Julio Cortázar, Γράμμα σε μια δεσποινίδα στο Παρίσι
Αντρέ, εγώ δεν ήθελα να έρθω να μείνω στο διαμέρισμά σου στην οδό Σουιπάτσα. Όχι τόσο για τα κουνελάκια, μάλλον επειδή με θλίβει να εισέρχομαι σε μια τάξη κλειστή, εγκαθιδρυμένη ως τα πιο λεπτά πέπλα του αέρα, αυτά που στο σπίτι σου διατηρούν τη μουσική της λεβάντας, το φτερούγισμα μιας πουδριέρας σε σχήμα κύκνου, το παιχνίδι του βιολιού και της βιόλας στο κουαρτέτο του Ραρά.
Μετακόμισα την περασμένη Παρασκευή, στις πέντε το απόγευμα, εν μέσω παραζάλης και πλήξης. Έχω κλείσει τόσες βαλίτσες στη ζωή μου, έχω περάσει τόσες ώρες ετοιμάζοντας αποσκευές που δεν πήγαιναν πουθενά, ώστε η Παρασκευή ήταν μια μέρα γεμάτη σκιές και λουριά, γιατί εγώ όταν βλέπω τα λουριά των βαλιτσών είναι σαν να βλέπω σκιές, κομμάτια από μαστίγιο που με χτυπάνε έμμεσα, με τον πιο ανεπαίσθητο και φριχτό τρόπο. Όμως έφτιαξα τις βαλίτσες, ειδοποίησα την υπηρέτριά σου ότι επρόκειτο να εγκατασταθώ και μπήκα στο ασανσέρ. Ακριβώς μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου ένιωσα ότι επρόκειτο να ξεράσω ένα κουνελάκι.
Όταν νιώθω ότι πρόκειται να ξεράσω ένα κουνελάκι, βάζω δυο δάχτυλα στο στόμα σαν ανοιχτή λαβίδα και περιμένω να νιώσω στον λάρυγγα τη χλιαρή χνουδωτή μπάλα που ανεβαίνει σαν το ανθρακικό της γκαζόζας. Όλο αυτό είναι γρήγορο και καθαρό, περνάει μέσα σε μια πολύ σύντομη στιγμή. Βγάζω τα δάχτυλα από το στόμα και μαζί τους φέρνω κρατώντας το από τα αυτιά ένα άσπρο κουνελάκι. Το κουνελάκι φαίνεται ευχαριστημένο, είναι ένα κουνελάκι φυσιολογικό και τέλειο, μόνο που είναι πολύ μικρό, μικρό σαν σοκολατένιο κουνελάκι αλλά άσπρο και κουνελάκι με τα όλα του. Το βάζω στην παλάμη του χεριού μου, στρώνω το χνούδι του χαϊδεύοντάς το με τα δάχτυλα, το κουνελάκι φαίνεται ικανοποιημένο που γεννήθηκε και αναδεύεται και κολλάει τη μουσούδα του στο δέρμα μου, κουνώντας τη με αυτό το ήσυχο και γαργαλιστικό τσιμπολόγημα της μουσούδας ενός κουνελιού στο δέρμα ενός χεριού. Ψάχνει να φάει και τότε εγώ (μιλάω για όταν συνέβαινε αυτό στο σπίτι μου στα περίχωρα) το πηγαίνω στο μπαλκόνι και το β
Μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου, Αντρέ, σαν μια ένδειξη του πώς θα ήταν η ζωή μου στο σπίτι σου, κατάλαβα ότι θα ξερνούσα ένα κουνελάκι. Αμέσως ένιωσα φόβο (ή ήταν έκπληξη; Όχι, φόβος για την ίδια έκπληξη, ίσως) γιατί προτού φύγω από το σπίτι μου, μόλις δυο μέρες πριν, είχα ξεράσει ένα κουνελάκι και ήμουν σίγουρος για έναν
Αποφάσισα, με όλα αυτά, να σκοτώσω το κουνελάκι αμέσως μόλις γεννιόταν. Θα έμενα τέσσερις μήνες στο σπίτι σου: τέσσερις –ίσως, με λίγη τύχη, τρεις– κουταλιές οινόπνευμα στη μουσούδα.
Η Σάρα δεν είδε τίποτα, τη σαγήνευε πάρα πολύ το επίμοχθο πρόβλημα προσαρμογής του αισθήματός της περί τάξης στη βαλίτσα-ντουλάπα μου, στα χαρτιά μου και στον εκνευρισμό μου απέναντι στις διεξοδικές εξηγήσεις της όπου αφθονούσε η έκφραση «για παράδειγμα».
Και δύο μέρες μετά ένα
Σίγουρα θα λατρεύεις την ωραία ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς σου, με τη μεγάλη πόρτα που ανοίγει γενναιόδωρα, τα άδεια ράφια σε αναμονή των ρούχων μου. Τώρα τα έχω εκεί. Εκεί μέσα. Η αλήθεια είναι ότι φαίνεται απίστευτο· ούτε η Σάρα δεν θα το πίστευε.
Την ημέρα κοιμούνται. Είναι δέκα. Την ημέρα κοιμούνται. Με την πόρτα κλειστή, η ντουλάπα είναι μια ημερήσια νύχτα μονάχα για εκείνα, εκεί κοιμούνται τη
Η δική τους ημέρα ξεκινάει εκείνη την ώρα μετά το δείπνο, όταν η
Τα αφήνω να βγουν, να ορμήσουν σβέλτα στον χώρο του σαλονιού, μυρίζοντας με ζωηράδα το τριφύλλι που έκρυβαν οι τσέπες μου και που τώρα
Είναι δέκα. Σχεδόν όλα άσπρα. Σηκώνουν το ζεστό κεφάλι τους
Δεν ξέρω πώς αντέχω, Αντρέ. Θυμάσαι ότι ήρθα στο σπίτι σου για να ξεκουραστώ. Δεν φταίω εγώ αν πού και πού ξερνάω ένα κουνελάκι, αν αυτή η μετακόμιση με άλλαξε και εσωτερικά –δεν είναι ονοματοκρατία, δεν είναι μαγεία, απλώς τα πράγματα δεν
Είναι νύχτα τώρα που σου γράφω. Είναι τρεις το απόγευμα, αλλά σου γράφω ενώ είναι νύχτα για εκείνα.
Κάνω ό,τι μπορώ για να μη χαλάσουν τα πράγματά σου. Έχουν ροκανίσει λιγάκι τα βιβλία στο κάτω ράφι, θα τα βρεις καλυμμένα για να μην το πάρει είδηση η Σάρα. Σου άρεσε πολύ εκείνο το πορτατίφ με την πορσελάνινη φούσκα που είναι γεμάτη πεταλούδες και αρχαίους ιππότες; Μόλις που φαίνεται το κομματάκι που λείπει, όλη νύχτα το έφτιαχνα με έναν ειδικό στόκο
Αντρέ, αγαπητή Αντρέ, η παρηγοριά μου είναι ότι είναι δέκα και δεν έχει άλλα. Πριν από δεκαπέντε μέρες κρατούσα στην παλάμη του χεριού μου ένα τελευταίο κουνελάκι, έπειτα
Διέκοψα αυτό το γράμμα γιατί έπρεπε να παραστώ σε μια σύσκεψη. Το συνεχίζω, εδώ στο σπίτι σου, Αντρέ, υπό ένα σιωπηλό γκρίζο φως της αυγής.
Προσπάθησα μάταια να βγάλω τα χνούδια που καταστρέφουν το χαλί, να ισιώσω τις άκρες του σκισμένου υφάσματος, να τα ξανακλείσω στην ντουλάπα. Η μέρα προχωράει, όπου να’ ναι μπορεί να σηκωθεί η Σάρα. Είναι σχεδόν παράξενο που δεν με νοιάζει η Σάρα.
Γιολάντα Σακελλαρίου, Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος
[Αποσπάσματα]
ΑΙΝΙΓΜΑ
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο έγερνε προς τα κάτω, λες και ο νόμος της βαρύτητας τραβούσε τις αισθήσεις του προς τη γη που πατούσε.
Αναρωτιόταν μήπως κατά τη διάρκεια της ζωής του η όρασή του είχε περιφρονήσει παραπάνω από όσο έπρεπε όλα εκείνα τα μικρά πλάσματα που άλλοτε μυστικά και άλλοτε φανερά κυκλοφορούν πάνω στο χώμα ή μήπως η ακοή του δεν είχε αρκετά αφουγκραστεί τα χθόνια. Όσο για την όσφρηση, ό,τι ευωδίασε έστω και μία μοναδική φορά το θυμόταν. Έτσι λοιπόν, παρότι τον παραξένευε αυτή η συμπεριφορά του σώματός του την υπέμενε αδιαμαρτύρητα γιατί πίστευε πως πριν ολοσχερώς χαθεί θά ’πρεπε να ολοκληρώσει στο έπακρον τον κύκλο της σχέσης του με την ύλη.
Όμως, πράγμα περίεργο, όσο το σώμα του μαγνητιζόταν από το κέντρο της γης, τόσο η ψυχή του γύρευε να είναι ευθυτενής∙ τόσο πλήθαιναν οι μοίρες ανάτασης στο τόξο της, με αποτέλεσμα η ράχη του να εκτείνεται προς τα πάνω. Οι μύες διαστέλλονταν όλο και περισσότερο και κάθε μέρα που περνούσε άλλαζε κάτι στο αρχικό του σχήμα. Το δέρμα του λείανε και λέπτυνε τόσο που κατόπτριζε τις κινούμενες κορφές των δέντρων, κομμάτια ουρανού και αστερισμούς.
Χάρτες ανάγλυφοι ασυνήθιστων τόπων αναδύθηκαν στο σώμα του σαν τατουάζ. Επιθυμία για ταξίδια, σκέφτηκε, και καθώς δεν του είχε απομείνει παρά μόνον η αφή, ένα πρωί του φάνηκε πως άγγιζε δρόμους, πλατείες, σωρούς από σκουπίδια, πρόσωπα, ποτάμια, πουλιά…
ΑΙΦΝΗΣ ΤΟ ΨΥΧΡΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
Γλίστρησε από το κρεβάτι μέσα από τα καλώδια του καρδιογράφου. Ξέφυγε από τον πανικό που επικρατούσε στον θάλαμο. Τον εκκωφαντικό θόρυβο της τεχνητής αναπνοής. Κατέβηκε ξυπόλυτη τις μαρμάρινες σκάλες από τον δεύτερο όροφο. Διέσχισε το προαύλιο του νοσοκομείου. Αύγουστος. Κόντευε τέσσερις το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε. Φυσούσε λίβας. Κοντοστάθηκε. Έμοιαζε χαμένη. Γύρω της άδειοι τηλεφωνικοί θάλαμοι. Δε μπήκε σε κανέναν. Συνέχισε. Μια περπατούσε, μια αιωρούνταν πάνω απ’ την πόλη. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι όπου είχε ζήσει τον τελευταίο χρόνο. Προσπάθησε να θυμηθεί το δρόμο. Τα κατάφερε. Εισχώρησε με ορμή στο αναστατωμένο από το λίβα διαμέρισμα και βρέθηκε αντίκρυ στον πορτοκαλή γάτο. Την αναγνώρισε. Έκανε να νιαουρίσει και κάτι σαν μικρό λευκό νεφέλωμα χώθηκε στο στόμα του. Το κατάπιε. Σώπασε. Εκείνη προχώρησε. Διέσχισε έναν ανεμοστρόβιλο από κιτρινισμένα χαρτιά. Φύλλα από παρτιτούρες, διορθωμένα γραπτά από μαθητικά τετράδια. Μουσικές ηχούσαν δυνατά μέσα στο κεφάλι της. Πέρασε δίπλα από το κλειστό πιάνο. “Reverie russe”, “Clochette du couvent”, Valse του Chopin Νο 10”...
Στάθηκε λίγο, με το αριστερό χέρι σχημάτισε στο κενό μια συγχορδία. Τελευταία το μικρό δαχτυλάκι τη δυσκόλευε.
Άρχισε να μπαινοβγαίνει σε όλα τα δωμάτια. Όσο μετακινιόταν, τόσο μεγάλωνε ο χώρος και τόσο της φαινόταν αγνώριστος. Περιπλανήθηκε ώρα πολλή ώσπου μπήκε σ’ ένα δάσος και συνέχισε να περπατά σαν να μην έπρεπε να σταματήσει.
Την έσπρωχνε ένα αεράκι. Ανήσυχοι ίσκιοι μετακινούσαν το μονοπάτι. Κοντοστάθηκε. Φαινόταν αναποφάσιστη. Την συνεπήρε και το θρόισμα των φύλλων. Σαν να ξεχάστηκε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα στην ίδια θέση. Ύστερα κοίταξε γύρω αποκαμωμένη. Είδε ένα φύλλο να πέφτει και μια παράξενη ιδέα την κυρίευσε: να το γευτεί. Άπλωσε διστακτικά τα χέρια κι αίφνης το ψυχρό πράσινο των κωνοφόρων εισέβαλε εντός της. Ακινητοποιήθηκε.
Στο πρόσωπο διαφάνηκε ανεπαίσθητο ένα χαμόγελο της παιδικής της ηλικίας.
Η πόρτα άνοιξε. Ένα άσπρο σύννεφο. Οι γιατροί βγήκαν από το δωμάτιο.
“... Συλλυπητήρια! Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, δεν επανήλθε”.
ΑΛΦΑ VECHIO
Ο ΨΥΧΟΒΓΑΛΤΗΣ
Χιονίζει σκόνη... Μπρος στη λευκή πόρτα του τμήματος μαθησιακών δυσκολιών περιμένει, με το κεφάλι σε μέλλοντες ατετέλεστους, ο ήπιων τόνων Άλφα Vechio, μικρογραφία ένοχου οσιομάρτυρα των καιρών. «Έξυπνος» -λέει η δασκάλα- «έχει πολλές γνώσεις μα αργός∙ πολύ αργός. Ώσπου να γράψει… ώσπου να πει… σου βγάζει την ψυχή».
Μετά από αλλεπάλληλες σταθμισμένες και μη δοκιμασίες, οι ειδικοί αποφάνθηκαν : «...έλλειψη συμβατότητας με την ηλεκτρονική ταχύτητα και ποσότητα στον παραδοσιακό τρόπο εκπαίδευσης».
«Αν γινόταν κάτι να αλλάξει στο σπίτι, στο σχολείο, στον εαυτό σου, στον κόσμο Άλφα Vechio, τι θα επιθυμούσες να ήταν αυτό;»
Χαμογελάει συνωμοτικά. «Να καταστρέφονταν όλα τα ρολόγια» Ύστερα σοβαρεύει.
«Να ήταν όπως παλιά. Να υπήρχαν δεινόσαυροι... Να μη γράφαμε τόσο πολύ... Να κάναμε πιο πολλή γυμναστική...»
Συμπέρασμα: η ασυνείδητη γνώση του Άλφα Vechio του ψυχοβγάλτη περί θαυμάτων, προϋπόθεση για τη διδασκαλία της υποθετικής πρότασης στη Β΄ δημοτικού.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ Β΄
Κάθε πρωί τινάζει από πάνω της την ταξιδιωτική σκόνη, ορθώνει το αποσυναρμολογημένο ανάστημα εισπνέοντας μνήμες αόριστες, φέρνει στο νου φράσεις από το curiculum vitae επιτυγχάνει την καθετότητα «πριν έρθω στον κόσμο με διεκδικούσαν ένα γεράκι μια γυναίκα και μια θάλασσα» «...όταν με συνέλαβαν έπρεπε να διαλέξω ή να αποδράσω ή να γεννηθώ. Συνέβη άνοιξη από τότε αλλεπάλληλες γεννήσεις» «...συνωμοσία ασυνειδήτου θέλησε να αγαπηθώ από τη μητέρα» «...βοήθησα στην ενηλικίωση του πατέρα» «...το σπίτι είχε πάντοτε κάποιο ελάττωμα» «κήπος ποτέ δεν υπήρξε όμως τα κοτσύφια και η αυτοσχέδια κούνια στο πεύκο του υπήρξαν...»
Στο προχώρημα της μέρας εναρμονίζεται με το νόμο της βαρύτητας εργάζεται βαδίζει έρπει τρέχει ανεβαίνει κατεβαίνει φεύγει έρχεται διεκπεραιώνει μακραίνει χάνεται επανεμφανίζεται συνδράμει.
Ανεξήγητα κάποτε ελαττωματική κίνηση την οδηγεί σε ανατροπή∙ στο κενό να υφαίνει σωτηρίας νήμα αόρατο ώσπου...
Τα παραπάνω πεζοποιήματα είναι από το βιβλίο της Γιολάντας Σακελλαρίου Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και λογοθεραπεία στο Πανεπιστήμιο VI (Pierre et Marie Curie) στο Παρίσι. Είναι διδάκτορας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ασχολείται με τις δυσκολίες του γραπτού λόγου παιδιών, εφήβων και ενηλίκων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου από τις εκδόσεις Μαλλιάρης- παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006. Η Logotexnia21 την ευχαριστεί πολύ για την άδεια αναδημοσίευσης.
© Γιολάντα Σακελλαρίου + Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Christa Wolf, Υπό τας Φιλύρας
[Αποσπάσματα]
Υπό τας Φιλύρας μου άρεσε πάντα να πηγαίνω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη. Πρόσφατα ο δρόμος, αφού τον είχα αποφύγει για καιρό, εμφανίστηκε στ’ όνειρό μου. Τώρα μπορώ επιτέλους να μιλήσω γι΄ αυτόν.
Αγαπώ απερίγραπτα εκείνες τις σίγουρες ενάρξεις, τις οποίες πετυχαίνουν μόνο εκείνοι που είναι ευτυχισμένοι. Πάντα ήξερα πως κάποτε αυτές θα ήτανε πάλι στη διάθεσή μου. Αυτό θα ήτανε το σημάδι πως με αποδέχονται πάλι στο σύλλογο, την αυστηρότητα του οποίου ξεπερνά μόνο το ελεύθερο πνεύμα του: στο σύλλογο των ευτυχισμένων. Επειδή τελευταία εγώ η ίδια δεν έχω καμία αμφιβολία, θα με πιστέψουνε πάλι. Πλέον δεν είμαι δεμένη με τα γεγονότα. Μπορώ να λέω ελεύθερα την αλήθεια.
Διότι πάνω απ΄ όλα βάζουμε τη διάθεση να είμαστε γνωστοί.
Το ότι ο δρόμος είναι φημισμένος, δε μ’ ενόχλησε ποτέ, ούτε στον ξύπνιο μου και φυσικά ούτε στο όνειρό μου. Κατανοώ πως αυτήν την αναποδιά τη χρωστά στη θέση του: άξονας – Ανατολής- Δύσης. Αυτός και ο δρόμος που παρουσιάζεται στο όνειρό μου δεν έχουνε καμία σχέση μεταξύ τους. Ο ένας κατά την απουσία μου κακοποιείται από φωτογραφίες εφημερίδων και τουριστών, ο άλλος επίσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα παραμένει αλώβητος στη διάθεσή μου. Το ομολογώ, αν το δει κάποιος επιφανειακά μπορεί να μπερδέψει τον έναν με τον άλλο. Κι εγώ η ίδια πέφτω σ’ αυτό το λάθος: διασχίζω απρόσεκτα το δρόμο μου και δεν τον γνωρίζω. Πρόσφατα τον απέφυγα για πολλές ημέρες και αναζήτησα αλλού την τύχη μου αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω.
Καλοκαίριασε, ονειρεύτηκα πως έφτασε η μέρα. Βγήκα έξω, επειδή μου είχανε κανονίσει ραντεβού. Δεν το είπα σε κανέναν και δεν ήθελα ούτε εγώ η ίδια να το παραδεχτώ. Σκέφτηκα (όπως μπορεί να σκεφτεί κανείς πονηρά στον ξύπνιο του και στα όνειρά του για να παραπλανήσει τον εαυτό του) επιτέλους τώρα θα έβλεπα τις καινούριες γειτονιές για τις οποίες μιλούσαν κι έγραφαν παντού. Αλλά ακόμα κι ο ελεγκτής του λεωφορείου συνωμοτούσε – με ποιον, μένει να το δούμε. Εξαιτίας μιας ασήμαντης αφορμής μου φέρθηκε με αγένεια κι εγώ τρέμοντας από θυμό τον ξεπλήρωσα με όλες τις ανείπωτες αγένειες της ζωής μου λες και θα πέθαινα άμα ανεχόμουνα κι αυτήν επίσης. Ο άντρας σώπασε αμέσως, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω ειρωνικά και τώρα ήταν σειρά μου να θυμώσω που το έκανα τόσο εύκολο γι’ αυτούς. Τώρα λοιπόν έπρεπε να κατέβω θιγμένη στην επόμενη στάση και βρέθηκα, σχεδόν διόλου έκπληκτη, ακριβώς εκεί όπου ήθελαν να μ’ έχουνε: μπροστά από την Κρατική Όπερα, Υπό τας Φιλύρας.
Λοιπόν έφτασε η ώρα. Το γνωρίζεις μάλλον: ξέρεις μόνο πως σου έχουνε κανονίσει ραντεβού και πρέπει να υπακούσεις. Ώρα, τόπος και σκοπός του ραντεβού δεν σου γνωστοποιούνται. Χρειάζεται να κάνεις υποθέσεις που πηγάζουν από επιθυμίες και άρα συχνά είναι άστοχες. Όλα τα παιδιά ξέρουν από τα παραμύθια πως πρέπει να προχωράς ξένοιαστα και να στρέφεσαι σε όλα τα πράγματα ανενδοίαστα και φιλικά. Ακριβώς έτσι περπατούσα κι εγώ μέσα στην ξηρή, ευχάριστα έντονη ζέστη του Ιουνίου, μέσα στη μυρωδιά από σκόνη και βενζίνη, μέσα στο θόρυβο των μηχανών και στο άσπρο φως, που χτυπούσε πάνω στις πέτρες. Αίφνης λειτούργησε η φωτεινή, διαυγής παρατηρητικότητα την οποία εδώ και καιρό τόσο πικρά είχα απολέσει. Η μέρα ήτανε πολύ ωραία.
[…]
Εκείνη τη στιγμή ήρθε προς το μέρος μου ένας και μοναδικός άνθρωπος, μία νεαρή γυναίκα. Ποτέ το βλέμμα ενός ξένου ανθρώπου δεν καρφώθηκε πάνω μου τόσο πολύ. Φορούσε ένα κοστούμι από το ύφασμα που έψαχνα να βρω εδώ και καιρό και ένα λαμπερό πουλόβερ, το χρώμα του έφτανε στο πρόσωπό της σαν αντανάκλαση. Περπατούσε γρήγορα και χαλαρά όπως ήθελα πάντα κι εγώ να περπατάω και μας κοίταζε όλους με προσοχή όμως χωρίς προκατάληψη. Τα λίγο μακριά σκούρα μαλλιά της τα φυσούσε ο αέρας προς τα πίσω κι εκείνη γελούσε όπως επιθυμούσα κι εγώ να γελάω μέσα από την καρδιά μου. Αμέσως μόλις πέρασε από δίπλα μου, χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Προτού τη δω δεν μπορούσα να ξέρω τι σημαίνει ζήλια. Ποτέ πριν μια συνάντηση δε με είχε αγγίξει τόσο πολύ. Αυτή τη γυναίκα δε θα την εγκατέλειπε ποτέ η τύχη. Όλα όσα δεν κατάφερναν οι άλλοι, εκείνη τα κατάφερνε. Ποτέ, ποτέ δεν μπορούσε να κινδυνέψει να κάνει λάθος. Κανένα σημάδι στο μέτωπό της δεν υποδήλωνε μπλεξίματα που δεν μπορούσαν να λυθούν. Είχε την ελευθερία από τις υποσχέσεις και τους πειρασμούς της ζωής να διαλέξει αυτό που της ταίριαζε.
Από ζήλια και ανησυχία άρχισα να κλαίω γοερά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Απ’ αυτό ξύπνησα. Το πρόσωπό μου ήτανε μούσκεμα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί ήμουνα τόσο ανακουφισμένη. Με αληθινή περιέργεια έφερνα συνεχώς μπροστά στα μάτια μου εκείνη τη γυναίκα, το πρόσωπό της, το περπάτημά της, τη μορφή της. Με μιας είδα: αυτή ήμουν εγώ. Εγώ ήμουν, κανένας άλλος πέρα από μένα την ίδια, εγώ ήμουν που τη συνάντησε.
Τώρα ξεκαθαρίστηκαν όλα με μιας. Έπρεπε να ξαναβρώ τον εαυτό μου, αυτή ήταν η ουσία της προκαθορισμένης συνάντησης. Κύτταρο το κύτταρο γέμιζε το σώμα μου με τη νέα χαρά. Μια σειρά ενδοιασμών έφυγαν για πάντα από πάνω μου. Καμιά δυστυχία δεν είχε αφήσει οριστικά τη σφραγίδα της στο μέτωπό μου. Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο τυφλή και να υποβάλλω τον εαυτό μου σ’ ένα λάθος ρητό;
Πολύ αργότερα μόνο, σήμερα, μου ήρθε στο νου να δώσω κατά το σύνηθες λόγο για τα βιώματά μου, διότι πάνω απ’ όλα βάζουμε τη διάθεση να είμαστε γνωστοί. Εγώ Ευτυχισμένη ήξερα αμέσως σε ποιον μπορούσα να το διηγηθώ, ήρθα σε σένα, είδα πως ήθελες ν’ ακούσεις και άρχισα: Υπό τας Φιλύρας μου άρεσε πάντα να πηγαίνω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου
Η Κρίστα Βολφ γεννήθηκε στις 18/3/1929 στο Λάντσμπεργκ της σημερινής Πολωνίας και συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές εν ζωή συγγραφείς της εποχής μας. Σπούδασε γερμανική φιλολογία και από το 1953 ζει στο Βερολίνο. Το βιβλίο "Υπό τας Φιλύρας", ο τίτλος του οποίου αναφέρεται στο γνωστό κεντρικό δρόμο (Unter den Linden) του πρώην ανατολικού Βερολίνου, που καταλήγει στην Πύλη του Βραδεμβούργου, γράφτηκε το 1969 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974. Η αφήγηση γίνεται σε α' πρόσωπο παρουσιάζοντας τις προσωπικές αναζητήσεις και ανησυχίες της ηρωίδας μέσα από καθημερινές συνήθειες, κοινωνικές δομές και καθεστωτικές αναλγησίες. Έτσι, η Βολφ συμβάλλει στην εισαγωγή ενός είδους "νέου ρομαντισμού" στους λογοτεχνικούς δρόμους της ΓΛΔ στα τέλη της δεκαετίας του '60 . Η Κρίστα Βολφ έχει τιμηθεί με το βραβείο Heinrich Mann το 1963, με το βραβείο Georg Büchner το 1980 κ.ά.
Σούλα Ζαχαροπούλου
Αναρτήθηκε από
Logotexnia 21
στις
7/11/2010 04:48:00 π.μ.
Ετικέτες
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ,
ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ,
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΛΑΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ,
ΝΟΥΒΕΛΑ,
ΣΟΥΛΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
CHRISTA WOLF
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)