Marta Traba, Το κτήριο

Street Portraiture

Πέρασα λίγη ώρα μπροστά στην καντίνα για να δω πώς στην ευχή έβαζαν το κομμένο κρέας στην αρέπα*, τι σάλτσα πρόσθεταν και τι έκαναν για να μην τρέξει όλο στο μανίκι. Πού και πού, η γυναίκα που έφτιαχνε τις αρέπα με κοιτούσε λοξά κι εγώ παρέμενα ατάραχος, χωμένος στη σκαλωσιά που ανεβοκατέβαινε, από μια οικοδομή. Όταν είδα ότι όλα είναι υπό έλεγχο, πήγα και ζήτησα την αρέπα μου με σις κεμπάπ, νιώθοντας πως όλες αυτές οι μικρές πράξεις ήταν κερδισμένα εκατοστά στην πόλη, απώλεια του φόβου, αυτό, τέλος πάντων, που με οδηγούσε στην κατάσταση απόλυτου ελέγχου που επιδίωκα. Κάποια στιγμή η πόλη θα γινόταν δική μου, δίχως απόκρυφους φόβους ούτε κρυφές ανησυχίες. Ήσυχα, σαν να ζούσα πάντοτε εκεί και να μπορούσα ακόμα και να τη γυρίσω με τα πόδια, αν έπρεπε, όπως έκαναν τόσες φορές οι μαύροι από το Χάρλεμ. Με την αρέπα στο χέρι, τυλιγμένη ως τη μέση με ένα ασημόχαρτο που συγκρατούσε το ζουμί της, κατευθύνθηκα προς το πεζούλι που είχα μελετήσει διεξοδικά προηγουμένως, ενώ μια ευεργετική ζέστη ανέβαινε στο μπράτσο μου. Στην άλλη μεριά του δρόμου ανοιγόταν κάτι σαν πλατεΐτσα, αρκετά ψηλή, με ένα πεζούλι όπου διάφοροι άνθρωποι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Στις δύο πλευρές της πλατεΐτσας υψώνονταν δύο ορμητικοί πίδακες νερού που ξανάπεφταν στην επιφάνεια των σιντριβανιών, και καθώς ανέβαινε στην πλατεία το κελάρυσμα του νερού εξουδετέρωνε κάπως τον θόρυβο των αυτοκινήτων που κινούνταν με ταχύτητα στην Παρκ Άβενιου. Ο κόσμος απολάμβανε την ηλιόλουστη μέρα, χωρίς ούτε ένα σύννεφο, που σε έκανε να ξεχνάς τα πρώτα κρύα. Μια κοπέλα είχε βγάλει το μάλλινο παλτό της και λιαζόταν φορώντας μόνο ένα ελαφρύ μπλουζάκι, όπου διαγράφονταν οι ρόγες της.

Παρατηρούσα ακούραστα τους ανθρώπους, λες και η μοναδική και ουσιαστική δουλειά μου στον κόσμο ήταν να κοιτάζω τους άλλους. Προσπαθούσα να αποδιώξω αυτή την αίσθηση ηδονοβλεψία που κρυβόταν κάτω από αυτή την εξονυχιστική έρευνα με τα μάτια και ήμουν απλώς ευτυχισμένος συλλογιζόμενος τι θα μπορούσε να κάνει ή να είναι αυτός ο κόσμος σε άλλο πλανήτη. Σε όλους τους έβρισκα συναρπαστικές εμμονές, που τους προσέδιδαν μια έντονα κλειστή φύση. Κοντά μου κάθισε ένας μαύρος, ανεβαίνοντας σβέλτα στο πεζούλι για να σταθεί στο μέσον του σιντριβανιού, έβαλε το τρανζίστορ ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να ανοίγει μεθοδικά το ασημόχαρτο του χάμπουργκέρ του. Από το τρανζίστορ δεν έβγαινε μουσική, ούτε και ειδήσεις, ή τουλάχιστον ήταν αδύνατον να καταλάβεις τι άκουγε, από τη μεριά μου. Έγερνε προς το τρανζίστορ μασώντας και χαμογελώντας, και ο θόρυβος που έβγαζε το μηχάνημα γύριζε γύρω από το κεφάλι του σαν κασκόλ. Ούτε εκείνος ούτε τα κορίτσια που κάθονταν από την άλλη μεριά, ρουφώντας απορροφημένα ένα καλαμάκι βαλμένο σε ένα χάρτινο ποτήρι, ενδιαφέρονταν έστω και στο ελάχιστο για το τι γίνεται γύρω τους. Πάντα υπήρχε κάτι μπροστά τους, μπροστά στο οπτικό τους πεδίο, που δεν ήταν φυσικά ο πίδακας νερού που ανέβαινε και έπεφτε και πιτσιλούσε, αλλά ίσως κάτι πιο πέρα, που δεν μπορούσα να δω ούτε να φανταστώ, γιατί δεν μπορούσα να αποκόψω το βλέμμα του κόσμου που καθόταν στο πεζούλι. Λίγο πιο πέρα από τον μαύρο καθόταν μια γριά που, κρίνοντας από την απίστευτη βραδύτητα των κινήσεών της, πρέπει να ήταν εκατό χρόνων. Έβγαζε κάτι ξεροκόμματα από μια πλαστική σακούλα και τα έφερνε στο στόμα της, αλλά πλησιάζοντας μια σχισμή δίχως δόντια άλλαζε γνώμη, και ξαναέβαζε αργά τα ξεροκόμματα στην τσάντα. Η κίνηση αυτή επαναλήφθηκε τόσες φορές που κόντευε να με πάρει ο ύπνος. Το σις κεμπάπ είχε ένα βουνό καυτερό, και όπως έκαιγε το στομάχι μου και έπεφτε ο μεσημεριανός ήλιος από πάνω, σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν να βουτήξω στα σιντριβάνια ή τουλάχιστον να ξαπλώσω στο πεζούλι, όμως όλοι κάθονταν κόσμια, πράγμα το οποίο έθετε πλέον έναν κανόνα που δείλιαζα να παραβλέψω. Κοίταξα κατά το κτήριο, προς τα επάνω, και ο τεράστιος γυάλινος τοίχος, που ακτινοβολούσε κατά τόπους, με τα μπρούτζινα παραλληλόγραμμα γύρω γύρω, μου φάνηκε σαν ένα γιγαντιαίο φυλακτό, κάτι το τέλειο και υπερπροστατευτικό που εξηγούσε, κατά κάποιον τρόπο, την ηρεμία του κόσμου που καθόταν στην πλατεΐτσα. Από τον γυάλινο τοίχο εκκινούσε μια απόλυτη ασφάλεια, καθώς και ο ορισμός ενός πράγματος που δεν μπορούσα να προσδιορίσω αλλά παρ’ όλα αυτά μου επιβαλλόταν. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα από την κάθετη γραμμή που είχε καρφώσει το φως στον μενεξεδένιο ουρανό. Ένα πνιχτό γελάκι του μαύρου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Η γριά, κρεμασμένη σαν τσιγκέλι πάνω στο πεζούλι, είχε βγάλει τη μία κάλτσα και πολεμούσε να βγάλει και την άλλη. Έβαλε διστακτικά το γυμνό πόδι της στο σιντριβάνι, και έκανε κάτι σαν γουργούρισμα. Το πόδι της ήταν σκελετός σαν αυτόν που έχουν στα σχολεία στο μάθημα ανατομίας, που πάντα εμφανιζόταν στο ντουλάπι κάποιου κοριτσιού, για να τις τρομάξει. Τώρα αυτό το εξίσου χαλαρό και δίχως αφέντη πόδι αναπαυόταν, ταλαντευόμενο, στο νερό του σιντριβανιού, και σύντομα του έκανε παρέα και το άλλο κομμάτι του σκελετού. Κατάλαβα ότι ο κόσμος παρακολουθούσε και ότι δημιουργούνταν μια επικίνδυνη προσδοκία. Από μια πόρτα του κτηρίου βγήκε ένας θυρωρός με σιρίτια, σταμάτησε από μακριά κοιτώντας προς το μέρος της γριάς, και έβγαλε τα γάντια του σαν να ετοιμαζόταν για κάτι. Ο κόσμος περίμενε. Η γριά κοίταξε προς τον μαύρο, γουργούρισε ξανά και είπε κάτι σαν «ζέστη». Πέρασε μια βρόμικη κάλτσα στο καταχαραγμένο προσωπάκι της. Ο μαύρος τής πέταξε από μακριά ένα χάρτινο ποτήρι με αναψυκτικό, με τέτοια ευστοχία ώστε έπεσε δίπλα στη γριά. Αυτή το κοίταξε κάπως ξαφνιασμένη, φοβούμενη τυχόν επίθεση, αλλά κατάλαβε ότι ήταν φιλική κίνηση, και με πολύ κόπο άρπαξε το ποτήρι και το έβαλε στη δίχως δόντια τρύπα. Το πίεζε ανάμεσα στις δυο αποστεωμένες σιαγόνες και το έσπρωχνε απαλά με το χέρι. Όταν κουραζόταν κατέβαζε το χέρι, και το ποτήρι έμενε κολλημένο στο κενό του στόματος, ισορροπώντας επισφαλώς. Μόλις πέρασε το πρώτο κύμα ανησυχίας, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για τη γριά και άρχισε ξανά να παρατηρεί σημεία χαμένα στο πουθενά. Κοίταξα ξανά προς τα επάνω, το κτήριο, και μου φάνηκε πως φλεγόταν και κουνιόταν. Στον μενεξεδένιο ουρανό σχηματιζόταν ένα αλλόκοτο συννεφάκι, σαν νύχι.

Ένα τεράστιο μαύρο αυτοκίνητο, με φιμέ τζάμια, σταμάτησε ακριβώς δίπλα στις σκάλες απ’ όπου ανέβαινες στην πλατεΐτσα και εν ριπή οφθαλμού βγήκε από το αυτοκίνητο μια κοπέλα με λυτά κυματιστά μαλλιά, και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά σφίγγοντας μια πράσινη ζακέτα και με τα δυο χέρια στο στήθος της. Καθώς περνούσε τρέχοντας από την άλλη μεριά του σιντριβανιού, κοίταξε προς το μέρος μου και η έκφρασή της με συγκλόνισε· το πρόσωπό της ήταν άσπρο, αλλοιωμένο, πρόσωπο νεκρής, ωστόσο δέσποζε ο βίαιος μορφασμός του σφιγμένου στόματος. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να φωνάζει καθώς έτρεχε προς την πόρτα του κτηρίου, κάποιοι εμφανίζονταν μπροστά της και χανόταν στην πόρτα που ανοιγόκλεινε, αλλά όλα έγιναν σιωπηλά, ενώ ο γάργαρος ήχος του σιντριβανιού δημιουργούσε μια φρικτή πλάνη. Λίγα λεπτά μετά την κοπέλα σταμάτησε, πίσω από το σκούρο αυτοκίνητο που είχε μείνει εκεί περιμένοντάς την, ένα ασθενοφόρο, με έναν συνεχή και διαπεραστικό θόρυβο. Παρότι είχε σταματήσει, η σειρήνα εξακολουθούσε να ηχεί και ο κόκκινος γλόμπος στο καπό γύριζε γρήγορα βγάζοντας εναλλασσόμενες δέσμες φωτός, που έσκιζαν την πλατεία. Από μακριά ακούστηκε κι άλλη σειρήνα να ουρλιάζει, και ένα δεύτερο ασθενοφόρο χώθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα στα κίτρινα ταξί που κάλυπταν τη λεωφόρο σαν αστραφτερή γλυκιά κρέμα, και σταμάτησε απότομα πίσω από το προηγούμενο. Πρόσεξα ότι ο κόσμος είχε σταματήσει να τρώει, ορισμένοι μάζευαν με προσοχή τα χαρτιά τους και τα έκαναν ασημόχρωμες μπαλίτσες που τις κρατούσαν σφιχτά στο χέρι, ενώ σηκώνονταν για να φύγουν. Σε λίγα λεπτά το πεζούλι άδειασε, εκτός από τον μαύρο, που συνέχισε να ακούει το μουγκρητό του τρανζίστορ του σαν να μη συνέβαινε τίποτα, και τη γριά, που φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί, καθώς το ποτήρι ξεκολλούσε σιγά σιγά από το στόμα της. Μετά η πλατεία απέκτησε άλλο ρυθμό, σαν κάποιος να γύριζε ταινία και τίποτε από όσα συνέβησαν να μην ήταν βέβαιο· οι πόρτες του κτηρίου άνοιξαν, ενώ από κάθε ασθενοφόρο έβγαινε γρήγορα ένα φορείο, τα έβαζαν μέσα και σχεδόν αμέσως τα ξανάβγαζαν με κάποιον ξαπλωμένο επάνω. Από το πεζούλι ήταν αδύνατον να μάθεις περί τίνος επρόκειτο, και όλα φαίνονταν υπερβολικά εξωπραγματικά και ιλιγγιώδη. Ο μαύρος είπε «σκατά», πέρασε τα πόδια του πάνω από το πεζούλι και με ένα σάλτο βρέθηκε κάτω, στο πεζοδρόμιο. Μου φάνηκε πως κάποιος κοιτούσε προς το μέρος όπου καθόμουν με μίσος. Πραγματικά είχα μείνει μόνος, αν εξαιρέσουμε τη γριά που δεν μετρούσε, τους ηθοποιούς της τραγωδίας και το κτήριο, απόμακρο και απειλητικό. Κοίταξα ως το τέρμα, επίτηδες, νιώθοντας ότι καταπατούσα έναν κανόνα του οποίου τη βαρύτητα δεν μπορούσα να αντιληφθώ με σαφήνεια. Η κοπέλα με το πράσινο πανωφόρι μπήκε με ένα από τα φορεία στο πίσω μέρος ενός ασθενοφόρου. Ο μαύρος οδηγός του τεράστιου αυτοκινήτου της βγήκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε προς τα ασθενοφόρα, ελαφρά αποπροσανατολισμένος. Τα ασθενοφόρα ξεκίνησαν κάνοντας έναν φριχτό θόρυβο, και το αυτοκίνητο παρέμεινε σταθμευμένο, στην άκρη του δρόμου σαν φέρετρο. Σκέφτηκα ότι αν καθόμουν στο πεζούλι της πλατεΐτσας θα μπορούσα, ίσως, να δω μυριάδες πράγματα αλλά την ίδια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η, ξεκάθαρη, ιδέα ότι η άπληστη αδιακρισία θα τιμωρούνταν και ότι θα ήταν καλύτερα να περπατούσα στον δρόμο παριστάνοντας τον αδιάφορο, προστατευμένος στην απέραντη ανωνυμία.


Μετάφραση από τα Ισπανικά: Λένα Κοψαχείλη

* (Σ.τ.Μ.) Ψημένη ζύμη από αλεύρι καλαμποκιού, διαδεδομένη σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής.


Marta Traba H Μάρτα Τράμπα (Μπουένος Άιρες, 1930 – Μαδρίτη, 1983), κριτικός τέχνης και συγγραφέας, πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία του ’50 με την ποιητική συλλογή Historia natural de la alegría [Φυσική ιστορία της χαράς], μολονότι το υπόλοιπο συγγραφικό έργο της αποτελείται από δοκίμια, μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και αναρίθμητα άρθρα με θέμα την ιστορία και την κριτική τέχνης. Έζησε στο Παρίσι, στην Μπογκοτά, στη Βενεζουέλα, στο Πουέρτο Ρίκο, στην Ουρουγουάη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Το κτήριο» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων De la mañana a la noche: cuentos norteamericanos [Από το πρωί ως το βράδυ: βορειοαμερικανικά διηγήματα], που γράφτηκε το 1982, κατά τη διαμονή της στις ΗΠΑ, αλλά εκδόθηκε μετά τον θάνατό της. Πέθανε σε ηλικία 53 ετών, σε αεροπορικό δυστύχημα στην Ισπανία. Άλλα έργα της είναι Las ceremonias del verano [Οι τελετές του καλοκαιριού](1966), Los laberintos insolados [Οι ηλιόλουστοι λαβύρινθοι](1967), Así pasó [Έτσι έγινε] (1968), La jugada del día sexto [Το παιχνίδι της έκτης ημέρας] (1969). Βιβλία της Μάρτα Τράμπα δεν κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails