Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΕΝΗ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΕΝΗ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Варла́м Шала́мов (Βαρλάμ Σαλάμοφ), Το ψωμί του άλλου

Photo by Fratelli Alinari


Αυτό ήταν ξένο ψωμί, το ψωμί ενός φίλου μου. Ο φίλος εμπιστευόταν μόνον εμένα, έφυγε να πάει στη δουλειά, στην ημερήσια βάρδια, και το ψωμί έμεινε σε μένα, σε ένα μικρό ρωσικό ξύλινο σεντουκάκι. Τώρα δεν φτιάχνουν τέτοια σεντούκια, αλλά στη δεκαετία του είκοσι οι μοσχοβίτισσες καλλονές έκαναν τη φιγούρα τους μ’ αυτά: σπορτίφ κροκοδιλέ βαλιτσάκια από δερματίνη. Στο σεντουκάκι ήταν το ψωμί, η μερίδα ψωμιού. Αν ταρακουνήσεις το σεντουκάκι με το χέρι το ψωμί θα κουνηθεί στο εσωτερικό του. Το σεντούκι βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Είχα αργήσει να κοιμηθώ. Ο νηστικός άνθρωπος κοιμάται άσχημα. Αλλά δεν κοιμόμουνα ακριβώς γιατί από πάνω μου ήταν το ψωμί, το ξένο ψωμί, το ψωμί του φίλου μου. Έμεινα καθιστός στην κουκέτα… Μου φαινόταν ότι με κοιτάνε όλοι, ότι όλοι ξέρουν τι ετοιμάζομαι να κάνω. Αλλά ο επιστάτης δίπλα στο παράθυρο κάτι μπάλωνε. Ένας άλλος άντρας, το επώνυμο του οποίου δεν ξέρω, δούλευε όπως κι εγώ νυχτερινή βάρδια και τώρα είχε ξαπλώσει στη θέση ενός άλλου, στο κέντρο του παραπήγματος, με τα πόδια προς τη ζεστή σόμπα. Η ζέστη αυτή δεν έφτανε ώς εμένα. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το πρόσωπό του ξεσκέπαστο. Τον πλησίασα, τα μάτια του ήταν κλειστά. Έριξα μια ματιά στις από πάνω κουκέτες − εκεί, στη γωνία του παραπήγματος, κάποιος κοιμόταν ή απλώς ήταν ξαπλωμένος, σκεπασμένος με ένα σωρό κουρέλια. Ξάπλωσα και πάλι στη θέση μου, αποφασισμένος να κοιμηθώ. Μέτρησα μέχρι το χίλια και ξανασηκώθηκα. Άνοιξα το σεντούκι κι έβγαλα το ψωμί. Ήταν μια μερίδα των τριακοσίων γραμμαρίων, κρύο, σαν κομμάτι ξύλου. Το έφερα στη μύτη μου, και τα ρουθούνια μου έπιασαν μυστικά μιαν ανεπαίσθητη μυρωδιά ψωμιού. Έβαλα και πάλι το ψωμί στο σεντούκι και μετά το ξανάβγαλα. Αναποδογύρισα το σεντούκι κι έριξα στην παλάμη μου μερικά ψίχουλα. Τα έγλειψα, το στόμα μου γέμισε αμέσως από σάλιο και τα ψίχουλα έλιωσαν. Έπαψα να ταλαντεύομαι. Έκοψα τρεις μπουκιές, μικρές, σαν το νύχι του μικρού δαχτύλου, έβαλα το ψωμί στο σεντούκι και ξάπλωσα. Πιπίλιζα και θρυμμάτιζα με τη γλώσσα μου τις μικρές μπουκιές. Κι αποκοιμήθηκα, περήφανος που δεν είχα κλέψει το ψωμί του φίλου μου.

 

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου

 



Η ιστορία «Το ψωμί του άλλου» του Βαρλάμ Σαλάμοφ συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Ιστορίες από την Κολιμά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Ο τόμος Ιστορίες από την Κολιμά περιλαμβάνει 145 ιστορίες, πολλές φωτογραφίες, έναν κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας και εκτείνεται σε 1.968 σελίδες.

Ο ποιητής και πεζογράφος Βαρλάμ Σαλάμοφ γεννήθηκε στη Βολογκντά το 1907. Το 1929, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή της Μόσχας, συνελήφθη για πρώτη φορά, φυλακίστηκε αρχικά στις ανακριτικές φυλακές Μπουτίρκι της Μόσχας και αργότερα εξορίστηκε για πέντε χρόνια σε ένα από τα πρώτα στρατόπεδα εργασίας στη Βισερά, απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1932. Πέντε χρόνια αργότερα συνελήφθη για δεύτερη φορά και στάλθηκε με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων στην Κολιμά. Απελευθερώθηκε το 1951. Το 1982 μεταφέρθηκε παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε λίγες μέρες αργότερα. 

Ο ίδιος ο Σαλάμοφ σημείωσε κάποια στιγμή για τις ιστορίες του: «Τα γραπτά μου αφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξυπερύ στον ουρανό ή του Μέλβιλ στη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’ τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές κι ανώνυμο».

Κατεβάστε από εδώ ένα αρχείο pdf με τον πρόλογο της Ελένης Μπακοπούλου, διάφορες φωτογραφίες της έκδοσης, τα περιεχόμενα του τόμου και τις δύο πρώτες ιστορίες, «Στο χιόνι» και «Υποσχετική».

Гайто Газданов, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ

Photo by aschaeffer

[...]

 

Την εποχή που συνέβαιναν αυτά ήμουν δεκαέξι χρονών – έτσι ο φόνος εκείνος ήταν η απαρχή της αυτόνομης ζωής μου, και δεν είμαι σίγουρος μάλιστα ότι δεν άφησε ασυναίσθητα τη σφραγίδα του σε όλα όσα μου ήταν γραφτό να μάθω και να δω στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκυρίες που τον συνόδευσαν και όλα όσα συνδέονταν μ’ αυτόν – όλα αναδύθηκαν μπροστά μου, με εξαιρετική ευκρίνεια, πολλά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι. Κι αυτό συνέβη επειδή έπεσε στα χέρια μου μια συλλογή διηγημάτων ενός Άγγλου συγγραφέα, που μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά του. Η συλλογή είχε τίτλο Θα έρθω αύριο I’ll Come Tomorrow– από το ομώνυμο πρώτο διήγημα. Αποτελούνταν από τρία διηγήματα: «Θα έρθω αύριο», «Χρυσόψαρα» και «Περιπέτεια στη στέπα» – «The Adventure in the Steppe».

 

Ήταν πολύ καλογραμμένα και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο ευλύγιστος και άψογος ρυθμός της αφήγησης, καθώς και ο ιδιότυπος τρόπος που είχε ο συγγραφέας να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι τα βλέπουν οι άλλοι. Ωστόσο ούτε το «Θα έρθω αύριο» ούτε τα «Χρυσόψαρα» μπόρεσαν να μου κινήσουν κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον, πέραν εκείνου που ήταν φυσιολογικό για κάθε αναγνώστη. Το «Θα έρθω αύριο» ήταν μια ειρωνική ιστορία για μια άπιστη γυναίκα, τα αποτυχημένα ψέματά της και τις παρεξηγήσεις που τα ακολούθησαν. Στα «Χρυσόψαρα» η δράση εξελισσόταν στη Νέα Υόρκη κι ήταν επί της ουσίας ένας διάλογος μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, και η περιγραφή μιας συγκεκριμένης μελωδίας· η καμαριέρα είχε ξεχάσει να σηκώσει τη μικρή γυάλα από το καλοριφέρ, τα ψάρια πηδούσαν έξω από το υπερθερμασμένο νερό τους και σπαρταρούσαν πάνω στο χαλί, πεθαίνοντας, ενώ οι συμμετέχοντες στο διάλογο δεν το έπαιρναν είδηση, αφού ήταν απορροφημένοι, εκείνη παίζοντας πιάνο κι εκείνος ακούγοντας το παίξιμό της. Το ενδιαφέρον του διηγήματος συνίστατο στη χρήση του μουσικού θέματος ως ακαταμάχητου συναισθηματικού σχολίου και στην ακούσια συμμετοχή των χρυσόψαρων που σπαρταρούσαν πάνω στο χαλί.

 

Όμως εμένα με συγκλόνισε το τρίτο διήγημα, η «Περιπέτεια στη στέπα». Είχε ως μότο μια φράση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε: «Beneath me lay my corpse with the arrow in my temple» («Από κάτω μου κειτόταν το πτώμα μου με το βέλος στον κρόταφο.»). Αυτό και μόνον αρκούσε για να τραβήξει την προσοχή μου. Αλλά δεν μπορώ να περιγράψω το αίσθημα που με κυρίευε ενόσω διάβαζα. Ήταν η εξιστόρηση ενός επεισοδίου από τον πόλεμο, γραμμένη χωρίς την παραμικρή αναφορά στη χώρα όπου συνέβαινε ή στην εθνικότητα των εμπλεκομένων, αν και θα έλεγε κανείς πως ο τίτλος, «Περιπέτεια στη στέπα», αποτελούσε ένδειξη ότι διαδραματιζόταν στη Ρωσία. Άρχιζε ως εξής: «Το καλύτερο άλογο που είχα ποτέ ήταν ένας κέλητας με άσπρο τρίχωμα, ημίαιμος, μεγαλόσωμος, που ξεχώριζε για τον εξαιρετικά άνετο τροχασμό και τον μεγάλο διασκελισμό του. Ήταν τόσο όμορφος που θα τον παρομοίαζα με έναν από τους ίππους για τους οποίους μιλάει η Αποκάλυψη. Η ομοιότητα αυτή τονιζόταν –για μένα προσωπικά– κι από το ότι καβάλα σε αυτό ακριβώς το άλογο πήγαινα καλπάζοντας να συναντήσω το θάνατο μου, πάνω σε μια φλεγόμενη γη, ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που είχα γνωρίσει στη ζωή μου».

 

Βρήκα εκεί μια πιστή ανασύσταση όσων είχα ζήσει στη μακρινή εποχή του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, και την περιγραφή εκείνων των αφόρητα ζεστών ημερών, που διεξάγονταν οι πιο παρατεταμένες και οι πιο σκληρές μάχες. Έφτασα τελικά και στις τελευταίες σελίδες του διηγήματος· τις διάβαζα με σχεδόν κομμένη ανάσα. Εκεί αναγνώρισα τη μαύρη φοράδα μου και τη στροφή του δρόμου όπου είχε σκοτωθεί. Ο άντρας, το πρόσωπο που αφηγούνταν την ιστορία, ήταν αρχικά σίγουρος ότι ο ιππέας που έπεσε μαζί με το άλογο, ήταν, αν μη τι άλλο, βαριά τραυματισμένος, καθώς τον είχε πυροβολήσει δύο φορές και νόμιζε ότι είχε πετύχει και στις δύο το στόχο. Δεν καταλαβαίνω γιατί εγώ είχα προσέξει μόνο τον ένα πυροβολισμό. «Δεν είχε σκοτωθεί όμως, και, κατά τα φαινόμενα, ούτε καν είχε τραυματιστεί», συνέχιζε ο συγγραφέας, «διότι τον είδα να σηκώνεται· στο έντονο φως του ήλιου, μου φάνηκε ότι είδα τη θαμπή λάμψη του περιστρόφου στο χέρι του. Δεν είχε ντουφέκι, είμαι βέβαιος γι’ αυτό».

 

Το άσπρο άλογο συνέχισε να προχωρά με τον βαρύ καλπασμό του, πλησιάζοντας στο σημείο όπου, με ακατανόητη, όπως έγραφε ο συγγραφέας, ακινησία, παραλυμένος ίσως από το φόβο, στεκόταν ο άνθρωπος με το περίστροφο στο χέρι. Ύστερα ο συγγραφέας συγκράτησε τη γρήγορη πορεία του αλόγου κι έφερε το ντουφέκι στον ώμο, μα ξαφνικά, χωρίς να ακούσει πυροβολισμό, ένιωσε ένα θανάσιμο πόνο, άγνωστο πού, και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Λίγη ώρα μετά, η συνείδησή του επανήλθε για μια σύντομη και πυρετώδη στιγμή, και τότε άκουσε αργά βήματα που τον πλησίαζαν, αλλά όλα βυθίστηκαν και πάλι στην ανυπαρξία. Για ακόμη μια φορά, ύστερα από λίγο, όντας πια σχεδόν σε επιθανάτιο παραλήρημα, αισθάνθηκε, ακατανόητα πώς, ότι κάποιος στέκεται από πάνω του.

 

[...]

 

Του έγραψα στη διεύθυνση του λονδρέζικου οίκου που είχε εκδώσει το βιβλίο του. Ανέφερα τα γεγονότα που δεν του ήταν γνωστά, και τον παρακαλούσα να μου γράψει πού και πότε θα μπορούσαμε να συναντηθούμε – αν, βεβαίως, η συνάντηση αυτή τον ενδιέφερε όσο κι εμένα. Πέρασε ένας μήνας χωρίς να έρθει απάντηση. Ήταν βέβαια πιθανό να πέταξε το γράμμα μου στο καλάθι των αχρήστων, χωρίς να το διαβάσει, υποθέτοντας ότι μπορεί να έχει σταλεί από καμιά θαυμάστρια του ταλέντου του, με την παράκληση να της στείλει μια φωτογραφία του με αυτόγραφο και να της πει τη γνώμη του για το δικό της μυθιστόρημα, το οποίο θα του έστελνε ή θα του διάβαζε η ίδια, αμέσως μόλις λάμβανε απάντησή του. Κάτι τέτοιο έμοιαζε ώς ένα βαθμό πιθανό και διότι, αν παραβλέψουμε την αναμφισβήτητη και πραγματική μαεστρία με την οποία ήταν γραμμένο το βιβλίο, υπήρχε σ’ αυτό, νομίζω, κάτι που ασκούσε ιδιαίτερη έλξη και στις γυναίκες. Όπως και να ’χει, απάντηση δεν έλαβα.

 

Ακριβώς δύο εβδομάδες μετά, μου παρουσιάστηκε η απρόσμενη ευκαιρία να ταξιδέψω στο Λονδίνο για ένα μικρό ρεπορτάζ. Έμεινα τρεις μέρες και ξέκλεψα λίγη ώρα για να περάσω από τον οίκο που είχε εκδώσει το βιβλίο του Αλεξάντρ Βολφ. Με δέχτηκε ο διευθυντής. Ήταν ένας ευτραφής άντρας πενήντα ετών, με παρουσιαστικό μεταξύ τραπεζίτη και καθηγητή. Μιλούσε γαλλικά με ευχέρεια. Του εξέθεσα εν συντομία το λόγο της επίσκεψής μου, το πώς είχα διαβάσει την «Περιπέτεια στη στέπα» και γιατί το διήγημα αυτό είχε κινήσει το ενδιαφέρον μου.

 

«Θα ήθελα να μάθω αν ο μίστερ Βολφ έλαβε την επιστολή μου.»

 

«Αυτόν τον καιρό ο μίστερ Βολφ δεν βρίσκεται στο Λονδίνο», είπε ο διευθυντής, «και δυστυχώς τη συγκεκριμένη στιγμή είναι παντελώς αδύνατον να επικοινωνήσουμε μαζί του.»

 

«Αυτό αρχίζει να μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα», είπα όχι χωρίς κάποια στενοχώρια. «Δεν θα καταχραστώ το χρόνο σας. Σας εύχομαι να είστε καλά. Μπορώ άραγε να υπολογίζω ότι, όταν θα αποκατασταθεί η επικοινωνία σας με τον μίστερ Βολφ –αν αυτό συμβεί κάποτε– θα του θυμίσετε το γράμμα μου;»

 

«Μπορείτε να μείνετε απολύτως ήσυχος», απάντησε αμέσως. «Θα ήθελα όμως να προσθέσω κάτι πολύ ουσιαστικό. Καταλαβαίνω ότι το ενδιαφέρον σας για το πρόσωπο του μίστερ Βολφ είναι εντελώς ανιδιοτελές. Οφείλω λοιπόν να σας πω ότι είναι αδύνατον ο μίστερ Βολφ να είναι ο άντρας που νομίζετε.»

 

«Μέχρι τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος για το αντίθετο.»

 

«Όχι, όχι», είπε. «Απ’ όσο καταλαβαίνω, θα πρέπει να θεωρείτε ότι είναι συμπατριώτης σας, ναι;»

 

«Αυτό είναι το πιθανότερο.»

 

«Εν προκειμένω, κάτι τέτοιο αποκλείεται εντελώς. Ο μίστερ Βολφ είναι Άγγλος, τον γνωρίζω πολλά χρόνια και μπορώ να σας το εγγυηθώ. Επιπλέον, δεν άφησε ποτέ την Αγγλία για περισσότερο από δυο τρεις βδομάδες, τις οποίες περνούσε, ως επί το πλείστον, στη Γαλλία ή την Ιταλία. Πιο μακριά δεν ταξίδεψε, το ξέρω με σιγουριά.»

 

«Επομένως πρόκειται για παρεξήγηση, αν και μου κάνει εντύπωση», είπα.

 

«Όσο για το διήγημα “Περιπέτεια στη στέπα”, είναι επινοημένο από την πρώτη ώς την τελευταία αράδα.»

 

«Εντέλει, αυτό δεν είναι κι απίθανο.»

 

Τα τελευταία λεπτά της συζήτησης ήμουν όρθιος, έτοιμος να φύγω. Ο διευθυντής σηκώθηκε επίσης από την καρέκλα του και ξαφνικά είπε, χαμηλώνοντας αισθητά τη φωνή:

 

«Φυσικά η “Περιπέτεια στη στέπα” είναι επινοημένη. Αν όμως ήταν αλήθεια, δεν μπορώ να μην σας πω ότι φερθήκατε με ασυγχώρητη απροσεξία. Οφείλατε να έχετε στοχεύσει καλύτερα. Αυτό θα είχε απαλλάξει από περιττά μπερδέματα και τον μίστερ Βολφ και ορισμένα άλλα πρόσωπα.»

 

Τον κοίταξα κατάπληκτος. Χαμογελούσε με πολύ βεβιασμένο χαμόγελο, που μου φάνηκε απολύτως άτοπο.

 

«Βεβαίως ήσασταν υπερβολικά νέος και οι συνθήκες δικαιολογούν την αστοχία της βολής σας. Κι ύστερα, όλα αυτά είναι ασφαλώς –από τη μεριά του μίστερ Βολφ– μόνον έργο της φαντασίας, που εντελώς τυχαία συνέπεσε με τη δική σας πραγματικότητα. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο. Αν έχω νέα, θα σας ενημερώσω. Επιτρέψτε μου να προσθέσω κάτι ακόμα· είμαι πολύ μεγαλύτερός σας, και μου φαίνεται ότι έχω ένα ορισμένο δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Σας διαβεβαιώνω ότι η γνωριμία σας με τον μίστερ Βολφ, αν συνέβαινε, δεν θα σας απέφερε τίποτα άλλο εκτός από απογοήτευση και δεν θα είχε το ενδιαφέρον που αδίκως της αποδίδετε.»

 

[...]

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου

 

 

 

cover Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη νουβέλα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου και επίμετρο του Χρήστου Αστερίου. Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ,  το πρώτο βιβλίο του Γκαζντάνοφ που κυκλοφορεί στα Ελληνικά, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Новый журнал το 1947-48.

 

Гайто Газданов Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη και μεγάλωσε στη Σιβηρία και την Ουκρανία. Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση πολέμησε με τα στρατεύματα του Λευκού Στρατού. Μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού έφυγε από τη Ρωσία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έκανε διάφορες δουλειές (αχθοφόρος, βοηθός σε πλυντήριο αυτοκινήτων, εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων, οδηγός ταξί), ενώ συμμετείχε ενεργά στην πολιτιστική ζωή της ρωσικής παροικίας του Παρισιού. Αφού δημοσίευσε διηγήματα σε διάφορα ρωσόφωνα περιοδικά, το 1929 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Μια βραδιά στης Κλαιρ, και στη συνέχεια η Ιστορία ενός ταξιδιού, η Φυγή, οι Δρόμοι της νύχτας, Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, Η επιστροφή του Βούδα, οι Προσκυνητές κ.ά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισε να εργάζεται με ψευδώνυμο στον αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio Liberty στο Μόναχο, όπου και πέθανε από καρκίνο στους πνεύμονες το 1971. Τα έργα του δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Αν και είχαν μεταφραστεί σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, παρέμεναν στην αφάνεια. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισαν να εκδίδονται τα έργα του στη Ρωσία, 3 τόμοι το 1998 και στη συνέχεια 5 τόμοι το 2009. Από το 2010 και μετά τα έργα του επανεκδόθηκαν στα Γερμανικά, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για το έργο του.

Фёдор Достоевский, Υπόγειο

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λιθογραφία του Β. Δ. Φαλαζίεφ, 1921
[Απόσπασμα]

Είμαι ένας άνθρωπος άρρωστος… Ένας κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός. Νομίζω ότι πάσχω από το συκώτι μου. Εδώ που τα λέμε, δεν σκαμπάζω γρυ σχετικά με την αρρώστια μου και σίγουρα δεν ξέρω από τι πάσχω. Δεν ακολουθώ καμιά θεραπεία και ποτέ δεν νοσηλεύτηκα για κάτι, παρότι τιμώ και την ιατρική και τους γιατρούς. Επιπλέον, είμαι δεισιδαίμων, στο έπακρον∙ εντάξει, τόσο όσο να εκτιμώ την ιατρική. (Είμαι αρκετά μορφωμένος για να είμαι δεισιδαίμων, μα είμαι δεισιδαίμων). Όχι, δεν θέλω να τρέχω για γιατρειές, από κακία. Όμως εσείς αυτό, σίγουρα, δεν το καταλαβαίνετε. Εγώ ωστόσο το καταλαβαίνω. Εννοείται ότι δεν θα μπορέσω να σας εξηγήσω ποιον ακριβώς, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα κακοκαρδίσω με την κακία μου∙ γνωρίζω πολύ καλά ότι τους γιατρούς δεν πρόκειται να τους «βλάψω» με το να μην τους ζητάω να με κάνουν καλά∙ ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι μόνο τον εαυτό μου θα βλάψω έτσι, κανέναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν θέλω να θεραπευτώ, είναι από κακία. Το συκώτι πονάει, άσ’ το λοιπόν να πονέσει ακόμα περισσότερο!

Ζω έτσι εδώ και πολύ καιρό − είκοσι χρόνια. Τώρα είμαι σαράντα. Παλιότερα εργαζόμουνα σε μια υπηρεσία, τώρα δεν εργάζομαι πια. Ήμουν ένας χολωμένος δημόσιος υπάλληλος. Ήμουν άξεστος κι έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτό. Ξέρετε, δεν λαδωνόμουνα, άρα, όφειλα να επιβραβεύω με κάποιον τρόπο τον εαυτό μου. (Ατυχές ευφυολόγημα∙ αλλά δεν θα το απαλείψω. Το έγραψα νομίζοντας ότι θα είναι πολύ ευφυές∙ τώρα όμως που είδα πως ήθελα μόνο να κομπάσω ελεεινά, εσκεμμένα δεν το απαλείφω!) Όταν στο γραφείο που καθόμουνα πλησίαζαν διάφοροι με τις αιτήσεις τους ανά χείρας, εγώ γρύλιζα κι ένιωθα ασίγαστη ηδονή αν κατάφερνα να στεναχωρήσω κάποιον. Τα κατάφερνα σχεδόν πάντα. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι συνεσταλμένοι: ξέρετε... αιτούντες. Αλλά από τους λιμοκοντόρους αυτούς περισσότερο δεν μπορούσα να αντέξω έναν αξιωματικό. Δεν ήθελε με τίποτα να υποταχτεί και βροντούσε απαίσια το ξίφος του. Εξαιτίας αυτού του ξίφους ήμουνα σε πόλεμο μαζί του ενάμιση χρόνο. Τελικά υπερίσχυσα. Έπαψε να βροντάει. Εδώ που τα λέμε, αυτό συνέβη τότε που ήμουν ακόμη νέος. Ξέρετε όμως, κύριοι, σε τι συνίστατο η κεντρική ιδέα της κακίας μου; Το όλο θέμα, η μεγαλύτερη κακοήθεια συνίστατο στο ότι κάθε στιγμή, ακόμα και τη στιγμή που χόλωνα περισσότερο, συνειδητοποιούσα ντροπιασμένα μέσα μου ότι όχι μόνο δεν είμαι κακιωμένος, αλλά ούτε καν θυμωμένος, ότι μάταια γαβγίζω, ξεγελάω τον εαυτό μου. Βγάζω μεν αφρούς από το στόμα, αλλά για δοκιμάστε να μου χαρίσετε κανένα κουκλάκι, να με τρατάρετε κάνα τσαγάκι με μπισκοτάκι και θα δείτε πώς θα ησυχάσω. Θα συγκινηθώ μάλιστα ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου, έστω κι αν μετά, σίγουρα, θα γρυλίζω σ’ εμένα τον ίδιο κι από ντροπή θα έχω κάμποσους μήνες αϋπνίες. Αυτό το συνήθειο έχω.

Είπα ψέματα πριν λίγο ότι ήμουνα ένας χολωμένος υπάλληλος. Από κακία είπα ψέματα. Απλώς παιδιάριζα και με τους αιτούντες και με τον αξιωματικό, κι επί της ουσίας ποτέ δεν κατάφερα να γίνω κακός. Μονίμως αναγνώριζα μέσα μου πολλά, πάμπολλα, αντικρουόμενα στοιχεία. Ένιωθα ότι αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία συνωθούνται μέσα μου σαν μυρμήγκια. Ήξερα ότι μια ολόκληρη ζωή συνωθούνταν και πάσχιζαν να βγουν από μέσα μου, αλλά δεν τα άφηνα, δεν τα άφηνα, σκόπιμα δεν τα άφηνα να βγουν. Με βασάνιζαν μέχρι αισχύνης∙ μου προκαλούσαν παροξυσμό σχεδόν, και εντέλει τα βαρέθηκα, ω, πώς τα βαρέθηκα! Μήπως νομίζετε, κύριοι, ότι τώρα μεταμελούμαι ενώπιόν σας, ότι σας ζητάω συγχώρεση για κάτι;.. Είμαι σίγουρος ότι αυτό σκέφτεστε… Όπως και να ’χει, σας διαβεβαιώνω ότι το ίδιο μου κάνει κι αν το σκέφτεστε…

Όχι μόνο κακός αλλά και τίποτα άλλο δεν κατάφερα να γίνω: ούτε κακός ούτε καλός, ούτε κάθαρμα ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ούτε ζωύφιο. Τώρα ζω στην ακρούλα μου, εμπαίζοντας τον εαυτό μου με μια κακιωμένη και ολωσδιόλου άχρηστη παρηγοριά ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ γίνεται κάτι μόνον ο βλάκας. Ο έξυπνος άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα μάλιστα οφείλει, και από ηθική άποψη υποχρεούται, να είναι ένα πλάσμα κατεξοχήν αδύναμου χαρακτήρα∙ ο άνθρωπος με χαρακτήρα, ο αποτελεσματικός, είναι πλάσμα κατεξοχήν περιορισμένης αντίληψης. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Τώρα είμαι σαράντα χρονών, μια ολόκληρη ζωή∙ βαθιά γεράματα, ξέρετε. Το να ζεις πάνω από τα σαράντα είναι απρεπές, χυδαίο, ανήθικο! Ποιος ζει πάνω από σαράντα χρόνια, απαντήστε μου ειλικρινά, τίμια. Εγώ θα σας πω ποιος ζει: οι βλάκες και οι παλιάνθρωποι. Θα το πω αυτό σε όλα τα γερόντια, κατάμουτρα, σε όλα αυτά τα ασπρομάλλικα και παρφουμαρισμένα γερόντια! Θα το πω κατάμουτρα σε όλον τον κόσμο! Έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι, διότι θα ζήσω κι ο ίδιος μέχρι τα εξήντα. Μέχρι τα εβδομήντα θα ζήσω! Μέχρι τα ογδόντα θα ζήσω!.. Περιμένετε! Αφήστε με μόνο να πάρω μια ανάσα…

Πιθανότατα να σκέφτεστε, κύριοι, ότι θέλω να σας διασκεδάσω. Σφάλλετε και σ’ αυτό. Δεν είμαι διόλου ο χαρούμενος άνθρωπος που νομίζετε ή ίσως νομίζετε∙ πάντως, αν, εκνευρισμένοι από όλοι αυτή τη φλυαρία (και το νιώθω ήδη ότι είστε εκνευρισμένοι), σκεφτείτε να με ρωτήσετε ποιος είμαι τελικά; − θα σας απαντήσω: είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος όγδοης βαθμίδας. Υπηρετούσα στο δημόσιο για να έχω κάτι να τρώω (αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό), κι όταν τον περασμένο χρόνο ένας από τους μακρινούς συγγενείς μού άφησε στη διαθήκη του έξι χιλιάδες ρούβλια, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου κι εγκαταστάθηκα σε ένα δικό μου δωματιάκι. Είχα ζήσει και παλιότερα εδώ, αλλά τώρα εγκαταστάθηκα για τα καλά. Το δωμάτιό μου είναι άθλιο, απαίσιο, στην άκρη της πόλης. Η οικιακή βοηθός μου είναι μια χωριάτισσα, γριά, κακιά λόγω βλακείας κι επιπλέον μυρίζει πάντα απαίσια. Μου λένε ότι το κλίμα της Πετρούπολης με βλάφτει κι ότι με τα ασήμαντα μέσα που διαθέτω είναι πολύ ακριβά να μένω στην Πετρούπολη. Όλα αυτά τα ξέρω καλύτερα από τους πεπειραμένους και πάνσοφους συμβουλάτορες και εκείνους που κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Αλλά παραμένω στην Πετρούπολη∙ δεν θα φύγω από την Πετρούπολη! Δεν θα φύγω διότι… Μα! είναι ξέρετε απολύτως αδιάφορο το αν θα φύγω ή δεν θα φύγω.

Εδώ που τα λέμε, για ποιο πράγμα μπορεί να μιλάει ένας καθωσπρέπει άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση;

Απάντηση: Για τον εαυτό του.

Έτσι λοιπόν, θα μιλήσω κι εγώ για τον εαυτό μου.

[...]

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Υπόγειο Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Фёдор Достоевский) Υπόγειο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος σε νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει και το αφήγημα «Μ' αφορμή το υγρό χιόνι». Στην πρώτη έκδοση αυτών των δύο αφηγημάτων με τον τίτλο Σημειώσεις από το υπόγειο ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σημείωνε:  «Εξυπακούεται ότι και ο συγγραφέας των σημειώσεων και οι ίδιες οι "Σημειώσεις" είναι επινοημένοι. Εν τούτοις, πρόσωπα όπως ο συντάκτης αυτών των σημειώσεων όχι μόνο μπορούν αλλά και οφείλουν να υπάρχουν στην κοινωνία μας, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η κοινωνία μας. Ήθελα να προβάλω ενώπιον της κοινωνίας, περισσότερο του συνηθισμένου, έναν από τους χαρακτήρες μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής. Είναι από τους εκπροσώπους μιας γενιάς που ζει ακόμα. Στο απόσπασμα που τιτλοφορείται "Υπόγειο" το πρόσωπο αυτό αυτοσυστήνεται, εκθέτει την άποψή του και μοιάζει να θέλει να διευκρινίσει τους λόγους που το γέννησαν και για τους οποίους όφειλε να εμφανιστεί ανάμεσά μας. Σ’ ένα επόμενο απόσπασμα θα ακολουθήσουν οι πραγματικές "σημειώσεις" του προσώπου αυτού για ορισμένα περιστατικά της ζωής του». Την ελληνική έκδοση συμπληρώνει και ένας κατατοπιστικός πρόλογος της μεταφράστριας. Σε μετάφραση της ίδιας κυκλοφορούν ήδη τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα Οι δαιμονισμένοι και Ο ηλίθιος. Αξίζει να αναφερθεί τι έχει γραφτεί μεταξύ άλλων για το μεταφραστικό έργο της Ελένης Μπακοπούλου: «Η μεταφράστρια, Ελένη Μπακοπούλου, μετά τους "Δαιμονισμένους" καταθέτει και τον "Ηλίθιο", κι όπως φαίνεται, όχι μόνο αναμετριέται με ένα μεγάλο έργο, αλλά και με το μεγάλο στοίχημα να ανανεώσει το ενδιαφέρον για τον Ντοστογιέφσκι, μέσα από τις δικές της μεταφραστικές προτάσεις, που έχουν ήδη κερδίσει, όχι μόνο τις εντυπώσεις, αλλά και την ουσία» (Ξ. Μπρουντζάκης, Το Ποντίκι, 23/10/2008). Και: «Αυτή η γυναίκα είναι μορφοδούλα (ό,τι πιάνει γίνεται όμορφο), υποστήριξε διαφορετικά το κείμενο, το γλύκανε και το ηρέμησε, του χάρισε εσωτερική εδραίωση, αποδεικνύοντας ότι μετά τον Άρη Αλεξάνδρου -ό,τι κι αν μεσολάβησε- μόνο στην Ίνδικτο το πείραμα της ανανέωσης επέτυχε» (Κ. Παπαγιώργης, Lifo, 27/11/2008).

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Ελένη Μπακοπούλου