Cristina Peri Rossi – Δύο ποιήματα

People

Η ΝΥΧΤΑ

Αγαπώ τη νύχτα

τη βαριά πυκνότητά της

την ταραχή του πόθου της

γεμάτου πλάσματα του παρελθόντος

που ξαναζούν σαν φαντάσματα

στις γωνιές σκοτεινών δέντρων.

Αγαπώ τη νύχτα τη βιαστική

γαλάζια γεμάτη ψιθύρους ασύλληπτη

τη νύχτα την ταραχοποιό των σωμάτων

όταν ελευθερώνονται τα θηρία του πόθου

ουρλιάζουν οι σειρήνες του πόνου

και μουγκρίζει η ανησυχία των χήρων.

Αγαπώ τη νύχτα που έχει σακούλες κάτω από τα μάτια

άυπνη παλλόμενη

νύχτα από παραισθησιογόνα και σκιές

όταν κανένας δεν γνωρίζει κανέναν

και οποιοσδήποτε μπορεί να είναι το σκοτεινό

αντικείμενο του πόθου

οποιοσδήποτε μπορεί να φορέσει τα ρούχα που πιο πολύ αγαπώ

ή να γδυθεί στο προστατευτικό σκιόφως του δωματίου

προσποιούμενος πως είναι εκείνη που πιο πολύ αγαπώ.

Τη νύχτα τη γεμάτη ψέματα

προσωπεία μεταμφιέσεις

κακούς στίχους

νύχτες από σιλικόνη και μοναξιά

θολές από ανικανοποίητες επιθυμίες

από παλιές λαχτάρες αναστημένες.

Αγαπώ τη νύχτα

αθέατων κυνηγών

που σεργιανίζουν στους δρόμους

στις αποβάθρες

στα χαμόσπιτα

αναζητώντας την πρόσκαιρη λεία

το μοναδικό θήραμα που θα τους κατακρημνίσει

στον θάνατο

στη λήθη

που θα τους οδηγήσει μέσα από παραισθησιογόνα

και αλκοόλ

στην αργή εισβολή της μέρας

όμοια σε όλες

τις μέρες της συνήθειας

τις μέρες της επανάληψης

των φρούδων ελπίδων

της μοναξιάς των δύο.

Αγαπώ τη νύχτα

γιατί όλα είναι πιθανά

ιδίως το απόλυτο

ιδίως αυτό που δεν έχεις

ιδίως αυτό που μας λείπει

ιδίως την παροδικότητά της.

Πάντα υπάρχει χρόνος για να ξημερώσει αύριο.

 

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Λένα Κοψαχείλη

 

Willow Tree

ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΡΑΦΗ

Τα τελευταία είκοσι χρόνια

έζησα σε περισσότερα από εκατό διαφορετικά ξενοδοχεία

(Αλγκόνκιν, Χάμιλτον, Χούμπολντ, Λος Λινάχες,

Γκραν Παλάς, Βίκτορ Αλμπέρτο, Ρέινα Σοφία, Σίτι Παρκ)

σε πόλεις απομακρυσμένες μεταξύ τους

(Κεμπέκ και Βερολίνο, Μαδρίτη και Μόντρεαλ, Κόρδοβα

και Βαλπαραΐσο, Παρίσι και Βαρκελώνη, Ουάσιγκτον

και Μοντεβίδεο)

πάντα περαστική

όπως τα καράβια και τα τρένα

μεταφορές της ζωής

σε μια διαρκή ροή

πηγαινέλα

Δεν μεγάλωσα ένα φυτό

δεν μεγάλωσα έναν σκύλο

μόνο τα χρόνια μου πληθαίνουν και τα βιβλία

που παράτησα εδώ κι εκεί

ώστε κάποιος άλλος, κάποια άλλη

να τα διαβάσει, να τα ονειρευτεί.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια

έζησα σε περισσότερα από εκατό διαφορετικά ξενοδοχεία

σε σπίτια πρόσκαιρα όπως οι μέρες

φευγαλέα όπως η μνήμη.

Ποιο είναι το σπίτι μου;

Πού μένω;

Σπίτι μου είναι η γραφή

την κατοικώ όπως την εστία

της παραστρατημένης κόρης

της άσωτης

αυτής που πάντα επιστρέφει για να βρει τα γνώριμα πρόσωπα

τη μοναδική φωτιά που δεν σβήνει.

Σπίτι μου είναι η γραφή

σπίτι με εκατό πόρτες και παράθυρα

που κλείνουν και ανοίγουν εναλλάξ.

Όταν χάνω ένα κλειδί

βρίσκω ένα άλλο

όταν κλείνει ένα παράθυρο

παραβιάζω μια πόρτα

Στο τέλος

πόρνη σπλαχνική

όπως όλες οι πόρνες

η γραφή ανοίγει τα πόδια

μου προσφέρει άσυλο με δέχεται

με σκεπάζει με τυλίγει

με ξελογιάζει με προστατεύει

μητέρα πανταχού παρούσα.

Σπίτι μου είναι η γραφή

οι σάλες της τα πλατύσκαλά της

οι σοφίτες της οι πόρτες της που ανοίγουν

σε άλλες πόρτες

οι διάδρομοί της που οδηγούν σε υπνοδωμάτια

γεμάτα καθρέφτες

όπου ξαπλώνεις

με τη μόνη συντροφιά που δεν είναι ανεπαρκής:

τις λέξεις.

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Λένα Κοψαχείλη

 

Cristina_Peri_Rossi

Η Κριστίνα Πέρι Ρόσσι είναι ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια από την Ουρουγουάη. Γεννήθηκε στο Μοντεβίδεο το 1941. Το 1970, τα γεγονότα της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ουρουγουάη την ανάγκασαν να καταφύγει στην Ισπανία, όπου διαμένει μέχρι σήμερα. Τα δύο ποιήματα που δημοσιεύονται εδώ είναι από την ποιητική συλλογή Habitación de hotel (Δωμάτιο ξενοδοχείου).

© Logotexnia 21 + Cristina Peri Rossi + Lena Kopsacheili

Γιώργος Λαμπράκος, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ

ROOD

[Απόσπασμα]

[…]

Μια μέρα προτού φύγω από το σπίτι είπα στους γονείς μου ότι τους μοιάζω, αλλά εκείνοι το αρνήθηκαν. Είμαι σαν εσάς, τους λέω, εκτός βέβαια αν μου κρύβετε κάτι που πρέπει επιτέλους να μάθω. Δεν σου κρύβουμε τίποτα, μου λένε, αλλά δεν είσαι σαν εμάς. Είμαι αυτό που δεν έχετε γνωρίσει στον εαυτό σας, τους λέω, αυτό που δεν έχετε αναγνωρίσει στον εαυτό σας. Είμαι το κατάλοιπό σας, το πάρεργό σας, το παραπροϊόν σας. Είμαι αυτό που δεν έχετε αποδεχτεί μέσα σας. Είμαι εσείς συν εγώ συν αυτό που απορρίψατε.

Αρκετά πήρα ζώντας τόσα χρόνια με τους γονείς μου. Πολύ φοβάμαι πως έβαλα και στη μπάντα. Πολύ φοβάμαι για πάντα.

Από τότε που έφυγα από το σπίτι δεν τους έχω δει. Δεν ξέρω αν ζουν, με τι ασχολούνται, κι ούτε με ενδιαφέρει. Δεν τους μισώ, απλώς είναι γονείς. Το πρόβλημα με τους γονείς, ανεξάρτητα από το πώς μεγάλωσε ο καθένας, είναι ότι σε ορίζουν, σε καθορίζουν, δεν μπορείς να τους αποτινάξεις. Ειδικά όταν νιώθεις την ύπαρξή σου σαν ρούχο που το έχουν μόλις πλύνει, τινάξει και κρεμάσει για να στεγνώσει.

Οι γονείς μου δεν με ήθελαν. Συνεπώς δεν τους ήθελα ούτε εγώ. Τα αμοιβαία συναισθήματα, ακόμα κι αν δεν γεννιούνται με αμοιβαίο τρόπο, είναι πάντα ωφέλιμα.

Δεν ξέρω αν οι γονείς μου έψαξαν ποτέ να με βρουν αφότου έφυγα από το σπίτι. Εξάλλου δεν έψαχναν να με βρουν ακόμα κι όταν ήμουν στο σπίτι. Έφευγαν διακοπές κι εγώ έμενα σπίτι με τη γιαγιά μου. Πάντοτε πίστευα πως οι γονείς μου θα διέκοπταν τις διακοπές τους μόνο για να παραστούν στην κηδεία μου. Τώρα πλέον ούτε καν γι’ αυτό.

Κάποτε πλησίασε το σπίτι κάποιος ιδιωτικός ντετέκτιβ, που κατόρθωσε να φτάσει μέχρι την εξώπορτα. Καθώς όμως για κάτι τέτοια κόλπα ήμουν πάντα προετοιμασμένος, είχα βάλει άλλο όνομα στο κουδούνι. Ο ντετέκτιβ δεν ξαναφάνηκε. Η κοινωνία διαθέτει και εφαρμόζει αμέτρητους τρόπους για να πιαστώ στη φάκα της. Σκοπός μου να δω πιασμένη την ίδια, και μάλιστα στην ίδια της τη φάκα.

Διαρκώς ακούμε ότι η κοινωνία διέρχεται κρίση, ότι ζούμε σε μεταβατική περίοδο, ότι η νέα γενιά αδιαφορεί για την παράδοση, ότι η ηθική έχει ξεπέσει, ότι έχει έρθει η ώρα για τη μεγάλη υπέρβαση, ότι η πατρίδα δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη στο παρελθόν, ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν πια διαχωριστικές γραμμές, ότι η οικονομική ύφεση καλά κρατεί, ότι το κράτος θα επανιδρυθεί, ότι η χώρα αλλάζει σελίδα. Πιστεύω πως το βιβλίο της χώρας μου δεν έχει άλλες σελίδες και πως ήρθε η ώρα να το πετάξουμε στη φωτιά.

Λένε ότι σήμερα δεν πετυχαίνει τίποτα επειδή οι άνθρωποι δεν κάνουν πράγματα από κοινού. Αλλά για να κάνουν οι άνθρωποι πράγματα από κοινού, προϋποτίθεται πως έχουν κοινά. Το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι θέλουν να κάνουν αυτό που τους συμφέρει. Αυτό το κοινό φυσικά τους χωρίζει, αφού σπάνια το συμφέρον τους είναι κοινό.

Δεν συμμετέχω στα κοινά. Για να συμμετέχω στα κοινά θα πρέπει να έχω κοινά με τους άλλους. Εγώ όμως δεν έχω κοινά με κανέναν. Κοινά έχω μόνο με την οικογένεια που ζει από κάτω μου, επειδή ζούμε στο ίδιο κτίριο και πληρώνουμε κοινόχρηστα για να διατηρείται καθαρό. Αυτή είναι πράγματι μια, όπως λένε, κοινή προσπάθεια.

Το σπίτι μου αποτελείται από ένα δωμάτιο. Ο νιπτήρας είναι δίπλα στη λεκάνη. Η λεκάνη είναι δίπλα στη ντουσιέρα. Η ντουσιέρα είναι δίπλα στο κρεβάτι. Το κρεβάτι είναι δίπλα στο γραφείο. Το γραφείο είναι δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Η μπαλκονόπορτα είναι δίπλα στον νεροχύτη. Ο νεροχύτης είναι δίπλα στη ντουλάπα. Η ντουλάπα είναι δίπλα στην εξώπορτα. Η εξώπορτα δεν είναι δίπλα στο ασανσέρ, αφού δεν υπάρχει ασανσέρ: το σπίτι μου βρίσκεται στον πρώτο όροφο. Το Ρετιρέ μου δεν απέχει και πολύ από το Υπόγειο.

Στο ισόγειο ζει μια οικογένεια. Τρεις άνθρωποι, δυο γονείς και μια γιαγιά. Οι γονείς είχαν ένα τυχερό παιδί που σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Όταν ζούσε το παιδί γινόταν τρομερός θόρυβος, ήθελα να κατέβω κάτω και να τους σφάξω οικογενειακώς. Τώρα πια επικρατεί γαλήνη, τρομακτική γαλήνη, τόση γαλήνη ώστε μια φορά ευχήθηκα μέσα μου να ξαναποκτήσουν παιδί. Ύστερα από ένα δέκατο του δευτερολέπτου μετάνιωσα για την ευχή μου.

Με την οικογένεια αυτή δεν έχω καμιά επαφή. Πρώτη του μήνα μού αφήνουν έξω από την πόρτα τον λογαριασμό των κοινόχρηστων. Εγώ αφήνω με τη σειρά μου το ποσό σε έναν φάκελο. Οι υπόλοιποι λογαριασμοί μου πληρώνονται αυτόματα μέσω του τραπεζικού μου λογαριασμού και του διαδικτύου. Το διαδίκτυο εφευρέθηκε σίγουρα από κάποιον αγοραφοβικό.

Το διαμέρισμά μου δεν έχει θέα. Αν άνοιγα ποτέ το πατζούρι, θα έβλεπα πιθανότατα τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Και θέα να είχε, πάλι δεν θα το άνοιγα. Το φως με σκοτώνει, ο ήλιος καίει το δέρμα μου και πληγώνει τα μάτια μου. Όσο για τη νύχτα, παραέχει αστέρια. Το φεγγάρι το βαριέμαι αφόρητα. Αν μπορούσα να το εξαφανίσω με μια κίνηση, θα την έκανα πάραυτα.

Η φύση είναι πληκτική. Αν δεις ένα έλατο, τα έχεις δει όλα, αν δεις ένα ελάφι, τα έχεις δει όλα. Η μανία του ανθρώπου να ανακαλύψει, να καταγράψει και να ταξινομήσει όλα τα είδη του πλανήτη δείχνει το ένα και μοναδικό του ενδιαφέρον, που είναι να ξέρει ποιο είδος καταστρέφει κάθε φορά, ώστε να καταγράψει την καταστροφή του. Η φύση του ανθρώπου είναι αντιφυσική.

Δεν έχω καμιά επαφή με τη φύση και τον κόσμο. Ξέρω βέβαια πως θα μου κάνει καλό αν βγω έξω, αφού μετά θα φουντώσει η επιθυμία μου να ξανακλειστώ μέσα. Αλλά ζαβολιές δεν κάνω. Το μόνο μέσο, το μόνο παράθυρο διά του οποίου έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο είναι ηλεκτρονικό. Είμαι ένα άτομο που αισθάνεται οικεία μονάχα στην οικία του.

[…]

Γιώργος Λαμπράκος: Αναμνήσεις από το Ρετιρέ Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και είναι επαγγελματίας μεταφραστής. Η εξαιρετική νουβέλα Αναμνήσεις από το Ρετιρέ,που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης, είναι το πρώτο του βιβλίο. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί για την άδεια να συμπεριληφθεί το παραπάνω απόσπασμα στα περιεχόμενά της.

© Γιώργος Λαμπράκος + Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Roberto Bolaño, Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική [Β΄Μέρος]

Nazi Zombies

[Αποσπάσματα]

[…]

ΓΚΟΥΣΤΑΒΟ ΜΠΟΡΔΑ

Γουατεμάλα, 1954 - Λος Άντζελες, 2016

Ο μεγαλύτερος και πιο καταραμένος από τους Γουατεμαλτέκους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην εξοχή. Γιος του επιστάτη της φάρμας «Λος Λαουρέλες», είχε τη βιβλιοθήκη των αφεντικών του πατέρα του να του παρέχει τα πρώτα αναγνώσματα και τους πρώτους εξευτελισμούς. Και τα δυο, αναγνώσματα και εξευτελισμοί, δεν θα έλειπαν στη διάρκεια της ζωής του.

Του άρεσαν οι ξανθές και ο πόθος του ήταν ακόρεστος, θρυλικός, πηγή πειραγμάτων και χοντρών αστείων. Επιρρεπής στον έρωτα και τη φιλαυτία, η ζωή του ήταν σίγουρα μια αλυσίδα εξευτελισμών που ήξερε να υπομένει με την καρτερία πληγωμένου θηρίου. Υπάρχουν άφθονες καλιφορνέζικες ιστορίες (ενώ αντίστοιχα λείπουν οι ιστορίες από τη Γουατεμάλα, όπου έφτασε να θεωρείται, αν και όχι για πολύ καιρό, εθνικός συγγραφέας): λέγεται ότι ήταν ο λευκός που προτιμούσαν όλοι οι σαδιστές του Χόλυγουντ· ότι ερωτεύτηκε τουλάχιστον πέντε ηθοποιούς, τέσσερις γραμματείς, επτά γκαρσόνες και ότι η απόρριψη που εισέπραξε απ’ όλες έπληξε βαθιά την προσωπική του αξιοπρέπεια· ότι σε πάνω από μια περιπτώσεις τον χτύπησαν βάναυσα τα αδέλφια, οι φίλοι ή οι αγαπητικοί των γυναικών που ερωτευόταν· ότι άρεσε στους φίλους του να τον κάνουν να πίνει μέχρι σκασμού και ότι μετά τον άφηναν να κείται οπουδήποτε· ότι εξαπατήθηκε από τον ατζέντη του, τον σπιτονοικοκύρη του, τον γείτονά του (τον Μεξικανό σεναριογράφο και συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Αλφρέδο ντε Μαρία)· ότι η παρουσία του σε συγκεντρώσεις και συνέδρια Βορειοαμερικανών συγγραφέων προκαλούσε τον σαρκασμό, την περιφρόνηση (σε αντίθεση με την πλειονότητα των συναδέλφων του, ο Μπόρδα δεν είχε ούτε τις στοιχειώδεις επιστημονικές γνώσεις· η άγνοιά του στους τομείς της αστρονομίας, της αστροφυσικής, της κβαντικής φυσικής, της πληροφορικής ήταν παροιμιώδης) και τον χλευασμό· ότι εντέλει η ύπαρξή του και μόνο αρκούσε για να φέρει αμέσως τα πιο χαμηλά και κρυφά ένστικτα στους ανθρώπους που για τον άλφα ή βήτα λόγο συναντούσε στη ζωή του.

Δεν υπάρχει απόδειξη ωστόσο ότι τίποτα δεν τον πτοούσε. Στα «Ημερόχρονά» του ρίχνει το φταίξιμο για όλα στους εβραίους και στους τοκογλύφους.

Ο Γκουστάβο Μπόρδα έφτανε μετά βίας το ένα μέτρο και πενήντα πέντε, ήταν μελαψός, με μαλλί μαύρο και σκληρό, και δόντια τεράστια και πολύ λευκά. Οι ήρωές του, αντίθετα, είναι ψηλοί, ξανθοί, γαλανομάτηδες. Τα διαστημόπλοια που εμφανίζονται στα μυθιστορήματά του φέρουν γερμανικά ονόματα. Τα πληρώματα είναι επίσης Γερμανοί. Οι διαστημικές αποικίες ονομάζονται Νέο Βερολίνο, Νέο Αμβούργο, Νέα Φραγκφούρτη, Νέα Καινιξβέργη. Και η διαστημική του αστυνομία ντύνεται και συμπεριφέρεται όπως σίγουρα θα ντύνονταν και θα συμπεριφέρονταν τα Ες Ες αν είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τον 22ο αιώνα.

Πέραν τούτου τα θέματά του ήταν πάντα συμβατικά: νέοι που ξεκινούν ένα ταξίδι μύησης, παιδιά χαμένα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος που συναντούν γέρους κοσμοναύτες γεμάτους σοφία, φαουστικές ιστορίες συμφωνιών με τον Διάβολο, πλανήτες όπου μπορεί κανείς να βρει την πηγή της αιώνιας νεότητας, πολιτισμούς χαμένους που συνεχίζουν να υπάρχουν κρυφά.

Έζησε στην Πόλη της Γουατεμάλας και στο Μεξικό, όπου έκανε κάθε λογής δουλειές. Τα πρώτα του έργα πέρασαν εντελώς απαρατήρητα.

Μετά τη μετάφραση στα αγγλικά του τέταρτου μυθιστορήματός του, Ανεξιχνίαστα εγκλήματα στη Σιουδάδ-Φουέρσα, έγινε επαγγελματίας συγγραφέας και πήγε να ζήσει στο Λος Άντζελες, πόλη που δεν θα εγκατέλειπε πια.

Σε κάποια περίσταση, ερωτηθείς για ποιο λόγο έχουν οι ιστορίες του αυτό το τόσο παράξενο για έναν συγγραφέα της Κεντρικής Αμερικής γερμανικό στοιχείο, απάντησε: Έχω φάει τόσο κράξιμο, τόσο φτύσιμο και τόση κοροϊδία που ο μοναδικός τρόπος για να συνεχίσω να ζω και να συνεχίσω να γράφω ήταν να μεταφερθώ εν πνεύματι σ’ ένα μέρος ιδεατό… Με τον τρόπο μου είμαι σαν μια γυναίκα στο σώμα ενός άντρα…

[…]

ΜΑΤΕΟ ΑΓΚΙΡΕ ΜΠΕΝΓΚΟΕΤΣΕΑ

Μπουένος Άιρες, 1880 - Κομοντόρο Ριβαντάβια, 1940

Ιδιοκτήτης ενός τεράστιου κτήματος στην επαρχία Τσουμπούτ, το οποίο διηύθυνε ο ίδιος και στο οποίο είχαν πρόσβαση λίγοι φίλοι, η ζωή του είναι ένα αίνιγμα που ταλαντεύεται ανάμεσα στον βουκολικό στοχασμό και την ενσάρκωση του τιτάνα. Συλλέκτης πιστολιών και μαχαιριών, αγαπούσε τη ζωγραφική των Φλωρεντινών και από την άλλη μισούσε τη ζωγραφική των Ενετών. Άριστος γνώστης της αγγλικής λογοτεχνίας, η βιβλιοθήκη του, παρά τις τακτικές παραγγελίες σε διάφορους βιβλιοπώλες του Μπουένος Άιρες και της Ευρώπης, ποτέ δεν ξεπέρασε τα χίλια βιβλία. Καλλιέργησε την εργένικη ζωή, το πάθος για τον Βάγκνερ, μερικούς Γάλλους ποιητές (Κορμπιέρ, Κατύλ Μεντές, Λαφόργκ, Μπανβίλ) και μερικούς Γερμανούς φιλοσόφους (Φίχτε, Άουγκουστ-Βίλχελμ Σλέγκελ, Φρίντριχ Σλέγκελ, Σέλινγκ, Σλάιερμαρχερ). Στο δωμάτιο όπου έγραφε και κανόνιζε τα θέματα του κτήματος αφθονούσαν οι χάρτες και τα γεωργικά εργαλεία. Στους τοίχους και τα ράφια συνυπήρχαν αρμονικά τα λεξικά και τα πρακτικά εγχειρίδια με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες των πρώτων Αγκίρε και τις λαμπερές φωτογραφίες των ζώων του που είχαν κερδίσει βραβεία.

Έγραψε τέσσερα επιτυχημένα μυθιστορήματα, σπαρμένα αραιά μέσα στον χρόνο (Η Θύελλα και οι Νέοι, 1911, Ο ποταμός του Διαβόλου, 1918, Η Άννα και οι Πολεμιστές, 1928, και Η ψυχή του καταρράκτη, 1936), και ένα μικρό ποίημα όπου θρηνεί για το ότι γεννήθηκε πάρα πολύ νωρίς και σε μια χώρα πάρα πολύ νέα.

Η αλληλογραφία του είναι πλούσια και τυπική. Οι συνομιλητές του, διανοούμενοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι των πιο διαφορετικών τάσεων, τους οποίους διάβασε προσεκτικά και στους οποίους ποτέ δεν κατάφερε να απευθυνθεί στο β’ ενικό.

Μισούσε τον Αλφόνσο Ρέγες μ’ ένα αξιοθαύμαστο πείσμα.

Λίγο πριν πεθάνει, προαναγγέλλει σε γράμμα σε φίλο στο Μπουένος Άιρες μια λαμπρή περίοδο για την ανθρωπότητα, τη θριαμβευτική είσοδο σε μια νέα χρυσή εποχή και αναρωτιέται αν οι Αργεντινοί θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.


Μετάφραση από τα Ισπανικά: Στέργιος Ξηροτάγαρος


PD*26157167

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής το 1953 και πέθανε στη Βαρκελώνη το 2003. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν δυο μικρά μυθιστορήματα, το Μακρινό αστέρι, η Τελευταία νύχτα στη Χιλή, και η συλλογή διηγημάτων Πουτάνες φόνισσες. Το μυθιστόρημά του Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (La literatura nazi en América) δημοσιεύτηκε το 1996 και είναι γραμμένο σαν εγκυκλοπαιδικό λεξικό με βιογραφίες συγγραφέων. Άλλα έργα του: Llamadas telefónicas (Τηλεφωνικές κλήσεις), Los detectives salvajes (Οι άγριοι ντετέκτιβ) και 2666.

© Logotexnia 21 + Stergios Xirotagaros

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails