Ένα παλιό χαλί θιβετιανό
|
|
Η ψυχή σου, με τη δική μου ερωτευμένη,
|
είναι μαζί της στο θιβετιανό χαλί πλεγμένη.
|
|
Αχτίδα την αχτίδα, χρώματα που αγαπηθήκαν,
|
άστρα στις άκρες τ’ ουρανού κατακτηθήκαν.
|
|
Τα πόδια αναπαύουμε πάνω στον θησαυρό,
|
μπρος τους απλώνουν κόμποι αμέτρητοι σε αριθμό.
|
|
Γλυκέ του Λάμα γιε, στον θρόνο σου μόσχο που ευωδιάζει,
|
πόσο καιρό το στόμα σου, στο στόμα μου φωλιάζει,
|
πόσους πολύχρωμους καιρούς το σώμα σου εμένα αγκαλιάζει;
|
|
|
Χάος
|
|
Τ’ άστρα δραπετεύουν, φοβισμένα και χλομά,
|
απ’ τον ουρανό της μοναξιάς μου,
|
και το μαύρο μάτι του μεσονυχτίου
|
ρίχνει την επίμονη ματιά του όλο και πιο κοντά.
|
|
Τον εαυτό μου δεν μπορώ να ξαναβρώ
|
μέσα σε τούτη τη θανάσιμη ερημιά!
|
Νιώθω από ’μένα να κείμαι κόσμους μακριά
|
ανάμεσα μια γκρίζα νύχτα φόβου αρχέγονου…
|
|
Θα ’θελα, ένας πόνος να ξυπνήσει
|
κι απάνθρωπα να με γκρεμίσει
|
κι αιφνίδια από μένα να μ’ αρπάξει!
|
Και μια ηδονή δημιουργική
|
πάλι πίσω στην πατρίδα να με φέρει
|
κάτω απ’ το στήθος το μητρικό.
|
|
Στη μάνα γη μου δεν υπάρχει ούτε ψυχή,
|
τα ρόδα δεν ανθίζουν πια εκεί
|
μέσα στη ζεστή πνοή. –
|
…Θα ’θελα έναν ακριβαγαπημένο να ’χα,
|
και να κρυβόμουνα βαθιά μες στη δική του σάρκα.
|
|
|
Προσευχή
|
|
Παντού αναζητώ να βρω μια πόλη
|
που να ’χει άγγελο μπροστά στην πύλη
|
τα τσακισμένα του πελώρια φτερά
|
στους ώμους κουβαλώ με δυσκολία
|
και τ’ άστρο του στο μέτωπο σφραγίδα.
|
|
Πάντα πορεύομαι μες στο σκοτάδι…
|
Στον κόσμο αυτόν εγώ έφερ’ αγάπη –
|
για να μπορεί κάθε καρδιά ν’ ανθίζει γαλανή
|
με κόπο παραφύλαξα ολόκληρη ζωή,
|
τύλιξα σ’ αύρα θεϊκή τη σκοτεινή πνοή.
|
|
Θεέ, μες στον μανδύα σου γερά εμένα σφίξε∙
|
το ξέρω, είμαι το λείψανο μες στην κρυστάλλινη σφαίρα,
|
κι όταν ο τελευταίος άνθρωπος τον κόσμο λησμονήσει
|
έξω απ’ την παντοδυναμία ξανά δεν θα μ’ αφήσεις
|
και θα με περιβάλλει μια γεώσφαιρα καινή.
|
|
|
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!
|
|
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!
|
Ύστερα θα κλαις εσύ για μένα.
|
Αιματόχροες οξιές ανασκαλεύουν
|
πολεμικά τα όνειρά μου.
|
|
Μέσ’ από βάτους ζοφερούς
|
πρέπει να διαβώ
|
και μέσ’ από νερά και τάφρους.
|
|
Συνέχεια κύμα τραχύ χτυπά
|
απάνω στην καρδιά μου·
|
εσώτερος εχθρός.
|
|
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα!
|
Αλλά και μακριά απ’ αυτόν
|
εγώ θα τριγυρνώ, ένα τρεμάμενο φως,
|
|
γύρω απ’ τον τάφο του Θεού.
|
|
|
Αποχαιρετισμός
|
|
Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ –
|
καθόμουν μες στων άστρων τον μανδύα.
|
…Κάθε που άκουγα στην πόρτα μου έναν χτύπο,
|
ήταν η ίδια μου η καρδιά.
|
|
Τώρα είναι κρεμασμένη πάνω από κάθε πόρτα,
|
και τη δική σου ακόμα·
|
Ρόδο φωτιάς που σβήνει ανάμεσα σε φτέρες
|
μες σε γιρλάντα καστανή.
|
|
Τον ουρανό για σένα σε χρώμα μούρων έβαψα
|
με της καρδιάς μου το αίμα.
|
Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ –
|
…στεκόμουν σε παπούτσια χρυσά.
|
|
|
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη
|