίψει και να μπει σε κάποιο μπαρ. Όμως τίποτα επάνω του δεν υποδήλωνε ή δεν είχε υποδηλώσει το ποτό.

«Χριστέ μου», είπε μέσα του. «Δέκα χρόνια έπινε».

Έξαφνα άγγιξε το ύφασμα του παλτού του κι ύστερα τέντωσε και πίεσε τον αντίχειρά του πάνω στον γρανίτη του κτιρίου στο πλάι του.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος


Επίμετρο


clip_image002«Μπορώ να συνοψίσω όλη τη θεωρία μου για τη γραφή σε μια πρόταση. Ένας συγγραφέας οφείλει να γράφει για τους νέους της γενιάς του, για τους κριτικούς της επόμενης γενιάς, και για όλους τους δασκάλους του μέλλοντος», έγραψε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Το αφήγημά του «Η χαμένη δεκαετία» δημοσιεύεται το 1939, σε μία από τις πλέον αντίξοες χρονιές στη ζωή του. Το παιδί-θαύμα της αμερικάνικης πεζογραφίας, ο «ρομαντικός εγωτιστής» της επονομαζόμενης από τον ίδιον «εποχής της τζαζ», αποκτά φήμη και αναγνώριση ήδη με το πρωτόλειο μα ενδεικτικό για τις ικανότητές του μυθιστόρημα, το This Side of Paradise (1920), και συνεχίζει την ανοδική λογοτεχνική πορεία του με το συγκινητικό Οι όμορφοι και καταραμένοι (1922), ενώ απογειώνεται με τον Υπέροχο Γκάτσμπι (1925), που εντέλει έγινε το πιο πολυδιαβασμένο αμερικανικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η απογείωση είναι περισσότερο λογοτεχνική (ο Έλιοτ γράφει στον νεαρό Φιτζέραλντ ότι «έχει χρόνια να διαβάσει ένα τόσο συναρπαστικό μυθιστόρημα») και λιγότερο οικονομική. Το αμερικανικό κραχ του ’29 και η συνακόλουθη ύφεση, καθώς επίσης τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Φιτζέραλντ με τον βαρύτατο αλκοολισμό του και την ψυχικά νοσούσα γυναίκα του, τη Ζέλντα, με τα χρέη του και τη λογοτεχνική «εκπόρνευσή» του (έτσι το χαρακτήριζε ο ίδιος) στο Χόλιγουντ, μετατρέπουν τη δεκαετία του ’30 σε αμερικάνικο εφιάλτη. Κι όμως εκείνη η δεκαετία, σε αντίθεση με τον ήρωα του εν λόγω αφηγήματος, δεν είναι χαμένη για τον Φιτζέραλντ, καθώς δημοσιεύει ένα ακόμα όμορφο μυθιστόρημα (Τρυφερή είναι η νύχτα, 1934), πολλά διηγήματα, τη μίνι αυτοβιογραφία Το ράγισμα (1936), ενώ γράφει και ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές, τον Τελευταίο μεγιστάνα. Εικάζουμε πως στην προφορική συνάφεια, έως ταύτιση, της “lost decade” (χαμένη δεκαετία) με τη “last decade” (τελευταία δεκαετία) λανθάνει το προαίσθημα του συγγραφέα ότι το τέλος του πλησιάζει. Πράγματι, ο Φιτζέραλντ πεθαίνει τον επόμενο χρόνο, το 1940, σε ηλικία μόλις 44 ετών. Το έργο του, που εστιάζει στις μεγάλες προσδοκίες και τις σκληρές ματαιώσεις ανθρώπων της μικρομεσαίας τάξης στη λυσσαλέα τους προσπάθεια να ανέβουν την οικονομική και κοινωνική κλίμακα, καθίσταται ακόμα πιο επίκαιρο στις μέρες μας, άλλοτε με τρόπο αφόρητο κι άλλοτε με τρόπο τραγελαφικό. Με τα δικά του λόγια (Το ράγισμα, μτφρ. Γ. Λάμψας): «Η ευτυχία μου δεν ήταν το φυσικό πράγμα, αλλά το αφύσικο – αφύσικο όπως η οικονομική άνθηση. Και η πρόσφατη εμπειρία μου μοιάζει με το κύμα απελπισίας που σάρωσε το έθνος όταν η άνθηση τερματίστηκε». Ο Φιτζέραλντ, όπως τόσοι άλλοι, έπεσε μέσα στην πιο αγαπημένη του παγίδα.

Γιώργος Λαμπράκος


© Logotexnia 21 + Γιώργος Λαμπράκος

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails