H. G. Wells, Ο άνδρας με τη μύτη

Burning_Match_by_Adam Ciesielski

 
«Δεν κοιτώ ποτέ το πρόσωπό σου δίχως να σκέφτομαι την πυρά της κόλασης
και τον πλούσιο, ντυμένο στα πορφυρά του ρούχα, να καίγεται, να καίγεται».
W. Shakespeare, Ερρίκος ο Δʹ


«Η μύτη μου υπήρξε η κατάρα της ζωής μου».

Ο άλλος άνδρας ξαφνιάστηκε.

Δεν είχαν ξαναμιλήσει. Κάθονταν στις δύο άκρες ενός πάγκου πάνω στη βραχώδη κορυφή του λόφου Πρίμροουζ με θέα στο πάρκο Ρίτζεντς. Ήταν νύχτα. Από κάτω, τα μονοπάτια της πλαγιάς ήταν διάστικτα με κίτρινα φώτα· η οδός Άλμπερτ ήταν μια αχνοπράσινη, αμυδρά φωτισμένη γραμμή – οι λυχνίες έφεγγαν ανάμεσα στα δέντρα· πιο πέρα, το πάρκο απλωνόταν μαύρο και μυστηριώδες, και ακόμα μακρύτερα, η κίτρινη ομίχλη χαμηλά και η χάλκινη απόχρωση του ουρανού πιο ψηλά σηματοδοτούσαν τις λεωφόρους του Μάρλιμπον. Τα κοντινότερα σπίτια στην οδό Άλμπερτ διαγράφονταν μεγάλα και μαύρα, ενώ φωτισμένα παράθυρα διαπερνούσαν ακανόνιστα τη σκοτεινιά τους. Στον ουρανό, ξαστεριά.

Κι οι δυο ήταν σιωπηλοί, εμφανώς χαμένοι στις σκέψεις τους, καθένας μια αμυδρή μαύρη φιγούρα για τον άλλον, μέχρι που ο ένας θεώρησε σκόπιμο, με την παρακάτω εκμυστήρευση, να γίνει φωνή.

«Ναι» είπε ύστερα από μια παύση «η μύτη μου έστεκε πάντα μες στη μέση, πάντα».

Ο άλλος άνδρας δεν φαινόταν να είχε προσέξει την πρώτη παρατήρηση, μα τώρα προσπάθησε να διακρίνει μες στο σκοτάδι τον συνομιλητή του. Είδε έναν μικρόσωμο άνδρα με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος του.

«Δεν βλέπω τίποτα στραβό στη μύτη σας».

«Αν έφεγγε, μάλλον θα το βλέπατε» είπε ο πρώτος ομιλητής. «Γι’ αυτό λοιπόν θα τη φωτίσω».

Ψηλάφισε κάτι στην τσέπη του, ύστερα κράτησε το αντικείμενο στο χέρι του. Ακούστηκε ένα τρίξιμο, μια ρίγα πρασινωπού φωσφορίζοντος φωτός άστραψε κι έπειτα όλο το σύμπαν σκοτείνιασε, καθώς έλαμψε ένα μεγάλο σπίρτο.

Για ένα λεπτό επικράτησε σιωπή. Μια εντυπωσιακή παύση.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο άνδρας με τη μύτη, σβήνοντας το φως με το παπούτσι του.

«Έχω δει και χειρότερα» είπε ο άλλος άνδρας.

«Αμφιβάλλω» είπε ο άνδρας με τη μύτη. «Ακόμα κι έτσι όμως, δεν με παρηγορείτε και πολύ. Προσέξατε το σχήμα της; Το μέγεθός της; Tο χρώμα της; Σαν το όρος Σνόουντον, έχει μια ομαλή και μια απότομη πλαγιά. Το μέγεθός της είναι εξωφρενικό· η φάτσα μου μοιάζει με κοτέτσι πίσω από προπύλαια. Κι τι αποχρώσεις!»

«Ούτως ή άλλως» είπε ο άλλος άνδρας «δεν είναι μόνο κόκκινη».

«Βέβαια, έχει και μοβ, και “μπλε του λαζουριού, γαλάζιο σαν φλέβα στο στήθος της Παναγίας” και σ’ ένα σημείο μια γκρίζα ελιά. Μπα! Αυτό δεν είναι μύτη, είναι ένα κομμάτι αρχέγονου χάους κολλημένο στη μούρη μου. Μα επειδή βρίσκεται εκεί που πρέπει να βρίσκεται η μύτη, το αναγνωρίζουν ακόμα και οι πλέον αφελείς. Ένα χάσμα στην τάξη του σύμπαντος υπάρχει μπροστά στη μούρη μου, μια μάζα εναπομείναντος ανεπεξέργαστου υλικού. Εκεί μέσα είναι κρυμμένη η κανονική μου μύτη, όπως ένα άγαλμα είναι κρυμμένο σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο, ώσπου να ‘ρθει η καθορισμένη ώρα της αποκάλυψης. Στη Δευτέρα Παρουσία – αλλά ας μην προτρέχουμε. Αυτά λοιπόν. Δεν μιλάω συχνά για τη μύτη μου, φίλε μου, αλλά μου φανήκατε συμπαθέστατος, κι απόψε η καρδιά μου ξεχειλίζει. Καταραμένη μύτη! Μα μήπως σας κουράζω χώνοντας τη μύτη μου στους λογισμούς σας;»

«Αν…» έκανε ο άλλος άνδρας με τρεμουλιαστή φωνή, σαν να είχε συγκινηθεί «αν σας ανακουφίζει να μιλάτε για τη μύτη σας, παρακαλώ συνεχίστε».

«Λέω λοιπόν ότι αυτή η μύτη μού θυμίζει τις ψεύτικες μύτες στα καρναβάλια. Και ο πιο βαρετός άνθρωπος δεν έχει παρά να κολλήσει πάνω του μια τέτοια μύτη και, ως εκ του θαύματος, τι γέλια και χαρές! Μια τέτοια μύτη αρκεί για να γίνουν τα πάντα αστεία. Αμφιβάλλω αν ακόμα κι ένας αγγλικανός επίσκοπος μπορεί να τη φορέσει ατιμωρητί. Βάλτε έναν άγγελο σε μια τέτοια μύτη. Πως θα σας φαινόταν μια τέτοια μύτη καρφωμένη πάνω σας τώρα; Σκεφτείτε να θέλετε να φλερτάρετε, να βγάζετε λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή να πεθαίνετε ένδοξα με μια μύτη σαν τη δική μου! Η κοπέλα γελάει στα μούτρα σας, το ακροατήριο γελάει, ο δήμιος στον τόπο του μαρτυρίου σας δεν μπορεί ν’ ανάψει την πυρά απ’ τα γέλια. Μα τον Θεό, δεν είναι καθόλου αστείο! Συνέχεια διαμαρτυρόμουν κι έλεγα, “δεν δέχομαι τέτοια μύτη!”»

«Και τι μπορείς να κάνεις;»

«Είναι γραφτό. Η πιο πικρή τραγωδία έχει να κάνει με το πόσο αστεία είναι. Κύριος οίδε πόσο χαρούμενος θα είμαι όταν θα τελειώσει το καρναβάλι και θα μπορώ να βγάλω αυτό το πράμα από πάνω μου και να το βάλω στην άκρη. Το χειρότερο είναι ο έρωτας. Έχω μυαλό αρκετά καλλιεργημένο, και το σώμα μου είναι υγιές. Ξέρω τι θα πει τρυφερότητα. Μα ποια θα αγνοούσε μια μύτη σαν τη δική μου; Πως θα μπορούσε το βλέμμα της να την αποφύγει και να δει την αγάπη στα μάτια μου, να την ατενίσει πάνω από την απεραντοσύνη της μύτης; Θα έπρεπε να της κάνω έρωτα φορώντας την κουκούλα του Ιεροεξεταστή, με τρύπες για τα μάτια – μα ακόμα και τότε, το σχήμα της θα φαινόταν. Έχω διαβάσει, έχω ακούσει, μπορώ να φανταστώ το πρόσωπο της ερωμένης – ένα γλυκό γυναικείο πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί αγάπη. Αλλά αυτή η μεγάλη σάρκινη φυλακή ψυχραίνει τις καρδούλες τους».

Σταμάτησε απότομα, ξεστομίζοντας μερικές άσχημες βρισιές. Ένας νεαρός που καθόταν μαζί με μια κοπέλα σε έναν κοντινό πάγκο πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Σσστ!»

Τότε ο άνδρας, στον οποίον αυτός με τη μύτη απευθυνόταν, μίλησε: «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πόσο θλιβερή μπορεί να είναι μια κόκκινη μύτη, αλλά τώρα που το λέτε…»

«Ήξερα πως θα με καταλαβαίνατε. Όλη μου τη ζωή κουβαλώ αυτή τη μύτη. Το σχήμα ήταν ήδη έτοιμο, όταν πήγαινα σχολείο, αν και το χρώμα έλειπε. Με φώναζαν “Μυτόγκα”, “Οβίδιο”, “Κικέρωνα”, “Ρινόκερο” και “Έκτρωμα”. Με τα χρόνια ωρίμασε, όπως η μοίρα πλησιάζει καθώς εξελίσσεται η τραγωδία. Ο έρωτας, το βασικό θέμα της ζωής, είναι για μένα σφαλιστό βιβλίο. Αχ, τι μοναξιά! Θεέ μου, μακάρι να… Μα όχι! Ακόμα και μια τυφλή θα ένιωθε το σχήμα της».

«Εκτός από τον έρωτα» τον διέκοψε ο νεαρός ευγενικά «υπάρχουν κι άλλα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζούμε – όπως το καθήκον. Μια άκομψη μύτη δεν εμποδίζει κάτι τέτοιο. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι μάλλον σημαντικότερο απ’ τον έρωτα. Παραδέχομαι βέβαια ότι χάνεις πολλά».

«Και μόνο απ’ τη φωνή σας καταλαβαίνω πως είστε νέος. Το καθήκον, νεαρέ μου, είναι όντως έξοχο, μα πιστέψτε με, είναι ένα πολύ αδιάφορο κίνητρο. Το καθήκον δεν προσφέρει απόλαυση. Θα το καταλάβετε όταν φτάσετε στην ηλικία μου. Κι έπειτα, είμαι εξαιρετικά ικανός για αγάπη και κατανόηση, μα απεριόριστα πικραμένος για την ερημιά της ψυχής μου. Φαντάζομαι πως θα ηθικολογούσατε γι’ αυτή μου τη δυσαρέσκεια, αλλά σίγουρα ξέρω κάπως τους ανθρώπους και τα πράγματα πίσω απ’ αυτή την ενέδρα – μόνο ένας γνήσιος καλλιτέχνης θα ‘παιρνε τη συμπονετική στάση που με τράβηξε σε σας. Στη ζωή μου έχω κάνει πολλές παρατηρήσεις επ’ αυτού, και για έναν συστηματικό ανθρωπολόγο ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου φαίνεται καλύτερα στην στάση του σώματος μόλις νυχτώσει, όταν νομίζουμε πως κανείς δεν μας κοιτάζει. Έτσι όπως κάθεστε, φαίνεται καθαρά το μαύρο περίγραμμα του σώματός σας με φόντο τον ουρανό. Α, τώρα μόλις πήρατε άκαμπτη στάση! Μα δεν είστε και κανένας καλβινιστής. Φίλε μου, οι απολαύσεις είναι το καλύτερο πράγμα στη ζωή, και η μεγαλύτερη απόλαυση είναι ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν. Και αντί γι’ αυτό – κοίτα μύτη! Υπάρχουν βέβαια κι άλλες απολαύσεις. Μόλις νυχτώσει ξεχνώ για λίγο το τέρας. Η άνοιξη είναι απολαυστική, η ατμόσφαιρα στα Ντάουνς είναι απολαυστική· είναι ωραίο να κοιτάς τ’ άστρα να διαγράφουν την τροχιά τους στον ουρανό, ενώ είσαι ξαπλωμένος στα ρείκια. Ακόμα κι ο ουρανός του Λονδίνου σ’ ανακουφίζει το βράδυ, παρότι ο ορίζοντας είναι φωτισμένος. Η σκιά της μύτης μου είναι πιο σκοτεινή τη μέρα. Απόψε όμως είμαι πικραμένος, εξαιτίας της αυριανής ημέρας».

«Γιατί ειδικά αύριο;» ρώτησε ο νεαρός.

«Γιατί αύριο θα συναντήσω κάποιους που δεν γνωρίζω» είπε ο άνδρας με τη μύτη. «Αυτοί έχουν πάντα ένα περίεργο ύφος, ένα μίγμα διασκέδασης και οίκτου, που το ξέρω καλά. Η ξαδέρφη μου, μια χαρισματική οικοδέσποινα, υπόσχεται να τους διασκεδάσει με τη μύτη μου».

«Σίγουρα αυτό θα ‘ναι άσχημο για σας» είπε ο νεαρός.

Κι ύστερα η ησυχία επουλώθηκε και πάλι, κι αμέσως ο άνδρας με τη μύτη σηκώθηκε και περπάτησε προς τη σκοτεινή πλαγιά του λόφου. Ο νεαρός τον κοίταζε καθώς χανόταν, διερωτώμενος μάταια αν μπορείς να παρηγορήσεις μια ψυχή με τέτοιο βάρος.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος

Επίμετρο

HGWells Το 1894, έτος γραφής του «Άνδρα με τη μύτη», ήταν σημαδιακό για τον Herbert George Wells (1866-1946), καθώς αποφασίζει να παρατήσει τη διδασκαλία της βιολογίας και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Αρκεί να αναφέρουμε τους τίτλους κάποιων βιβλίων που δημοσίευσε τα επόμενα τέσσερα χρόνια για να αποδειχτεί πόσο ορθή στάθηκε η απόφασή του: Η μηχανή του χρόνου (1895), Το νησί του δόκτορος Μορό (1896), Ο αόρατος άνθρωπος (1897), Ο πόλεμος των κόσμων (1898). Τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες ο Ουέλς θα γράψει δεκάδες μυθιστορήματα, ιστορικά έργα και πολιτικές πραγματείες, και θα γίνει ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους και προφητικούς συγγραφείς, καθιερώνοντας την επιστημονική φαντασία (μετά τη Σέλεϊ και τον Βερν) ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Στην καταπληκτική νουβέλα Η χώρα των τυφλών, που επανεκδόθηκε προσφάτως στα Ελληνικά, επανεμφανίζεται, όπως εδώ, το μοτίβο της ακραίας ετερότητας, ενός ανθρώπου που ξεχωρίζει χαρακτηριστικά από τους γύρω του.

 

Γιώργος Λαμπράκος


© Γιώργος Λαμπράκος + Logotexnia 21

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails