Γιάννης Καλογερόπουλος, Η διόρθωση

Photo by Mateusz Stachowski

Δεν έφυγαν, γιε μου, τους έδιωξαν, τον διόρθωνε κάθε φορά που εκείνος, μικρό παιδί ακόμα, έλεγε: Όταν ο παππούς και η γιαγιά έφυγαν απ' το χωριό για να πάνε στην Αθήνα. Τον διόρθωνε κάθε φορά έγκαιρα, πριν προλάβει να αλλοιώσει, θαρρείς, άθελά του την πραγματική ιστορία. Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Και, πριν τους διώξουν, τους εκμεταλλεύτηκαν, τους φοβέρισαν, τους κυνήγησαν. Όμως αυτά του τα είπε μετά, όταν ήταν μεγάλος πια, παλιά, όσο ήταν μικρό παιδί, του αρκούσε η διόρθωση: Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Ο βασικός πυρήνας της οικογενειακής μνήμης κρυβόταν σε εκείνη τη βίαιη μετατόπιση: Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Αυτή ήταν η πληροφορία που έπρεπε να διαφυλαχτεί· μόνο γύρω από τον διωγμό μπορούσε κι έπρεπε να ανασυντεθεί η ιστορία.

 

Τον παππού δεν τον θυμάται, ήταν μικρός όταν πέθανε. Χρόνια μετά σκεφτόταν: Και γιατί ήθελε να τον θάψουνε εκεί; Εκείνη του έλεγε: Μην τα σκαλίζεις, ήταν δύσκολα χρόνια, όμως, πέρασαν, πάνε πια, εσύ να κοιτάς το σχολείο σου. Και σήμερα αυτό θα του έλεγε. Και εκείνη την ίδια επιθυμία με τον παππού είχε. Και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει κανείς. Πεθαμένοι δεν τους πειράζουν.

 

 

 

Το κείμενο «Η διόρθωση» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο blog του Γιάννη Καλογερόπουλου No14me. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να βρείτε  τα διηγήματά του «Διαπραγματεύσεις», «Το σχέδιο» και «Αν δεν ξέρεις πώς να τελειώσεις μια ιστορία», όπως επίσης και άλλες αναδημοσιεύσεις από το blog του.

Κατερίνα Γώγου, [Κανείς δε θα γλιτώσει]

 Photo by Konrad Baranski

Κανείς δε θα γλιτώσει.

Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει

ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.

Θα βουλιάζουμε–βουλιάζουμε–

κατακόρυφα με 300 και βάλε

σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος

με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι

απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων

γλείφοντας

υπογράφοντας

ικετεύοντας

κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.

 

 

 

Το παραπάνω ποίημα είναι από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γώγου (1940-1993) Ιδιώνυμο. Η αντιγραφή έγινε από τη δωδέκατη έκδοση του 1984. Δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Κατερίνα Γώγου και τα βιβλία της που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το video που ακολουθεί είναι  από την ταινία του Παύλου Τάσιου «Παραγγελιά».

 

Μισέλ Φάις, Κτερίσματα

Photo by Μισέλ Φάις, Αριστερά: Από το λεύκωμα "Ύστερο βλέμμα" (1996) - Δεξιά: Α.Κ. (2005) 

[…]

 

Τραύλιζε. Της είπες, από πρώτο χέρι, ότι ο βατταρισμός είναι ανδρικό προνόμιο. «Δηλαδή, όταν χύνεις, τι λες, χυ-χυ-χύνω;» τη ρώτησες. Γέλασε βραχνά και έχωσε τη γλώσσα της στο αυτί σου. Το διαπίστωσες, λίγο αργότερα, αυτήκοος γυμνός μάρτυς. Ροδάνι πήγαινε η γλώσσα της καυλωμένης αρχιτεκτόνισσας με τα υγρά παιδικά μάτια και τα σαρκώδη χείλη, λες και τα είχε τσιμπήσει μέλισσα.

 

Είχε μιαν αχανή βεράντα σ’ ένα ρετιρέ στον περιφερειακό του Μακρυγιάννη, πνιγμένη στις ροδιές, στις μανταρινιές και στις ελιές. Κάτω από την επιβλητική μπανανιά της σου τραγουδούσε συγκινητικά –και απρόσκοπτα– τραγούδια της Μπαρμπαρά (με αγαπημένο σας το «Le mal de vivre»).

 

Είχε ροπή στα ατυχήματα. Η συμβίωση μαζί της ήταν κωμική και αγχώδης. Ποτήρια, πιάτα, λαμπατέρ, κομμάτια και θρύψαλα, στην ημερήσια διάταξη. Αλλά και οι ελαφρείς αυτοτραυματισμοί της με μαχαίρι, κλαδευτήρι, ακόμα και με το αθώο κλειδί της πόρτας, από ένα σημείο και μετά δεν σε ξάφνιαζαν.

 

Ο πατέρας της, περιώνυμος αριστερός αρχιτέκτων με ξερονήσια, Παρίσια, δημόσιες παρεμβάσεις και συνέδρια, την έκανε στανικώς από αριστερόχειρη δεξιόχειρη. Μια μέρα έριξε κάτω –δήθεν τυχαία– κι έσπασε ένα κάδρο που δέσποζε πάνω από το γραφείο της τραυλής σου αγάπης.

 

Μια μεταλλική κορνίζα πλαισίωνε ένα φωτογραφικό ποτ πουρί του Στάλιν της ζωής της: στη Γυάρο με σορτσάκι δίπλα στον Κατράκη και στον Ρίτσο· με μακρύ καρό πουκάμισο και κοντομάνικο πουλόβερ πλάι στον Λε Κορμπυζιέ στο Παρίσι, με άσπρο λινό κοστούμι και ψαθάκι στο χέρι, δίπλα στον Άρη Κωνσταντινίδη, στα εγκαίνια του «Ξενία» στον Πόρο.

 

Ένας φασίστας εσωτερικού χώρου, με μουτσούνα προοδευτικού θύματος, έκανε μια αριστερόχειρη κοπέλα αριστερόχειρη κι από τα δύο χέρια.

 

[…]

 

«Οι λέξεις που ξεχνάμε, τα χρώματα που δεν σημαίνουν πια αυτό που σήμαιναν, τα αγγίγματα, ναι, τα αγγίγματα που δεν αφήνουν πια ανεμελιά, δροσιά ή ηδονή στο δέρμα αλλά μόνο μελάνιασμα. Όλα τα κάνουμε για το γήρας. Τρέμουμε το γήρας. Το κορμί που ζαρώνει, οι ιδέες που παλιώνουν, ο κόσμος που σε αγνοεί. Από το μακελειό της σάρκας στο μακελειό του χρόνου».

 

Είχατε δεκαεννέα χρόνια διαφορά. Ήταν ζωγράφος. Την εποχή που τη γνώρισες έφτιαχνε κάτι τεράστιες ανάλαφρες πόλεις από πολύχρωμο χαρτί – ανακαλούσε μάλλον το Λονδίνο και το Βερολίνο που γνώρισε και αγάπησε, σε καιρούς που οι άνθρωποι ζούσαν και οι ουτοπίες ανάπνεαν. Μια φορά, για να την πικάρεις, τη συνέκρινες με την Ντυράς και τον τελευταίο εραστή της. Σου έριξε στα μούτρα το ποτήρι με το κρασί της. Σιχαινόταν την Ντυράς, το Νέο Μυθιστόρημα και τους Νέους Φιλοσόφους.

 

Στα τελευταία της είχε αποσυρθεί στην Αίγινα σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, συντροφιά με δυο νευρώδη φοξ τεριέ. Τα χέρια της, από τη ρευματική αρθρίτιδα, έμοιαζαν πλέον με θεόστραβες ρίζες, σαν κι αυτές που συναντούσατε στους σιωπηλούς περιπάτους σας στην παραλία.

 

[…]

 

 

Μισέλ Φάις - Κτερίσματα Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις Κτερίσματα (Εκδόσεις Πατάκη, 2012). Ο Μισέλ Φάις (Κομοτηνή, Πρωταπριλιά 1957) είναι πεζογράφος. Κατά καιρούς γράφει κριτικά κείμενα, θεατρικά έργα και σενάρια. Βιοπορίζεται από τη δημοσιογραφία, την επιμέλεια λογοτεχνικών σειρών και τα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να πεζοπορεί. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα

για τον συγγραφέα και δείτε ποια άλλα βιβλία του κυκλοφορούν.

Η Logotexnia21 ευχαριστεί θερμά τον Μισέλ Φάις για την άδεια δημοσίευσης των παραπάνω αποσπασμάτων και για την παραχώρηση της φωτογραφίας που συνοδεύει την ανάρτηση.

Donald Barthelme, Σαμπλί

Black Sheep

 

Η γυναίκα μου θέλει σκύλο. Έχει ήδη ένα μωρό. Το μωρό είναι σχεδόν δύο ετών. Η γυναίκα μου λέει πως το μωρό θέλει σκύλο.

 

Η γυναίκα μου θέλει σκύλο εδώ και πολύ καιρό. Εγώ ήμουν αυτός που αναγκάστηκε να της πει πως δεν μπορούσε να τον έχει. Τώρα όμως το μωρό θέλει σκύλο, λέει η γυναίκα μου. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Το μωρό είναι πολύ δεμένο με τη γυναίκα μου. Όλη την ώρα περιφέρονται σφιχταγκαλιασμένοι. Ρωτώ το μωρό, που είναι κορίτσι, «Ποιανού το κορίτσι είσαι; Μήπως είσαι το κορίτσι του μπαμπά;» Το μωρό λέει, «μαμά», και δεν το λέει μόνο μία φορά, το λέει συνέχεια, «μαμά μαμά μαμά». Δεν βλέπω τον λόγο να χαρίσω έναν σκύλο που κοστίζει εκατό δολάρια σε αυτό το αναθεματισμένο μωρό.

 

Το μωρό θέλει σκύλο ράτσας κερν τεριέ, λέει η γυναίκα μου. Αυτή η ράτσα, λέει η γυναίκα μου, είναι πρεσβυτεριανή, σαν την ίδια και το μωρό. Πέρσι το μωρό ήταν βαπτιστής, αφού πήγαινε στο πρόγραμμα «Η ελεύθερη μέρα της μητέρας», στην Πρώτη Βαπτιστική Εκκλησία, δύο φορές την εβδομάδα. Φέτος είναι πρεσβυτεριανό επειδή οι πρεσβυτεριανοί έχουν περισσότερες κούνιες και τσουλήθρες και τέτοια. Πιστεύω πως αυτό είναι κάπως ξεδιάντροπο και το είπα. Η γυναίκα μου ήταν ανέκαθεν μια γνήσια πρεσβυτεριανή και λέει πως δεν υπάρχει πρόβλημα· όταν ήταν παιδί, πήγαινε στην Πρώτη Πρεσβυτεριανή Εκκλησία στο Έβανσβιλ του Ιλινόις. Εγώ δεν πήγαινα στην εκκλησία γιατί ήμουν το μαύρο πρόβατο. Στην οικογένειά μου υπήρχαν πέντε παιδιά και τα αγόρια έπαιρναν εκ περιτροπής τη θέση του μαύρου πρόβατου, με τον μεγάλο αδερφό μου να είναι το μαύρο πρόβατο την περίοδο που του είχαν πάρει το δίπλωμα επειδή οδηγούσε μεθυσμένος ή κάτι τέτοιο και μετά άρχισε να γκριζάρει, ίσως όταν έπιασε δουλειά ή έκανε τη θητεία του, και στο τέλος έγινε άσπρο πρόβατο όταν παντρεύτηκε και απέκτησε κι εγγόνι. Η αδερφή μου δεν ήταν ποτέ το μαύρο πρόβατο επειδή ήταν κορίτσι.

 

Το μωρό μας είναι ένα εξαιρετικό μωρό. Έλεγα στη γυναίκα μου για χρόνια πως δεν γινόταν να κάνει παιδί επειδή παραήταν ακριβό. Ωστόσο σε εξουθενώνουν. Είναι καταπληκτικές στο να σε εξουθενώνουν, ακόμα και αν αυτό παίρνει χρόνια, όπως στην περίπτωσή μας. Τώρα γυροφέρνω το μωρό και το αγκαλιάζω με κάθε ευκαιρία. Λέγεται Τζοάννα. Φορά ένα φορμάκι και λέει «όχι», «μπουκάλι», «άτα» και «μαμά». Είναι πανέμορφη, ιδίως όταν είναι βρεγμένη, όταν έχει κάνει μόλις το μπάνιο της και τα ξανθά της μαλλιά είναι μούσκεμα και είναι τυλιγμένη σε μια μπεζ πετσέτα. Κάθεσαι και τη χαζεύεις. Καμιά φορά, όταν βλέπει τηλεόραση, ξεχνά πως βρίσκεσαι εκεί πέρα. Όταν βλέπει τηλεόραση, μοιάζει αποβλακωμένη. Την προτιμώ όταν είναι βρεγμένη.

 

Αυτό το θέμα με τον σκύλο έχει κάπως παραγίνει. Είπα στη γυναίκα μου, «Κοίτα, έχεις το μωρό, πρέπει να έχουμε και το αναθεματισμένο σκυλί;» Ο σκύλος μάλλον θα δαγκώσει κάποιον ή θα χαθεί. Με βλέπω να περπατώ σε όλη την περιοχή ρωτώντας τους ανθρώπους, «Μήπως είδατε αυτό το καφέ σκυλί;» «Πώς το λένε;» θα με ρωτούν, κι εγώ θα τους κοιτάζω ψυχρά και θα λέω «Μάικλ». Έτσι θέλει να το βγάλει, Μάικλ. Αυτό είναι ένα ηλίθιο όνομα για σκύλο κι εγώ θα πρέπει να ψάχνω αυτό το μάλλον λυσσασμένο ζώο και να λέω στους ανθρώπους, «Μήπως είδατε αυτό το καφέ σκυλί; Τον Μάικλ;» Κάτι τέτοιο αρκεί για να σε κάνει να σκεφτείς το διαζύγιο.

 

Τι θα έκανε το μωρό με τον σκύλο που δεν μπορεί να το κάνει μαζί μου; Τρέλες; Κι εγώ κάνω τρέλες. Πήγα την Τζοάννα στην παιδική χαρά του σχολείου. Ήταν Κυριακή και δεν υπήρχε ψυχή, και κάναμε τρέλες. Εγώ έτρεχα και με ακολουθούσε τρεκλίζοντας, αλλά με καλό ρυθμό. Την κρατούσα καθώς έπεφτε στην τσουλήθρα. Περιφερόταν ψηλαφώντας διάφορους τσιμεντένιους σωλήνες που είχαν βάλει εκεί πέρα. Έπιασε από κάτω ένα φτερό και το κοιτούσε πολλή ώρα. Αγχώθηκα μήπως το φτερό ήταν μολυσμένο, αλλά δεν το έβαλε στο στόμα της. Ύστερα τρέξαμε λίγο ακόμα πάνω στο άδειο, ξεραμένο γήπεδο του σόφτμπολ και μέσα από τη στοά που ενώνει τις προσωρινές ξύλινες τάξεις, οι οποίες χάνουν το κίτρινο χρώμα τους, με το βασικό κτήριο. Μια μέρα η Τζοάννα θα πάει σε αυτό το σχολείο, αν μείνω στην ίδια δουλειά.

 

Είδα μερικά σκυλιά σε ένα κατάστημα με κατοικίδια, που έχει πουλιά, τρωκτικά, ερπετά και σκυλιά, όλα σε άριστη κατάσταση. Μου έδειξαν τα κερν τεριέ. «Έχουν τα προσευχητάρια τους;» ρώτησα. Η υπάλληλος δεν ήξερε τι εννοούσα. Ένα κερν τεριέ κόστιζε περίπου 295 δολάρια μαζί με τα χαρτιά του. Ρώτησα αν έχουν τίποτα εξώγαμα σε καλύτερες τιμές, αλλά κατάλαβα πως αυτό ήταν ανώφελο, άσε που η γυναίκα δεν με συμπάθησε καθόλου, ήμουν βέβαιος.

 

Τι πρόβλημα έχω; Γιατί δεν είμαι ένα πιο φυσιολογικό άτομο, όπως με θέλει η γυναίκα μου; Τα χαράματα ξαγρυπνώ στο γραφείο μου στο δεύτερο όροφο του σπιτιού μας. Το γραφείο βλέπει στον δρόμο. Στις πέντε και μισή το πρωί, όσοι αρέσκονται στο τζόκινγκ βρίσκονται ήδη έξω, μόνοι τους ή κατά ζεύγη, με τελικό σκοπό να σκάνε από υγεία. Πίνω ένα ποτήρι Γκάλο Σαμπλί με ένα παγάκι, καπνίζοντας, ανησυχώντας. Ανησυχώ μήπως το μωρό, όσο είναι βρεγμένο, χώσει ένα κουζινομάχαιρο στην πρίζα. Έχω βάλει εκείνα τα μικρά πλαστικά προστατευτικά σε όλες τις πρίζες, αλλά έχει μάθει πώς να τα βγάζει. Έλεγξα και τα κραγιόνια. Έχουν φτιάξει τα κραγιόνια ασφαλή ακόμα και για φάγωμα – πήρα τηλέφωνο στην έδρα της εταιρείας στην Πενσυλβάνια. Ακόμα και αν φάει ένα ολόκληρο κουτί με κραγιόνια, δεν θα πάθει τίποτα. Αν δεν πάρω καινούργια λάστιχα για το αυτοκίνητο, θα καταφέρω να αγοράσω τον σκύλο.

 

Θυμάμαι τη στιγμή, πριν από τριάντα χρόνια, που βγήκα με τη Μπιούικ της μητέρας του Χέρμαν σε ένα σταροχώραφο, καθώς οδηγούσα στη λεωφόρο Μπομόντ. Υπήρχε άλλο ένα αμάξι στη λωρίδα μου, και δεν το χτύπησα, και δεν με χτύπησε. Θυμάμαι να κόβω το τιμόνι δεξιά και να πέφτω στο χαντάκι και μετά να χτυπώ τον φράκτη και να καταλήγω στο σταροχώραφο και μετά να βγαίνω έξω για να ξυπνήσω τον Χέρμαν και οι δυο μας να πηγαίνουμε να δούμε τι είχαν απογίνει οι δύο χαρούμενοι μέθυσοι στο άλλο αμάξι που βρισκόταν σε χαντάκι στην άλλη πλευρά του δρόμου. Αυτό έγινε όταν ήμουν το μαύρο πρόβατο, πολλά χρόνια πριν. Τα κατάφερα επιδέξια, νομίζω. Σηκώνομαι, συγχαίρω τον εαυτό μου εις μνήμην και μπαίνω στο δωμάτιο για να δω το μωρό.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος


 

 

Donald Barthelme Το αφήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Ντόναλντ Μπάρθελμι (1931 - 1989), «Σαμπλί», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό The New Yorker, στις 12 Δεκεμβρίου 1983 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Forty Stories (1987). Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Ντόναλντ Μπάρθελμι και δείτε σε ποια συλλογικά έργα, που κυκλοφορούν στα Ελληνικά, έχουν συμπεριληφθεί κείμενά του. Τρεις ιστορίες και δεκατρείς αφορισμοί του Ντόναλντ Μπάρθελμι σε μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου συμπεριλαμβάνονται επίσης στο 14ο τεύχος του περιοδικού ΠΟΙΗΤΙΚΗ.


© Γιώργος Λαμπράκος

Inge Müller, Λευκοί υάκινθοι

White hyacinths, Foto by Jaime Blogers

Βράδιασε. Σε μία ώρα ξεκινάει, σκέφτηκε η Μπάρμπαρα. Κοίταξε από το παράθυρο. Ακόμα χιόνιζε. Και χθες είχε χιονίσει, μεγάλες, λευκές νιφάδες και εκείνοι τις έπιαναν με το στόμα δίνοντας τη μάχη για τις μεγαλύτερες, σαν τα παιδιά· και κάποια φορά τα χείλη τους συναντήθηκαν, η νιφάδα του χιονιού έλιωσε.

 

Η Μπάρμπαρα ακούμπησε το μέτωπό της στο κρύο τζάμι και έκλεισε τα μάτια, όχι, αυτά δεν ήθελε να τα σκέφτεται, δεν ήθελε πια να σκέφτεται τον Χανς. Και ούτε θα πήγαινε στην ταβέρνα, σήμερα όχι. Αύριο ίσως, και μόνο για να δείξει στον Χανς πόσο ελαφρά το ’χε πάρει.

 

Θα χαμογελούσε, χαμογελώντας θα περνούσε δίπλα από το τραπέζι του και θα του έγνεφε φευγαλέα, όπως σ’ έναν γνωστό, που δεν μπορείς να θυμηθείς το όνομά του.

 

Θα έκανε τα γλυκά μάτια στο βιολιστή, σ’ αυτόν το μαυρομάλλη αισθησιακό τενόρο και... όχι, δεν έπρεπε να καθίσει μόνη στο τραπέζι, ο Χανς έπρεπε να τη δει μ’ έναν άλλον άντρα. Μ’ έναν άντρα που δεν γνώριζε και που εκείνη θα περνούσε τρυφερά το χέρι της στο μπράτσο του, όταν θα έμπαιναν στην ταβέρνα. Μ’ αυτόν τον άντρα θα καθόταν στο ακριανό τραπέζι της, στον μικρό δερμάτινο πάγκο, όπου είχαν γιορτάσει το ξαναντάμωμά τους, τότε, πριν από έντεκα ημέρες. Και όπως τότε θα έπινε κρασί και θα γελούσε.

 

Η Μπάρμπαρα έκλαψε.

 

Στο διπλανό δωμάτιο στόρια κατέβαιναν, αργά, κροτάλιζαν ομοιόμορφα και βουβαίνονταν χωρίς πρόσκρουση.

 

Η σπιτονοικοκυρά -η Μπάρμπαρα δεν την είχε ακούσει να έρχεται, αλλά κανένας άλλος δεν μεταχειριζόταν τα παλιά στόρια τόσο προστατευτικά. Ακριβώς αυτό φαινόταν τώρα στην Μπάρμπαρα ανυπόφορο, αυτό το προστατευτικό, το συμπονετικό.

 

Σηκώθηκε και γύρισε προσεκτικά το κλειδί της πόρτας.

 

Ύστερα άναψε το πορτατίφ. Πάνω στον καναπέ βρισκόταν, απλωμένο με φροντίδα, το αποκριάτικο κοστούμι της, γυαλιστερός πράσινος ταφτάς, δίπλα του το πολύχρωμο μυτερό καπελάκι. Μόνο ο υάκινθος ήταν ακόμα μέσα στο ποτήρι στο παράθυρο.

 

Θα τον δώσω πίσω στην κυρία Γκρουντ, αύριο. Θα χαρεί, αυτή δένεται με τα λουλούδια της. Ήταν πολύ φιλικό εκ μέρους της, σπάνια είναι έτσι οι σπιτονοικοκυρές. Αλλά καλά έκανα που δεν της είπα γιατί ήθελα να πάω στο καρναβάλι ειδικά ως Λευκός Υάκινθος.

 

Η Μπάρμπαρα πήγε στο ράφι με τα βιβλία. Τράβηξε το μαραμένο κιτρινισμένο λουλουδάκι από τον 2ο τόμο του Χάινε. Ο Χανς είχε γελάσει σαν μικρό παιδί, όταν εκείνη δίπλα στο ποτήρι της με το κρασί βρήκε το μικροσκοπικό λευκό άνθος, το οποίο εκείνος, τότε, που ο ιδιοκτήτης δεν κοιτούσε προς τα εκεί, είχε κόψει από τη διακόσμηση του διπλανού τραπεζιού.

 

Όταν χτύπησε η πόρτα, η Μπάρμπαρα πετάχτηκε.

 

«Ποιος είναι;»

 

«Εγώ είμαι». Η φωνή της σπιτονοικοκυράς ήταν σιγανή, δισταχτική. «Ήθελα μόνο να ρωτήσω αν χρειάζεστε κι άλλο ζεστό νερό, δεσποινίς Μπάρμπαρα. Επειδή μετά θέλω να φτιάξω τσάι για τον κύριο Σβαρτς. Κι εσείς σίγουρα θα βιάζεστε». «Δεν χρειάζομαι τίποτα». Η απάντηση ήρθε γρήγορα και απότομα.

 

Η Μπάρμπαρα το μετάνιωσε την ίδια στιγμή.

 

Πήγε στην πόρτα και άνοιξε.

 

«Νόμιζα απλώς... Αλλά εσείς μάλλον δεν έχετε ακόμη τελειώσει. Θα βάλω τότε να ζεστάνω νερό». Η σχεδόν ασπρομάλλα, λεπτοκαμωμένη μεγάλη γυναίκα έγειρε το κεφάλι μπροστά της και έφυγε με το παιδικό βήμα της. Η πόρτα του διαδρόμου έκλεισε.

 

«Κυρία Γκρουντ, παρακαλώ, ελάτε μια στιγμή μέσα!»

 

Η Μπάρμπαρα νοστάλγησε ξαφνικά τα ζεστά, κάπως μυωπικά μάτια της σπιτονοικοκυράς. Σχεδόν με βία τράβηξε τη μεγάλη γυναίκα πίσω στο δωμάτιό της. Δεν ήθελε τώρα να συναντηθεί με τον Γκούστελ Σβαρτς, τον άλλον υπενοικιαστή. Ο Γκούστελ ήταν ένας καλός και ευγενικός τύπος, την είχε βοηθήσει στη μετακόμιση και επίσης ήταν πρόθυμος να την βοηθάει γενικά, μόνο που ρωτούσε πάρα πολλά, ανησυχούσε γι’ αυτήν όπως μια αρκούδα για το μωρό της.

 

«Καλησπέρα, Γκούστελ!» Η Μπάρμπαρα έγνεψε προς την πόρτα του διαδρόμου και έκλεισε πίσω της την πόρτα του δωματίου της.

 

«Λοιπόν, κυρία Γκρουντ, ήθελα»- η Μπάρμπαρα κοίταξε αναποφάσιστα γύρω της, έσπρωξε μια καρέκλα στην σπιτονοικοκυρά και αυτή κάθισε σε μία γωνία του καναπέ, αφού πρώτα μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο προς τον τοίχο, προσπέρασε γρήγορα το πράσινο κοστούμι.

 

«Μου είπατε πρόσφατα πως ακόμα έχετε ένα αποκριάτικο κοστούμι της κόρης σας, το οποίο θα μου ταίριαζε. Θέλατε να μου το δανείσετε, σας παρακαλώ, θα μπορούσα να το έχω σήμερα;»

 

Η κυρία Γκρουντ δεν ρωτούσε ποτέ. Αυτό το τηρούσε στη ζωή της, είχε υπομονή. Όταν τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ο άντρας της όλο και πιο συχνά γυρνούσε στο σπίτι αργά τη νύχτα, εκείνη δεν ρωτούσε τίποτα∙ και ύστερα της τα διηγιόταν όλα μόνος του, στα ίσα μέσα στα κάπως μυωπικά γκρίζα μάτια της, που έμοιαζαν να κοιτάζουν μέσα από ένα λεπτό πέπλο, ένα πέπλο που δεν της έκρυβε τις γωνίες και τα ελαττωματικά σημεία στο χαρακτήρα του άλλου ανθρώπου αλλά έπαιρνε από αυτά την οξύτητα, έτσι έβλεπε αυτή τους ανθρώπους ∙- οι παλιοί βοσκοί έχουν τέτοια μάτια, είχε πει κάποτε μία από τις ανιψιές της, ένα κορίτσι από ένα χερσοτόπι, που έφερε στον κόσμο το εξώγαμο παιδί της όταν ήταν στη Μαρί Γκρουντ – και μπροστά σ’ αυτά τα μάτια δεν ήταν δύσκολο για τον άντρα να μιλήσει: πόνταρε σ’ ένα άλογο, γιατί έτσι δεν πήγαινε άλλο με μισθό τις λίγες δεκάρες και δυο παιδιά και το τρίτο στο δρόμο· τώρα πλέον δεν είχαν ούτε καν τις λίγες δεκάρες... Ούτε και τότε ρώτησε η Μαρί Γκρουντ πώς θα πήγαινε το πράγμα παραπέρα, αλλά πήγε.

 

Και αργότερα, όταν ο άντρας της δεν ήθελε να γυρίσει από τον πόλεμο πίσω στο σπίτι επειδή ήταν σακάτης στο ένα του πόδι, εκείνη βρέθηκε με μιας εκεί στο νοσοκομείο και δεν ρώτησε γιατί δεν πήρε κανένα γράμμα απ’ αυτόν, παρά του έδωσε τα πράγματά του και χαιρετίσματα από τα παιδιά. Ούτε και τον ρώτησε αν ήθελε τη θέση του θυρωρού: θα τα καταφέρω εγώ, μέχρι να μπορέσεις να περπατήσεις πάλι, είπε εκείνη, και δε ρωτούσε τίποτα κάθε φορά που εκείνος μέθαγε στη γωνιακή μπυραρία, επειδή ήταν σακάτης.

 

Είχαν τρεις γιους. Όταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έμπαινε στον τέταρτο χρόνο, μόνο η κόρη τους είχε μείνει. Δεν ήταν τελείως καλά στα μυαλά της, από τότε που πυροβόλησαν τον άντρα της μπροστά στα μάτια της, επειδή δεν ήθελε να πάει στην εθνοφυλακή. Η Μαρί Γκρουντ παράτησε τη θέση του θυρωρού, μετακόμισαν στης κόρης τους. Ίσα που ζούσανε από τη σύνταξη αλλά η μητέρα είπε: δεν επιτρέπεται να την αφήσουμε μόνη της τώρα. Και τελικά εκείνη την άφησαν μόνη της οι δυο τους, η κόρη της και ο άντρας της.

 

Η Μαρί Γκρουντ, πάνω από εξήντα ήδη, κοντή και κοκκαλιάρα, για πρώτη φορά σήκωνε χέρι σε άνθρωπο αλλά ο στρατιώτης με τις φαρδιές πλάτες και το πράσινο περιβραχιόνιο το τίναξε σαν σκουπίδι από πάνω του: φύγε, γιαγιά. Να ευχαριστάς τον θεό που δεν βρίσκεσαι εκεί μέσα μ’ αυτούς. Εκεί κάτω δεν αναγνωρίζεις κανέναν πια. Και δεν την άφησε να πλησιάσει στο σωρό από τα χαλάσματα που κάποτε ήταν αντιαεροπορικό καταφύγιο. Αυτή πήγε ξανά και ξανά. Μια φορά ο στρατιώτης την κοίταξε μέσα στα μάτια: σκατά, είπε και στράφηκε αλλού. Τότε εκείνη κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός που δεν ήθελε να της αφήσει τους νεκρούς, και τότε έφυγε.

 

Έμεινε εντελώς μόνη στο σπίτι, μέρες και νύχτες και ούτε μια φορά ο φύλακας του αντιαεροπορικού καταφυγίου δεν τόλμησε να την βάλει μέσα στο καταφύγιο.

 

Έτρωγε, διατηρούσε το διαμέρισμα καθαρό και όταν για μέρες δεν υπήρχε νερό, πήγε μ’ έναν κουβά στο πηγάδι στον διπλανό δρόμο, περίμενε υπομονετικά μέχρι να έρθει η σειρά της. Ο άντρας, που στεκόταν πίσω της, βλαστημούσε, επειδή αυτή δεν μπορούσε να κουμαντάρει το μαγγάνι, έτσι εκείνη τον άφησε να γεμίσει πρώτος τον κουβά του. Μερικές γυναίκες έβριζαν τον άντρα. Όχι, οι άνθρωποι δεν είναι κακοί, είπε τότε και φάνηκε να χαμογελάει, αν και το πρόσωπό της έμεινε όπως ήταν: σοβαρό, ρυτιδιασμένο, κάθε γραμμή του τελεσίδικη όπως στον θάνατο.

 

Μετά την κατάρρευση δεν έμενε πια μόνη της. Προσωρινά έμεναν μαζί της στο σπίτι πρόσφυγες, μια οικογένεια με τρία παιδιά. Τους έδωσε δυο σουμιέδες της κόρης της, από τότε που μετακόμισαν: αυτή έμενε στο μισό δωμάτιο και στα δύο άλλα φρόντιζε τους καινούριους υπενοικιαστές.

 

Όταν μετακόμισε η Μπάρμπαρα, τρεις βδομάδες πάνε τώρα, το πρώτο που της έκανε εντύπωση ήταν τα μάτια της γυναίκας: ούτε ίχνος δυσπιστίας δεν υπήρχε μέσα σ’ αυτά, ούτε κάτι από φορτική περιέργεια. Της έκανε αμέσως εντύπωση της Μπάρμπαρα και την συγκίνησε όπως μια καλή κουβέντα. Η Μπάρμπαρα είχε γνωρίσει στα δυο χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της σπιτονοικοκυρές, γριές και νέες και της φαινόταν πως όλες κατά έναν μυστηριώδη τρόπο είχαν κάτι το συγγενές μεταξύ τους, ο αγώνας τους για ψωμί τις έκανε να μοιάζουν. Ίσως κάποια μέρα να γινόταν και αυτή η κυρία Γκρουντ ... όχι, η Μπάρμπαρα κούνησε ζωηρά το κεφάλι, καμία αμφιβολία, αυτή δεν φαινόταν τέτοια[.]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου

 

IngeMüller

Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα.

Της Σούλας Ζαχαροπούλου

 

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, και τα διηγήματά της «Το βουβό παιδί» και «Οι ποδηλάτες», όλα σε μετάφραση της Σούλας Ζαχαροπούλου. Τα κείμενα αυτά είναι τα μόνα κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ που έχουν μεταφραστεί και δημοσιεύονται στα Ελληνικά.

Εύη Μαυρομμάτη, Ημικρανίες

Νίκος Γυφτάκης, Studies: Φωτεινή, μικτή τεχνική σε καμβά

Πάσχει από ημικρανίες. Απλώνονται πάντα στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού της. Εμφανίζονται συνήθως από Οκτώβριο έως Μάιο, σχεδόν ανά δύο εβδομάδες και διαρκούν μία με δύο μέρες. Συνοδεύονται ενίοτε από τάση για εμετό.

 

Και η μητέρα της πάσχει από ημικρανίες. Άλλωστε από εκείνη τις κληρονόμησε. Η διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η μητέρα της καταφεύγει άμεσα στα παυσίπονα, προκειμένου να «μπλοκάρει τον πόνο», ενώ εκείνη επιλέγει να τον υπομένει.

 

Συχνά την κυριεύει η επιθυμία να πάρει ένα μαχαίρι και να ανοίξει μια τομή στον αυχένα της ακριβώς στη βάση του κεφαλιού, εκεί όπου αισθάνεται ότι καταλήγει ο πόνος. Φαντάζεται το αίμα της να τρέχει, συμπαρασύροντας τον πόνο. Η εικόνα και μόνο τής δίνει μεγάλη ανακούφιση. Δυστυχώς όμως στο σπίτι της δεν έχει κανένα μαχαίρι αρκετά κοφτερό για αυτήν τη δουλειά. Κι όλο λέει πως θα αγοράσει.

 

 

Η Εύη Μαυρομμάτη γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και είναι επαγγελματίας μεταφράστρια. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα ποιήματά της «Eπιστροφή», «La bella Simonetta» και «Xρόνος είναι...», «Μπλε ώρα», το διήγημα «Καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», όπως και μεταφράσεις της (Rainer Maria Rilke, Else Lasker-Schüler, Gottfried Keller).

Η φωτογραφία που συνοδεύει τις «Ημικρανίες» είναι έργο του Νίκου Γυφτάκη.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails