No14me, Αμετάφραστη επιστολή

Photo by No14me

Σήμερα, άντρα μου, θα παντρευτείς μιαν άλλη. Δεν γίνεται να είμαι καλεσμένη, πρέπει όμως να λάβεις ένα γράμμα από μένα. Καλεσμένοι είναι όλοι εκείνοι που μέχρι πριν από λίγο ήταν κοινοί μας φίλοι, αν και μάλλον δικοί σου παρά δικοί μου. Θα 'ρθουν λοιπόν σε σένα και θα γιορτάσουν μαζί σας, μολονότι το ξέρω, θα βρίσκονται πολλοί ανάμεσά τους που διστάζουν λίγο και δεν θέλουν τόσο γρήγορα να συνηθίσουν στην ιδέα ότι τόσα έχουν αλλάξει γύρω σου.*

 

Διαβάζω την παράγραφο και απογοητεύομαι, μου φαίνεται λίγη και μικρή, ξενερώνω· άλλες απαιτήσεις είχα. Μέχρι και λαϊκό άσμα μού θυμίζει. Περνάνε δύο λεπτά, μετρημένα δύο, δαγκώνω τη γλώσσα μου για όσα -έστω και άηχα- ξεστόμισα, δίχως πρώτα να αξιολογήσω την αυθεντικότητα του πόνου της. Εγώ πονάω πάντα, εσύ μάλλον υπερβάλλεις.

 

Αφήνω το βιβλίο στην άκρη. Αναλογίζομαι το δικαίωμα στην τελευταία λέξη, ποιος το έχει; Οι συμβάσεις του πολιτισμένου τέλους, της ευγένειας, δηλαδή του ψέματος, της απόκρυψης της αλήθειας, αν προτιμάτε. Οι συμβουλές για ξέγνοιαστο βάδισμα προς τα εμπρός πέφτουν σωρό, να μου επιτρέψετε να μείνω λίγο ακόμα καθισμένος.

 

Γυρίζω σπίτι με μία και μόνη επιθυμία: να ψάξω για εκείνο το γράμμα. Για κάποιο λόγο, κόντρα σε κάθε στατιστική απεικόνιση, έχει επιζήσει όλων των μετακομίσεων δέκα χρόνια τώρα. Τα φύλλα είναι ακόμα διπλωμένα στα τρία. Καθαρογραμμένο με μαύρο μαρκαδοράκι, που το μελάνι του όμως είναι πιο ισχυρό από το χαρτί και το διαπερνάει. Ξαπλώνω στον καναπέ, δεν είμαι χαλαρός.

 

Γράφω ένα γράμμα για σένα. Ένα γράμμα που ίσως να μην διαβάσεις ποτέ. Γράφω αυτό το γράμμα τώρα, πριν είναι αργά, πριν σε μισήσω. Ναι φοβάμαι, φοβάμαι πως θα ξημερώσει μια μέρα που θα σε μισώ, έτσι όπως μισούν όσοι κάποτε νόμισαν πως αγαπούν. Εσύ πρωταγωνιστείς και δεν είσαι πια εδώ. Είσαι ό,τι με κράτησε εδώ πριν τα πρώτα κρύα και τώρα με διώχνει μακριά.

 

Έτσι ξεκινούσε, χρόνος παρελθοντικός, τώρα πια δεν έχει λόγο ύπαρξης, δεν θα έπρεπε να έχει λόγο ύπαρξης, έκθεμα μουσειακό, αρκετές σελίδες που αποδεικνύουν τα δικά της λάθη και υπερθεματίζουν τα δικά μου ορθά, εγω-ωραιοπάθεια, κι όμως εγώ το ανασύρω και το περιφέρω, με το διήγημα του Στράους για αφορμή, δέκα χρόνια μετά, τουλάχιστον δεν υποτροπιάζω στο δεύτερο ενικό, ακόμα.

 

Και τώρα μπορώ πάλι να επιστρέψω, να διαβάσω την πρώτη παράγραφο, να σκάσω και να ακούσω προσεχτικά τι έχει να πει εκείνη.



* Botho Strauss, Κανένας άλλος, μτφρ Λευτέρης Αναγνώστου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια


Αναδημοσιεύεται από εδώ.

Johann Peter Eckermann, Συνομιλίες με τον Γκαίτε

 Goethe, Schiller, Alexander and Wilhelm von Humboldt in Jena, c. 1797

 

[...]

 

Όταν οι υπόλοιποι καλεσμένοι είχαν πια φύγει και ετοιμάστηκα να πηγαίνω κι εγώ, ο Γκαίτε με παρακάλεσε να μείνω για λίγο ακόμη. Ζήτησε να μας φέρουν ένα ντοσιέ με χαλκογραφίες Ολλανδών ζωγράφων.

 

«Ως επιδόρπιο» είπε, «θα σας προσφέρω κάτι όμορφο». Και με τα λόγια αυτά ακούμπησε μπροστά μου ένα φύλλο με ένα τοπίο του Ρούμπενς. «Σας το έχω βέβαια ξαναδείξει το έργο αυτό» είπε. «Όμως, όσες φορές και να δει κανείς κάτι το εξαιρετικό, δεν είναι αρκετές, και αυτή τη φορά πρόκειται επί πλέον για κάτι το εντελώς ιδιαίτερο. Θα θέλατε να μου πείτε τι βλέπετε;»

 

«Λοιπόν» είπα εγώ, «αν αρχίσω από το βάθος, έχουμε έναν πολύ φωτεινό ουρανό, σαν αυτόν που βλέπουμε αμέσως μετά από ηλιοβασίλεμα. Επίσης στο βάθος ένα χωριό και μια πόλη μέσα στο εσπερινό φως. Στη μέση της εικόνας ένας δρόμος, πάνω του ένα κοπάδι πρόβατα με κατεύθυνση προς το χωριό. Δεξιά κάθε είδους θημωνιές και ένα κάρο που το φορτώνουν με σανό. Ζεμένα άλογα βόσκουν εκεί κοντά, ενώ στην άκρη, σκορπισμένες ανάμεσα σε θάμνους, κάμποσες φοράδες βόσκουν με τα πουλάρια τους και δίνουν την εντύπωση ότι μένουν και τη νύχτα έξω. Επίσης, πιο κοντά στο πρώτο πλάνο, μια συστάδα από μεγάλα δέντρα· και τέλος, απολύτως σε πρώτο πλάνο και αριστερά, κάποιοι εργάτες γης στο δρόμο για το σπίτι».

 

«Ωραία» είπε ο Γκαίτε. «Το βασικό όμως λείπει. Όλα αυτά που βλέπουμε στην εικόνα, το κοπάδι πρόβατα, το κάρο με το σανό, τα άλογα, οι εργάτες που πηγαίνουν σπίτι, από ποια πλευρά φωτίζονται;»

 

«Το φως πέφτει στη στραμμένη προς εμάς πλευρά τους, οπότε οι σκιές πέφτουν προς το βάθος της εικόνας. Ιδίως οι εργάτες μπροστά μπροστά είναι λουσμένοι στο φως, πράγμα που δημιουργεί ένα εντυπωσιακό εφέ».

 

«Σωστά. Πώς όμως πέτυχε ο Ρούμπενς αυτό το αποτέλεσμα;»

 

«Τοποθετώντας αυτές τις φωτεινές μορφές πάνω σε σκούρο φόντο».

 

«Πώς όμως δημιουργείται αυτό το σκούρο φόντο;» ζήτησε να μάθει ο Γκαίτε.

 

«Από την πελώρια σκιά» απάντησα εγώ, «που η συστάδα των δέντρων ρίχνει πάνω στις φιγούρες των εργατών. – Όμως πώς γίνεται αυτό;» συνέχισα έκπληκτος. «Οι φιγούρες των εργατών ρίχνουν τη σκιά τους προς το βάθος της εικόνας, ενώ τα δέντρα προς τον παρατηρητή, προς εμάς! – Έχουμε δηλαδή το φως να έρχεται από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πλευρές, κι αυτό αντιβαίνει στους νόμους της Φύσης!»

 

«Μα περί αυτού ακριβώς πρόκειται» απάντησε ο Γκαίτε με ένα μειδίαμα. «Αυτό είναι που κάνει τον Ρούμπενς μεγάλο, που δείχνει ότι με θαυμαστή ελευθερία πνεύματος υπερβαίνει τη Φύση και τη μεταχειρίζεται με οδηγό τους υψηλότερους στόχους του. Το διπλό φως είναι ασφαλώς εξαιρετικά ρηξικέλευθο, και έχετε κάθε δίκιο να πείτε ότι είναι ενάντια στη Φύση. Μόνο που, αν είναι ενάντια στη Φύση, εγώ θα πω ότι συγχρόνως στέκεται και ψηλότερα από τη Φύση, θα πω ότι είναι η τολμηρή επέμβαση του μεγάλου καλλιτέχνη, με την οποία διαδηλώνει αυτός με ιδιοφυή τρόπο το γεγονός ότι η Τέχνη δεν υποτάσσεται ολοκληρωτικά στη φυσική αναγκαιότητα, αλλά έχει τους δικούς της νόμους».

 

«Ο καλλιτέχνης» συνέχισε ο Γκαίτε «οφείλει φυσικά να απεικονίζει τη Φύση πιστά και ευλαβικά στις λεπτομέρειες, δεν μπορεί να αλλάξει αυθαίρετα κάτι στη δομή των οστών και στη θέση των τενόντων και των μυώνων ενός ζώου, πράγμα που θα έπληττε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του· γιατί αυτό θα σήμαινε εκμηδένιση της Φύσης. Στα υψηλότερα όμως πεδία της καλλιτεχνικής διαδικασίας, εκεί όπου μια εικόνα γίνεται πραγματικό έργο Τέχνης, εκεί επιτρέπεται μεγαλύτερη ελευθερία, και ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, όπως ακριβώς έκανε στο τοπίο αυτό ο Ρούμπενς με το διπλό φως.

 

»Η σχέση τού καλλιτέχνη με τη Φύση είναι διττού χαρακτήρα: Είναι κύριος και ταυτόχρονα σκλάβος της. Σκλάβος της, δεδομένου ότι είναι υποχρεωμένος να δουλεύει με γήινα μέσα για να γίνει κατανοητός. Κύριός της όμως επειδή υποτάσσει τα γήινα αυτά μέσα στις υψηλότερες επιδιώξεις του.

 

»Ο καλλιτέχνης θέλει να απευθύνεται στον κόσμο μέσω ενός όλου· αυτό το όλον όμως δεν το βρίσκει στη Φύση, αλλά αποτελεί καρπό του ίδιου του πνεύματός του ή, αν προτιμάτε, της θεϊκής ανάσας που διαπνέει το πνεύμα του.

 

»Αν κοιτάξουμε το τοπίο αυτό του Ρούμπενς με μάτι ανυποψίαστο, θα τα βρούμε όλα φυσικότατα, σαν να είναι πιστή αντιγραφή της Φύσης. Δεν είναι όμως έτσι. Μια τόσο όμορφη εικόνα δεν έχει δει ποτέ κανείς στη Φύση, και το ίδιο ισχύει και για τοπία του Πουσσέν και του Κλωντ Λοραίν, που στα μάτια μας φαντάζουν εντελώς φυσικά, τα οποία όμως, όσο και να ψάξουμε, δεν θα τα βρούμε πουθενά στη Φύση».

 

«Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς» ρώτησα εγώ «ανάλογες επεμβάσεις καλλιτεχνικής φαντασίας, όπως αυτό το διπλό φως, και στη Λογοτεχνία;».

«Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά γι’ αυτό» μου αποκρίθηκε ο Γκαίτε μετά από κάποια σκέψη. «Στο έργο τού Σαίξπηρ και μόνο θα μπορούσα να σας βρω δεκάδες παραδείγματα…»

 

[...]

 

«Καλό μου παιδί» είπε, «θέλω να σας εκμυστηρευτώ κάτι, κάτι που θα σας βοηθήσει στην κατανόηση πολλών και διαφόρων και θα σας χρησιμεύσει σε όλη σας τη ζωή. Τα έργα μου δεν μπορούν να γίνουν δημοφιλή· όποιος πιστεύει το αντίθετο και πασχίζει γι’ αυτό, απλούστατα πλανάται. Δεν είναι γραμμένα για την πλατιά μάζα, αλλά μόνο για μεμονωμένα άτομα, τα οποία επιθυμούν και αναζητούν κάτι παρόμοιο και κινούνται στις ίδιες κατευθύνσεις».

 

Ήταν έτοιμος να συνεχίσει, μία νεαρή κυρία όμως πλησίασε και άνοιξε μαζί του μια διαφορετική συζήτηση. Εγώ στράφηκα προς τους άλλους, και σε λίγο κληθήκαμε να καθίσουμε στο τραπέζι.

 

Μου ήταν αδύνατον να συμμετάσχω στις συζητήσεις γύρω μου, τα λόγια του Γκαίτε απασχολούσαν ολοκληρωτικά τη σκέψη μου.

 

Φυσικά, σκεφτόμουν, ένας συγγραφέας σαν αυτόν, ένα πνεύμα του δικού του διαμετρήματος, μια φύση τέτοιου μεγαλείου, πώς να γίνει δημοφιλής! Ούτε καν ένα μικρό μέρος του δεν μπορεί να γίνει δημοφιλές! Ούτε ένα τραγούδι, που μπορεί μεν να το τραγουδούν εύθυμα παλικάρια ή ερωτευμένα κορίτσια, για άλλους όμως δεν υπάρχει καν!

 

Και, αν το καλοσκεφτεί κανείς, έτσι δεν είναι με όλα τα εξαιρετικά πράγματα; Μήπως είναι δημοφιλής ο Μότσαρτ; Ή ο Ραφαήλ; Και δεν συμπεριφέρονται παντού οι άνθρωποι απέναντι σε τόσο μεγάλες πηγές πνευματικής ζωής σαν λιχούδικα παιδάκια, τα οποία απλώς αρπάζουν λαίμαργα μερικές μπουκιές, που για ένα μικρό διάστημα μόνο τούς παρέχουν μια υψηλότερου επιπέδου τροφή;

 

Ναι, συνέχισα τη σκέψη μου, ο Γκαίτε έχει δίκιο. Το μέγεθός του δεν του επιτρέπει να γίνει δημοφιλής, και τα έργα του προορίζονται για μεμονωμένα άτομα, τα οποία αναζητούν κάτι παρόμοιο και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.

 

Προορίζονται για φύσεις που μελετούν το περιβάλλον τους, που θέλουν να εισχωρούν στα βάθη του κόσμου και της ανθρωπότητας. Προορίζονται για ανθρώπους που απολαμβάνουν με πάθος τη ζωή, που στον ποιητή ψάχνουν την αγαλλίαση και τον πόνο της καρδιάς. Προορίζονται για νέους ποιητές, οι οποίοι θέλουν να μάθουν πώς να εκφράζονται και πώς να πραγματεύονται ένα θέμα με όρους καλλιτεχνικούς. Επίσης για κριτικούς, στους οποίους προσφέρουν ένα υπόδειγμα για τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία πρέπει να κρίνουν και για το πώς κάνει κάποιος μια κριτική ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Τα έργα του είναι για τον καλλιτέχνη, γιατί γενικά του διευρύνουν το πνεύμα και ειδικά του δείχνουν ποια αντικείμενα διαθέτουν καλλιτεχνικό βάρος και επομένως ποια οφείλει να απεικονίσει και ποια όχι. Είναι επίσης για τον φυσικό επιστήμονα, όχι μόνο επειδή του προσφέρουν σημαντικούς νόμους της Φύσης, αλλά και κυρίως επειδή του προσφέρουν μια μέθοδο για το πώς πρέπει ένα γερό μυαλό να αντιμετωπίζει τη Φύση, ώστε αυτή να του αποκαλύπτει τα μυστικά της.

 

Και έτσι τρυγούν όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στο επιστημονικό και καλλιτεχνικό πεδίο καρπούς από τον πλούσιο κατάλογο των έργων του, με αποτέλεσμα να μαρτυρά το δικό τους έργο την ύπαρξη μιας μεγαλειώδους πηγής φωτός και ζωής, από την οποία έχουν αντλήσει πολλά και ποικίλα οφέλη.

 

Τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου στο τραπέζι. Ο νους μου έτρεχε σε συγκεκριμένα άτομα, σε ορισμένους σημαντικούς Γερμανούς καλλιτέχνες, φυσιοδίφες, λογοτέχνες και κριτικούς, οι οποίοι οφείλουν ένα σημαντικό μέρος της καλλιέργειάς τους στον Γκαίτε. Έτρεχε επίσης σε κάποιους φωτισμένους Ιταλούς, Γάλλους και Άγγλους, που στρέφουν προς αυτόν το βλέμμα και πράττουν σύμφωνα με το πνεύμα του.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Δημήτρης Δημοκίδης

 

 

 

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Johann Peter Eckermann Συνομιλίες με τον Γκαίτε (Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του) που κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Printa, σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη και εισαγωγή και επίμετρο Κατερίνας Καρακάση. Διαβάστε εδώ μία κριτική για το βιβλίο από τον Αναστάση Βιστωνίτη.

 

Eckermann_Goethe_A Ένας αυτοδίδακτος, ένας άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, που βρέθηκε στην Αυλή της Βαϊμάρης ως βοηθός και φίλος του μεγαλύτερου Γερμανού ποιητή, του Γκαίτε – αυτός είναι ο Γιόχανν Πέτερ Έκερμανν (1792-1854). O Έκερμανν έμεινε στην Ιστορία γιατί συνέγραψε «το καλύτερο γερμανικό βιβλίο» σύμφωνα με τον Νίτσε, τις Συνομιλίες με τον Γκαίτε – ένα βιβλίο το οποίο συνεχίζει να προκαλεί, όπως και ο συγγραφέας του, το ενδιαφέρον τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και των ειδικών.

 

Πάνω από χίλιες φορές συνάντησε ο Έκερμανν τον Γκαίτε, κρατώντας σημειώσεις των συζητήσεων που είχε μαζί του. Οι συνομιλίες αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά τον Γκαίτε ή το έργο του, αλλά περιλαμβάνουν μια εξαιρετική ποικιλία θεμάτων: λογοτεχνία φυσικά, αλλά και αρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσική, θέατρο και πολλά άλλα. Ο Γκαίτε μιλούσε αναλυτικά για τα έργα του και για τα έργα άλλων, για τη ζωή του, τα ταξίδια του, τους φίλους του, αλλά και για επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα που τον απασχολούσαν, όπως και για ζητήματα αισθητικής και τέχνης.

 

Eckermann_Goethe_B Ο Έκερμανν παρακολουθεί και καταγράφει τη διαδικασία με την οποία αναπτύσσεται και εξελίσσεται η δημιουργικότητα του ποιητή, δηλαδή διαβάζοντας και ερμηνεύοντας κείμενα άλλων, αρχαίων, νεότερων και σύγχρονων, στοχαζόμενος και αναλύοντας διαρκώς παλαιότερά του κείμενα, κάνοντας σκέψεις και δοκιμάζοντας ιδέες, μεθόδους, τεχνικές, πειραματιζόμενος με τις πιθανές εκδοχές των υπό δημιουργία κειμένων του.

 

Οι Συνομιλίες, επομένως, αποτελούν ένα είδος επίσκεψης στο «εργαστήριο» ενός ποιητή και μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε ένα δημιουργό επί τω έργω, είναι μια –με σημερινούς όρους– «εκ βαθέων συνέντευξη» με έναν μεγάλο συγγραφέα, μια συνέντευξη που περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αυτός εργάζεται για να γράψει όσα γράφει…

Wolfgang Borchert, Το ψωμί

An Old Couple Drinking by British (Scottish) School: Traquair Charitable Trust

Ξύπνησε άξαφνα. Ήταν δυόμισι. Αναρωτήθηκε γιατί ξύπνησε. Α, έτσι! Στην κουζίνα κάποιος είχε σκοντάψει πάνω σε μια καρέκλα. Έστησε αυτί κατά τη μεριά της κουζίνας. Επικρατούσε ησυχία. Ήταν όλα τόσο ήσυχα και όταν ψηλάφισε με το χέρι το κρεβάτι δίπλα της, το βρήκε άδειο. Αυτός ήταν ο λόγος που ήταν όλα τόσο ήσυχα: έλειπε η ανάσα του. Σηκώθηκε και ακροπατώντας πήγε στην κουζίνα διασχίζοντας το σκοτεινό σπίτι. Στην κουζίνα συναντήθηκαν. Η ώρα ήταν δυόμισι. Διέκρινε κάτι λευκό να στέκεται δίπλα στο ντουλάπι. Άναψε το φως. Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο με τα νυχτικά τους. Νύχτα. Στις δυόμισι. Στην κουζίνα.

 

Στο τραπέζι ήταν το πιάτο με το ψωμί. Είδε ότι εκείνος είχε κόψει ψωμί. Το μαχαίρι ήταν δίπλα στο πιάτο και στο τραπεζομάντιλο υπήρχαν ψίχουλα. Πριν πέσουν για ύπνο, το καθάριζε πάντα το τραπεζομάντιλο. Κάθε βράδυ. Όμως τώρα υπήρχαν ψίχουλα πάνω στο κάλυμμα. Και το μαχαίρι ήταν εκεί. Ένοιωσε την παγωνιά από τα πλακάκια να ανεβαίνει στο κορμί της. Και τράβηξε το βλέμμα της από το πιάτο.

 

«Νόμισα ότι κάτι ήταν εδώ μέσα», είπε και κοίταξε γύρω του.

 

«Κι εγώ άκουσα κάτι», απάντησε εκείνη και ταυτόχρονα παρατήρησε πόσο γέρος έδειχνε με το νυχτικό του. Όσο γέρος ήταν. Εξήντα τρία. Στο φως της μέρας, έδειχνε μερικές φορές πιο νέος. Φαίνεται γερασμένη, σκέφτηκε εκείνος, με το νυχτικό της φαίνεται κάπως γερασμένη. Όμως, ίσως φταίνε τα μαλλιά. Στις γυναίκες φταίνε πάντα τα μαλλιά τη νύχτα. Αυτά τις δείχνουν ξαφνικά τόσο γερασμένες.

 

«Έπρεπε να είχες φορέσει παντόφλες. Ξυπόλυτος στα παγωμένα πλακάκια. Θα πουντιάσεις».

 

Δεν τον κοιτούσε, δεν μπορούσε να υποφέρει ότι της έλεγε ψέματα. Ότι έλεγε ψέματα ύστερα από τριάντα εννιά χρόνια γάμου.

 

«Νόμισα ότι κάτι ήταν εδώ μέσα», επανέλαβε και περιέφερε το βλέμμα του άσκοπα απ’ τη μια γωνιά στην άλλη, «κάτι άκουσα εδώ και σκέφτηκα ότι κάτι ήταν εδώ μέσα».

 

«Κι εγώ άκουσα κάτι, όμως μάλλον δεν ήταν τίποτα». Σήκωσε το πιάτο από το τραπέζι και μάζεψε τα ψίχουλα.

 

«Όχι, μάλλον δεν ήταν τίποτα», επανέλαβε σαν ηχώ εκείνος, αμήχανα.

 

Για να τον βγάλει από τη δυσάρεστη θέση εκείνη είπε: «Έλα, τώρα. Ήταν μάλλον απ’ έξω. Έλα στο κρεβάτι. Θα πουντιάσεις στα παγωμένα πλακάκια».

Εκείνος κοίταξε στο παράθυρο. «Ναι, μάλλον απ’ έξω πρέπει να ήταν. Κι εγώ νόμισα ότι ήταν από εδώ».

 

Εκείνη σήκωσε το χέρι προς τον διακόπτη. Πρέπει να σβήσω το φως τώρα, αλλιώς θα κοιτάξω το πιάτο, σκέφτηκε εκείνη. Δεν είναι σωστό να κοιτάξω το πιάτο. «Έλα, λοιπόν», είπε εκείνη και έσβησε το φως, «μάλλον απ’ έξω ήταν. Το λούκι χτυπάει στον τοίχο με τον αέρα. Το λούκι ήταν σίγουρα. Πάντα χτυπάει με τον αέρα».

 

Διέσχισαν ψηλαφητά τον σκοτεινό διάδρομο πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα. Ακουγόταν ο ήχος από τα ξυπόλητα πόδια τους στο πάτωμα.

«Ο αέρας είναι, βέβαια», είπε εκείνος. «Ο αέρας ήταν όλη τη νύχτα».

 

Όταν ξάπλωσαν, είπε εκείνη: «Ναι, ο αέρας ήταν όλη τη νύχτα. Το λούκι ήταν μάλλον».

 

«Ναι, κι εγώ νόμισα ότι κάτι ήταν στην κουζίνα. Το λούκι ήταν μάλλον», μουρμούρισε εκείνος, σα να μισοκοιμόταν κιόλας.

 

Εκείνη όμως διέκρινε την προσποίηση στη φωνή του, όταν έλεγε ψέματα. «Κρύο κάνει», είπε και χασμουρήθηκε, «εγώ χώνομαι κάτω από το πάπλωμα. Καληνύχτα».

 

«…νύχτα», απάντησε εκείνος και πρόσθεσε: «ναι, πράγματι κάνει κρύο».

 

Ύστερα σιωπή. Μετά από κάμποση ώρα τον άκουσε να μασάει σιγά και προσεκτικά. Ανάσαινε, επίτηδες, βαθιά και κανονικά για να μην καταλάβει εκείνος ότι ήταν ακόμη ξύπνια. Όμως εκείνος μασούσε τόσο ρυθμικά που τη νανούριζε και τελικά την πήρε ο ύπνος.

 

Όταν το επόμενο βράδυ ήρθε στο σπίτι, του έδωσε τέσσερις φέτες ψωμί. Κανονικά του αναλογούσαν μόνο τρεις.

 

«Μπορείς να φας τέσσερις», του είπε κι αποτραβήχτηκε από το φως της λάμπας. «Μου πέφτει κάπως βαρύ αυτό το ψωμί. Φάε εσύ μία παραπάνω. Εμένα μου πέφτει κάπως βαρύ».

 

Τον κοίταζε καθώς έσκυβε βαθιά πάνω απ’ το πιάτο του. Δε σήκωσε καθόλου το βλέμμα του. Εκείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε.

 

«Δε γίνεται να τρως μόνο δυο φέτες», είπε εκείνος σκυμμένος πάνω στο πιάτο του.

 

«Κι όμως. Μου πέφτει βαρύ το ψωμί το βράδυ. Τρώγε, λοιπόν. Τρώγε».

 

Λίγο αργότερα κάθισε και εκείνη κάτω απ’ το φως της λάμπας στο τραπέζι.

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Βασίλης Τσαλής

 

 


WolfgangBorchert

O Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1921 και πέθανε στη Βασιλεία το 1947. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και η μητέρα του συγγραφέας, ο ίδιος έλαβε σύντομες σπουδές βιβλιοθηκονομίας και ηθοποιίας. Το 1941 κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στη Βέρμαχτ. Έλαβε μέρος σε μάχες, τραυματίστηκε και ταυτόχρονα αντιμετώπισε κατηγορίες για αντεθνική ρητορεία. Το 1942 υπηρέτησε τέσσερις μήνες στο Ανατολικό Μέτωπο και το υπόλοιπο διάστημα, έως τη λήξη του πολέμου, το πέρασε σε στρατιωτικά νοσοκομεία και στη φυλακή. Ο Μπόρχερτ είναι γνωστός κυρίως για το θεατρικό έργο Draußen vor der Tür (Έξω απ' την πόρτα), ένα από τα πιο δημοφιλή αντιπολεμικά δράματα στη μεταπολεμική Γερμανία. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο Αμβούργο, μία μέρα μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Μπόρχερτ έγραψε συνολικά 31 διηγήματα σε δύο τόμους, όπου πραγματεύτηκε με εξαιρετική μαεστρία και σχεδόν ασκητική λιτότητα, τα θέματα που γνώριζε πολύ καλά: τον πόλεμο, την φυλάκιση και την επιστροφή/προσαρμογή στις συνθήκες της ήττας, της συλλογικής ενοχής και των ερειπίων. Ο Χάινριχ Μπελ χαρακτήρισε Το ψωμί ως «ένα αριστουργηματικό διήγημα» και «υπόδειγμα στο είδος της μικρής φόρμας».

 

Βασίλης Τσαλής


© Βασίλης Τσαλής


Μαρία Π., [άτιτλο]

Phto by Vadim Golovko

να το ασκείς το σώμα σου

όπως ασκείς το μυαλό σου

να το ασκείς τις νύχτες τις ατελείωτες

τις νύχτες με τους πόνους

 

όταν το άλλο σώμα δεν είναι δίπλα σου

παρά τη θέλησή του

κι όταν δεν είναι δίπλα σου

γιατί έτσι το θέλει

 

να το ασκείς το σώμα σου

στην απουσία του άλλου

να το ασκείς το σώμα σου

στη μοναξιά του

 

όταν το άλλο σώμα είναι αλλού

σε άλλο κρεβάτι

δίπλα σε άλλο σώμα

σε άλλο κελί

 

να το ασκείς το σώμα σου

όπως ασκείς το μυαλό σου

να το ασκείς το σώμα σου

στην ερημιά

 
 

Μα, εγώ απ’ όλα πιο πολύ να σ’ αγαπάω θέλω.

 

[2009]

 

 

Η Μαρία Π. γεννήθηκε το 1969 σε ένα χωριό της Ηπείρου. Είναι μαθηματικός, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και μικρά πεζά σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της επαρχίας.

 

© Μαρία Π.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails