Αλέξανδρος Κ., ένα ποίημα



Ρητορική

 

Σύμφωνα

σκοντάφτουνε,

τσακίζονται,

συνθλίβονται

στο λάρυγγα,

στη γλώσσα,

στα δόντια,

στα χείλια σου·

Φωνήεντα

χάνονται,

πνίγονται,

βγαίνουν στην επιφάνεια,

παίρνουν βαθιές ανάσες.

Δεν το είχα προσέξει στην αρχή

αυτό το χάρισμά σου.






O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Μαρία Ξυλούρη, Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου

ΕΠΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΒΡΕΧΕ ΣΤΟ ΝΙΟΦΥΤΟ.

 

Η βροχή άρχισε ένα πρωί με καταγάλανο ουρανό· τα σύννεφα ήρθαν αργότερα, σα να σύρθηκαν ανόρεχτα σε μια υπόθεση που δεν τα αφορούσε· στάθηκαν μαύρα και βαριά κι έκρυψαν το Νιόφυτο, το βουνό, τον κόσμο.

 

Τη δεύτερη μέρα, η υπομονή των ανθρώπων είχε ήδη αρχίσει να εξαντλείται, ή έτσι νόμιζαν· όταν ξημέρωσε η τέταρτη, οι ανοιξιάτικες λιακάδες που είχαν προηγηθεί τους φαίνονταν ήδη μακρινό παρελθόν.

 

Την έκτη μέρα, κάποιοι μάζεψαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και ξεκίνησαν για συγγενείς σε διπλανά χωριά, για να στεγνώσουν περιμένοντας να σταματήσει η βροχή στο Νιόφυτο. Οι υπόλοιποι τους παρακολούθησαν απ’ τα παράθυρα να σκοντάφτουν στη λάσπη· όχι για πολύ· έπεφτε η βροχή και τους σκέπαζε, κουρτίνα.

 

Την έβδομη μέρα, ο Λουκάς Ραγκούδης αποφάσισε να προσπαθήσει, επιτέλους, να σηκώσει το κεφάλι και να ξεκλέψει απ’ το παράθυρο την εικόνα αυτής της φοβερής βροχής που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Εκείνη όμως την ώρα ο πρωτότοκος γιος του ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε τα παντζούρια. Πριν σκοτεινιάσει ολότελα, ο Λουκάς Ραγκούδης πρόλαβε για πολλοστή φορά ν’ απορήσει με το ύψος του γιου του, ύψος που δεν κρατούσε ούτε απ’ τη δική του μεριά, ούτε απ’ της μακαρίτισσας της γυναίκας του· κάθε μέρα ο γιος του έμοιαζε ψηλότερος, κάτι που το μυαλό του Λουκά Ραγκούδη απέρριπτε ως αδύνατον αλλά τα μάτια του επέμεναν ότι συνέβαινε. Στο σκοτάδι, ο πρωτότοκος του είπε, «Θα πεθάνεις μέσα στα σκατά σου», μ’ ένα κατευχαριστημένο χαμόγελο στη φωνή, κι ο Λουκάς Ραγκούδης δεν είχε τίποτα να του απαντήσει.

 

Την όγδοη μέρα, ο Ματθαίος βγήκε στο κοτέτσι και προσπάθησε να κρεμαστεί απ’ τη λεμονιά, παρότι γνώριζε ότι το δέντρο δεν ήταν αρκετά γερό για τέτοιες δουλειές· η παρατεταμένη βροχή μερικές φορές σπρώχνει τους ανθρώπους σ’ ενέργειες αστόχαστες. Ώσπου να παραδεχτεί τα σφάλματα του σχεδίου του είχε πια βραχεί ως το κόκαλο κι είχε σπάσει το βαρύτερο κλαδί της λεμονιάς· μπήκε σπίτι του, κρέμασε τα ρούχα πλάι στο τζάκι να στεγνώσουν και ζήτησε της γυναίκας του να του ετοιμάσει σούπα.

 

Τη δέκατη μέρα, η γυναίκα του πρωτότοκου Ραγκούδη την πέρασε στην πόρτα να κοιτάζει τα νερά. Στον άντρα της, που προσπάθησε ανήσυχος να την τραβήξει μέσα, είπε, «Τόση βροχή δεν είναι για καλό». «Εσύ μόνο να είσαι εντάξει κι ας βρέξει όσο θέλει. Έμπα μέσα».

 

Τη δωδέκατη μέρα, ό,τι είχε πάρει να σουρουπώνει, εμφανίστηκε το σκυλί, κατάστεγνο. Έτσι όπως ήταν όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια, δεν βρέθηκε κανείς ν’ απορήσει, μα το σκυλί δεν ενοχλήθηκε· ήξερε ότι το θαύμα είναι θαύμα όσο έχει μάρτυρες, χωρίς αυτούς απλώς υπάρχει. Έκανε τον γύρο του χωριού με το πάσο του κι αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο ντάμι που είχε χτίσει ο Ραγκούδης για τα ξύλα. Εκεί παρέμεινε, πάντα στεγνό κι απαρατήρητο, μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, όταν, ειδοποιημένο από την άτακτη πορεία μιας σαύρας, βγήκε και στάθηκε σε μιαν άκρη του δρόμου, να περιμένει την έξοδο.

 

Αργότερα το ίδιο πρωί, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Η αθόρυβη προσγείωση της τελευταίας σταγόνας συνοδεύτηκε από το κρώξιμο ενός πουλιού που δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν. Άνοιξαν τα παντζούρια, βγήκαν στις αυλές διστακτικοί να δοκιμάσουν τον αέρα. Τα πόδια τους βούλιαζαν σ’ ένα παχύ στρώμα λάσπης που δυσκόλευε τα βήματα. Κοιτάζονταν σαστισμένοι· λέξεις για τη χαρά τους δεν είχανε, επιφωνήματα μόνο, κάτι αχ! και ω!, άλλα μεγαλόφωνα κι άλλα ξέπνοα, κι έτσι δεν αντιλήφθηκαν ότι τα πάντα γύρω είχαν βουβαθεί.

 

Έπειτα η Αγγέλα είπε τις πρώτες λέξεις:

 

«Δόξα σοι ο θεός».

 

Και στο τελευταίο σίγμα της πάνω, το Νιόφυτο άρχισε να ολισθαίνει.

 

[...]



 


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το τρίτο μυθιστόρημα της Μαρίας Ξυλούρη (1983) Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις Καλέντης. Με το πρώτο μυθιστόρημά της, Rewind (Καλέντης, 2009) ήταν υποψήφια για για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» το 2010. Για το δεύτερο μυθιστόρημά της, Πώς τελειώνει ο κόσμος (Καλέντης, 2012), της απονεμήθηκε το 2013 το βραβείο «The Athens Prize for Literature» του περιοδικού «(δε)κατα», 2013. Το 2015 τιμήθηκε με το «Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Αγγλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΙΛΜ/ΕΑΕ» για το βιβλίο του David Mitchell Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ (Τόπος, 2014), το οποίο ήταν και η πρώτη της μετάφραση. Γράφει τακτικά στο προσωπικό της ιστολόγιο Δωμάτιο Πανικού

Γλυκερία Μπασδέκη, μαύρη σοκολάτα


Ο πρώτος σοκολατί στην πολυκατοικία, στο ημιυπόγειο που ξενοίκιασαν οι δίδυμες με τις φακίδες που επιτέλους ορκίστηκαν πτυχιούχες του τεΐ λογιστικής. Πολύ τον ήθελα κι όλο του το ’λεγα. Του ’λεγα έλα να πηδήσουμε απ’ την Αράπιτσα. Του ’λεγα βαρέθηκα το ημιυπόγειο, κλέψε μια φορντ να πάμε βόλτα να ξεσκάσουμε, μαύρε μου. Γιες, γιες, έλεγε ο σκούρος, κουτσοαγγλικά μιλούσαμε, άλλα άκουγε, άλλα καταλάβαινε. Τον είχα βαρεθεί πάνω στο μήνα, αλλά περίμενα το σεξ που όλο δεν ερχόταν κι έλεγα θεούλη μου θα ανταμειφθώ για την υπομονή μου και θα ’ναι το κάτι άλλο αυτό που περιμένω και μονολογώ. Και μου ’φτανε που τον έπαιρνα αγκαζέ, γύρω γύρω το τετράγωνο, να μας δούνε όλοι, να πούνε φτου σου άσπρη τσούλα που σπουδάζεις ελληνική φιλολογία και τα ’χεις με τον αράπακλα που πουλάει κολιέδες στην λαϊκή και σε βάζει κάτω και λες το Xριστό φαντάρο. Τον δεύτερο μήνα ξεσπάθωσα και του ζήτησα σεξ. Με κοίταξε με τη θλίψη της φυτείας. Άι εμ ε κρίστιαν μπόυ, ψέλλισε και το ταβάνι γύρισε τούμπα κι όλη η πρώην Στρατηγού Παπάγου, τώρα Εθνικής Αμύνης, έπεσε στο κεφάλι μου. Με κάτι ελληνικά της συφοράς έσκασε το παραμύθι. Τον είχαν μεγαλώσει, τάχαμου, σε κάτι Νιγηριανά κατηχητικά, εικονίτσες και προσευχούλες πρωί βράδυ.Το σεξ ήταν μόνο για το γάμο. Το σεξ ήταν κακό πράμα χωρίς γάμο. Σεξ ντεμπρέπι γκίνι πριγκάμο. Τώρα το τασάκι είχε γίνει ιπτάμενος δίσκος και φωσφόριζε, ο καναπές ήταν έτοιμος να προσεγγίσει το διάστημα, το κεφάλι μου έβραζε αργά και βασανιστικά στη μεγάλη ιεραποστολική σουπιέρα στη μέση του δάσους.


Δεν κάθησα να το συζητήσω. Τζήζους Κράιστ μπι γουίθ γιου κι έκλεισα την πόρτα. Τον απέφυγα πεντέξι μήνες, μέχρι που ξενοίκιασε και κουβαλήθηκε μια μοντελίστ-πατρονίστ. Ούτε τον συνάντησα, ούτε έμαθα τίποτε για χρόνια. Πολύ μου είχε στοιχίσει εκείνο το δίμηνο που ο Θεούλης μου πήρε τη μαύρη σοκολάτα απ’ το στόμα, αλλά το πήγα παρακάτω.


Τον ξαναείδα ακριβώς εικοσιδύο χρόνια μετά στο περιοδικό «Τα νέα των Πολυτέκνων». Φιγουράριζε στο εξώφυλλο ως Πατέρας Ιάκωβος Λουμούμπα με τα δεκατρία παιδιά του και μια ξανθόψειρα Πρεσβυτέρα. Μέσα είχε και συνέντευξη. Δεν άντεξα να τη διαβάσω. Το ’σκασα όπως όπως απ’ το οδοντιατρείο. Ο Τζήζους Κράιστ μ’ είχε βάλει στόχο κι αυτό δεν μπορούσα να το διαχειριστώ με νηφαλιότητα στα σαραντατρία μου, αστεφάνωτη και μ’ έναν φρονιμίτη να με πεθαίνει.





Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και Κανείς δε θυμάται τον Γιάτσεκ Γκμοχ (ανέκδοτη). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά.  Έχει γράψει διηγήματα και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001), 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002) και 11 λέξεις (Καλέντης, 2013).

Έχει επίσης γράψει 4 θεατρικά έργα, τα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τα οποία θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Bibliothèque σε έναν συλλεκτικό τόμο και θα διατεθούν μόνο για μία ημέρα στην παρουσίαση της έκδοσης (Θέατρο της οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής, 16/12/2015, 8μ.μ.).

Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει επίσης στη LiFO, στη στήλη της CRYING GAME (παλιότερα άρθρα της στήλης εδώ) και στο μπλογκ της bijoux de Kant.

Στη σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (εδώ και εδώ), τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών» και το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~».

Αλέξανδρος Κ., ...πέρα απ’ την καρατομημένη νοσταλγία... (μία ανάγνωση)

 Berliner Mauer

Ο νεολογισμός που εμφανίστηκε στη γερμανική γλώσσα μετά την πτώση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και την ένωσή της με τη μητέρα Γερμανία, η περιβόητη, παρεξηγημένη και ως έναν βαθμό υποτιμητική «Ostalgie» («Ost»= «Ανατολή», «ανατολικός», πρβλ. «Ostblock», «Ostdeutschland», «Ostberlin»), είναι ένα γλωσσικό απομεινάρι της γερμανικής «Nostalgie» που έχασε το αρχικό της Ν· ουσιαστικά όμως είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο σχηματισμός της: μία καρατομημένη νοσταλγία, για να εκφράζει τον ψυχικό πόνο που γεννά ο αδύνατος πλέον γυρισμός σε μια πατρίδα που μπορεί γεωγραφικά να διευρύνθηκε ρίχνοντας τα τείχη της, αλλά ψυχολογικά ισοπεδώθηκε.

 

Ίσως είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί η χώρα που εμείς αποκαλούσαμε στα Ελληνικά «Ανατολική Γερμανία» –ή «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας» κατ’ αναλογία με την «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»– για τους πολίτες της χώρας εκείνης ονομαζόταν «Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία». Ίσως επίσης δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να αισθανθούμε, γιατί όταν η Δυτικογερμανίδα δημοσιογράφος ρωτά την Τζέννυ Έρπενμπεκ αν είναι γέννημα-θρέμμα Ανατολικοβερολινέζα, η συγγραφέας απαντά: «Θα έλεγα μάλλον από το Βερολίνο της Γ.Λ.Δ.».

 

Η Τζέννυ Έρπενμπεκ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας δεν αρνείται απλώς ευγενικά να αποδεχθεί τους όρους που έχει επιβάλει στην καθημερινή γλώσσα η ισχυρή Δυτική Γερμανία, αλλά μοιάζει περισσότερο να πασχίζει να διατηρήσει την ψυχολογική υπόστασή της, την παιδική, εφηβική και νεανική της ηλικία, αρνούμενη να αποδεχθεί χάριν του διαλόγου τον ετεροπροσδιορισμό και μία ψευδή ταυτότητα που δεν είχε ποτέ.

 

Στα δεκατέσσερά της χρόνια η Τζέννυ Έρπενμπεκ άκουσε από τη γιαγιά της, τη μυθιστοριογράφο Hedda Zinner, την παράξενη ιστορία κάποιας θαυμάστριά της, που ήταν τρόφιμος σε ένα ίδρυμα για παιδιά στη Δρέσδη. Η Hedda Zinner γνώρισε από κοντά το νεαρό κορίτσι και στη συνέχεια αλληλογραφούσε μαζί του, συμβουλεύοντάς το στα προβλήματά του, ενώ είχε ζητήσει και από μία εγγονή της που έμενε επίσης στη Δρέσδη να επισκέπτεται το κορίτσι και να του κρατά συντροφιά. Όταν κάποτε το κορίτσι χρειάστηκε να υποβληθεί σε κάποια εγχείρηση, η δημοφιλής συγγραφέας της Γ.Λ.Δ. φρόντισε να βρεθεί ένας καλός γιατρός. Το κορίτσι όντως εγχειρίστηκε, αλλά όταν η ηλικιωμένη συγγραφέας το επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, προς μεγάλη της έκπληξη πληροφορήθηκε από τον γιατρό ότι από κάποιες εξετάσεις που έγιναν στο κορίτσι αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να ήταν δεκατεσσάρων, όπως ισχυριζόταν, αλλά τουλάχιστον τριάντα χρόνων. Η ηλικιωμένη συγγραφέας απογοητεύθηκε πάρα πολύ από το «ψέμα» του κοριτσιού που δεν ήταν κορίτσι και διέκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία κλινική περίπτωση ψυχοπαθολογίας, απλώς η τριαντάχρονη γυναίκα, που είχε επιστρέψει στην εφηβική της ηλικία, είχε καταφέρει να πείσει εκτός από τον εαυτό της και πολλούς άλλους.

 

Το 1995, έξι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της Hedda Zinner, η 28χρονη σκηνοθέτις όπερας και μουσικού θεάτρου Τζέννυ Έρπενμπεκ αποφάσισε να ασχοληθεί συγγραφικά με την ιστορία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Θέλοντας ωστόσο να ερευνήσει τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι έφηβοι μαθητές με μία ενήλικη γυναίκα που δηλώνει και θεωρείται συνομήλική τους, αλλά και να μάθει η ίδια «πόσο δύσκολο είναι να απεκδυθεί κανείς την ιστορία του σαν πανωφόρι, και τι βάρος έχει το να ξεχνάς», θα έρθει σε συνεννόηση με τη διευθύντρια και με κάποιους από τους καθηγητές του Γυμνασίου Λέσσινγκ – στο Βένντινγκ του πρώην Δυτικού Βερολίνου– και θα επιστρέψει για έναν μήνα στα θρανία ως 17χρονη μαθήτρια.

 

Η δική της Ιστορία του γερασμένου παιδιού εκδόθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1999, τη χρονιά δηλαδή που συμπληρώνονταν δέκα χρόνια από την πτώση του Τείχους, και έγινε δεκτή με διθυραμβικές κριτικές, ενώ δικαιολογημένα κάποιοι μίλησαν για παραβολή, ισχυρισμό τον οποίο ενισχύει και η απουσία του οριστικού άρθρου πριν από τη λέξη Ιστορία στον τίτλο του βιβλίου. Άλλωστε η συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει κάποια στοιχεία που ενισχύουν την πολιτική διάσταση της νουβέλας. Ο συγγραφέας που εξετάζεται στο μάθημα της γλώσσας είναι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και συγκεκριμένα το θεατρικό έργο του Ο κύριος Πουντίλα και ο δούλος του ο Μάττι· η ταινία που προβάλλεται στο ίδρυμα δεν είναι άλλη από την ταινία Soy Cuba (Είμαι η Κούβα) του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζωφ που πραγματεύεται την επανάσταση στην Κούβα· ένα καλλιτεχνικό πάντρεμα που μοιραία συνδυάζει εκ των πραγμάτων πια την πρώτη και την τελευταία εναπομείνασα χώρα του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η πόλη όπου βρίσκεται το ίδρυμα δεν είναι άλλη από τη Δρέσδη, την οποία ισοπέδωσαν οι Σύμμαχοι με τους βομβαρδισμούς του Φεβρουαρίου του 1945. Η αλλόκοτη, σκληρή και μελαγχολική Ιστορία του γερασμένου παιδιού μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως Ιστορία της Γ.Λ.Δ. και ως μία απάντηση στην καρατομημένη νοσταλγία που επινόησαν οι Δυτικοθρεμμένοι ειδικοί και η βιομηχανία του μάρκετινγκ.

 

Η Τζέννυ Έρπενμπεκ μοιάζει να υπερασπίζεται πεισματικά τη γοητεία του τερατώδους, δεν ωραιοποιεί το παρελθόν, αλλά ούτε το αποποιείται, το απογυμνώνει, του κατεβάζει το «συλλογικό βρακί» και το καταθέτει ως προσωπική εμπειρία, ως βιωμένο παρελθόν, ως μία καταδικασμένη εκ των προτέρων αντίσταση, που πέρα από την πρώτη ανάγνωσή της αντιστέκεται σ’ αυτό ακριβώς που φαίνεται να ιστορεί: τη λήθη.

 

 

 

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ, Ιστορία του γερασμένου παιδιού Το κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη «...πέρα απ’ την καρατομημένη νοσταλγία... (μία ανάγνωση)» συμπεριλαμβάνεται ως επίμετρο του μεταφραστή στο βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Εκδόσεις Ίνδικτος, 2004). Αποσπάσματα από το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ και κάποιες κριτικές για τη γερμανική και ελληνική έκδοση βρίσκετε εδώ.

O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει Thomas Mann, Franz Kafka, Botho Struass, Jenny Erpenbeck, Elfriede Jelinek, Mario Wirz, Terezia Mora, κ. ά. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Τζέννυ Έρπενμπεκ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ.

Η δημοσίευση αυτή γίνεται με αφορμή τη θεατρική διασκευή της νουβέλας της Τζέννυ Έρπενμπεκ, έντεκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της στα Ελληνικά, η οποία παίζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Jenny Erpenbeck, Ιστορία του γερασμένου παιδιού

Fernando Botero - Mona Lisa

Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στο δρόμο, μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα. Όταν ύστερα το πήρε η αστυνομία, το ρωτήσανε για υπηρεσιακούς λόγους πώς ονομάζεται, πού κατοικεί, ποιοι είναι οι γονείς του, ποια η ηλικία του. Δεκατεσσάρων χρονών είναι, απάντησε το κορίτσι, αλλά το όνομά του δεν ήξερε να το πει, κι ούτε πού ήτανε το σπίτι του. Οι αστυνομικοί αρχικά μιλάγανε στον πληθυντικό στο κορίτσι, αλλά τώρα του μιλάγανε στον ενικό. Λέγανε: πρέπει να ξέρεις από πού έχεις έρθει, πού ήσουνα πριν, προτού βγεις εδώ μες στο δρόμο με τον άδειο τον κουβά σου. Το κορίτσι απλώς δεν μπορούσε να θυμηθεί, δεν μπορούσε να θυμηθεί την αρχή. Ήτανε πεντάρφανο, κι όλα όσα είχε κι ήξερε ήταν ο άδειος ο κουβάς που κράταγε στο χέρι του, που κράταγε ακόμα στο χέρι του, όσο το ανέκρινε η αστυνομία. Κάποιος απ’ τους αστυνομικούς πήγε να το προσβάλει το κορίτσι κι είπε: Καλός κουβάς, πάντως. Αλλά το κορίτσι δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να προσβληθεί, κι απλώς απάντησε: Ναι.

 

Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτα. Βέβαια το κορίτσι ήταν υπαρκτό με όλο του το ύψος και το πάχος, όσον αφορούσε όμως την καταγωγή και την ιστορία του το περιέβαλλε με τέτοιο τρόπο το τίποτα, που η ύπαρξή του απ’ την αρχή κόλλαγε σε κάτι απίστευτο. Το κορίτσι είχε ξεμείνει. Οπότε του πήρανε τον κουβά του, το πιάσανε απ’ το παχύσαρκο χέρι του και το δώσανε στο ίδρυμα για παιδιά.

 

Το κορίτσι έχει ένα μεγάλο πρόσωπο με λεκέδες, που μοιάζει με φεγγάρι που πέφτουνε πάνω του σκιές, έχει φαρδιούς ώμους σαν κολυμβήτρια, κι από τους ώμους προς τα κάτω είναι σαν μονοκόμματο, ούτε φούσκωμα υπάρχει εκεί που έπρεπε νά ’ναι τα στήθη, ούτε κόψιμο στο ύψος της μέσης. Τα πόδια είναι δυνατά, και τα χέρια, κι ωστόσο το κορίτσι δεν κάνει καμμία πειστική εντύπωση, αυτό μπορεί να οφείλεται στα μαλλιά του. Τα μαλλιά αυτά δεν είναι ούτε μακριά ούτε κοντά, στο σβέρκο είναι ξεφτισμένα, κι ούτε καστανά είναι, ούτε και πραγματικά μαύρα, είναι στην καλύτερη περίπτωση τόσο μαύρα όσο μια σημαία πού ’χει μείνει κρεμασμένη για πάρα πολύ στον ήλιο κι έχει ξεθωριάσει εντελώς απ’ αυτό, κάποιες φορές δείχνουνε σχεδόν γκρίζα. Το κορίτσι κινείται αργά, κι όταν καμμιά φορά δεν κινείται αργά, μικρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίζονται στη ράχη της μύτης του. Το κορίτσι ξέρει ότι είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένο, γι’ αυτό μαζεύει το κεφάλι. Γέρνει το σώμα του, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να συγκρατήσει μια μεγάλη δύναμη που μαίνεται στα σωθικά του.

 

Το ίδρυμα για παιδιά, στ’ οποίο έδωσε η αστυνομία το κορίτσι, είναι το πιο μεγάλο της πόλης. Βρίσκεται στον πιο ακρινό τομέα αυτής της πόλης, στον τομέα που συνορεύει με το δάσος, αποτελείται από διάφορα κτήρια, που είναι μοιρασμένα σ’ ένα αχανές κτήμα μ’ αθέατα σημεία. Εδώ υπάρχουνε εστίες, ένας παιδικός σταθμός, ένα σχολείο για τις κατώτερες κι ένα για τις ανώτερες τάξεις, επίσης ένα μαγειρείο, ένα γυμναστήριο, μία αίθουσα εκδηλώσεων, μία πλατεία από μπετόν, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, και καλύβες, όπου στεγάζονται διάφορα εργαστήρια – εκεί πρέπει να μάθουνε οι μαθητές να δουλεύουνε σκληρά, όπως θα το απαιτεί απ’ αυτούς η ζωή. Γύρω απ’ όλα αυτά είν’ ένας φράχτης, ένας φράχτης με μία και μοναδική πύλη, που τη φυλάει ένας θυρωρός, μ’ αυτόν πρέπει να μιλήσει κανείς, άμα θέλει να βγει από το ίδρυμα έξω ή να μπει στο ίδρυμα μέσα. Από αυτή την πύλη έρχονται το σαββατοκύριακο επίσκεψη οι παραμελημένοι ή ευκατάστατοι γονείς, γονείς που κλαίνε και που δεν κλαίνε, για κάποια παιδιά βέβαια δεν έρχονται από αυτή την πύλη ούτε παραμελημένοι ούτε ευκατάστατοι γονείς, ούτε που κλαίνε ούτε και κάποιοι άλλοι. Από αυτή την πύλη έρχονται και ξένοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς, έρχονται για να δούνε παιδιά, αλλά για κάποια παιδιά δεν έρχονται ούτε κι αυτοί. Υπάρχουνε παιδιά, τόσο ακάθαρτα, τόσο τεράστια ή τραχιά, που ούτε καν χρειάζεται ν’ απορρίπτονται, ούτε που τα βλέπουνε, επειδή δεν χωράνε από το κόσκινο που τα περνάνε για την επιλογή. Είναι εκεί, αλλά να τα δούνε δεν μπορούνε. Μ’ αυτά θα πάει αναμφισβήτητα και το κορίτσι. Ωστόσο η αφάνειά του λειτουργεί λες κι είναι πιο πρωταρχικής φύσης – ολόκληρη η μορφή τού κοριτσιού είναι τόσο σκεβρωμένη, ακόμα και το περπάτημά του είναι τόσο σκεβρωμένο, που ο καθένας που θά ’θελε να το πιάσει από το χέρι, θα ψαχούλευε όντως ένα τίποτα.

 

Αυτή τη ζεστή ακόμα μέρα του φθινοπώρου θα μπορέσει λοιπόν να περάσει εντελώς ήσυχα από το γήπεδο με τ’ αραιό γρασίδι, έστω κι αν στις άκρες του κάθονται οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς στα ξύλινα μαδέρια, με τα οποία είναι περίκλειστο το γήπεδο. Γιατί βέβαια οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς καρφώνουνε τα μάτια τους σ’ αυτό το γήπεδο και παρατηρούνε τα παιδιά τους ή εκείνα που πρόκειται να γίνουνε παιδιά τους σε διάφορα παιχνίδια – το κορίτσι όμως δεν το προσέχουνε, λες και το ’χει κάνει κάποια νεράιδα άτρωτο στα βλέμματά τους. Κανένας απ’ τους παραμελημένους γονείς κι εκείνους που κλαίνε και τους άλλους, ούτε κάποιος απ’ τους ξένους που θέλουνε να γίνουνε γονείς θα το δει να περνάει από το γήπεδο. Έτσι το έχει σκεφτεί. Έτσι όπως άλλοι πασχίζουνε να δραπετεύσουν από μια περίφραχτη περιοχή, από φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, τρελοκομείο ή στρατώνα, ακριβώς αντίθετα το κορίτσι τρύπωσε σε μια τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ’ ένα ίδρυμα για παιδιά δηλαδή, και δεν υπάρχει ούτε καν μία πιθανότητα να έρθει σε κάποιον η ιδέα να τ’ οδηγήσει και πάλι από την πύλη έξω, να το πετάξει στον κόσμο πίσω.

 

Έτσι περνάει λοιπόν με μεγάλη άνεση από το γήπεδο και ροκανίζει, ενώ περνάει από το γήπεδο, το νύχι του. Κι όταν ακριβώς την πρώτη μέρα, ενώ περνάει από το γήπεδο και ροκανίζει το νύχι του, το σκουντάει ένας μικρός, έτσι που εκείνο πέφτει σχεδόν κάτω και πρέπει να βάλει το χέρι του να στηριχτεί στο έδαφος, αρχίζει βέβαια για μια μικρή στιγμή τ’ αναφιλητά, αλλά δεν το πειράζει που το κάνει αυτό. Γιατί το ότι το σκουντάει ένας μικρός, για να πέσει μες στις βρομιές, και το σκουντάει τόσο πολύ, που αναγκάζεται ν’ αρχίσει τ’ αναφιλητά, ξυπνάει στο κορίτσι την ελπίδα ότι θα του επιτραπεί να καταλάβει μία απ’ τις κατώτερες θέσεις στην εσωτερική σχολική ιεραρχία, πιθανότατα μάλιστα την κατώτερη, κι η κατώτερη θέση είναι πάντοτε η πιο σίγουρη, δηλαδή ακριβώς εκείνη που στα αιτήματά της εν πάση περιπτώσει θα μπορεί ν’ αντεπεξέρχεται. Έτσι δεν σκουπίζει τις βρομιές από το χέρι του, αλλά συνεχίζει να περπατάει και συνεχίζει τ’ αναφιλητά λιγάκι ακόμα κι ύστερα αρχίζει να ροκανίζει πάλι το νύχι του, που τώρα είναι βρόμικο.

 

Όταν για πρώτη φορά το οδηγήσανε στο δωμάτιό του, που κατά κύριο λόγο είν’ ένας κοιτώνας που πρέπει να τον μοιράζεται με άλλα τρία κορίτσια – εκείνη ήτανε μια απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του. Δεν υπήρχε καμμία αταξία σ’ εκείνο το δωμάτιο – μόνο τέσσερα κρεβάτια, το κάθε ένα σ’ έναν από τους τέσσερεις τοίχους, και τα τέσσερα στρωμένα καθαρά, και δίπλα τους από μια καρέκλα κι από ένα σιδερένιο ερμάρι. Στο ερμάρι πάει το δέμα με τα ρούχα της βδομάδας, και τα βιβλία του σχολείου και τα τετράδια πάνε εκεί, και τα λίγα προσωπικά αντικείμενα που μαζεύει κάποιο παιδί ή που, όταν έχει κάνει αρκετή οικονομία, τ’ αποκτάει με το χαρτζιλίκι του. Τα τελευταία συχνά τα κλέβουνε πάλι ασφαλώς απ’ το παιδί που κάνει τόση οικονομία. Τα ερμάρια δεν κλειδώνουνε, είναι ζήτημα αρχής αυτό. Έχει να κάνει με τη συντροφική συμβίωση. Όλα τα πράματα που έχει φέρει μαζί του το παιδί κατά την εισαγωγή του πρέπει να τα παραδώσει. Θα πεταχτούνε, γιατί το ίδρυμα κάνει μια εντελώς καινούργια αρχή.

 

[...]

Όταν ύστερα φτάνει σε μια τέτοια κατάσταση, ντυμένο μ’ εκείνον ακριβώς το διανεμημένο ρουχισμό όπως όλοι οι άλλοι εδώ και στον ίδιο βαθμό καθαρό όπως όλοι οι άλλοι, κοιτάζει γύρω του να βρει έναν καθρέφτη. Θέλει να παρατηρήσει τον ίδιο του τον εαυτό στην καινούργια του ζωή, θέλει να δει αν έχει αλλάξει το πρόσωπό του εξαιτίας της αρχής της καινούργιας αυτής ζωής, μέλλει όμως να διαπιστώσει ότι στο δωμάτιό του καθρέφτης δεν υπάρχει. Θα τριγυρίσει και θα προσέξει ότι ούτε στην τουαλέτα ούτε σε κάποιο διάδρομο, ούτε πουθενά αλλού στο ίδρυμα είναι κρεμασμένος κάνας καθρέφτης. Τελικά, με το προαίσθημα κιόλας κάποιας ενοχής και γι’ αυτό όσο το δυνατόν αδιάφορα θα ζητήσει έναν καθρέφτη κι αμέσως θα μάθει ότι η φιλαρέσκεια είναι ένα απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, μαντάμ. Και μολονότι η κατηγορία που εμπεριέχεται σε τούτη την απάντηση προέρχεται απ’ το ότι η εκπαιδεύτρια είναι εντελώς τυφλή για τη φύση των αιτίων που κάνανε το κορίτσι ν’ αναζητήσει, και τελικά μάλιστα να ζητήσει, έναν καθρέφτη, η απόκριση φωτίζει βέβαια την αρχή απ’ την οποία διέπεται αυτό το περίφραχτο ίδρυμα, και το κορίτσι δεν γνωρίζει πιο ευτυχισμένη κατάσταση από ’κείνη στην οποία το φέρνει η θέα της αρχιτεκτονικής μίας αρχής. Πιο φωτεινή και πιο ωραία θέα δεν γνωρίζει.

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

Τζέννυ Έρπενμπεκ - Ιστορία του γερασμένου παιδιού Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το πρώτο βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Ιστορία του γερασμένου παιδιού, γραμμένο το 1999, που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το 2004 από τις Εκδόσεις Ίνδικτος.  Η πρώτη έκδοση του βιβλίου στα Γερμανικά έγινε δεκτή με θερμότατες κριτικές. Ο Matthias Schreiber έγραψε στο Der Spiegel: «Υπάρχουν θαυμάσιες προτάσεις που όμοιές τους δεν έχουμε διαβάσει σε κανένα άλλο βιβλίο. Ένα αξιομνημόνευτο ντεμπούτο», ενώ η Annegret Stein έγραψε για τη συγγραφέα στη Handelsblatt με αφορμή το βιβλίο: «Σκηνοθέτις και συγγραφέας best-seller: η Τζέννυ Έρπενμπεκ είναι παιδί-θαύμα και πολυτάλαντη συγχρόνως». Η Verena Auffermann έγραψε στη Süddeutsche Zeitung: «Το μικρό βιβλίο με το οποίο η Τζέννυ Έρπενμπεκ κάνει το ντεμπούτο της, κινούμενο από τη δύναμη και τη σκοτεινότητα του Κάφκα και διαποτισμένο από το πολιτικό σύστημα της νεανικής της ηλικίας, είναι ένα βιβλίο, που δεν ταιριάζει στην εποχή της ξέφρενης διασκέδασης. Είναι ζοφερό και σοβαρό, ευφυές και εκπληκτικό» και η Isabel Wirtz στη Berliner Zeitung: «Για την ποιητική Ιστορία του γερασμένου παιδιού της Τζέννυ Έρπενμπεκ υπάρχει ένα μυστικό. Η συγγραφέας δημιούργησε έναν θηλυκό Κάσπαρ Χάουζερ, ένα πλάσμα χωρίς ταυτότητα. [...] Στο λογοτεχνικό της ντεμπούτο η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία μίας οπισθοχώρησης από τον κόσμο. Περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ αποκοπεί το παρελθόν απ’ το μέλλον και να σταματήσει ο χρόνος». Με εξίσου θερμές κριτικές έγινε δεκτή και η έκδοση του βιβλίου στα Ελληνικά. Ο Τάσος Γουδέλης έγραψε μεταξύ άλλων στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ: "Η γλώσσα της δαιμόνιας Ερπενμπεκ σκάβει βαθιά και απρόβλεπτα. Σπάνια συναντάς σήμερα ανάλογη γραφή, κοπής αδαμάντων, σκληρής απόστασης και σωτήριας εγγύτητας μαζί. Στο βάθος περνάει η σκιά του ντοστογιεφσκικού «Ηλίθιου» και του αληθινού ομολόγου του «Γκάσπαρ Χάουζερ»: «προγλωσσικών» όντων που αποτελούν τον κρυφό καθρέφτη της έλλογης ανθρωπότητας. Λαμπρή η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη". Ο Κωστής Παπαγιώργης έγραψε στο ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ: «Η Έρπενμπεκ έχει κάνει όρκο να μην ξεστομίσει καμιά κοινοτοπία, κανέναν κοινόλεκτο ψυχολογισμό· και τον κρατάει». Η Σοφία Νικολαΐδου έγραψε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: «Το κείμενό της αναπαριστά με αφηγηματική δύναμη τον άγριο, νοσηρό, σκληρό, ακατάδεκτο κόσμο των ανηλίκων. Τα παιδιά δεν καμουφλάρονται ως καλοκάγαθοι άγγελοι. Δείχνουν τα νύχια τους. H Έρπενμπεκ γράφει το ρέκβιεμ της παιδικής ηλικίας, χωρίς γλυκερές ωραιοποιήσεις», ενώ η Φωτεινή Τσαλίκογλου σημείωσε, επίσης στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: «Φόβος, τρυφερότητα, αποτροπιασμός, έλξη, απορία, αμηχανία, τρόμος. Είναι τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Με μια ποιητική και συνάμα σκληρή και ασθμαίνουσα γλώσσα και με μια θαυμάσια μετάφραση που αναδεικνύει το νόημα, τον ήχο, τη μουσική, ακόμα και τη σιωπή των λέξεων, το γερασμένο παιδί αφυπνίζει τις κοιμισμένες αισθήσεις σου, τις τακτοποιημένες σε ένα ερμάρι σκέψεις σου. [...] Συμπύκνωση, μεταμφίεση, μεταφορά, όλα τα υλικά του ονείρου είναι εδώ. [...] Δεν έχει καταγωγή. Μια ακραία οριακή κατάσταση μοιάζει να έχει κάποτε ζήσει το κορίτσι. Και αυτό το Ακραίο, και αυτό το Κάποτε, που άρρητα φωλιάζει μέσα του και ποτέ δεν αναφέρεται, είναι συνεχώς παρόν, διατρέχει το βιβλίο, συγκλονίζει τη γραφή, δυναμιτίζει τη σκληρή, αποστασιοποιημένη γλώσσα. H ιστορία του γέρικου παιδιού θα μπορούσε να ήταν η ιστορία μιας αρχαίας καταστροφής. Ειπώθηκε ότι πρόκειται για μια πολιτική αλληγορία, ένα βιβλίο που δηλώνει τις περιπέτειες της επανενωμένης και άλλοτε διαιρεμένης Γερμανίας. Τι σημασία έχει όμως να ερμηνεύσουμε το βιβλίο μέσα από μια τέτοια αναγωγή; Πολιτική ή ατομική αλληγορία; H σπαραχτική περιπέτεια μιας χώρας ή μιας ατομικής ύπαρξης; Σημασία έχει να αφηγηθείς την ιστορία έτσι όπως καταφέρνει η συγγραφέας να κάνει».

Η δημοσίευση αυτή γίνεται με αφορμή τη θεατρική διασκευή του βιβλίου, έντεκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα Ελληνικά, η οποία θα παίζεται από τις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Τζέννυ Έρπενμπεκ και δείτε ποια βιβλία της κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails