Варла́м Шала́мов (Βαρλάμ Σαλάμοφ), Το ψωμί του άλλου
Αυτό ήταν ξένο ψωμί, το ψωμί ενός φίλου μου. Ο φίλος
εμπιστευόταν μόνον εμένα, έφυγε να πάει στη δουλειά, στην ημερήσια βάρδια, και
το ψωμί έμεινε σε μένα, σε ένα μικρό ρωσικό ξύλινο σεντουκάκι. Τώρα δεν
φτιάχνουν τέτοια σεντούκια, αλλά στη δεκαετία του είκοσι οι μοσχοβίτισσες
καλλονές έκαναν τη φιγούρα τους μ’ αυτά: σπορτίφ κροκοδιλέ βαλιτσάκια από
δερματίνη. Στο σεντουκάκι ήταν το ψωμί, η μερίδα ψωμιού. Αν ταρακουνήσεις το
σεντουκάκι με το χέρι το ψωμί θα κουνηθεί στο εσωτερικό του. Το σεντούκι
βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Είχα αργήσει να κοιμηθώ. Ο νηστικός άνθρωπος
κοιμάται άσχημα. Αλλά δεν κοιμόμουνα ακριβώς γιατί από πάνω μου ήταν το ψωμί, το
ξένο ψωμί, το ψωμί του φίλου μου. Έμεινα καθιστός στην κουκέτα… Μου φαινόταν ότι
με κοιτάνε όλοι, ότι όλοι ξέρουν τι ετοιμάζομαι να κάνω. Αλλά ο επιστάτης δίπλα
στο παράθυρο κάτι μπάλωνε. Ένας άλλος άντρας, το επώνυμο του οποίου δεν ξέρω,
δούλευε όπως κι εγώ νυχτερινή βάρδια και τώρα είχε ξαπλώσει στη θέση ενός άλλου,
στο κέντρο του παραπήγματος, με τα πόδια προς τη ζεστή σόμπα. Η ζέστη αυτή δεν
έφτανε ώς εμένα. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το πρόσωπό του
ξεσκέπαστο. Τον πλησίασα, τα μάτια του ήταν κλειστά. Έριξα μια ματιά στις από
πάνω κουκέτες − εκεί, στη γωνία του παραπήγματος, κάποιος κοιμόταν ή απλώς ήταν
ξαπλωμένος, σκεπασμένος με ένα σωρό κουρέλια. Ξάπλωσα και πάλι στη θέση μου,
αποφασισμένος να κοιμηθώ. Μέτρησα μέχρι το χίλια και ξανασηκώθηκα. Άνοιξα το
σεντούκι κι έβγαλα το ψωμί. Ήταν μια μερίδα των τριακοσίων γραμμαρίων, κρύο, σαν
κομμάτι ξύλου. Το έφερα στη μύτη μου, και τα ρουθούνια μου έπιασαν μυστικά μιαν
ανεπαίσθητη μυρωδιά ψωμιού. Έβαλα και πάλι το ψωμί στο σεντούκι και μετά το
ξανάβγαλα. Αναποδογύρισα το σεντούκι κι έριξα στην παλάμη μου μερικά ψίχουλα. Τα
έγλειψα, το στόμα μου γέμισε αμέσως από σάλιο και τα ψίχουλα έλιωσαν. Έπαψα να
ταλαντεύομαι. Έκοψα τρεις μπουκιές, μικρές, σαν το νύχι του μικρού δαχτύλου,
έβαλα το ψωμί στο σεντούκι και ξάπλωσα. Πιπίλιζα και θρυμμάτιζα με τη γλώσσα μου
τις μικρές μπουκιές. Κι αποκοιμήθηκα, περήφανος που δεν είχα κλέψει το ψωμί του
φίλου μου.
Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου
Η ιστορία «Το ψωμί του άλλου» του Βαρλάμ Σαλάμοφ
συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Ιστορίες από την Κολιμά, που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Ο τόμος Ιστορίες από την Κολιμά περιλαμβάνει 145 ιστορίες, πολλές φωτογραφίες, έναν κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας και εκτείνεται σε 1.968 σελίδες.
Ο ποιητής και πεζογράφος Βαρλάμ Σαλάμοφ γεννήθηκε στη
Βολογκντά το 1907. Το 1929, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή της Μόσχας, συνελήφθη
για πρώτη φορά, φυλακίστηκε αρχικά στις ανακριτικές φυλακές Μπουτίρκι της Μόσχας
και αργότερα εξορίστηκε για πέντε χρόνια σε ένα από τα πρώτα στρατόπεδα εργασίας
στη Βισερά, απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1932. Πέντε χρόνια αργότερα συνελήφθη για
δεύτερη φορά και στάλθηκε με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων στην Κολιμά.
Απελευθερώθηκε το 1951. Το 1982 μεταφέρθηκε παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε λίγες
μέρες αργότερα.
Ο ίδιος ο Σαλάμοφ σημείωσε κάποια στιγμή για τις ιστορίες του: «Τα γραπτά μου αφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξυπερύ στον
ουρανό ή του Μέλβιλ στη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για
το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’
τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα
που είναι αληθές κι ανώνυμο».
Κατεβάστε από εδώ ένα αρχείο pdf με τον πρόλογο της Ελένης Μπακοπούλου, διάφορες φωτογραφίες της έκδοσης, τα περιεχόμενα του τόμου και τις δύο πρώτες ιστορίες, «Στο χιόνι» και «Υποσχετική».