Francis Scott Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
Στα γραφεία του εβδομαδιαίου περιοδικού έμπαιναν κάθε λογής άνθρωποι, και ο Όριζον Μπράουν είχε κάθε λογής σχέσεις μαζί τους. Εκτός ωρών γραφείου ήταν «ένας από τους εκδότες», αλλά τις ώρες εργασίας ήταν απλώς ένας κατσαρομάλλης που πριν από έναν χρόνο είχε εκδώσει το «Τζακ-Ο-Λάντερν» στο Ντάρτμουθ και ήταν πλέον ευχαριστημένος με το να αναλαμβάνει τα ανεπιθύμητα καθήκοντα στο γραφείο, από το να διορθώνει ένα δυσανάγνωστο κείμενο μέχρι το να κάνει ανεπίσημα τον κλητήρα.
Είχε δει αυτόν τον επισκέπτη να μπαίνει στο γραφείο του εκδότη – ήταν ένας χλωμός, ψηλός σαραντάρης με ξανθά αγαλμάτινα μαλλιά και συμπεριφορά ούτε ντροπαλή ούτε συνεσταλμένη, ούτε και απόκοσμη όπως ενός μοναχού, αλλά λίγο απ’ όλα. Το όνομα στην κάρτα του, Λιούις Τριμπλ, κάτι του θύμιζε, αλλά καθώς δεν είχε από κάπου να πιαστεί, ο Όριζον δεν σπαζοκεφάλιασε – ώσπου ένας βομβητής ήχησε στο γραφείο του και η πρότερη πείρα του τον προειδοποίησε ότι ο κύριος Τριμπλ θα αποτελούσε το ορεκτικό στο γεύμα του.
«Ο κύριος Τριμπλ, ο κύριος Μπράουν», είπε o οικονομικός υπεύθυνος για τα γεύματα. «Όριζον, ο κύριος Τριμπλ λείπει εδώ και πολύ καιρό. Ή νιώθει ότι λείπει εδώ και πολύ καιρό, σχεδόν δώδεκα χρόνια. Κάποιοι θα αισθάνονταν τυχεροί που έχασαν την τελευταία δεκαετία».
«Έτσι είναι», είπε ο Όριζον.
«Σήμερα δεν είμαι για φαγητό», συνέχισε το αφεντικό του. «Πήγαινέ τον στο Βουαζάν ή στο 21 ή όπου αλλού θα του άρεσε. Ο κύριος Τριμπλ νιώθει πως υπάρχουν πολλά που δεν τα έχει δει».
Ο Τριμπλ πρόβαλε ευγενικά κάποιες αντιρρήσεις.
«Μα, θα τα καταφέρω».
«Το ξέρω παλιόφιλε. Κάποτε ήξερες αυτό το μέρος καλύτερα απ’ όλους μας, κι αν ο Μπράουν προσπαθήσει να σου εξηγήσει γιατί η άμαξα δεν έχει πια άλογα, να τον παραπέμψεις σε μένα. Κι εσύ θα επιστρέψεις στις τέσσερις, εντάξει;»
Ο Όριζον πήρε το καπέλο του.
«Ώστε λείπατε δέκα χρόνια;» τον ρώτησε καθώς κατέβαιναν με τον ανελκυστήρα.
«Είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το Έμπαϊρ Στέιτ Μπίλντινγκ», είπε ο Τριμπλ. «Πότε ήταν αυτό;»
«Το 1928. Αλλά όπως είπε το αφεντικό, είστε τυχερός που χάσατε πολλά». Προσπαθώντας να τον ψαρέψει, πρόσθεσε: «Μάλλον θα είχατε να κάνετε πιο ενδιαφέροντα πράγματα».
«Δεν θα το 'λεγα».
Βγήκαν στον δρόμο, και ο τρόπος που συνοφρυώθηκε το πρόσωπο του Τριμπλ από την κυκλοφοριακή βουή έκανε τον Όριζον να μαντέψει κάτι ακόμα.
«Ήσασταν μακριά απ’ τον πολιτισμό;»
«Υπό μια έννοια». Τα λόγια ειπώθηκαν με τόσο μετρημένο τρόπο ώστε ο Όριζον συμπέρανε ότι αυτός ο άνθρωπος μιλούσε μόνο όταν το ήθελε – και συγχρόνως αναρωτήθηκε μήπως ο Τριμπλ είχε περάσει τη δεκαετία του ’30 σε φυλακή ή σε ψυχιατρικό άσυλο.
«Αυτό είναι το περίφημο 21», είπε. «Μήπως θα θέλατε να φάτε κάπου αλλού;»
Ο Τριμπλ σταμάτησε και κοίταξε προσεκτικά το σπίτι από ψαμμόλιθους.
«Θυμάμαι τότε που το 21 άρχισε να αποκτά φήμη», είπε, «περίπου την ίδια χρονιά με το Μοριάριτις». Έπειτα συνέχισε, σχεδόν απολογητικά: «Λέω ν’ ανέβουμε την Πέμπτη Λεωφόρο για κάνα πεντάλεπτο και να φάμε όπου τυχόν βρεθούμε. Αρκεί να υπάρχουν νέοι».
Ο Όριζον τον κοίταξε βιαστικά και σκέφτηκε ξανά κάγκελα, γκρίζους τοίχους και κάγκελα· αναρωτήθηκε αν στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η γνωριμία του κυρίου Τριμπλ με κάποιο χαριτωμένο κορίτσι. Αλλά ο κύριος Τριμπλ δεν έμοιαζε να έχει κατά νου κάτι τέτοιο – στο πρόσωπό του κυριαρχούσε μια απόλυτη και βαθιά ριζωμένη περιέργεια, και ο Όριζον προσπάθησε να συνδέσει το όνομα με την εξαφάνιση του ναύαρχου Μπερντ στο Νότιο Πόλο ή με πιλότους χαμένους στις βραζιλιάνικες ζούγκλες. Είναι, ή είχε υπάρξει, ωραίος τύπος – αυτό ήταν προφανές. Μα η μόνη σίγουρη ένδειξη ότι είχε επαφή με το περιβάλλον του –και, για τον Όριζον, μια ένδειξη που δεν οδηγούσε πουθενά– ήταν η επαρχιώτικη συμμόρφωσή στα φανάρια και η τάση του να περπατά πλάι στα μαγαζιά και όχι στον δρόμο. Κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε τη βιτρίνα ενός καταστήματος με ανδρικά ρούχα.
«Κρεπ γραβάτες», είπε. «Έχω να δω από το κολέγιο».
«Σε ποιο πήγατε;»
«Στο Πολυτεχνείο της Μασαχουσέτης».
«Φοβερό μέρος».
«Θα πάω να το δω την άλλη βδομάδα. Ας φάμε κάπου εδώ». Βρίσκονταν πάνω από την πεντηκοστή οδό. «Διαλέξτε εσείς».
Στη γωνία βρισκόταν ένα καλό εστιατόριο με μια μικρή τέντα.
«Τι θέλετε να δείτε πιο πολύ;» ρώτησε ο Όριζον μόλις κάθισαν.
Ο Τριμπλ σκεφτόταν.
«Θα 'λεγα το πίσω μέρος του κεφαλιού τους», είπε. «Τον σβέρκο τους, το πώς συνδέεται το κεφάλι τους με το σώμα τους. Θα 'θελα ν’ ακούσω τι λένε αυτά τα κοριτσάκια στον πατέρα τους. Όχι ακριβώς τι λένε, αλλά αν τα λόγια επιπλέουν ή βυθίζονται, πώς κλείνει το στόμα τους όταν παύουν να μιλάνε. Ζήτημα ρυθμού – ο Κόουλ Πόρτερ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1928 επειδή ένιωσε πως στην ατμόσφαιρα κυκλοφορούν νέοι ρυθμοί».
Ο Όριζον είχε πια βεβαιωθεί για την υποψία του, και επιδεικνύοντας ιδιαίτερη διακριτικότητα, δεν συνέχισε ούτε χιλιοστό – κατέστειλε μάλιστα την ξαφνική επιθυμία του να πει πως είχε μια καλή συναυλία το βράδυ στο Κάρνεγκι Χολ.
«Τα κουτάλια», είπε ο Τριμπλ, «τόσο ελαφριά. Μια μικρή κούπα κολλημένη σε ένα ραβδάκι. Το αλληθώρισμα εκείνου του σερβιτόρου. Τον ήξερα, μα αποκλείεται να με θυμάται».
Φεύγοντας από το εστιατόριο, ωστόσο, ο ίδιος αυτός σερβιτόρος κοίταξε τον Τριμπλ κάπως μπερδεμένος, σαν να τον ήξερε. Όταν βγήκαν έξω, ο Όριζον γέλασε:
«Οι άνθρωποι ξεχνάνε μετά από δέκα χρόνια».
«Έφαγα εκεί τον περασμένο Μάιο», είπε ξαφνικά.
Παράξενα όλα αυτά, αποφάσισε ο Όριζον, και έξαφνα μετατράπηκε σε ξεναγό.
«Από δω βλέπεις τέλεια το Ρόκφελερ Σέντερ», έδειξε με κάποιο νεύρο, «και το Κτίριο Κράισλερ και το Κτίριο Άρμιστεντ, τον πατέρα όλων των νέων κτιρίων».
«Το Κτίριο Άρμιστεντ», είπε ο Τριμπλ χαζεύοντας υπάκουα. «Ναι, εγώ το σχεδίασα».
Ο Όριζον κούνησε εύθυμα το κεφάλι – είχε συνηθίσει να βγαίνει έξω με κάθε λογής ανθρώπους. Αλλά το ότι είχε πάει στο εστιατόριο τον περασμένο Μάιο…
Σταμάτησε στο μπρούτζινο γείσο, στον ακρογωνιαίο λίθο του κτιρίου. Έλεγε: Ανεγέρθη το 1928.
Ο Τριμπλ ένευσε.
«Εκείνη τη χρονιά μέθαγα, μέθαγα με κάθε τρόπο. Οπότε δεν το είχα δει ποτέ μέχρι τώρα».
«Α», έκανε διστακτικά ο Όριζον. «Θέλετε να μπούμε μέσα;»
«Έχω μπει, πολλές φορές. Αλλά δεν το είδα ποτέ. Ούτε τώρα θέλω να το δω. Τώρα δεν θα μπορούσα με τίποτα να το δω. Θέλω μόνο να δω πώς περπατάνε οι άνθρωποι και από τι είναι φτιαγμένα τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καπέλα τους. Και τα μάτια τους, και τα χέρια τους. Σας πειράζει να κάνουμε χειραψία;»
«Καθόλου, κύριε».
«Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Είστε πολύ ευγενικός. Μοιάζει κάπως περίεργο – αλλά οι άνθρωποι θα σκεφτούν ότι αποχαιρετιόμαστε. Θα ανέβω για λίγο τη λεωφόρο, οπότε όντως θα αποχαιρετιστούμε. Πείτε ότι θα είμαι στο γραφείο κατά τις τέσσερις».
Ο Όριζον τον πρόσεχε καθώς εκείνος έφευγε, περιμένοντας από εκείνον να στρίψει και να μπει σε κάποιο μπαρ. Όμως τίποτα επάνω του δεν υποδήλωνε ή δεν είχε υποδηλώσει το ποτό.
«Χριστέ μου», είπε μέσα του. «Δέκα χρόνια έπινε».
Έξαφνα άγγιξε το ύφασμα του παλτού του κι ύστερα τέντωσε και πίεσε τον αντίχειρά του πάνω στον γρανίτη του κτιρίου στο πλάι του.
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος
Επίμετρο
«Μπορώ να συνοψίσω όλη τη θεωρία μου για τη γραφή σε μια πρόταση. Ένας συγγραφέας οφείλει να γράφει για τους νέους της γενιάς του, για τους κριτικούς της επόμενης γενιάς, και για όλους τους δασκάλους του μέλλοντος», έγραψε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Το αφήγημά του «Η χαμένη δεκαετία» δημοσιεύεται το 1939, σε μία από τις πλέον αντίξοες χρονιές στη ζωή του. Το παιδί-θαύμα της αμερικάνικης πεζογραφίας, ο «ρομαντικός εγωτιστής» της επονομαζόμενης από τον ίδιον «εποχής της τζαζ», αποκτά φήμη και αναγνώριση ήδη με το πρωτόλειο μα ενδεικτικό για τις ικανότητές του μυθιστόρημα, το This Side of Paradise (1920), και συνεχίζει την ανοδική λογοτεχνική πορεία του με το συγκινητικό Οι όμορφοι και καταραμένοι (1922), ενώ απογειώνεται με τον Υπέροχο Γκάτσμπι (1925), που εντέλει έγινε το πιο πολυδιαβασμένο αμερικανικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η απογείωση είναι περισσότερο λογοτεχνική (ο Έλιοτ γράφει στον νεαρό Φιτζέραλντ ότι «έχει χρόνια να διαβάσει ένα τόσο συναρπαστικό μυθιστόρημα») και λιγότερο οικονομική. Το αμερικανικό κραχ του ’29 και η συνακόλουθη ύφεση, καθώς επίσης τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Φιτζέραλντ με τον βαρύτατο αλκοολισμό του και την ψυχικά νοσούσα γυναίκα του, τη Ζέλντα, με τα χρέη του και τη λογοτεχνική «εκπόρνευσή» του (έτσι το χαρακτήριζε ο ίδιος) στο Χόλιγουντ, μετατρέπουν τη δεκαετία του ’30 σε αμερικάνικο εφιάλτη. Κι όμως εκείνη η δεκαετία, σε αντίθεση με τον ήρωα του εν λόγω αφηγήματος, δεν είναι χαμένη για τον Φιτζέραλντ, καθώς δημοσιεύει ένα ακόμα όμορφο μυθιστόρημα (Τρυφερή είναι η νύχτα, 1934), πολλά διηγήματα, τη μίνι αυτοβιογραφία Το ράγισμα (1936), ενώ γράφει και ένα μυθιστόρημα που έμεινε ημιτελές, τον Τελευταίο μεγιστάνα. Εικάζουμε πως στην προφορική συνάφεια, έως ταύτιση, της “lost decade” (χαμένη δεκαετία) με τη “last decade” (τελευταία δεκαετία) λανθάνει το προαίσθημα του συγγραφέα ότι το τέλος του πλησιάζει. Πράγματι, ο Φιτζέραλντ πεθαίνει τον επόμενο χρόνο, το 1940, σε ηλικία μόλις 44 ετών. Το έργο του, που εστιάζει στις μεγάλες προσδοκίες και τις σκληρές ματαιώσεις ανθρώπων της μικρομεσαίας τάξης στη λυσσαλέα τους προσπάθεια να ανέβουν την οικονομική και κοινωνική κλίμακα, καθίσταται ακόμα πιο επίκαιρο στις μέρες μας, άλλοτε με τρόπο αφόρητο κι άλλοτε με τρόπο τραγελαφικό. Με τα δικά του λόγια (Το ράγισμα, μτφρ. Γ. Λάμψας): «Η ευτυχία μου δεν ήταν το φυσικό πράγμα, αλλά το αφύσικο – αφύσικο όπως η οικονομική άνθηση. Και η πρόσφατη εμπειρία μου μοιάζει με το κύμα απελπισίας που σάρωσε το έθνος όταν η άνθηση τερματίστηκε». Ο Φιτζέραλντ, όπως τόσοι άλλοι, έπεσε μέσα στην πιο αγαπημένη του παγίδα.
Γιώργος Λαμπράκος