Jenny Erpenbeck, Αμαρτωλοί καιροί

 

http://pixdaus.com/single.php?id=230930&from=email

Μια γριά γυναίκα πλησιάζει το σπίτι. Κουβαλάει μια μεγάλη άσπρη πλαστική σακούλα στο χέρι, που μέσα της κάτι πεταρίζει. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σπίτι κοντοστέκεται κι αρχίζει να μιλάει σ’ αυτό που πεταρίζει μέσα στη σακούλα. Βλέπεις, λέει, εκεί πέρα είν’ το σπίτι. Σηκώνει τη σακούλα, που δεν είναι διάφανη, ψηλά, λες και το πλάσμα που είναι πιασμένο εκεί μέσα παρ’ όλ’ αυτά βλέπει. Πίσω, βλέπεις, το κτήμα είναι λίγο κατηφορικό προς το στάβλο. Η καφετιά κι η μαύρη εδώ πρέπει να ’ναι του γείτονα, και κατεβάζει πάλι τη σακούλα. Έτσι σαν την καφετιά την παρδαλή έμοιαζε και το μοσχάρι που στεκότανε πλάι στ’ αγόρι μου. Τ’ αγόρι μου ήτανε πεσμένο κάτω και το μοσχάρι στεκότανε στα πόδια του, λέει. Λέει: Το σπίτι ανήκει τώρα στη γυναίκα του, σε κείνη και στον εγγονό μου, το λιγομίλητο. Αλλά κείνον δεν τον κρατάει εδώ, κείνος γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Από τότε. Ήτανε κι αυτός εκεί κείνο το βράδυ. Η γυναίκα του, λέει, τώρα έχει μονάχα γουρούνια, το στάβλο τον έχει αλλάξει. Το στάβλο. Και το σπίτι το σοβάντισε. Η πόρτα ήτανε παλιά εδώ σε τούτη την πλευρά. Και το σπίτι από γκρίζα πέτρα. Τίποτις ιδιαίτερο. Μονάχα η θέα στη θάλασσα. Αλλά ’γώ εκεί πέρα στην Αμερική θα ’χα πεθάνει από τη νοσταλγία. Τώρα εγώ ακόμα ζω, ενώ τ’ αγόρι μου είναι πεσμένο κάτω μες στο στάβλο. Τ’ όπλο, κείνο που βαράνε τα μοσχάρια, πλάι του. Μονάχα ζωντανά μπορείς να ’χεις εδώ, έχει αρκετό χορτάρι. Τι νομίζεις δηλαδή, δεν ήταν με τα σωστά του, μ’ είπε τότε η γυναίκα του. Αγόρι μου, του λέω ’γώ, δεν είν’ καλή γυναίκα του λόγου της. Το βλέπω ’γώ. Αλλά κείνον τον έπεισε να τηνε παντρευτεί. Τη Γιάνε δεν τηνε πήρε, και μετά τίποτις δεν τον ένοιαζε. Δεν ήτανε στα καλά του, μελαγχολία είχε, τ’ αγόρι σου, λέει η γυναίκα του, σηκώνει τ’ όπλο για το μαρκάρισμα απ’ το έδαφος και τ’ ακουμπάει στον τοίχο. Τη μελαγχολία, την έχει από μένανε, λέει η γριά και την πλαστική σακούλα που κουνιέται απ’ το ζωντανό που έχει μέσα της την κρατά γερά στο χέρι της. Εγώ εκεί πέρα θα ’χα πεθάνει από τη νοσταλγία, λέει. Στέκομαι μες στο στάβλο και το βλέπω τ’ αγόρι μου να ’ναι πεσμένο κάτω εκεί πλάι στο καφετί παρδαλό μοσχάρι, να ’ναι πεσμένο κάτω στραβοχυμένο, γιατί μες στο στάβλο δεν έχει χώρο ούτε να πέσεις, βλέπω την τρύπα στο σβέρκο του, που δεν ’ναι μικρή, κι ακούω τη γυναίκα του πλάι μου να λέει: Μελαγχολία είχε. Πόσο εύκολα λέει: Είχε. Εγώ μπορούσα να ’χω πάει στην Αμερική, λέει η γριά. Αν δεν είχε τόσο αέρα, το θρόισμα της σακούλας θα ακουγόταν μέχρι το σπίτι. Κείνος που με γκάστρωσε μου το πρότεινε. Τ’ αγόρι μόλις είχε γεννηθεί. Αλλά ’γώ από τη νοσταλγία θα ’χα πεθάνει. Τη Γιάνε δεν τηνε πήρε, γιατί πήγε μ’ έναν Εγγλέζο κείνη, και μετά τίποτις δεν τον ένοιαζε. Έτρωγε κείνη, η γυναίκα του, συνέχεια έτρωγε μονάχα. Γερή ήτανε, μπορούσε να δουλέψει. Αλλά δεν ήτανε καλή γυναίκα. Όταν ήταν ακόμα μικρός ο εγγονός μου, δεν τον βοηθούσε να σηκωθεί άμα έπεφτε κάτω. Μονάχα έλεγε: Άμα πονέσει, θα μάθει πιο γρήγορα. Κι ο εγγονός μου έμαθε γρήγορα, έγινε λιγομίλητος σαν τον πατέρα του. Τώρα γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Ήτανε κι αυτός εκεί κείνο το βράδυ. Κάθεται μες στο στάβλο στο σκαμνί για τ’ άρμεγμα και σωπαίνει και κοιτάζει τον πατέρα του, που ’ναι πεσμένος κάτω εκεί στραβοχυμένος. Βλέπεις, τώρα δα κάτι κουνιέται πίσω απ’ το παράθυρο. Το πρώτο που ’κανε ήτανε ν’ αλλάξει το στάβλο. Η καφετιά η παρδαλή τρώει το χορτάρι απ’ την ταΐστρα. Τον πυροβολισμό μάλλον τον έχει ξεχάσει κιόλας. Κείνη δεν τηνε νοιάζει άμα ένας άνθρωπος στέκεται στα πόδια του ή είναι πεσμένος κάτω. Βλέπεις, τώρα δα η καφετιά κοιτάζει προς το μέρος μας. Μεγαλώνουνε, οι αγελάδες. Η γυναίκα κι ο εγγονός μου, ο λιγομίλητος, ήταν εκεί κείνο το βράδυ. Εγώ ήμουν στο χωριό. Μες στο σκοτάδι πηγαίνω στο σπίτι απ’ τα λιβάδια, μέσ’ απ’ τις πέτρες, πηγαίνω προς το σπίτι μου, που ’ναι φωτισμένο. Μπαίνω μέσα, αλλά δεν ’ναι κανένας εκεί, με τα φώτα αναμμένα κι αδειανό είναι, πηγαίνω μέσ’ απ’ το σπίτι στο στάβλο, και τότε το βλέπω τ’ αγόρι μου. Βλέπω τ’ όπλο πλάι του, τ’ όπλο που μαρκάρουνε τα μοσχάρια. Αλλά η καφετιά η παρδαλή ζει και τρώει και κοιτάζει προς το μέρος του, τα χείλια της είναι βρεμένα. Η γυναίκα κι ο λιγομίλητος ο εγγονός μου κάθονται δίπλα στον πεθαμένο στο σκαμνί για τ’ άρμεγμα και δεν σηκώνουνε τα μάτια τους σε μένα. Η γυναίκα λέει: Τι νομίζεις, δεν ήτανε στα καλά του, κι είχε μελαγχολία. Αυτό ’ναι το πρώτο που μου λέει. Εγώ το βλέπω τ’ αγόρι μου να ’ναι πεσμένο κάτω εκεί στραβοχυμένο, πεθαμένος δεν χωράει μες στο στάβλο, βλέπω την τρύπα στο σβέρκο του, που δεν ’ναι μικρή, βλέπω τ’ όπλο πλάι του, κείνο που μαρκάρουνε τα μοσχάρια, και κείνη τη στιγμή σηκώνεται πάνω η γυναίκα, σηκώνει τ’ όπλο απ’ το έδαφος και τ’ ακουμπάει στον τοίχο. Όταν τ’ αγόρι μας ήτανε τριών μηνών, ο πατέρας του έκανε κιόλας το γάμο του εκεί πέρα στην Αμερική. Θαρρώ μ’ είχε ρωτήσει άμα θέλω να πάω κι εγώ, επειδή ήτανε σίγουρος πως θα ’λεγα όχι. Εγώ της λέω: Άμα θέλει να σκοτωθεί κάποιος, δεν παίρνει τ’ όπλο για το μαρκάρισμα και πυροβολιέται από πίσω στο σβέρκο. Τότε κείνη λέει: Πρόσεχε τι λες. Κι εγώ λέω: Τόσο μακριά χέρια δεν έχει κανένας άνθρωπος στον κόσμο. Κείνη λέει πάλι μονάχα: Πρόσεχε τι λες. Ο εγγονός μου δεν με κοιτάζει. Ε;, τονε ρωτάω ’΄γώ, αλλά κείνος δεν μ’ απαντάει. Τότες έφυγα. Χωρίς βαλίτσα, χωρίς τίποτις. Απλώς έφυγα. Το σπίτι τώρα ανήκει σε κείνη και στον εγγονό μου. Αλλά κείνος δεν μένει πια εκεί, κείνος γυρίζει από ’δώ κι από ’κεί. Από τότε. Και τώρα πέτα, λέει η γριά γυναίκα, κι ανοίγει την πλαστική σακούλα. Μια κουρούνα πεταρίζει και βγαίνει. Αλλά δεν κάνει κύκλους πάνω από το σπίτι. Ούτε πέφτει πάνω στο σπίτι. Οι πέτρες δεν αρχίζουν ν’ αναπνέουν. Η γη δεν ανοίγει. Το σπίτι δεν πιάνει φωτιά. Η κουρούνα πεταρίζει μόνο μια δυο φορές με τα φτερά της, ταλαντεύεται στον αέρα, μέχρι να θυμηθεί πάλι πώς γίνεται να πετάει, και φεύγει μετά πετώντας προς την ενδοχώρα. Η γριά τη βλέπει να φεύγει, ακόμα κι όταν προ πολλού δεν φαίνεται εκείνη. Την άδεια πλαστική σακούλα, που την πηγαίνει πέρα δώθε ο αέρας κι ακούγεται, την κρατάει ακόμα στο χέρι της. Ακόμα κι όταν έχει σκοτεινιάσει τόσο πολύ που η γριά δεν ξεχωρίζει πια από τις πέτρες ακούγεται ακόμα ο αέρας εκεί που στέκεται εκείνη να πηγαίνει την άδεια τη σακούλα πέρα δώθε.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Erpenbeck, Jenny _ Foto by Katharina Behling Η Τζέννυ Έρπενμπεκ γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Ιστορία του γερασμένου παιδιού (1999), Σκύβαλα (2001) και Παιχνίδι με τις λέξεις (2004), όλα από τις εκδόσεις Ίνδικτος, ενώ ακυκλοφόρητο παραμένει ακόμη το τελευταίο της μυθιστόρημα Ψυχές και χώματα [σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, τίτλος πρωτοτύπου: Heimsuchung, 2008]. Το διήγημα «Αμαρτωλοί καιροί» [Gottlose Zeit] το έγραψε το 2006. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Σιβηρία» από τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί», το αυτοβιογραφικό κείμενο «Στο επέκεινα των αχρήστων» και μία συνέντευξή της. Προσεχώς θα δημοσιευτούν στη Logotexnia21 αποσπάσματα από το θεατρικό έργο της Οι γάτες είν' εφτάψυχες (σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη). Επισκεφθείτε τη σελίδα Jenny Erpenbeck translated (Τζέννυ Έρπενμπεκ σε μετάφραση) στο FACEBOOK.


© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis