[...]
Όταν οι υπόλοιποι καλεσμένοι είχαν πια φύγει και ετοιμάστηκα να πηγαίνω κι εγώ, ο Γκαίτε με παρακάλεσε να μείνω για λίγο ακόμη. Ζήτησε να μας φέρουν ένα ντοσιέ με χαλκογραφίες Ολλανδών ζωγράφων.
«Ως επιδόρπιο» είπε, «θα σας προσφέρω κάτι όμορφο». Και με τα λόγια αυτά ακούμπησε μπροστά μου ένα φύλλο με ένα τοπίο του Ρούμπενς. «Σας το έχω βέβαια ξαναδείξει το έργο αυτό» είπε. «Όμως, όσες φορές και να δει κανείς κάτι το εξαιρετικό, δεν είναι αρκετές, και αυτή τη φορά πρόκειται επί πλέον για κάτι το εντελώς ιδιαίτερο. Θα θέλατε να μου πείτε τι βλέπετε;»
«Λοιπόν» είπα εγώ, «αν αρχίσω από το βάθος, έχουμε έναν πολύ φωτεινό ουρανό, σαν αυτόν που βλέπουμε αμέσως μετά από ηλιοβασίλεμα. Επίσης στο βάθος ένα χωριό και μια πόλη μέσα στο εσπερινό φως. Στη μέση της εικόνας ένας δρόμος, πάνω του ένα κοπάδι πρόβατα με κατεύθυνση προς το χωριό. Δεξιά κάθε είδους θημωνιές και ένα κάρο που το φορτώνουν με σανό. Ζεμένα άλογα βόσκουν εκεί κοντά, ενώ στην άκρη, σκορπισμένες ανάμεσα σε θάμνους, κάμποσες φοράδες βόσκουν με τα πουλάρια τους και δίνουν την εντύπωση ότι μένουν και τη νύχτα έξω. Επίσης, πιο κοντά στο πρώτο πλάνο, μια συστάδα από μεγάλα δέντρα· και τέλος, απολύτως σε πρώτο πλάνο και αριστερά, κάποιοι εργάτες γης στο δρόμο για το σπίτι».
«Ωραία» είπε ο Γκαίτε. «Το βασικό όμως λείπει. Όλα αυτά που βλέπουμε στην εικόνα, το κοπάδι πρόβατα, το κάρο με το σανό, τα άλογα, οι εργάτες που πηγαίνουν σπίτι, από ποια πλευρά φωτίζονται;»
«Το φως πέφτει στη στραμμένη προς εμάς πλευρά τους, οπότε οι σκιές πέφτουν προς το βάθος της εικόνας. Ιδίως οι εργάτες μπροστά μπροστά είναι λουσμένοι στο φως, πράγμα που δημιουργεί ένα εντυπωσιακό εφέ».
«Σωστά. Πώς όμως πέτυχε ο Ρούμπενς αυτό το αποτέλεσμα;»
«Τοποθετώντας αυτές τις φωτεινές μορφές πάνω σε σκούρο φόντο».
«Πώς όμως δημιουργείται αυτό το σκούρο φόντο;» ζήτησε να μάθει ο Γκαίτε.
«Από την πελώρια σκιά» απάντησα εγώ, «που η συστάδα των δέντρων ρίχνει πάνω στις φιγούρες των εργατών. – Όμως πώς γίνεται αυτό;» συνέχισα έκπληκτος. «Οι φιγούρες των εργατών ρίχνουν τη σκιά τους προς το βάθος της εικόνας, ενώ τα δέντρα προς τον παρατηρητή, προς εμάς! – Έχουμε δηλαδή το φως να έρχεται από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πλευρές, κι αυτό αντιβαίνει στους νόμους της Φύσης!»
«Μα περί αυτού ακριβώς πρόκειται» απάντησε ο Γκαίτε με ένα μειδίαμα. «Αυτό είναι που κάνει τον Ρούμπενς μεγάλο, που δείχνει ότι με θαυμαστή ελευθερία πνεύματος υπερβαίνει τη Φύση και τη μεταχειρίζεται με οδηγό τους υψηλότερους στόχους του. Το διπλό φως είναι ασφαλώς εξαιρετικά ρηξικέλευθο, και έχετε κάθε δίκιο να πείτε ότι είναι ενάντια στη Φύση. Μόνο που, αν είναι ενάντια στη Φύση, εγώ θα πω ότι συγχρόνως στέκεται και ψηλότερα από τη Φύση, θα πω ότι είναι η τολμηρή επέμβαση του μεγάλου καλλιτέχνη, με την οποία διαδηλώνει αυτός με ιδιοφυή τρόπο το γεγονός ότι η Τέχνη δεν υποτάσσεται ολοκληρωτικά στη φυσική αναγκαιότητα, αλλά έχει τους δικούς της νόμους».
«Ο καλλιτέχνης» συνέχισε ο Γκαίτε «οφείλει φυσικά να απεικονίζει τη Φύση πιστά και ευλαβικά στις λεπτομέρειες, δεν μπορεί να αλλάξει αυθαίρετα κάτι στη δομή των οστών και στη θέση των τενόντων και των μυώνων ενός ζώου, πράγμα που θα έπληττε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του· γιατί αυτό θα σήμαινε εκμηδένιση της Φύσης. Στα υψηλότερα όμως πεδία της καλλιτεχνικής διαδικασίας, εκεί όπου μια εικόνα γίνεται πραγματικό έργο Τέχνης, εκεί επιτρέπεται μεγαλύτερη ελευθερία, και ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, όπως ακριβώς έκανε στο τοπίο αυτό ο Ρούμπενς με το διπλό φως.
»Η σχέση τού καλλιτέχνη με τη Φύση είναι διττού χαρακτήρα: Είναι κύριος και ταυτόχρονα σκλάβος της. Σκλάβος της, δεδομένου ότι είναι υποχρεωμένος να δουλεύει με γήινα μέσα για να γίνει κατανοητός. Κύριός της όμως επειδή υποτάσσει τα γήινα αυτά μέσα στις υψηλότερες επιδιώξεις του.
»Ο καλλιτέχνης θέλει να απευθύνεται στον κόσμο μέσω ενός όλου· αυτό το όλον όμως δεν το βρίσκει στη Φύση, αλλά αποτελεί καρπό του ίδιου του πνεύματός του ή, αν προτιμάτε, της θεϊκής ανάσας που διαπνέει το πνεύμα του.
»Αν κοιτάξουμε το τοπίο αυτό του Ρούμπενς με μάτι ανυποψίαστο, θα τα βρούμε όλα φυσικότατα, σαν να είναι πιστή αντιγραφή της Φύσης. Δεν είναι όμως έτσι. Μια τόσο όμορφη εικόνα δεν έχει δει ποτέ κανείς στη Φύση, και το ίδιο ισχύει και για τοπία του Πουσσέν και του Κλωντ Λοραίν, που στα μάτια μας φαντάζουν εντελώς φυσικά, τα οποία όμως, όσο και να ψάξουμε, δεν θα τα βρούμε πουθενά στη Φύση».
«Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς» ρώτησα εγώ «ανάλογες επεμβάσεις καλλιτεχνικής φαντασίας, όπως αυτό το διπλό φως, και στη Λογοτεχνία;».
«Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά γι’ αυτό» μου αποκρίθηκε ο Γκαίτε μετά από κάποια σκέψη. «Στο έργο τού Σαίξπηρ και μόνο θα μπορούσα να σας βρω δεκάδες παραδείγματα…»
[...]
«Καλό μου παιδί» είπε, «θέλω να σας εκμυστηρευτώ κάτι, κάτι που θα σας βοηθήσει στην κατανόηση πολλών και διαφόρων και θα σας χρησιμεύσει σε όλη σας τη ζωή. Τα έργα μου δεν μπορούν να γίνουν δημοφιλή· όποιος πιστεύει το αντίθετο και πασχίζει γι’ αυτό, απλούστατα πλανάται. Δεν είναι γραμμένα για την πλατιά μάζα, αλλά μόνο για μεμονωμένα άτομα, τα οποία επιθυμούν και αναζητούν κάτι παρόμοιο και κινούνται στις ίδιες κατευθύνσεις».
Ήταν έτοιμος να συνεχίσει, μία νεαρή κυρία όμως πλησίασε και άνοιξε μαζί του μια διαφορετική συζήτηση. Εγώ στράφηκα προς τους άλλους, και σε λίγο κληθήκαμε να καθίσουμε στο τραπέζι.
Μου ήταν αδύνατον να συμμετάσχω στις συζητήσεις γύρω μου, τα λόγια του Γκαίτε απασχολούσαν ολοκληρωτικά τη σκέψη μου.
Φυσικά, σκεφτόμουν, ένας συγγραφέας σαν αυτόν, ένα πνεύμα του δικού του διαμετρήματος, μια φύση τέτοιου μεγαλείου, πώς να γίνει δημοφιλής! Ούτε καν ένα μικρό μέρος του δεν μπορεί να γίνει δημοφιλές! Ούτε ένα τραγούδι, που μπορεί μεν να το τραγουδούν εύθυμα παλικάρια ή ερωτευμένα κορίτσια, για άλλους όμως δεν υπάρχει καν!
Και, αν το καλοσκεφτεί κανείς, έτσι δεν είναι με όλα τα εξαιρετικά πράγματα; Μήπως είναι δημοφιλής ο Μότσαρτ; Ή ο Ραφαήλ; Και δεν συμπεριφέρονται παντού οι άνθρωποι απέναντι σε τόσο μεγάλες πηγές πνευματικής ζωής σαν λιχούδικα παιδάκια, τα οποία απλώς αρπάζουν λαίμαργα μερικές μπουκιές, που για ένα μικρό διάστημα μόνο τούς παρέχουν μια υψηλότερου επιπέδου τροφή;
Ναι, συνέχισα τη σκέψη μου, ο Γκαίτε έχει δίκιο. Το μέγεθός του δεν του επιτρέπει να γίνει δημοφιλής, και τα έργα του προορίζονται για μεμονωμένα άτομα, τα οποία αναζητούν κάτι παρόμοιο και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.
Προορίζονται για φύσεις που μελετούν το περιβάλλον τους, που θέλουν να εισχωρούν στα βάθη του κόσμου και της ανθρωπότητας. Προορίζονται για ανθρώπους που απολαμβάνουν με πάθος τη ζωή, που στον ποιητή ψάχνουν την αγαλλίαση και τον πόνο της καρδιάς. Προορίζονται για νέους ποιητές, οι οποίοι θέλουν να μάθουν πώς να εκφράζονται και πώς να πραγματεύονται ένα θέμα με όρους καλλιτεχνικούς. Επίσης για κριτικούς, στους οποίους προσφέρουν ένα υπόδειγμα για τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία πρέπει να κρίνουν και για το πώς κάνει κάποιος μια κριτική ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Τα έργα του είναι για τον καλλιτέχνη, γιατί γενικά του διευρύνουν το πνεύμα και ειδικά του δείχνουν ποια αντικείμενα διαθέτουν καλλιτεχνικό βάρος και επομένως ποια οφείλει να απεικονίσει και ποια όχι. Είναι επίσης για τον φυσικό επιστήμονα, όχι μόνο επειδή του προσφέρουν σημαντικούς νόμους της Φύσης, αλλά και κυρίως επειδή του προσφέρουν μια μέθοδο για το πώς πρέπει ένα γερό μυαλό να αντιμετωπίζει τη Φύση, ώστε αυτή να του αποκαλύπτει τα μυστικά της.
Και έτσι τρυγούν όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στο επιστημονικό και καλλιτεχνικό πεδίο καρπούς από τον πλούσιο κατάλογο των έργων του, με αποτέλεσμα να μαρτυρά το δικό τους έργο την ύπαρξη μιας μεγαλειώδους πηγής φωτός και ζωής, από την οποία έχουν αντλήσει πολλά και ποικίλα οφέλη.
Τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου στο τραπέζι. Ο νους μου έτρεχε σε συγκεκριμένα άτομα, σε ορισμένους σημαντικούς Γερμανούς καλλιτέχνες, φυσιοδίφες, λογοτέχνες και κριτικούς, οι οποίοι οφείλουν ένα σημαντικό μέρος της καλλιέργειάς τους στον Γκαίτε. Έτρεχε επίσης σε κάποιους φωτισμένους Ιταλούς, Γάλλους και Άγγλους, που στρέφουν προς αυτόν το βλέμμα και πράττουν σύμφωνα με το πνεύμα του.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Δημήτρης Δημοκίδης