Αλέξανδρος Κ., Κεχριμπάρι

Kuzma Petov-Vodkin, Head of boys 1918 

- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!

- Κκ... κκκ... κ...

- Πες «κεχριμπάρι», ρε μαλακισμένο!

- Κκ... κκκ... κ...

- «κε - χρι - μπά - ρι», Πες το, ρε μαλακισμένο!

 

Το «μαλακισμένο» 17 χρονών άντρας. Ο «πες το, ρε μαλακισμένο» 72 χρονών, γέρος άνθρωπος. Κι εκείνο το μεσημέρι ο γέρος καθόταν με τους φίλους του στο καφενείο. Όλοι τους παροπλισμένοι πια, να θυμούνται το ένα ταξίδι εδώ και τ’ άλλο ταξίδι εκεί και τις ομορφιές του κόσμου που είχανε γνωρίσει. Και τώρα στα σκατά. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές. Να κάθονται στο καφενείο και ν’ αγναντεύουνε τη θάλασσα και να χαζεύουν τους λιγοστούς περαστικούς.

 

Από μπροστά τους περνούσε και «το μαλακισμένο» εκείνο το μεσημέρι. Γύριζε απ’ το σχολείο, μόνο του. Πίσω του και μπροστά του παρέες δύο και τριών και περισσότερων παιδιών. Κι εκείνο μόνο του. Ο γέρος το φώναξε μόλις το είδε να περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι. «Ρε μαλακισμένο!», του φώναξε άγρια. «Το μαλακισμένο» κοντοστάθηκε αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι. Μια παρέα παιδιών γύρισε και κοίταξε προς το καφενείο καθώς το προσπερνούσε. Μετά κοντοστάθηκαν κι εκείνα τα παιδιά και περίμεναν να δούνε τι θα γίνει. «Ρε μαλακισμένο!», ξανακούστηκε ο γέρος, πιο αγριεμένος αυτή τη φορά. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

 

- Άσ’ το, βρε καπετάνιε, να πάει το δρόμο του. Μην το παιδεύεις το παιδί.

- Δουλειά σου, εσύ!

 

«Ρε μαλακισμένο! Τσακίσου κι έλα εδώ, που σου μιλάω», είπε και πετάχτηκε όρθιος ο γέρος. «Το μαλακισμένο» ακίνητο, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

 

Τότε η παρέα των γέρων σηκώθηκε όλη απ’ το τραπέζι. Ένας θαρραλέος πήγε να κάνει μια κίνηση να ηρεμήσει τον «πες το, ρε μαλακισμένο», αλλά εκείνος τον έσπρωξε με το χέρι του. Δύο άλλοι έκαναν νόημα στον θαρραλέο να τον αφήσει. Τον άφησε, αλλά κανείς τους δεν ξανακάθισε στο τραπέζι. «Πάμε, ρε ’σεις, να φύγουμε από ’δω!», ακούστηκε ένας πιο θαρραλέος. «Κι εσείς, ρε, άντε σπίτια σας! Τι μου σταθήκατε μες στη μέση του δρόμου, άντε σπίτια σας!», είπε ένας άλλος, που θάρρεψε κι εκείνος, στα παιδιά που είχαν σταματήσει για να δούνε γι’ άλλη μια φορά «το μαλακισμένο» να το κάνει ρεζίλι ο γέρος.

 

Κι αρχίσανε να φεύγουν όλα τα παιδιά. Κάποια γυρίζανε όμως πού και πού και κοιτάζανε πίσω κάθε φορά που ακούγανε εκείνο το «Ρε μαλακισμένο, έλα εδώ, που σου μιλάω, σου είπα!» Κι απ’ όλους τους μεγάλους και όλους τους μικρούς ένας μόνο δεν έφυγε.

 

Ερχότανε πίσω απ’ όλα τα παιδιά και είχε μείνει τελευταίο. Από ’κείνη την άνοιξη που είχε χαθεί κι όταν το βρήκανε το πήγανε στο νοσοκομείο με το σκάφος του λιμενικού κι ύστερα ο αστυνόμος πήγαινε για δυο τρεις μέρες επίσκεψη στη μάνα του, κανένα από τ’ άλλα τα παιδιά δεν του έκανε παρέα. Μόνο του πήγαινε στο σχολείο, μόνο του καθότανε στο θρανίο, μόνο του γύριζε στο σπίτι. Σαν «το μαλακισμένο». Αλλά όλοι μιλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του. Τόπος μικρός, λίγες οι ηδονές.

 

Μόνο εκείνο δεν έφυγε. Πλησίασε «το μαλακισμένο» και το σκούντηξε στην πλάτη. Και «το μαλακισμένο» προχώρησε. Αυτό μόνο χρειάστηκε. Ένα σκούντημα στην πλάτη και προχωρήσανε μαζί. Κι όταν ακούστηκε ένας θόρυβος απ’ το τραπέζι και τις καρέκλες να πέφτουν κάτω, κανένα από τα δύο τα παιδιά δεν γύρισε το κεφάλι. Ούτε «το μαλακισμένο» ούτε το άλλο, «το χαλασμένο».

 


Το διήγημα «Κεχριμπάρι» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταφραστής και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορεί το βιβλίο του Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Miguel de Cervantes Saaverda, Η σκηνή των θαυμάτων

Ιντερμέδιο

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Τσιρίδα, το νου σου! Τα θυμάσαι αυτά που σου’πα; Κι ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, το κόλπο μας πρέπει να πετύχει. Όπως εκείνο το παλιό με τον βροχοποιό, η μεγάλη μας επιτυχία!

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Ξακουστέ Κανάγια, μεσ’στην καρδιά μου φυλάω πάντα τα λόγια σου. Μυαλό, θέληση κι εξυπνάδα, όλα τα έχω τάξει στην υπηρεσία σου. Δε μου λες όμως, αυτόν τον Μαντολίνο τι τον κουβαλάμε μαζί; Δε μπορούμε οι δυο μας να τα βγάλουμε πέρα μια χαρά;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Τι λες μωρέ; Βήμα δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτόν. Αυτός θα παίζει το όργανό του, την ώρα που θα περιμένουν όλοι να δουν τη Σκηνή των Θαυμάτων.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Θαύμα θα είναι αν δε μας πάρουν με τις πέτρες μόλις δουν τον Μαντολίνο! Πιο κακάσχημο πλάσμα δεν ξανάδα στη ζωή μου!

Μπαίνει ο Μαντολίνος.


 

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Δε μου λες κυρ-θιασάρχη, τι θα κάνουμε σ’αυτό το χωριό; Εγώ πάντως, δεν κρατιέμαι! Θέλω να αποδείξω στην αφεντιά σου πως τα λεφτά σου δεν πήγαν χαμένα!

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Τα μισά τουλάχιστον πήγαν σίγουρα χαμένα, αφού ψωνίσαμε μισή μερίδα! Άμα δεν παίζεις και μουσική, την πατήσαμε για τα καλά!

 

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Γι’αυτό το μπόι, όμως, κυρά μου, με πήρανε σε θίασο εταιρικό, κι αν θες να ξέρεις, έπαιρνα κι εγώ μερτικό από τα κέρδη.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αν το μερτικό σου ήτανε σαν το μπόι σου, βάζω στοίχημα πως θα ’θελες ματογυάλια για να το δεις! Τσιρίδα, κοντοζυγώνουμε στο χωριό. Αυτοί εκεί που έρχονται να μας υποδεχτούν πρέπει να ’ναι σίγουρα ο Κυβερνήτης, ο Δήμαρχος κι οι Σύμβουλοί του. Ακόνισε τη γλώσσα σου στον τροχό της κολακείας. Πρέπει να τους καλοπιάσουμε, πρόσεξε μόνο μην το παρακάνουμε και μας πάρουν είδηση.

 

Βγαίνουν ο Κυβερνήτης, ο δήμαρχος Μπενίτο Λαχανίτο, ο περιφερειάρχης Χουάν Ευνουχάν, και ο Πέδρο Καλαθούνας, σύμβουλος.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Εκλαμπρότατοι, φιλώ το χέρι σας. Ποιος από τις εξοχότητές σας είναι ο Κυβερνήτης του χωριού;

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ. Τι επιθυμείτε, ευγενικέ μου κύριε;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Μα φυσικά, αν είχα λίγο μυαλό θα το είχα καταλάβει, πως ένα τόσο σοφό και πληθωρικό παρουσιαστικό δεν μπορεί παρά να ανήκει στον εξοχότατο δήμαρχο αυτού του ένδοξου χωριού, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα πλουσιότερα κεφαλοχώρια.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Πολυχρονεμένη η κυρία σας και... τα παιδάκια σας, αν φυσικά έχει η εξοχότης σας.

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Ο κύριος Κυβερνήτης δεν είναι νυμφευμένος.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Ε,... όποτε, με το καλό... Δε χάνονται οι ευχές!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Λοιπόν, τι επιθυμείτε αξιότιμε κύριε;

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Αξιότιμες να είναι και όλες οι μέρες που θα ζήσει η εξοχότης σας για την τιμή που μας κάνετε. Γιατί από τον τίμιο άνθρωπο παίρνεις τιμή, όπως λόγου χάρη παίρνεις από τη βελανιδιά βελανίδια, από την αχλαδιά αχλάδια και από την κληματαριά σταφύλια.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Λες κι ακούω τον ίδιο τον Τρικέρωνα.

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Τον Κικέρωνα ήθελε να πει ο κύριος Μπενίτο Λαχανίτο, ο δήμαρχός μας.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάντα θέλω να τα λέω ωραία, όσο πιο ωραία γίνεται, αλλά πολλές φορές ...τα χάνω. Τέλος πάντων, τι θέλετε, καλέ μας κύριε;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Άρχοντές μου, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ: είμαι ο μάγος Μοντιέλ κι έχω τη χαρά να παρουσιάσω στο χωριό σας την περίφημη Σκηνή των Θαυμάτων. Με κάλεσαν να πάω στην πρωτεύουσα, στην αυλή του βασιλιά, γιατί έχουν μεγάλη έλλειψη από θιάσους και παραστάσεις, και μια που μ’ έφερε ο δρόμος...

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Και τι σημαίνει «Σκηνή των Θαυμάτων»; Θέλω να πω, γιατί τη λένε έτσι;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ:Γιατί σ’ αυτή τη Σκηνή παρουσιάζονται ένα σωρό θαύματα! Την κατασκεύασε ο σοφός Βλακέντιος κάτω από τα άστρα και τους αστερισμούς, με γνώση περισσή και τέχνη: κανείς δε μπορεί να τη δει, αν δεν έχει αίμα καθαρό και χριστιανικό. Όποιος έχει μέσα του έστω και μια σταγόνα αίμα εβραϊκό ή όποιος είναι νόθος, με λίγα λόγια όποιος πάσχει από τέτοιες βαριές αρρώστιες, δεν πρόκειται να δει κανένα από τα μεγάλα θαύματα της Σκηνής.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Τώρα καταλαβαίνω πόσα καινούργια πράγματα γενιούνται κάθε μέρα στον κόσμο! Για φαντάσου! Ώστε Βλακέντιο τον έλεγαν τον σοφό κατασκευαστή της σκηνής;

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Μάλιστα! Βλακέντιο! Από τη σοφία του, τα γένια του έφταναν μέχρι τη μέση του! Και καταγόταν από την περίφημη πόλη Βλακεντία! Δεν έχει τύχει ν’ ακούσετε για τη Δούκισα της Βλακεντίας; Κι αυτή από εκεί ήταν.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Πώς, πώς... Πράγματι, είναι αλήθεια πως, όσοι έχουν μακριά γενειάδα, είναι σοφοί.

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κύριε Περιφερειάρχη Χουάν Ευνουχάν, απόψε που παντρεύεται η κόρη σας και βαφτιστικιά μου, η Χουάνα Ευνουχάν, προτείνω, με την άδειά σας φυσικά, να έρθει στο σπίτι σας ο σενιόρ Μοντιέλ με τη Σκηνή των Θαυμάτων του και να εορτάσουμε μεγαλοπρεπώς το γεγονός.

 

ΧΟΥΑΝ: Μετά χαράς, Κυβερνήτα μου, αφού είναι επιθυμία σας. Το ξέρετε, βέβαια, πως εγώ συμφωνώ πάντα μαζί σας, ακόμα και όταν διαφωνώ.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Εμείς πάντως, στο μόνο που μπορεί να διαφωνήσουμε είναι το θέμα της πληρωμής: αν δε μας πληρώσετε για τη δουλειά μας προκαταβολικά δεν πρόκειται να δείτε ούτε σκηνή, ούτε θαύματα! Δε μου λέτε, άρχοντές μου, είσαστε στα καλά σας; Ωραία τα είπατε: θα παρελάσει απόψε όλο το χωριό από το σπίτι του Χουάν Ευνουχάν -ή όπως τον λένε τέλος πάντων!-, θα δει τη Σκηνή μας, και αύριο που θέλουμε να παίξουμε στην πλατεία του χωριού δε θα πατήσει ψυχή; Όχι, κύριοι, όχι. Ante omnia, πρέπει να μας πληρώσετε. Προ παντός άλλου!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Κυρία Θιασάρχισα, ούτε καμιά Αντόνια θα σας πληρώσει, ούτε σάλο χρειάζεται να κάνετε! Ο περιφερειάρχης μας, ο Χουάν Ευνουχάν θα σας πληρώσει και με το παραπάνω! Αν δε σας πληρώσει αυτός, τότε θα πάρετε την αμοιβή σας από το Συμβούλιο της πόλης. Ακούς εκεί! Ωραία υπόληψη μας έχετε, μα την πίστη μου! Εδώ, αγαπητή μου, δεν επιτρέπουμε σε καμιά Αντόνια να πληρώνει για λογαριασμό μας. Είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Άσχετο, εντελώς άσχετο σενιόρ Μπενίτο Λαχανίτο μου! Δεν είπε η κυρία να πληρώσει καμιά Αντόνια. Ante omnia, είπε, να τους πληρώσετε, δηλαδή πρώτα απ’όλα! Προ παντός άλλου! Το ίδιο θα πει κι αυτό! Ούτε σάλο, ούτε σαματά που φανταστήκατε.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Ακούστε σενιόρ γραμματικέ Πέδρο Καλαθούνα, πέστε τους να μου μιλάνε κανονικά και όπως πρέπει, κι εγώ σας υπόσχομαι πως θα τους καταλαβαίνω. Εσείς, που σας έχω για γραμμένο και διαβασμένο, μπορείτε να καταλάβετε αυτά τα αλαμπουρνέζικα που μιλάνε. Εγώ, όχι.

 

ΧΟΥΑΝ: Σύμφωνοι λοιπόν. Θα είναι ευχαριστημένος ο κύριος θιασάρχης αν του δώσω μισή ντουζίνα δουκάτα για προκαταβολή; Και αν επιπλέον του υποσχεθώ πως θα φροντίσω να μη μπουν οι κάτοικοι του χωριού απόψε στο σπίτι μου;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ευχαριστημένος. Εμπιστεύομαι τις καλές προθέσεις που δείχνει η χάρη σας και τη μέριμνα που θα λάβει.

 

ΧΟΥΑΝ: Τότε λοιπόν, ελάτε μαζί μου. Θα σας δώσω τα χρήματα και θα δείτε το σπίτι μου και τις ανέσεις που σας παρέχει για να παρουσιάσετε τη Σκηνή σας.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πάμε. Αλλά μην ξεχνάτε και τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν όσοι τολμήσουν να κοιτάξουν τη μαγική Σκηνή μας.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτό, αφήστε το πάνω μου! Όσο για μένα, θα σας πω μόνο τούτο: ο πατέρας μου ήτανε δήμαρχος, γι’ αυτό είμαι σίγουρος πως θα τα δω όλα. Τέσσερα δάχτυλα σιτεμένη χριστιανοσύνη έχω κάτω απ’ το πετσί μου, κι από τις τέσσερις ρίζες του σογιού μου. Σιγά τώρα, μη δε δω αυτή τη Σκηνούλα!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Όλοι λογαριάζουμε να τη δούμε, σενιόρ Λαχανίτο.

 

ΧΟΥΑΝ: Κι εμείς από σπίτια είμαστε, σενιόρ Καλαθούνα, δε φυτρώσαμε σαν τις μολόχες!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Όπως βλέπω, κύριοι, όλοι θα είστε άξιοι.

 

ΧΟΥΑΝ: Εμπρός, λοιπόν, Θιασάρχη μου, ας πιάσουμε δουλειά αμέσως. Χουάν Ευνουχάν με λένε, κι είμαι γιος του Αντόνιο Ευνουχάν και της Χουάνα Αντρούκλα∙ δε σας λέω τίποτε άλλο! Θα τη δω τη Σκηνή, όπως σας βλέπω και με βλέπετε τώρα!

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

Βγαίνουν ο Χουάν Ευνουχάν και ο Κανάγιας.


 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κυρία Θιασάρχη, ποιοι ποιητές είναι της μόδας στη βασιλική αυλή; Κυρίως με ενδιαφέρει να μάθω γι’ αυτούς που γράφουν έργα θεατρικά. Ξέρετε, είμαι κι εγώ ποιητής και ασχολούμαι με το θέατρο. Έχω γράψει είκοσι δύο έργα, όλα πολύ πρωτότυπα, και είναι κρίμα να μένουν στο συρτάρι. Ψάχνω την ευκαιρία να πάω στην αυλή και να κάνω πλούσιους τους θιασάρχες που θα τα παίξουν.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Για τους ποιητές που με ρωτάει η χάρη σας, κυβερνήτα μου, δε γνωρίζω να σας πω. Είναι τόσοι πολλοί, που κρύβουν τον ήλιο, και όλοι τους νομίζουν πως είναι σπουδαίοι. Οι θεατρικοί συγγραφείς είναι αυτοί που ήδη ξέρετε κι εσείς, άρα δε χρειάζεται να τους ξαναλέμε. Πείτε μου όμως η χάρη σας κάτι και για σας: και πρώτα πρώτα, πώς σας λένε;

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Ονομάζομαι Δόκτωρ Γραφοσβήνω, κυρία Θιασάρχη μου.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Ω Θεέ μου! Η χάρη σας είναι ο Δόκτωρ Γραφοσβήνω, που έγραψε τα πασίγνωστα ποιήματα: «Ο Διάολος αρρώστησε» και «Άντε να τον γιατρέψεις»;

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Οι κακές γλώσσες λένε τάχα πως τα έγραψα, αλλά μην τις ακούτε. Όσο τα έγραψε ο Σουλτάνος, άλλο τόσο τα’ γραψα κι εγώ! Δικά μου είναι εκείνα που ιστορούν τον κατακλυσμό της Σεβίλλης, ναι, αυτό δεν το αρνούμαι∙ το ξέρετε βέβαια πως οι ποιητές κλέβουν ο ένας τον άλλον, εγώ όμως ποτέ δεν καταδέχτηκα να κλέψω κανέναν. Ας μου δίνει φώτιση ο Θεός να γράφω, και ας με κλέβει όποιος θέλει.

 

Επιστρέφει ο Κανάγιας.


 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ελάτε, εξοχότατοι, όλα είναι έτοιμα! Περιμένουμε μόνο εσάς για ν’ αρχίσουμε!

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Το χρήμα; Μπήκε στον κορβανά;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Και στον κορβανά και στην καρδιά μου, εδώ το’χω (δείχνει στο μέρος της καρδιάς).

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Να σου πω και τα νέα, Κανάγια: ο Κυβερνήτης είναι ποιητής.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Ποιητής; Σοβαρά; Ε, τότε τον έχουμε σίγουρο, θα το χάψει το παραμύθι. Κάτι τέτοιοι είναι αφηρημένοι, αγαθιάρηδες και απονήρευτοι. Τη ζητάει ο οργανισμός τους την κοροϊδία.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάμε, κυρ-θιασάρχη μου, δεν κρατιέμαι! Τα πόδια μου με πάνε μόνα τους να δω τα θαυμαστά έργα σας.

 

Βγαίνουν όλοι. Μπαίνουν οι κοπέλες του χωριού, Χουάνα Ευνουχάν με νυφικό και Τερέζα Λαχανίδα.


 

ΧΟΥΑΝΑ: Εδώ κάθισε, Τερέζα Λαχανίδα. Εδώ φιλενάδα, να έχουμε τη Σκηνή ακριβώς απέναντι. Ξέρεις τι προσόντα πρέπει να έχουν οι θεατές της Σκηνής. Γι’ αυτό πρόσεχε, τα μάτια σου δεκατέσσερα, μην πάθουμε καμιά συμφορά.

 

ΤΕΡΕΖΑ: Χουάνα Ευνουχάν, είμαι ξαδέρφη σου κι αυτό νομίζω τα λέει όλα. Όσο σίγουρη είμαι πως βλέπω τον ουρανό, άλλο τόσο είμαι σίγουρη πως θα δω και όσα μας δείξει η Σκηνή. Η μάνα μου, καλή της ώρα, θα μου ’βγαζε τα μάτια έτσι και μου τύχαινε τέτοια συμφορά. Θεός φυλάξοι! Α πα πα!

 

ΧΟΥΑΝΑ: Ηρέμησε, ξαδέρφη, έρχεται ο κόσμος.

 

Μπαίνουν ο Κυβερνήτης, ο Μπενίτο Λαχανίτο, ο Χουάν Ευνουχάν, ο Πέδρο Καλαθούνας, ο θιασάρχης και η θιασάρχις, ο μουσικός και άλλος κόσμος του χωριού, κι ένας ανιψιός του Μπενίτο, αυτός που χορεύει αργότερα.


 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Καθίστε όλοι, η σκηνή βρίσκεται πίσω από αυτή την κουρτίνα, η κυρία Τσιρίδα και ο μουσικός θα σταθούν εδώ.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Μουσικός είναι αυτός; Βάλ’ τον πίσω απ’ την κουρτίνα να μην τον βλέπουμε! Καλύτερα να μην τον ακούμε κιόλας!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Η εξοχότης σας δεν έχει δίκιο σενιόρ Λαχανίτο! Τον αδικείτε τον Μαντολίνο! Είναι καλός χριστιανός και γόνος ευγενούς οίκου!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Απαραίτητα προσόντα για έναν καλό μουσικό!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Μπορεί να είναι γόνος, αλλά του λείπει ο τόνος!

 

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Καλά να πάθω! Τέτοιος βλάκας που είμαι και ήρθα να παίξω στους...

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αν είναι δυνατόν! Έχουμε δει κι άλλους μουσικούς, πολύ...!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Κύριοι, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Αρχίστε σενιόρ Μοντιέλ!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Σαν λίγα τα βλέπω τα συμπράγκαλα του Θιασάρχη για τόσο μεγάλο θέαμα!

 

ΧΟΥΑΝ: Όλα θα γίνουν μ’ ένα θαύμα!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Κύριοι, την προσοχή σας παρακαλώ! Η παράσταση αρχίζει!

- Εσένα καλώ, όποιος κι αν είσαι, κατασκευαστή της σκηνής! Εσένα, που την έφτιαξες με τόση τέχνη και την ονόμασες Σκηνή των Θαυμάτων! Στη δύναμη που έκλεισες μέσα της σε εξορκίζω, σε δεσμεύω και σε διατάζω, να δείξεις με ασυγκράτητη ορμή σ’ αυτούς τους κυρίους μερικά από τα εξαίσια θαύματά σου, για να τα χαρούν και να τα απολαύσουν χωρίς να σημειωθούν έκτροπα! Ναι, ναι, βλέπω ότι εισακούστηκε ήδη το αίτημά μου: προβάλλει από εκείνη την πλευρά η μορφή του γενναίου Σαμψών, που αγκαλιάζει τις κολόνες του ναού. Θέλει να τις γκρεμίσει πάνω στους εχθρούς του για να τους εκδικηθεί. Συγκρατήσου, γενναίε μου ιππότη, συγκρατήσου, για τ’ όνομα του Θεού! Μην κάνεις καμιά τρέλα, γιατί κι εσύ θα τσακιστείς και τόσους ευγενείς ανθρώπους που μαζεύτηκαν εδώ θα τους κάνεις σκόνη!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Συγκρατήσου, σενιόρ τέτοιε μου! Αυτό μας έλειπε, αντί να διασκεδάσουμε να καταντήσουμε αλοιφή για κάλους! Κρατήσου σενιόρ Σαμψών μου, μη μας το κάνεις αυτό, είμαστε καλοί άνθρωποι!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Εσείς τον βλέπετε σενιόρ Ευνουχάν;

 

ΧΟΥΑΝ: Εμ πώς δεν τον βλέπω, πού τα’ χω τα μάτια μου εγώ, στην πλάτη;

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: (κατ’ιδίαν) Πολύ περίεργο! Όσο βλέπω τον Σουλτάνο, άλλο τόσο βλέπω και τον Σαμψών! Και μα την αλήθεια, στο σόι μου είναι όλοι χριστιανοί και νόθος δε νομίζω πως είμαι.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Φυλάξου, σενιόρ! Βγαίνει ο ταύρος, αυτός που σκότωσε τον βαστάζο στη Σαλαμάνκα! Πέσε κάτω, άνθρωπέ μου, πέσε κάτω! Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πέστε όλοι κάτω! Όλοι κάτω! Φύγε! Φύγε από δω! Ουστ!

Πέφτουν όλοι κάτω και γίνεται μεγάλη φασαρία.


 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτός ο ταύρος έχει τον διάολο μέσα του! Τα καλαμπαλίκια του είναι κατάμαυρα και δυνατά. Έτσι και με αρπάξει θα με πετάξει στον αέρα!

 

ΧΟΥΑΝ: Κύριε θιασάρχη μου, σας παρακαλώ, κάντε κάτι αν μπορείτε! Να μη βγαίνουν τέτοιες μορφές που μας αναστατώνουν! Δεν το λέω για μένα, γι’ αυτές τις κοπελίτσες που τους έφυγε η ψυχή μόλις είδανε τον άγριο ταύρο.

 

ΧΟΥΑΝΑ: Αχ πατέρα μου! Τρεις μέρες θα κάνω να συνέλθω! Με σήκωσε στα κέρατά του, που είναι σα σουβλιά!

 

ΧΟΥΑΝ: Αν δεν ήσουνα γνήσια κόρη μου όμως, δε θα τα’ βλεπες αυτά!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ (κατ’ιδίαν): Ε, αυτό πια πάει πολύ! Όλοι βλέπουν ό,τι δε βλέπω εγώ! Στο τέλος θα πρέπει να πω κι εγώ πως το βλέπω, για την έρημη την τιμή μου.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Αυτή η αγέλη των ποντικών που καλπάζει προς το μέρος μας, είναι απόγονος των ποντικών που σώθηκαν στην κιβωτό του Νώε! Άλλοι άσπροι, άλλοι πιτσιλωτοί, άλλοι γκριζόμαυροι και άλλοι γαλάζιοι! Γέμισε ο κόσμος ποντίκια!

 

ΧΟΥΑΝΑ: Χριστούλη μου τι έπαθα η δύστυχη! Κρατήστε με σας λέω, θα πέσω απ’ το παράθυρο! Ποντίκια; Συμφορά μου! Φιλενάδα, κράτα σφιχτά τη φούστα σου και κοίτα μη σε δαγκώσουν! Δεν είναι και λίγα! Μα τη γιαγιά μου τη μπαμπόγρια σας λέω!

 

ΤΕΡΕΖΑ: Αμ εγώ τι έπαθα! Ορμάνε από παντού καταπάνω μου! Αχ! Αυτός ο μαυροπόντικας μου δαγκώνει το γόνατο! Βοηθήστε με ουρανοί, γιατί από τη γη δε βλέπω να βοηθάει κανείς!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Καλά που φοράω σκελέα! Ούτε τόσο δα ποντικάκι δε μπορεί να χωθεί στα βρακιά μου!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αυτό το νερό που πέφτει απ’ τα σύννεφα με ορμή, έρχεται κατευθείαν από την πηγή του ποταμού Ιορδάνη. Αν πέσει σε πρόσωπο γυναίκας, το κάνει αστραφτερό σαν το ασήμι, κι αν αγγίξει αντρικά γένια, τα κάνει χρυσαφένια.

 

ΧΟΥΑΝΑ: Τ’ ακούς φιλενάδα; Ξεσκέπασε το πρόσωπο σού λέω, σ’ ενδιαφέρει! Αχ τι γλυκόπιοτο νεράκι! Πατέρα, σκεπάσου μη βραχείς!

 

ΧΟΥΑΝ: Όλοι σκεπαζόμαστε, κόρη μου!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Κυλάει το νεράκι από τις πλάτες μου και φτάνει μέχρι το μεγάλο μου κανάλι!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Εγώ είμαι στεγνός σαν ξερόχορτο.

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: (κατ’ ιδίαν) Μα τι διάολο συμβαίνει εδώ; Εγώ δεν έχω δει σταγόνα κι αυτοί πνίγονται; Λες να ’μαι ο μόνος μπάσταρδος;

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτόν τον μουσικό πάρτε τον από μπρος μου, αλλιώς, μα τον Θεό, θα φύγω και δε θα δω τη συνέχεια. Βρε που να σε πάρει ο διάολος δαιμονισμένε μουσικέ, όλο τα ίδια παίζεις, και το όργανό σου είναι ξεκούρδιστο!

 

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Τι φταίω εγώ κυρ- δήμαρχε; Παίζω όπως μ’ έμαθε ο Θεός!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Τι λες βρε σίχαμα; Ο Θεός σ’ έμαθε; Χώσου γρήγορα πίσω απ’ το πανί, γιατί μα τον Θεό, θα σου φέρω τον πάγκο στο κεφάλι!

 

ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Σίγουρα ο διάβολος μ’ έφερε σ’ αυτό το χωριό!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Τι δροσερό το νερό του Ιορδάνη! Ευλογημένο ποτάμι! Σκεπάστηκα όσο μπορούσα, αλλά και πάλι βάζω στοίχημα πως το μουστάκι μου θα’ γινε χρυσό.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Και λίγα λες!

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Βλέπω να ’ρχονται δυο ντουζίνες άγρια λιοντάρια και αρκούδες μελισσοθρεμένες! Άνθρωποι φυλαχτείτε! Είναι βέβαια φανταστικά, αλλά μπορούν να σας φέρουν τη συμφορά, έστω κι αν έχετε τη δύναμη του Ηρακλή και τα σπαθιά σας είναι κοφτερά.

 

ΧΟΥΑΝ: Ε, κυρά θιασάρχισα, για να σου πω! Τώρα θα μας γεμίσεις το σπίτι λιοντάρια και αρκούδες;

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Κοιτάξτε τι μας στέλνει ο Βλακέντιος! Κορυδαλούς και αηδόνια θέλουμε, όχι λιοντάρια και δράκους! Κυρ θιασάρχη, ή θα βγουν ωραίες φιγούρες ή θα σταματήσεις εδώ! Ευχαριστούμε πολύ για το θέαμα! Πήγαινε στην ευχή του Θεού και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στο χωριό μας!

 

ΧΟΥΑΝΑ: Σενιόρ Μπενίτο Λαχανίτο, αφήστε να βγουν τα λιοντάρια και η αρκούδα, κάντε το για χάρη μας! Μας αρέσουν πολύ!

 

ΧΟΥΑΝ: Κόρη μου, εσύ κοψοχολιάστηκες πριν με τα ποντικάκια και τώρα ζητάς αρκούδες και λιοντάρια;

 

ΧΟΥΑΝΑ: Σεβαστέ μου πατέρα, όλα τα καινούργια πάντα αρέσουν.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Αυτή η κοπέλα που σας φαίνεται τώρα τόσο όμορφη και χαριτωμένη είναι η διαβόητη Ηρωδιάδα, που πήρε έπαθλο για τον χορό της το κεφάλι του Ιωάννη του Προδρόμου. Αν χορέψει κάποιος από σας μαζί της, θα δείτε πράγματα και θαύματα!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αυτή μάλιστα! Είναι ωραία φιγούρα, ευγενική και φωτεινή. Βρε την άτιμη, πώς κουνιέται!- Ανιψιέ μου Λαχανίτο, εσύ που ξέρεις και χτυπάς τις καστανιέτες, παίξε της να χορέψει και θα γίνει γλέντι τρικούβερτο!

 

ΑΝΙΨΙΟΣ: Μετά χαράς θείε μου!

 

Παίζουν τον χορό Θαραμπάντα.


 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Πού είσαι παππού μου να δεις τους χορούς που χόρευες στα νιάτα σου, τη Θαραμπάντα και την τσακόνα.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Ε, ανιψιέ, το νου σου με αυτήν την κουνίστρα την εβραία! Μα δε μου λες, αφού είναι εβραία, πώς βλέπει αυτά τα θαύματα;

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Κύριε Δήμαρχε, όλοι οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους.

Ακούγεται μια τρομπέτα ή κορνέτα μέσα στο θέατρο και μπαίνει ένας αξιωματικός του παλατιού.


 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ποιος από σας είναι ο Κυβερνήτης;

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ. Τι ορίζει η εξοχότης σας;

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ο βασιλιάς διατάζει να εξασφαλίσετε αμέσως κατάλυμα για τριάντα στρατιώτες, που φτάνουν σε μισή ώρα, ίσως και νωρίτερα, αν κρίνω από τον ήχο της τρομπέτας. Χαίρετε.

 

Φεύγει.


 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Βάζω στοίχημα ότι τους στέλνει ο σοφός Βλακέντιος.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Δε νομίζω. Καθώς ερχόμαστε, είδαμε μια ίλη ιππικού σταματημένη δυο λεύγες μακριά από δω.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Τώρα τον έμαθα καλά τον Βλακέντιο! Κατάλαβα ότι εσύ κι αυτός, μαζί κι ο μουσικός, είστε μεγάλοι μασκαράδες! Προσέξτε καλά τι θα του πείτε: μην τολμήσει και μας στείλει τους στρατιώτες, γιατί θα βάλω να του δώσουνε διακόσιες βουρδουλιές στην πλάτη και θα στέκεται ο κόσμος γύρω του να κάνει χάζι!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Αφού σας λέω, κύριε Δήμαρχε, δεν τους στέλνει ο Βλακέντιος!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Ο Βλακέντιος τους στέλνει, είπα, όπως έστειλε και όλα τα σιχαμερά πλάσματα που είδα εγώ!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Όλοι τα είδαμε σενιόρ Λαχανίτο.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Δεν είπα εγώ πως δεν τα είδατε σενιόρ Καλαθούνα.

-Φτάνει βρε μουσικέ της συμφοράς! Έτσι και παίξεις άλλη μια νότα, θα στο σπάσω το κεφάλι!

 

Επιστρέφει ο αξιωματικός.


 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Βρήκατε το κατάλυμα; Οι ιππείς έφτασαν ήδη στο χωριό.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Πάλι τα ίδια ο Βλακέντιος; Αυτό θα μου το πληρώσεις, κατεργάρη θιασάρχη, ορκίζομαι ότι θα μου το πληρώσεις!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Είστε όλοι μάρτυρες ότι ο δήμαρχος με απειλεί.

 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Είστε όλοι μάρτυρες ότι ο δήμαρχος ισχυρίζεται πως όσα διατάζει η Α.Μ. ο Βασιλεύς, τα προστάζει ο σοφός Βλακέντιος.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αποβλακωμένη είσαι του λόγου σου κυρά μου!

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Εγώ νομίζω πάντως ότι αυτοί οι στρατιώτες δεν είναι ψεύτικοι.

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ψεύτικοι; Ψεύτικοι οι στρατιώτες, κύριε Κυβερνήτη; Είστε με τα καλά σας;

 

ΧΟΥΑΝ: Θα μπορούσαν να είναι ψευτοστρατιώτες, τόσα και τόσα ψευτοπράγματα είδαμε εδώ. Σας παρακαλώ, κύριε θιασάρχη μου, κάντε μου τη χάρη: βγάλτε ξανά την Ηρωδιάδα, για να δει ο κύριος από δω όσα δεν είδε μέχρι τώρα στη ζωή του. Πού ξέρετε; Μπορεί να τον καλοπιάσουμε και να μας αδειάσει γρήγορα τη γωνιά.

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Πάνω στην ώρα! Νάτη! Ξανάρχεται! Κάνει νοήματα στον χορευτή σας να συνοδέψει ξανά τον χορό της!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Έλα, έλα ανιψιέ, δώσ’ της, δώσ’ της να καταλάβει! Κι άλλες στροφές! Κι άλλες στροφές! Μα το Θεό, αυτό το κορίτσι είναι ακούραστο! Έλα! Έλα! Ωπ! Ωπ!

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Είναι στα καλά τους οι άνθρωποι; Ποια κοπέλα; Ποιος χορός; Ποιος είναι ο Βλακέντιος;

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Ώστε ο κύριος αξιωματικός δεν βλέπει την κοπέλα, την Ηρωδιάδα;

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ποια κοπέλα να δω που να με πάρει ο διάολος;

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Αρκεί. Ούτος εξ εκείνων εστί.

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ: Από αυτούς είναι, μάλιστα, εξ εκείνων εστί.

 

ΧΟΥΑΝ: Απ’ αυτούς είναι, απ’ αυτούς είναι ο κύριος αξιωματικός.

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Από ποιους είμαι που να πάρει ο διάολος τη μάνα σας; Έτσι κι αρπάξω το σπαθί θα βγείτε απ’ το παράθυρο, όχι απ’ την πόρτα!

 

ΚΑΛΑΘΟΥΝΑΣ: Αρκεί: εξ εκείνων εστί.

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Αρκεί: απ’ αυτούς είναι, αφού δε βλέπει τίποτα.

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Α ρε κωλοχωριάτες, έτσι και μου ξαναπείτε πως είμαι από κείνους, θα σας μετρήσω τα παΐδια ένα-ένα!

 

ΜΠΕΝΙΤΟ: Οι εβραίοι και οι μπάσταρδοι δεν ήταν ποτέ γενναίοι, γι’ αυτό κι εμείς θα το ξαναπούμε όσες φορές θέλουμε: είσαι από κείνους, από κείνους, από κείνους!

 

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Να σας πάρει και να σας σηκώσει καράβλαχοι! Τώρα θα σας δείξω εγώ!

 

Πιάνει το σπαθί του και ρίχνεται σε όλους. Ο δήμαρχος ξυλοφορτώνει τον Μαντολίνο και η Τσιρίδα ξεκρεμάει το πανί λέγοντας:


 

ΤΣΙΡΙΔΑ: Ο διάβολος τη φύσηξε αυτή την τρομπέτα κι έφερε τους στρατιώτες στο χωριό. Λες και ήρθαν επίτηδες!

 

ΚΑΝΑΓΙΑΣ: Η επιτυχία μας ήταν μεγάλη Τσιρίδα! Γκραν σουξέ! Η φήμη της Σκηνής μας παραμένει άθικτη κι έτσι αύριο θα τη δείξουμε μια χαρά στο χωριό. Όσο για μας, μπορούμε με το δίκιο μας να πανηγυρίζουμε που κερδίσαμε αυτή τη μάχη και να ζητωκραυγάζουμε: Ζήτω η Τσιρίδα κι ο Κανάγιας!

 


ΤΕΛΟΣ

 

 

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Μαρία Χατζηεμμανουήλ

 

 


Miguel de Cervantes Saaverda Το ιντερμέδιο Η σκηνή των θαυμάτων συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Μιγκέλ δε Θερβάντες Σααβέρδα (1547-1616) Οκτώ δράματα και οκτώ ιντερμέδια που δημοσιεύτηκε το 1615, στον πρόλογο του οποίου ο συγγραφέας εξηγούσε ότι ήταν παλαιότερα έργα του, τα οποία δεν είχαν την τύχη να ανέβουν στη σκηνή.  Διαβάστε ένα αναλυτικό σημείωμα για τη ζωή και το έργο του Μιγκέλ δε Θερβάντες Σααβέρδα όπως δημοσιεύεται στις σελίδες του Teatro Pasión.


© Μαρία Χατζηεμμανουήλ

No14me, Σημειώσεις

Σκίτσο του Φραντς Κάφκα

Οι καλές σημειώσεις - για εμάς τους παράξενους που δεν υπογραμμίζουμε τα βιβλία - είναι, συχνά, εξίσου σημαντικές με την ίδια την ανάγνωση. Όσο περνά ο καιρός, επιδιώκω να είμαι πιο επιμελής, κάποτε, βλέπετε, κρατούσα σημειώσεις με έναν τρόπο άναρχο και χαοτικό, χαρτάκια εδώ, χαρτάκια εκεί, ανάμεσα στις σελίδες, σε συρτάρια, post it με κόλλα στεγνή, τετράδια που ύστερα άλλαζαν χρησιμότητα, τίτλοι βιβλίων ανάμεσα σε οικονομικές συναρτήσεις και λογιστικές καταχωρήσεις. Το ιστολόγιο, πιστεύω πως αποτελεί την εξέλιξη των σημειώσεων, την αποκωδικοποίησή τους βασικά, τη μετατροπή των συμβόλων σε λέξεις ευδιάκριτες, τη σύνθεση προτάσεων, που ύστερα από το πέρασμα της λήθης, θα είναι ικανές να επανασυνθέσουν ένα μέρος της ανάμνησης, της αναγνωστικής εμπειρίας.

 

Δεν είναι όλα τα βιβλία ευπρόσδεκτα σημειώσεων, όπως για παράδειγμα εκείνα που σε κρατάνε όμηρο στις σελίδες τους, μια σελίδα ακόμα, σκέφτεσαι, και ύστερα πάλι, μέχρι την τελευταία. Τότε απομένεις αμήχανος μπροστά στη λευκή σελίδα, το σημειωματάριο προσμένει μια κατάθεση μνήμης, επιθυμείς να φυλακίσεις την αίσθηση, ψάχνεις μάταια το καλούπι για το πασπαρτού κλειδί. Παλεύεις με όρους φιλολογικούς, σκέφτεσαι τη δομή και τους χαρακτήρες, νιώθεις χαζός, η υπόθεση δεν αρκεί, μόνη της δε λέει τίποτα, ακόμα και το τέλος της ιστορίας μοιάζει αδιάφορο μπροστά σε εκείνο το ανομολόγητο. Ξεφυλλίζεις πάλι τις σελίδες, σταματάς τυχαία σε κάποιο απόσπασμα, χαϊδεύεις τη ράχη, αναζητάς τυπογραφικές λεπτομέρειες. Αν είσαι τυχερός θα φανεί η Λέξη εκείνη που θα σύρει ξωπίσω της και τις υπόλοιπες, το λευκό θα λερωθεί και η αίσθηση ίσως διασωθεί τελικώς.

 

Είναι όμως και τα άλλα βιβλία, εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις εξαπατημένος από τον δημιουργό, λίβελοι και κατηγορίες φτερουγίζουν, μίσος αποπνέει η κάθε σου λέξη. Για εκείνα δεν κρατάω πια σημειώσεις, δε γράφω αναρτήσεις, τα ευχαριστώ για την ενδυνάμωση του αναγνωστικού μου κριτηρίου και προχωρώ, η λίστα με τα προσεχώς με περιμένει, δεν υπάρχει χρόνος για τα ποταπά.

 

Ανάμεσα στις σημειώσεις τρυπώνουν λόγια προσωπικά, σκέψεις ενδόμυχες που η ανάγνωση ανέσυρε από άγνωστα βάθη, κρυμμένες ακόμα και στην πλέον αδιάφορη φράση, μικρές αποκαλύψεις δίχως πρότερη αναγγελία. Η ανάγνωση, όσο και αν γράφουμε ή αν συζητάμε σχετικά, θα παραμένει πράξη εξόχως προσωπική και εσωτερική, διαφορετική για τον καθένα και αδιαμφισβήτητα υποκειμενική στα γούστα και τις προτιμήσεις.

 

Στο λιβάδι των σημειώσεων συναντούν έδαφος πρόσφορο τα νήματα, εκεί ανθίζουν και δίνουν καρπούς που καταπολεμούν τη νόσο της τυχαιότητας και το μύθο της παρθένου που έμεινε έγκυος, συνδέουν τον αναγνώστη με το μεγάλο ποτάμι της έκφρασης μέσα από αμέτρητα ρυάκια. Στην αρχή δειλά, ύστερα με περισσότερη εμπιστοσύνη, χτίζονται συγγένειες, οριοθετούνται οι εποχές, οι επιρροές και η εξέλιξη, κάπως έτσι ο βηματισμός αποκτά ρυθμό.

 

Αναδημοσίευση από το blog Νο14me

Alexander Kluge, Συνεργατική συμπεριφορά

PHOTO: DPA


Σε ένα οίκημα στο Μπλάουμπαχ μετά την αεροπορική επιδρομή της 11ης Φεβρουαρίου 1943 βρέθηκαν τα απανθρακωμένα υπολείμματα ενός ανθρώπου. Μία ένοικος του οικήματος ισχυριζόταν ότι επρόκειτο για το λείψανο του άνδρα της. Μία δεύτερη γυναίκα από το ίδιο οίκημα παρουσιάστηκε και διατεινόταν ότι ο άνδρας της καθόταν επίσης σ’ εκείνο το κατεστραμμένο υπόγειο, πιθανότατα καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επομένως υπήρχαν και υπολείμματα της σορού του άνδρα της. Και εκείνη ήθελε να μπορεί να επισκέπτεται έναν τάφο. Οπότε η ένοικος του οικήματος που είχε γυρίσει πρώτη στα συντρίμμια1 πρότεινε να μοιράσουν τα υπολείμματα του απανθρακωμένου ανθρώπου.



______________

1 Όταν επέστρεψε η νεαρή Φραντσίσκα Τσήγκλερ, η οποία μόλις άρχισε η επιδρομή αναζήτησε ένα δημόσιο καταφύγιο, από το οίκημα αυτό όρθιος ήταν μόνο ο αριστερός αντιπυρικός τοίχος. Η αδελφή της, 18 ετών, ήρθε στη συνέχεια. Η Μάρτα και ο Βίκτορ Τσήγκλερ ήταν όρθιοι στον τοίχο ευθυτενείς μες στα μπάζα μέχρι το στήθος. Όταν οι νεαρές φώναξαν τον πατέρα τους, το κεφάλι του έπεσε προς τα εμπρός. Η οροφή του υπογείου, ένα τετράγωνο από μπετόν, κρεμόταν από μία σιδερόβεργα. Έφεραν πετρέλαιο και προσπάθησαν να κάψουν τους νεκρούς. Αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνουν τα ποντίκια. Έπρεπε να το κάνουν.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


alexander_kluge_por_regina4 Το κείμενο του  Alexander Kluge "Συνεργατική συμπεριφορά" (Kooperatives Verhalten) συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο βιβλίο του με τον τίτλο: Lebensläufe. Anwesenheitsliste für eine Beerdigung (Βίοι. Παρουσιολόγιο για μια κηδεία), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962. Την ίδια χρονιά ο 30χρονος συγγραφέας και σκηνοθέτης διάβασε από το βιβλίο του αυτό στη "Γκρούπα 47" και υπέγραφε μαζί με άλλους 25 νέους κινηματογραφιστές το "Μανιφέστο του Όμπερχάουζεν", το οποίο θα σήμανε την απαρχή του νέου γερμανικού κινηματογράφου, διακηρύττοντας "Το σινεμά του μπαμπά πέθανε". Το 1966 ο Αλεξάντερ Κλούγκε απέσπασε τον "Αργυρό Λέοντα" στο Φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία του Αποχαιρετισμός του χτες (Abschied von gestern)· από τότε έχει πάρει πολλά σημαντικά βραβεία για το συγγραφικό και κινηματογραφικό έργο του.  Το 2008 κυκλοφόρησε σε 3 DVD η ταινία του Αλεξάντερ Κλούγκε Ειδήσεις από την ιδεολογική αρχαιότητα. Μαρξ - Άιζενστάιν - Το Κεφάλαιο (Nachrichten aus der ideologischen Antike. Marx - Eisenstein - Das Kapital), μία ταινία 570 λεπτών.

Στον πρόλογο του βιβλίου Βίοι. Παρουσιολόγιο για μια κηδεία αναφέρεται: "Τα αφηγήματα αυτού του τόμου θέτουν από πολύ διαφορετικές οπτικές γωνίες το ζήτημα της παράδοσης. Πρόκειται για βίους, εν μέρει επινοημένους, εν μέρει μη επινοημένους· μαζί συνιστούν μια θλιβερή ιστορία". Διαβάστε και το κείμενο "Ένα ερωτικό πείραμα" από το ίδιο βιβλίο.


© Logotexnia 21 + Alexander Kluge + Alexandros Kypriotis

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails