Marta Traba, Το κτήριο

Street Portraiture

Πέρασα λίγη ώρα μπροστά στην καντίνα για να δω πώς στην ευχή έβαζαν το κομμένο κρέας στην αρέπα*, τι σάλτσα πρόσθεταν και τι έκαναν για να μην τρέξει όλο στο μανίκι. Πού και πού, η γυναίκα που έφτιαχνε τις αρέπα με κοιτούσε λοξά κι εγώ παρέμενα ατάραχος, χωμένος στη σκαλωσιά που ανεβοκατέβαινε, από μια οικοδομή. Όταν είδα ότι όλα είναι υπό έλεγχο, πήγα και ζήτησα την αρέπα μου με σις κεμπάπ, νιώθοντας πως όλες αυτές οι μικρές πράξεις ήταν κερδισμένα εκατοστά στην πόλη, απώλεια του φόβου, αυτό, τέλος πάντων, που με οδηγούσε στην κατάσταση απόλυτου ελέγχου που επιδίωκα. Κάποια στιγμή η πόλη θα γινόταν δική μου, δίχως απόκρυφους φόβους ούτε κρυφές ανησυχίες. Ήσυχα, σαν να ζούσα πάντοτε εκεί και να μπορούσα ακόμα και να τη γυρίσω με τα πόδια, αν έπρεπε, όπως έκαναν τόσες φορές οι μαύροι από το Χάρλεμ. Με την αρέπα στο χέρι, τυλιγμένη ως τη μέση με ένα ασημόχαρτο που συγκρατούσε το ζουμί της, κατευθύνθηκα προς το πεζούλι που είχα μελετήσει διεξοδικά προηγουμένως, ενώ μια ευεργετική ζέστη ανέβαινε στο μπράτσο μου. Στην άλλη μεριά του δρόμου ανοιγόταν κάτι σαν πλατεΐτσα, αρκετά ψηλή, με ένα πεζούλι όπου διάφοροι άνθρωποι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Στις δύο πλευρές της πλατεΐτσας υψώνονταν δύο ορμητικοί πίδακες νερού που ξανάπεφταν στην επιφάνεια των σιντριβανιών, και καθώς ανέβαινε στην πλατεία το κελάρυσμα του νερού εξουδετέρωνε κάπως τον θόρυβο των αυτοκινήτων που κινούνταν με ταχύτητα στην Παρκ Άβενιου. Ο κόσμος απολάμβανε την ηλιόλουστη μέρα, χωρίς ούτε ένα σύννεφο, που σε έκανε να ξεχνάς τα πρώτα κρύα. Μια κοπέλα είχε βγάλει το μάλλινο παλτό της και λιαζόταν φορώντας μόνο ένα ελαφρύ μπλουζάκι, όπου διαγράφονταν οι ρόγες της.

Παρατηρούσα ακούραστα τους ανθρώπους, λες και η μοναδική και ουσιαστική δουλειά μου στον κόσμο ήταν να κοιτάζω τους άλλους. Προσπαθούσα να αποδιώξω αυτή την αίσθηση ηδονοβλεψία που κρυβόταν κάτω από αυτή την εξονυχιστική έρευνα με τα μάτια και ήμουν απλώς ευτυχισμένος συλλογιζόμενος τι θα μπορούσε να κάνει ή να είναι αυτός ο κόσμος σε άλλο πλανήτη. Σε όλους τους έβρισκα συναρπαστικές εμμονές, που τους προσέδιδαν μια έντονα κλειστή φύση. Κοντά μου κάθισε ένας μαύρος, ανεβαίνοντας σβέλτα στο πεζούλι για να σταθεί στο μέσον του σιντριβανιού, έβαλε το τρανζίστορ ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να ανοίγει μεθοδικά το ασημόχαρτο του χάμπουργκέρ του. Από το τρανζίστορ δεν έβγαινε μουσική, ούτε και ειδήσεις, ή τουλάχιστον ήταν αδύνατον να καταλάβεις τι άκουγε, από τη μεριά μου. Έγερνε προς το τρανζίστορ μασώντας και χαμογελώντας, και ο θόρυβος που έβγαζε το μηχάνημα γύριζε γύρω από το κεφάλι του σαν κασκόλ. Ούτε εκείνος ούτε τα κορίτσια που κάθονταν από την άλλη μεριά, ρουφώντας απορροφημένα ένα καλαμάκι βαλμένο σε ένα χάρτινο ποτήρι, ενδιαφέρονταν έστω και στο ελάχιστο για το τι γίνεται γύρω τους. Πάντα υπήρχε κάτι μπροστά τους, μπροστά στο οπτικό τους πεδίο, που δεν ήταν φυσικά ο πίδακας νερού που ανέβαινε και έπεφτε και πιτσιλούσε, αλλά ίσως κάτι πιο πέρα, που δεν μπορούσα να δω ούτε να φανταστώ, γιατί δεν μπορούσα να αποκόψω το βλέμμα του κόσμου που καθόταν στο πεζούλι. Λίγο πιο πέρα από τον μαύρο καθόταν μια γριά που, κρίνοντας από την απίστευτη βραδύτητα των κινήσεών της, πρέπει να ήταν εκατό χρόνων. Έβγαζε κάτι ξεροκόμματα από μια πλαστική σακούλα και τα έφερνε στο στόμα της, αλλά πλησιάζοντας μια σχισμή δίχως δόντια άλλαζε γνώμη, και ξαναέβαζε αργά τα ξεροκόμματα στην τσάντα. Η κίνηση αυτή επαναλήφθηκε τόσες φορές που κόντευε να με πάρει ο ύπνος. Το σις κεμπάπ είχε ένα βουνό καυτερό, και όπως έκαιγε το στομάχι μου και έπεφτε ο μεσημεριανός ήλιος από πάνω, σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν να βουτήξω στα σιντριβάνια ή τουλάχιστον να ξαπλώσω στο πεζούλι, όμως όλοι κάθονταν κόσμια, πράγμα το οποίο έθετε πλέον έναν κανόνα που δείλιαζα να παραβλέψω. Κοίταξα κατά το κτήριο, προς τα επάνω, και ο τεράστιος γυάλινος τοίχος, που ακτινοβολούσε κατά τόπους, με τα μπρούτζινα παραλληλόγραμμα γύρω γύρω, μου φάνηκε σαν ένα γιγαντιαίο φυλακτό, κάτι το τέλειο και υπερπροστατευτικό που εξηγούσε, κατά κάποιον τρόπο, την ηρεμία του κόσμου που καθόταν στην πλατεΐτσα. Από τον γυάλινο τοίχο εκκινούσε μια απόλυτη ασφάλεια, καθώς και ο ορισμός ενός πράγματος που δεν μπορούσα να προσδιορίσω αλλά παρ’ όλα αυτά μου επιβαλλόταν. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα από την κάθετη γραμμή που είχε καρφώσει το φως στον μενεξεδένιο ουρανό. Ένα πνιχτό γελάκι του μαύρου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Η γριά, κρεμασμένη σαν τσιγκέλι πάνω στο πεζούλι, είχε βγάλει τη μία κάλτσα και πολεμούσε να βγάλει και την άλλη. Έβαλε διστακτικά το γυμνό πόδι της στο σιντριβάνι, και έκανε κάτι σαν γουργούρισμα. Το πόδι της ήταν σκελετός σαν αυτόν που έχουν στα σχολεία στο μάθημα ανατομίας, που πάντα εμφανιζόταν στο ντουλάπι κάποιου κοριτσιού, για να τις τρομάξει. Τώρα αυτό το εξίσου χαλαρό και δίχως αφέντη πόδι αναπαυόταν, ταλαντευόμενο, στο νερό του σιντριβανιού, και σύντομα του έκανε παρέα και το άλλο κομμάτι του σκελετού. Κατάλαβα ότι ο κόσμος παρακολουθούσε και ότι δημιουργούνταν μια επικίνδυνη προσδοκία. Από μια πόρτα του κτηρίου βγήκε ένας θυρωρός με σιρίτια, σταμάτησε από μακριά κοιτώντας προς το μέρος της γριάς, και έβγαλε τα γάντια του σαν να ετοιμαζόταν για κάτι. Ο κόσμος περίμενε. Η γριά κοίταξε προς τον μαύρο, γουργούρισε ξανά και είπε κάτι σαν «ζέστη». Πέρασε μια βρόμικη κάλτσα στο καταχαραγμένο προσωπάκι της. Ο μαύρος τής πέταξε από μακριά ένα χάρτινο ποτήρι με αναψυκτικό, με τέτοια ευστοχία ώστε έπεσε δίπλα στη γριά. Αυτή το κοίταξε κάπως ξαφνιασμένη, φοβούμενη τυχόν επίθεση, αλλά κατάλαβε ότι ήταν φιλική κίνηση, και με πολύ κόπο άρπαξε το ποτήρι και το έβαλε στη δίχως δόντια τρύπα. Το πίεζε ανάμεσα στις δυο αποστεωμένες σιαγόνες και το έσπρωχνε απαλά με το χέρι. Όταν κουραζόταν κατέβαζε το χέρι, και το ποτήρι έμενε κολλημένο στο κενό του στόματος, ισορροπώντας επισφαλώς. Μόλις πέρασε το πρώτο κύμα ανησυχίας, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για τη γριά και άρχισε ξανά να παρατηρεί σημεία χαμένα στο πουθενά. Κοίταξα ξανά προς τα επάνω, το κτήριο, και μου φάνηκε πως φλεγόταν και κουνιόταν. Στον μενεξεδένιο ουρανό σχηματιζόταν ένα αλλόκοτο συννεφάκι, σαν νύχι.

Ένα τεράστιο μαύρο αυτοκίνητο, με φιμέ τζάμια, σταμάτησε ακριβώς δίπλα στις σκάλες απ’ όπου ανέβαινες στην πλατεΐτσα και εν ριπή οφθαλμού βγήκε από το αυτοκίνητο μια κοπέλα με λυτά κυματιστά μαλλιά, και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά σφίγγοντας μια πράσινη ζακέτα και με τα δυο χέρια στο στήθος της. Καθώς περνούσε τρέχοντας από την άλλη μεριά του σιντριβανιού, κοίταξε προς το μέρος μου και η έκφρασή της με συγκλόνισε· το πρόσωπό της ήταν άσπρο, αλλοιωμένο, πρόσωπο νεκρής, ωστόσο δέσποζε ο βίαιος μορφασμός του σφιγμένου στόματος. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να φωνάζει καθώς έτρεχε προς την πόρτα του κτηρίου, κάποιοι εμφανίζονταν μπροστά της και χανόταν στην πόρτα που ανοιγόκλεινε, αλλά όλα έγιναν σιωπηλά, ενώ ο γάργαρος ήχος του σιντριβανιού δημιουργούσε μια φρικτή πλάνη. Λίγα λεπτά μετά την κοπέλα σταμάτησε, πίσω από το σκούρο αυτοκίνητο που είχε μείνει εκεί περιμένοντάς την, ένα ασθενοφόρο, με έναν συνεχή και διαπεραστικό θόρυβο. Παρότι είχε σταματήσει, η σειρήνα εξακολουθούσε να ηχεί και ο κόκκινος γλόμπος στο καπό γύριζε γρήγορα βγάζοντας εναλλασσόμενες δέσμες φωτός, που έσκιζαν την πλατεία. Από μακριά ακούστηκε κι άλλη σειρήνα να ουρλιάζει, και ένα δεύτερο ασθενοφόρο χώθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα στα κίτρινα ταξί που κάλυπταν τη λεωφόρο σαν αστραφτερή γλυκιά κρέμα, και σταμάτησε απότομα πίσω από το προηγούμενο. Πρόσεξα ότι ο κόσμος είχε σταματήσει να τρώει, ορισμένοι μάζευαν με προσοχή τα χαρτιά τους και τα έκαναν ασημόχρωμες μπαλίτσες που τις κρατούσαν σφιχτά στο χέρι, ενώ σηκώνονταν για να φύγουν. Σε λίγα λεπτά το πεζούλι άδειασε, εκτός από τον μαύρο, που συνέχισε να ακούει το μουγκρητό του τρανζίστορ του σαν να μη συνέβαινε τίποτα, και τη γριά, που φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί, καθώς το ποτήρι ξεκολλούσε σιγά σιγά από το στόμα της. Μετά η πλατεία απέκτησε άλλο ρυθμό, σαν κάποιος να γύριζε ταινία και τίποτε από όσα συνέβησαν να μην ήταν βέβαιο· οι πόρτες του κτηρίου άνοιξαν, ενώ από κάθε ασθενοφόρο έβγαινε γρήγορα ένα φορείο, τα έβαζαν μέσα και σχεδόν αμέσως τα ξανάβγαζαν με κάποιον ξαπλωμένο επάνω. Από το πεζούλι ήταν αδύνατον να μάθεις περί τίνος επρόκειτο, και όλα φαίνονταν υπερβολικά εξωπραγματικά και ιλιγγιώδη. Ο μαύρος είπε «σκατά», πέρασε τα πόδια του πάνω από το πεζούλι και με ένα σάλτο βρέθηκε κάτω, στο πεζοδρόμιο. Μου φάνηκε πως κάποιος κοιτούσε προς το μέρος όπου καθόμουν με μίσος. Πραγματικά είχα μείνει μόνος, αν εξαιρέσουμε τη γριά που δεν μετρούσε, τους ηθοποιούς της τραγωδίας και το κτήριο, απόμακρο και απειλητικό. Κοίταξα ως το τέρμα, επίτηδες, νιώθοντας ότι καταπατούσα έναν κανόνα του οποίου τη βαρύτητα δεν μπορούσα να αντιληφθώ με σαφήνεια. Η κοπέλα με το πράσινο πανωφόρι μπήκε με ένα από τα φορεία στο πίσω μέρος ενός ασθενοφόρου. Ο μαύρος οδηγός του τεράστιου αυτοκινήτου της βγήκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε προς τα ασθενοφόρα, ελαφρά αποπροσανατολισμένος. Τα ασθενοφόρα ξεκίνησαν κάνοντας έναν φριχτό θόρυβο, και το αυτοκίνητο παρέμεινε σταθμευμένο, στην άκρη του δρόμου σαν φέρετρο. Σκέφτηκα ότι αν καθόμουν στο πεζούλι της πλατεΐτσας θα μπορούσα, ίσως, να δω μυριάδες πράγματα αλλά την ίδια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η, ξεκάθαρη, ιδέα ότι η άπληστη αδιακρισία θα τιμωρούνταν και ότι θα ήταν καλύτερα να περπατούσα στον δρόμο παριστάνοντας τον αδιάφορο, προστατευμένος στην απέραντη ανωνυμία.


Μετάφραση από τα Ισπανικά: Λένα Κοψαχείλη

* (Σ.τ.Μ.) Ψημένη ζύμη από αλεύρι καλαμποκιού, διαδεδομένη σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής.


Marta Traba H Μάρτα Τράμπα (Μπουένος Άιρες, 1930 – Μαδρίτη, 1983), κριτικός τέχνης και συγγραφέας, πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία του ’50 με την ποιητική συλλογή Historia natural de la alegría [Φυσική ιστορία της χαράς], μολονότι το υπόλοιπο συγγραφικό έργο της αποτελείται από δοκίμια, μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και αναρίθμητα άρθρα με θέμα την ιστορία και την κριτική τέχνης. Έζησε στο Παρίσι, στην Μπογκοτά, στη Βενεζουέλα, στο Πουέρτο Ρίκο, στην Ουρουγουάη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Το κτήριο» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων De la mañana a la noche: cuentos norteamericanos [Από το πρωί ως το βράδυ: βορειοαμερικανικά διηγήματα], που γράφτηκε το 1982, κατά τη διαμονή της στις ΗΠΑ, αλλά εκδόθηκε μετά τον θάνατό της. Πέθανε σε ηλικία 53 ετών, σε αεροπορικό δυστύχημα στην Ισπανία. Άλλα έργα της είναι Las ceremonias del verano [Οι τελετές του καλοκαιριού](1966), Los laberintos insolados [Οι ηλιόλουστοι λαβύρινθοι](1967), Así pasó [Έτσι έγινε] (1968), La jugada del día sexto [Το παιχνίδι της έκτης ημέρας] (1969). Βιβλία της Μάρτα Τράμπα δεν κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Dea Loher, χώρα χωρίς λόγια

I.

κι όταν με ρωτάνε

πώς ήταν

ε

ε

ε

ε πώς ήταν

εγώ δεν λέω

τίποτα

κι όταν με πιέζουνε

έλα λέγε

εγώ σκέφτομαι

τι να πω

αν ήμουν ζωγράφος

για παράδειγμα ας πούμε

θα ήτανε πιο απλό

ρωτάω

θα μπορούσα να πω

παλιά

για πολύ πολύ καιρό

τα σώματα ήτανε σημαντικά

μια εποχή όπως έπρεπε

ύστερα κανένα αναντικατάστατο

τελικά τυχαία

σώματα κάποιες φορές γυμνά κάποιες φορές όχι

με εξωφρενικά μεγεθυσμένη ακρίβεια

με τα τραύματά τους τις ουλές τις ραφές τα κοκκινισμένα ανοίγματα

σώματα στην απόχρωση χαλασμένου σολομού

κι η ουσία τους σαν χοιρινό κρέας πέτσα λίπος χόνδροι

κάθε ίνα ξεκάθαρα ορατή

έμφαση στην αναπόφευκτη σήψη

πολύ καιρό στη μόδα έχει ακόμα πέραση

ο άνθρωπος κυλισμένος στο τερατώδες δείχνει την αθλιότητά του

για να του δοθεί παρηγοριά

ήτανε μια από τις φάσεις μου

ύστερα σκέφτηκα

πού υπερέχει κάθε γιατρός του ζωγράφου

στην ακρίβεια του αναμνηστικού ιστορικού και την ανατομία

εγώ μπορώ το πολύ πολύ να ζωγραφίσω κάτι σπασμένο σκισμένο ακρωτηριασμένο

αυτό έκανα στη συνέχεια πάει καιρός πια

γρήγορα παρακάτω απλώς παρακάτω τα λάθη έχουνε ήδη πληρωθεί η πληγή της

ντροπής στην καρδιά μου μικρή στρογγυλή ασταμάτητα ορατή σαν το σημάδι από

τσιγάρο που σβήστηκε στο δέρμα

αυτό πρέπει να αρκεί ως ανάμνηση

(σταματά)

κι άντε πάλι απ’ την αρχή

να φτιάξω ένα ρόλο αντί να μιλάω για τον εαυτό μου

κατά βάθος κήρυξη πτώχευσης

διπλή

να κρυφτώ με λέξεις

πίσω από χρώματα

λες και θα ’ταν πιο απλό

αν ήμουν ζωγράφος

ρωτάω

κι άντε πάλι απ’ την αρχή να μην

παραιτούμαι

κι άντε πάλι απ’ την αρχή να μην

τους αφήνω

να μην τους αφήνω

να με ρωτάνε

(γελά)

να συνεχίσω να ζωγραφίζω

(σταματά)

ή αυτή η λαχτάρα για ομορφιά

δεν την παραδέχεται κανείς αυτή

ό,τι είναι πραγματικά όμορφο

η μυρωδιά ενός φίλου για παράδειγμα

με τον δικό του εντελώς συγκεκριμένο ιδρώτα στις μασχάλες

κι αμέσως τίθεται και πάλι το ερώτημα

πώς να το ζωγραφίσεις τώρα αυτό

ή 1 τ.μ. οδόστρωμα

κουκούτσι ροδάκινου μισό αποτύπωμα παπουτσιού

χρωματιστές πιτσιλιές σπασμένα γυαλιά

κηλίδα βενζίνης κλαδί με τρία φύλλα

και τώρα

χωρίς κορνίζα κρεμασμένο στον τοίχο

αυτό και μόνο είναι τέχνη

κι ακόμα πιο πολύ

αυτό είναι ομορφιά

μόνο ν’ αλλάξεις λιγάκι την οπτική γωνία

αυτές ήταν οι σκέψεις μου

πριν έρθω στην κ.

είχα δοκιμάσει και κάνα δυο πράγματα

αλλά δεν βγήκε τίποτα σωστό

μόνο επιφάνειες κατάφερνα να φτιάξω

πολλές ωραίες επιφάνειες

το από πίσω

το από κάτω αυτό δεν μπορούσα να το φτιάξω

σκεφτόμουν θα το ήξερα

αλλά δεν το ’ξερα

αλλά ήμουν εντελώς αποφασισμένη

να συνεχίσω να

κι ύστερα απ’ αυτό εκεί

(σταματά)

ξέρετε εκείνος ο ζωγράφος

ο Ρ. που τον θαυμάζω περισσότερο απ’ όλους

είπε κάποτε κάποιος γι’ αυτόν

he was making an environment

where your whole spirit becomes isolated

αυτό είναι

και μετά

you just have to deal with it

he helped you deal with yourself *

να προκαλώ δεν σημαίνει τίποτα για μένα

αλλά πού είναι ο πόνος

κι η ευτυχία

(σταματά)

ξέρετε εκείνος ο ζωγράφος

ο Ρ. που τον θαυμάζω περισσότερο απ’ όλους

είπε κάποτε κάποιος γι’ αυτόν

he was making an environment

where your whole spirit becomes isolated

αλλά δεν είναι καθόλου αυτό

ως σκοπός αυτό είναι απολύτως λάθος

το αντίθετο είναι σωστό πρέπει να προσπαθείς

where your whole spirit connects to everything

αν δεν ακουγότανε πάλι αυτό τόσο λαϊκίστικα καλλιτεχνικό

κι όπως

κάποια στιγμή

κι όμως

παραίτηση

ρωτάω

κι η ευτυχία

 

II.

όλα τα αντικείμενα κάθε τι που έχει κάποια σημασία πρέπει να εγκαταλειφθεί όλες οι φόρμες πρέπει να εγκαταλειφθούν γι’ αυτό ήμουν πεπεισμένη

επειδή κάθε πράγμα αποκτάει αμέσως μια τόσο παράλογη σημασία όταν μια εποχή ζωγραφίζεις μόνο φουντουκιές μετά λένε α μάλιστα επιστροφή της φύσης λες και το αντικείμενο είναι πραγματικά σημαντικό είναι φυσικά αλλά όχι αυτό καθαυτό ο σεζάν χρειαζότανε τα μήλα και τ’ αχλάδια του όχι επειδή ήτανε ζωγράφος οπωρικών αλλά επειδή ήθελε να μελετήσει την προοπτική ενός τραπεζιού με πράγματα πάνω του μέσω του χρώματος κι ύστερα έξω ήτανε βλέπετε το φως πώς το αλλάζει το περιβάλλον δεκαετίες το ίδιο και το αυτό βουνό ακριβώς το ίδιο και το αυτό κι όχι ολόιδιο χα χα

τώρα κάτι ευχάριστο ο πλάγιος δρόμος μια σπαστική ερώτηση που λέει γιατί υπάρχουνε τόσο λίγες καλές γυναίκες ζωγράφοι δεν μπορώ να το εξηγήσω ειλικρινά δεν με απασχόλησε και ποτέ εν πάση περιπτώσει φαίνεται πως υπάρχουνε τόσο λίγες καλές γυναίκες ζωγράφοι που αναγκάζονται να κάνουν γι’ αυτές έξτρα καταλόγους τις λένε ύστερα women in art και τους κάνουνε δική τους έκθεση εκεί μέσα πάντα υπάρχει τουλάχιστον 1x georgia o’ keeffe και μάλιστα εγγυημένα ένα άνθος πετούνιας κι όχι το ξεθωριασμένο καύκαλο ζώου στην έρημο

γιατί

το θέμα είναι να αισθάνεσαι καλά

εδώ πετούνια εκεί καύκαλο με κέρατα από πάνω

τι αισθάνεται ο κόσμος παρατηρώντας την πετούνια που είναι πιο ευχάριστο απ’ αυτό που νιώθει στη θέα του καύκαλου

είν’ ένας γρίφος για μένα

για μένα η πετούνια είναι χίλιες φορές πιο δυσάρεστη απ’ το καύκαλο του ζώου γιατί

η πετούνια παραείναι όμορφη παραείναι τέλεια κι αυτό σημαίνει ότι όλος ο πίνακας σου λέει ψέματα σου λέει τόσα ψέματα που θα μπορούσα να το βάλω στα πόδια ουρλιάζοντας όλος ο πίνακας σου χαμογελάει κατάμουτρα τόσο ψεύτικα κοίτα πόσο τρυφερή κι εύκολη είν’ η ζωή η πετούνια είναι μια τέτοια σούπερ μόντελ εικόνα της ζωής κι ύστερα επιπλέον και ερωτικά φορτισμένη εγώ θα μπορούσα να ξεράσω αλλά στον κόσμο αρέσει αυτό

αντισχέδιο

η βασική αρχή είναι η εξής βάζεις ένα κουφάρι ζώου με μυρμήγκια μέσα σε μια γυάλινη προθήκη για παράδειγμα

προσέχεις να είναι επαρκής η παροχή οξυγόνου παρακολουθείς τα μυρμήγκια να επιτελούν το έργο τους επιμελέστατα καλά είναι γνωστό αυτό σε παρένθεση ντέμιεν χιρστ

αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι

να φτιάξεις απ’ αυτό έναν πίνακα με χρώματα

επιφάνεια επιφάνεια επιφάνεια τίποτα συγκεκριμένο

κάθε τι αναγνωρίσιμο εξαφανίζεται

κουφάρι ελαφιού κόκκινο μυρμήγκια κίτρινο τα κόκαλα γκρι

όλο αυτό ύστερα το ονομάζω νο 19 κι ο γκαλερίστας μπορεί να προσθέσει κόκκινο κίτρινο γκρι

ότι αυτό είναι εκατό χιλιάδες μυρμήγκια την ώρα που τρώνε ένα νεκρό ελάφι

αυτό αργότερα δεν θα μπορεί να το μαντέψει άνθρωπος πια

αλλά όποιος στέκεται μπροστά του θα αισθάνεται το ίδιο συναίσθημα όταν παρατηρεί αυτόν τον πίνακα όπως όταν παρατηρεί το πραγματικό γεγονός

αυτό είναι το ζητούμενο

έτσι έτσι έτσι να μπορείς να ζωγραφίζεις

αυτό είναι που θέλω να κατορθώσω

αυτός είναι ο σκοπός

η ανησυχία το γαργάλημα τα κύματα απ’ τα τσιμπήματα και τις δαγκωνιές το οξύ η σάρκα που γίνεται διάτρητη αναγούλα βρώμα νάρκωση δέρμα χώμα μικρά αβγά

στο τέλος καθαρά κόκαλα

ένας ζωντανός ενταφιασμός κύκλος της ζωής σε αναπαράσταση

κάποια στιγμή θα φυτρώσει σε μια γωνιά χορτάρι

ανακούφιση καθαρότητα ανάσταση λύτρωση

κι όλα αυτά σ’ έναν μεγάλο πίνακα

κόκκινο κίτρινο γκρι

αυτό είναι τέχνη

πόσο αλαζονικό ήταν αυτό

ή μόνο ακατόρθωτο

κι ο πόνος

κι αν αυτός ήταν ο τελευταίος πίνακας ζωγραφικής

που θα ζωγράφιζα

κι αν αυτό ήταν το τελευταίο

που θα είχα να πω

να προκαλώ δεν σημαίνει τίποτα για μένα

ο πόνος

ο πόνος πρέπει να είναι εκεί

πάντα παρών

κι η ευτυχία

 

ΙΙΙ.

λοιπόν ναι έτσι είχαν τα πράγματα πριν έρθω στην κ.

θέλω να πω ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό

αλλά ύστερα πάλι όχι

και μετά

δηλαδή εκεί

εκεί δεν ήξερα πια

δεν ήξερα πια πώς

θα πάει όλο αυτό με

τη ζωγραφική

(σταματά)

τι μπορείς να ζωγραφίσεις

τι όχι πώς

όλα πάλι ανοιχτά

όλα πάλι ερμητικά

εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τις εικόνες

εικόνες καταλαβαίνετε

ούτε χρώματα ούτε επιφάνειες τίποτα αφηρημένο

συγκεκριμένες

σκηνές

concrete scenes

and then

you are stuck

εκείνη η τρομερή βαριά εξάντληση που ρίχνει το σώμα κάτω

πριν καλά καλά καθίσει το πρωί στην κόχη του κρεβατιού

you are stuck

once you’ve been there

και πότε θα βγεις από ’δω μέσα

σε ρωτάνε

όχι

πότε θα γυρίσεις πίσω

εκεί απ’ όπου

ήρθες όχι

πότε θα βγεις από ’δω μέσα

δεν ξέρω μάλλον ποτέ δε βγήκα από ’δω μέσα

μια νύχτα στην κ. είδα στον ύπνο μου ότι έκοψα τον αντίχειρα το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού μου το ένα μετά το άλλο με έναν μικρό κοφτερό μπαλτά συνέβη έτσι απλά τα δάχτυλα μου τα ράψανε προσεχτικά ένα κομματάκι δέρμα στο καθένα βαλμένο σαν καπάκι πάνω στα κολοβώματα δεν πονούσε

αλλά ήταν πολύ περίεργη η αίσθηση να σου έχουνε μείνει μόνο δύο δάχτυλα ή τρία τα τρία πιο σημαντικά τα τρία δάχτυλα που πιάνεις να μην τα ’χεις πια

είναι σαν να λείπει ολόκληρο το χέρι

σημαίνει αυτό ότι δεν μπορώ να ζωγραφίσω πια σημαίνει αυτό ότι δεν μπορώ να ζωγραφίσω πια

(σταματά)

να ξυπνήσω να ξυπνήσω

να ξυπνήσω

ο κόσμος γυρίζει τόσο γρήγορα δηλαδή η γη γυρίζει τόσο γρήγορα και ο

κόσμος γυρίζει μαζί κι αυτός

είπε ο άντρας που γύρισε απ’ τον πόλεμο και τώρα είναι στο καροτσάκι

όταν με ρωτάνε

αν θέλω ν’ αλλάξω κάτι

(σταματά)

παλιά

όταν με ρωτούσανε

αν θέλω ν’ αλλάξω κάτι

με τη ζωγραφική

έλεγα ναι

τώρα σκέφτομαι

κι ένας μόνο να είναι

ένας και μοναδικός παρατηρητής που κάποια στιγμή

για παράδειγμα

έλεγα

για τον πίνακα

αρκεί απλά και μόνο

να υπάρχει

να υπάρχει με έναν τρόπο αυτονόητο

που δεν αμφισβητεί τίποτα

που όλα τα δέχεται ή όλα όσα είσαι εσύ

όταν τον κοιτάς δεν σε αμφισβητεί

σ’ αφήνει να μπεις μέσα σού δίνει χώρο

ο πόλεμος εξάλλου δεν γίνεται μέσα στον πίνακα

η εμπειρία που αποκτάς

αυτό είναι το ζητούμενο

δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις

πρέπει να τολμάμε

καμιά φορά γινόμαστε γελοίοι τότε

αλλά ύστερα πάλι

τολμάμε μόνο

όταν τολμάμε να γινόμαστε γελοίοι

you’ ve seen the surface

pretty much the surface

but you feel what’s beneath

you know it

dont you

και που το λέω αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά γελοίο

από την παγίδα της γελοιότητας δεν υπάρχει

διέξοδος υπάρχει μόνο

κι άντε πάλι απ’ την αρχή

 

ΙV.

μου λέει ο ιδιοκτήτης του κλαμπ ήρθατε λοιπόν στην κ. για να ζωγραφίσετε κάτι γι’ αυτήν την πόλη μήπως φαντάζεστε ήδη τι θα μπορούσε να είναι αυτό μπορώ να κρεμάσω ένα αντίτυπο στο κλαμπ μου εγώ κράτησα μια στιγμή την αναπνοή μου και του λέω μμμ σκέφτομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ζωγραφίσω τα κουνέλια που χοροπηδάνε στο γρασίδι εδώ στην κομψή σας όαση φαντασμάτων ή θα ζωγραφίσω την τέλεια πισίνα το απόγευμα με τ’ αγόρια εκεί μπροστά να πίνουνε το τζιν τόνικ τους και θα το κάνω να μοιάζει με τον καταραμένο τον hockney μόνο που στ’ αγόρια θα λείπει κάνα χέρι ή κάνα πόδι ή κεφάλι επειδή πατήσανε μια κωλονάρκη πριν προλάβουν να μάθουνε να κολυμπάνε αυτό είναι που έχετε στο μυαλό σας

το σκέφτηκε λίγο κι ύστερα είπε στην πραγματικότητα όμως στο δικό μας κλαμπ δεν έχουμε θύματα από νάρκες κι εγώ δεν έβαλα τα γέλια δυνατά

θα μπορούσα να ζωγραφίσω τα όρη ίσως τις οροσειρές τους ορεινούς όγκους που ώρες περνάμε από πάνω τους με τ’ αεροπλάνο που ώρες προσπερνάμε με τ’ αυτοκίνητο εκρήξεις δεν μπορούσα να τις φανταστώ τώρα τις ακούω κοντά μου ναρκοθετημένη περιοχή δεξιά κι αριστερά του δρόμου πέτρες κόκκινες πέτρες άσπρες ναρκοθετημένη περιοχή εκκενωμένη περιοχή πλίνθινο κτίριο σημαδεμένο με άσπρα σημάδια όσοι έχουνε κοπάδια πηγαίνουνε τα ζωντανά τους εκεί μέσα εκεί μέσα κι απ’ έξω όταν βγαίνει ο ήλιος οι άντρες ενώνουνε τις χούφτες τους πιάνουνε το φως μ’ εκείνες και πλένουνε το πρόσωπό τους δυο φορές τρεις φορές ρίχνουνε το νερό στο πρόσωπό τους φως ιερό οι άντρες είναι οπλισμένοι

μια άλλη νύχτα στην κ. βλέπω στον ύπνο μου έναν άντρα ξανθός κοντά σγουρά μαλλιά γυμνός από τη μέση και πάνω που ζει μαζί με μια τίγρη σε μια μεγάλη έρημη περιοχή παντού μπετό σαν το αεροδρόμιο της κ. λίγο πιο μακριά ένας φράχτης κυκλώνει την έκταση (ο άντρας δε μοιάζει με πολεμιστή ούτε με στρατιώτη και η τίγρη είναι τίγρη) κάνει ζέστη ο ουρανός έχει σύννεφα οι σκιές πέφτουνε στο μπετό την εξημερώνει την εξημερώνει τους παρατηρώ και τους δύο αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα

οι στρατιώτες οι περίπολοι η σκόνη τα πρόβατα με τις παχιές ουρές και μέρα νύχτα η μπόχα απ’ τα σκατά παντού όπου και να πας δεν σ’ αφήνει ποτέ η αίσθηση ότι είσαι πάντα βρώμικος κι ότι ποτέ δεν σου φτάνει ο αέρας στην αρχή ξυπνούσα τις νύχτες κι έσκιζα το μπλουζάκι μου ο φόβος ότι παθαίνεις ασφυξία η ξηρότητα ξεραίνεσαι σιγά σιγά από μέσα σου

τέσσερα παιδιά κάθονται στον κατηφορικό δρόμο παραδίπλα ο πατέρας τους όλοι με λυγισμένα τα πόδια προσπαθούν να πιάσουνε με τα χέρια τους μόνο το λιγοστό νερό που τρέχει κάτω απ’ την πλαγιά λες και βρήκανε μια ορεινή πηγή με γάργαρο νερό πάνω πιο πέρα μια κατσίκα κατουράει στο ρυάκι στην αγορά δυο γυναίκες κάνουνε παζάρια για ένα κομμάτι χαλί συνθετικό σταμπωτό ένα αγόρι διαλαλάει την πραμάτεια του αμυγδαλωτά βαλμένα σε σχήμα πυραμίδας πάνω σ’ έναν δίσκο η λάμα ενός μαχαιριού ο θόρυβος απ’ το πεπόνι που σκάει τους κάνει όλους να γυρνάνε

να ξυπνήσω να ξυπνήσω

να ξυπνήσω

μυρίζει αντισηπτικό έγκαυμα απ’ τον ήλιο αίμα βενζίνη ένα σμήνος ηλεκτρικές γεννήτριες βουητό από μεταλλικές σφήγκες πίσω από οδοφράγματα από σακιά με άμμο ο ανεμιστήρας αναδεύει τη ζέστη κάθε δύο λεπτά η πόρτα του παραπήγματος χτυπάει πίσω από μια αρβύλα κι η γιατρός με τη στολή της σκύβει πάνω μου so you have come to k. to make some paintings don’t breathe now σταγόνα σταγόνα πέφτει ο ορός στο χέρι μου

don’t breathe

μέρες περνάνε έτσι βδομάδες φεγγάρια

χωρίς ν’ αναπνέουμε

η ζέστη ποτίζει τα σώματα

το χώμα ο αέρας το νερό η μυρωδιά η γλώσσα

you get sick from breathing this air

αυτό ήταν λοιπόν

αυτό δεν είναι ούτε καν η αρχή

you’ve seen the surface

pretty much the surface

but you feel what’s beneath

you know it

dont you

 

V.

να δημιουργήσεις ένα λευκό

που ν’ αντανακλά τον ίδιο σου το φόβο

ένα λευκό χωρίς διέξοδο

φωτεινό εκτυφλωτικό αβάσταχτο όπως το κάθετο φως του ήλιου το μεσημέρι

ένα λευκό που στο κοίταγμά του αναγκάζεσαι να κλείνεις τα μάτια

και όταν τα ’χεις κλείσει συνεχίζει

το φως να επιδρά κάτω

απ’ τα βλέφαρα και προκαλεί

πονοκέφαλο και νομίζεις

ότι μυρίζεις τη ζέστη τη ζέστη πριν

κάψει χείλη κρέας πριν

κορώσει το δέρμα

το φως λίγο πριν

εκραγεί

εμφανίζεται ένα απόγευμα στην αρχή κάνα δυο βήματα πίσω μου ύστερα σιγά σιγά να με πλησιάζει τη βλέπω με τη γωνία του ματιού μου είναι το πολύ οκτώ αν κρίνω απ’ το ύψος της ένας άντρας προχωράει δίπλα της ο άντρας απλώνει το χέρι δείχνει το κορίτσι πάει να με ρίξει σιγανά επίμονα εγώ τον κοιτάζω το κορίτσι προχωράω τρομαγμένη προσπαθώ να μην αφήσω να φανεί ο τρόμος μου οι δυο τους με περικυκλώνουνε χωρίζονται ο ένας δεξιά η άλλη αριστερά ύστερα κι οι δυο πάλι απ’ τη μια πλευρά καμιά φορά μένουνε λίγο πιο πίσω και κάθε φορά που σκέφτομαι φύγανε το πεισματάρικο μιλητό του άντρα στ’ αφτί μου το ανοιχτό χέρι του μπροστά μου θα μπορούσα να σταθώ θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με νοήματα μάτια χέρια αλλά η ντροπή με κάνει να συνεχίσω το κορίτσι περπατάει τώρα συνεχώς δίπλα μου δε θα τα παρατήσει δεν θα μ’ αφήσει ποτέ πια ήσυχη θα με συνοδεύει όπου και να προσπαθώ να δραπετεύσω και πότε θα βγεις απ’ αυτό ποτέ ποτέ ποτέ πια με τραβάει απ’ το μανίκι απ’ τον αγκώνα ένα μικρό πουλί που μ’ ακολουθεί ανελέητα κι ύστερα φέρνει το χέρι της στο πρόσωπο στο στόμα ώστε να την παρακολουθώ κάθε φορά με το βλέμμα μου άθελά μου ο άντρας τής έχει τραβήξει πίσω το μαντήλι τα μπράτσα της είναι γυμνωμένα το κρανίο της καραφλό το δέρμα στο κεφάλι στα δυο μπράτσα είναι καμένο το πρόσωπο είναι καμένο το δέρμα είναι σκούρο κόκκινο σχεδόν καφέ χωρίς χνούδι μαλλιά και γεμάτο μικρές ζάρες λες και της φορέσανε το δέρμα ενός μωρού ελέφαντα οι βλεφαρίδες καψαλισμένες και στο ανοιχτό της στόμα ούτε ένα δόντι μοιάζει με γριά δεν μιλάει με καρφώνει με το βλέμμα της έχει ανοιχτά καφέ μάτια και μ’ ένα δάχτυλο δείχνει ξανά και ξανά και ξανά τ’ ορθάνοιχτο ξεδοντιασμένο στόμα της απ’ όπου μου βγάζει μια πρησμένη γλώσσα

where your whole spirit becomes isolated

μαύρο και καφέ

όταν η έλλειψη θάρρους επανέρχεται όταν

με πιάνει ο φόβος

η επιθυμία να γίνω αόρατη

να χαθώ

μέσα σ’ αυτό που κάνω

να μπορούσα να σωπάσω

(σταματά)

μια άλλη μέρα

είκοσι άντρες και μια γυναίκα

στο τέλος όλοι οι άντρες έχουνε φύγει

κι εγώ είμαι μόνη μου μαζί της

στον πόλεμο ήτανε εξορία

έχει γράψει 17 μυθιστορήματα και

1 αυτοβιογραφία

τίποτα απ’ αυτά δεν εκδόθηκε

τα χειρόγραφα τά ’χει κρύψει

είναι 63 χρονών

και μιλάει μόνο όταν της δίνουνε το λόγο

κανείς δε θέλει μια τέτοια ζωή

κανείς δε θέλει να ταυτιστεί με μια τέτοια

μια τέτοια ζωή δεν τη θέλει

κανείς με μια τέτοια δε θέλεις να

ταυτιστείς κανείς δεν το θέλει αυτό κι ούτε κι εγώ εγώ

δεν έχω καμία απολύτως σχέση

μ’ αυτήν εκεί

βουβή

εγώ δεν είμαι έτσι

ρωτάω

ρωτάω

ρωτάω

ακρωτηριασμένη στη σιωπή

εγώ δεν θέλω να είμαι έτσι

σε καμία άλλη ζωή

σε μια

χώρα χωρίς λόγια

(σταματά)

να δημιουργήσω ένα λευκό

τετράγωνο επιφάνεια επίπεδο

που προς τις άκρες να γίνεται φλου

να μη θέλει να οριοθετηθεί ξεκάθαρα

να μην τελειώνει απότομα

ένα λευκό

που στο κάτω άκρο το σταματάει

μια λεπτή κίτρινη γραμμή

και στο πάνω άκρο μια κάπως πιο φαρδιά κόκκινη

κι οι δύο γραμμές με τίποτα δε θα ’ναι τραβηγμένες ευθείες

αλλά θα πηγαίνουν λίγο τρεμουλιαστές

τραβηγμένες με το χέρι στις απολήξεις του λευκού χρώματος

οριζόντια στη μέση μια μαύρη πινελιά

που να ρίχνει από πάνω κι από κάτω μια γκρίζα σκιά

θα το ονόμαζα

κορίτσι με γλώσσα και δέρμα και φωτιά

WITHOUT WORDS

you’ve seen the surface

preety much the surface

but you feel what’s beneath

you know it

don’t you

and listen to them the giggling chatting breathing loud

τα χρωματισμένα χέρια στολίδια κόκκινα στις εσωτερικές επιφάνειες

τις πάνω πλευρές των δαχτύλων

before we land in paris they go to the toilet

they put off everything their veils and shawls they change their clothes

they put on high heels and earrings lipstick and make their nails

ψιθυρίζει ο δίπλανός μου και μου χαϊδεύει το μπράτσο

που είναι γυμνό τώρα

and when they come out

they are very very sexy

very very sexy

σωπαίνει

and you

you are stuck

once you’ve been there

you will always want to get back

and stay

you stay

 

VI.

ο ζωγράφος που τον θαυμάζω περισσότερο απ’ όλους

αυτό φυσικά καμμιά φορά αλλάζει

αλλά ο ζωγράφος που τον θαυμάζω περισσότερο απ’ όλους

τώρα για πάντα

μια νύχτα

(σταματά)

στο τέλος ήταν πολύ καταθλιπτικός και

νοσηλεύτηκε αλλά

εγώ δεν πιστεύω ότι αυτός ήταν ο λόγος

οι πίνακές του γίνονταν πιο σκοτεινοί λένε

εγώ δεν νομίζω να ισχύει αυτό

χρησιμοποιούσε σκούρα χρώματα

καφέ πάνω στο καφέ

μαύρο πάνω στο καφέ

όλα αυτά κρεμασμένα σε πολύ στενό χώρο

πρακτικά χωρίς καθόλου φως της ημέρας

και παρ’ όλ’ αυτά

οι πίνακες φεγγοβολάνε

τα χρώματα φεγγοβολάνε

λάμπουνε από μέσα

ένα μαύρο που λάμπει από μέσα

φαντάσου

σαν να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα στο κατασκότεινο δάσος ένα φως

(Μεγάλη σιωπή)

ναιαυτόείναικιτςτοξέρω

μια νύχτα

μια νύχτα έκοψε

τις φλέβες του

και πέθανε απ’ την αιμορραγία

νομίζω

εγώ νομίζω δεν είχε

δεν είχε άλλους πίνακες πια

καταλαβαίνετε

once you’ve been there

you are stuck

and you’ll always want to get back

κι ο πόνος

κι η ευτυχία

 

VII.

τώρα είμαι έξω και

κάθομαι μπροστά στους τοίχους μου

σηκώνομαι και κλείνω τη μουσική για να

επικρατήσει επιτέλους ησυχία και να μπορώ

ν’ ακούσω τη σιγή

τον άνεμο στην έρημο

το αλύχτισμα των σκυλιών τις νύχτες μες στους δρόμους

τώρα είμαι πίσω στη θέση μου και

κοιτάζω το σταυρό στο παράθυρο για ώρες

δεν ανάβω φως και

όταν σκοτεινιάζει

πηγαίνω κάποια στιγμή για ύπνο

με ανοιχτά τα μάτια

και περιμένω να καθίσει πάνω μου η ζέστη

(σταματά)

κι όταν με ρωτάνε πώς ήταν

....

ε ε ε ε

you are stuck

and you‘ll always want to get back

το λευκό δεν το βρίσκω

το μόνο που βρίσκω είναι

σκούρο κόκκινο καφέ μαύρο

καφέκαφέμαύροκόκκινο

ξύλο φωτιά στάχτη

έρημος βήμα έκρηξη

ουρανός αστραπή κόλαση

ήθελα να ζωγραφίσω το φως

πλίνθινα σπίτια κατρακυλάνε την πλαγιά οδοφράγματα στρατός καμένα συντρίμμια κατσίκες ψάχνουνε τροφή στην ξερή κοίτη του ποταμού ανάμεσα σε σκουπίδια και περιττώματα η καλυμμένη γυναίκα που ζητιανεύει παίρνει ένα χαρτονόμισμα ένα αγόρι την τραβάει απ’ το πέπλο της αρπάζει το χέρι θέλει να της πάρει τα λεφτά εκείνη βάζει τις φωνές τη χτυπάει εκείνη πέφτει κάτω το κλοτσάει το χαρτονόμισμα σκίζεται το αγόρι το βάζει στα πόδια με το ένα μισό εκείνη γονατιστή στο χώμα κάτω απ’ τις γαλάζιες πλισσέ πτυχές του πέπλου της που σχηματίζουνε γύρω της μια βεντάλια ένα σκούφος σαν βεντάλια ένας άνθρωπος κάτω από ένα πανί ένα κάλυμμα ή μάλλον μια γάτα που της έχουνε ήδη φορέσει ένα τσουβάλι ύπουλα εκείνη τα διαισθάνεται όλα και κρατάει ακίνητη απ’ τον τρόμο μιαν ανάσα πριν δέσουνε το τσουβάλι και την πετάξουνε στο ποτάμι να πνιγεί

θαυμάζω

ό,τι έχει ζωγραφίσει

πώς κατάφερε ν’ απελευθερωθεί

απ’ όλα

πίνακες σκηνές

σαβούρα

κάποιος είπε γι’ αυτόν

he was making an environment

where your whole spirit becomes isolated

αυτό είναι

και μετά

you just have to deal with it

you have to deal with yourself

να προκαλώ δεν σημαίνει τίποτα για μένα

αλλά πού είναι ο πόνος

.....

κι η ευτυχία

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιούλα Βασιλείου, Δημήτρης Γιαννουσάκης, Γιάννα Πουλέα, Βασιλική Σχίζα, Γιώργος Τσιρώνης, Μαρία Χουμανίδη.

* cf. Brice Marden, Interview by Mark Rosenthal, 19. September 1997, in: Jeffrey Weiss (ed.):Mark Rothko, Yale University Press, New Haven & London 1998.

 

Dea Loher Foto by Dirk Bleicker Η μετάφραση του θεατρικού έργου Χώρα χωρίς λόγια [Land ohne Worte] έγινε από τους σπουδαστές του γερμανικού τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ στο πλαίσιο των σπουδών τους (Β΄ εξάμηνο 2009-2010, διδασκαλία - επιμέλεια μετάφρασης: Αλέξανδρος Κυπριώτης). Η Γερμανίδα πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας Ντέα Λόερ (Dea Loher) γεννήθηκε το 1964 στο Τράουνστάιν της Βαυαρίας. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Μόναχο, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα θεατρικής γραφής με τον Χάινερ Μύλλερ (Heiner Müller) στο Βερολίνο. Για το έργο της έχει αποσπάσει διάφορα βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Λογοτεχνικό Βραβείο Μπέρτολτ Μπρεχτ (2006) και το Λογοτεχνικό Βραβείο του Βερολίνου (2009) για το σύνολο του έργου της. Στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό είναι γνωστή από το έργο της Blaubart (Θέατρο Πόρτα 2004, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου και μετάφραση Γιώργου Δεπάστα) αλλά και από το έργο της Αθωότητα (σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα, Ευρωπαϊκό Θέατρο ΙΙ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004). Ο θεατρικός μονόλογος Land ohne Worte ανέβηκε για πρώτη φορά το 2007 στο Μόναχο σε σκηνοθεσία του Andreas Kriegenburg, ενώ το 2008 ανέβηκε στο Φράιμπουργκ σε σκηνοθεσία της Julia Afifi. Η γεννημένη στη Γερμανία αλλά αφγανικής καταγωγής σκηνοθέτις ήταν αυτή που είχε ζητήσει από την Ντέα Λόερ να τη συνοδεύσει στο ταξίδι της στο Αφγανιστάν, όταν το Ινστιτούτο Γκαίτε την προσκάλεσε το 2003 να επισκεφτεί την Καμπούλ για εκπαιδευτικούς λόγους. Η Julia Afifi δίδαξε και σκηνοθέτησε στο τμήμα Καλών Τεχνών Θεάτρου και Κινηματογράφου του πανεπιστημίου της Καμπούλ για μία διετία. Ο μονόλογος Χώρα χωρίς λόγια είναι ο απόηχος από εκείνο το ταξίδι της Ντέα Λόερ στη ρημαγμένη μουσουλμανική πόλη από τις επιδρομές των Δυτικών δυνάμεων. Με την αποσπασματική και παραληρηματική γραφή της, καταργώντας ακόμα και κάθε κανόνα στίξης που θα φάνταζε ψεύτικος για το υλικό της, η Ντέα Λόερ καταφέρνει να δημιουργήσει ένα δοκίμιο για τον ρόλο της τέχνης σε έναν κόσμο που ισοπεδώνεται από τη βαρβαρότητα των ισχυρών. Η παραπάνω μετάφραση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2010 στον Απηλιώτη.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails