Фёдор Достоевский, Υπόγειο

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λιθογραφία του Β. Δ. Φαλαζίεφ, 1921
[Απόσπασμα]

Είμαι ένας άνθρωπος άρρωστος… Ένας κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός. Νομίζω ότι πάσχω από το συκώτι μου. Εδώ που τα λέμε, δεν σκαμπάζω γρυ σχετικά με την αρρώστια μου και σίγουρα δεν ξέρω από τι πάσχω. Δεν ακολουθώ καμιά θεραπεία και ποτέ δεν νοσηλεύτηκα για κάτι, παρότι τιμώ και την ιατρική και τους γιατρούς. Επιπλέον, είμαι δεισιδαίμων, στο έπακρον∙ εντάξει, τόσο όσο να εκτιμώ την ιατρική. (Είμαι αρκετά μορφωμένος για να είμαι δεισιδαίμων, μα είμαι δεισιδαίμων). Όχι, δεν θέλω να τρέχω για γιατρειές, από κακία. Όμως εσείς αυτό, σίγουρα, δεν το καταλαβαίνετε. Εγώ ωστόσο το καταλαβαίνω. Εννοείται ότι δεν θα μπορέσω να σας εξηγήσω ποιον ακριβώς, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα κακοκαρδίσω με την κακία μου∙ γνωρίζω πολύ καλά ότι τους γιατρούς δεν πρόκειται να τους «βλάψω» με το να μην τους ζητάω να με κάνουν καλά∙ ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι μόνο τον εαυτό μου θα βλάψω έτσι, κανέναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν θέλω να θεραπευτώ, είναι από κακία. Το συκώτι πονάει, άσ’ το λοιπόν να πονέσει ακόμα περισσότερο!

Ζω έτσι εδώ και πολύ καιρό − είκοσι χρόνια. Τώρα είμαι σαράντα. Παλιότερα εργαζόμουνα σε μια υπηρεσία, τώρα δεν εργάζομαι πια. Ήμουν ένας χολωμένος δημόσιος υπάλληλος. Ήμουν άξεστος κι έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτό. Ξέρετε, δεν λαδωνόμουνα, άρα, όφειλα να επιβραβεύω με κάποιον τρόπο τον εαυτό μου. (Ατυχές ευφυολόγημα∙ αλλά δεν θα το απαλείψω. Το έγραψα νομίζοντας ότι θα είναι πολύ ευφυές∙ τώρα όμως που είδα πως ήθελα μόνο να κομπάσω ελεεινά, εσκεμμένα δεν το απαλείφω!) Όταν στο γραφείο που καθόμουνα πλησίαζαν διάφοροι με τις αιτήσεις τους ανά χείρας, εγώ γρύλιζα κι ένιωθα ασίγαστη ηδονή αν κατάφερνα να στεναχωρήσω κάποιον. Τα κατάφερνα σχεδόν πάντα. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι συνεσταλμένοι: ξέρετε... αιτούντες. Αλλά από τους λιμοκοντόρους αυτούς περισσότερο δεν μπορούσα να αντέξω έναν αξιωματικό. Δεν ήθελε με τίποτα να υποταχτεί και βροντούσε απαίσια το ξίφος του. Εξαιτίας αυτού του ξίφους ήμουνα σε πόλεμο μαζί του ενάμιση χρόνο. Τελικά υπερίσχυσα. Έπαψε να βροντάει. Εδώ που τα λέμε, αυτό συνέβη τότε που ήμουν ακόμη νέος. Ξέρετε όμως, κύριοι, σε τι συνίστατο η κεντρική ιδέα της κακίας μου; Το όλο θέμα, η μεγαλύτερη κακοήθεια συνίστατο στο ότι κάθε στιγμή, ακόμα και τη στιγμή που χόλωνα περισσότερο, συνειδητοποιούσα ντροπιασμένα μέσα μου ότι όχι μόνο δεν είμαι κακιωμένος, αλλά ούτε καν θυμωμένος, ότι μάταια γαβγίζω, ξεγελάω τον εαυτό μου. Βγάζω μεν αφρούς από το στόμα, αλλά για δοκιμάστε να μου χαρίσετε κανένα κουκλάκι, να με τρατάρετε κάνα τσαγάκι με μπισκοτάκι και θα δείτε πώς θα ησυχάσω. Θα συγκινηθώ μάλιστα ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου, έστω κι αν μετά, σίγουρα, θα γρυλίζω σ’ εμένα τον ίδιο κι από ντροπή θα έχω κάμποσους μήνες αϋπνίες. Αυτό το συνήθειο έχω.

Είπα ψέματα πριν λίγο ότι ήμουνα ένας χολωμένος υπάλληλος. Από κακία είπα ψέματα. Απλώς παιδιάριζα και με τους αιτούντες και με τον αξιωματικό, κι επί της ουσίας ποτέ δεν κατάφερα να γίνω κακός. Μονίμως αναγνώριζα μέσα μου πολλά, πάμπολλα, αντικρουόμενα στοιχεία. Ένιωθα ότι αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία συνωθούνται μέσα μου σαν μυρμήγκια. Ήξερα ότι μια ολόκληρη ζωή συνωθούνταν και πάσχιζαν να βγουν από μέσα μου, αλλά δεν τα άφηνα, δεν τα άφηνα, σκόπιμα δεν τα άφηνα να βγουν. Με βασάνιζαν μέχρι αισχύνης∙ μου προκαλούσαν παροξυσμό σχεδόν, και εντέλει τα βαρέθηκα, ω, πώς τα βαρέθηκα! Μήπως νομίζετε, κύριοι, ότι τώρα μεταμελούμαι ενώπιόν σας, ότι σας ζητάω συγχώρεση για κάτι;.. Είμαι σίγουρος ότι αυτό σκέφτεστε… Όπως και να ’χει, σας διαβεβαιώνω ότι το ίδιο μου κάνει κι αν το σκέφτεστε…

Όχι μόνο κακός αλλά και τίποτα άλλο δεν κατάφερα να γίνω: ούτε κακός ούτε καλός, ούτε κάθαρμα ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ούτε ζωύφιο. Τώρα ζω στην ακρούλα μου, εμπαίζοντας τον εαυτό μου με μια κακιωμένη και ολωσδιόλου άχρηστη παρηγοριά ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ γίνεται κάτι μόνον ο βλάκας. Ο έξυπνος άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα μάλιστα οφείλει, και από ηθική άποψη υποχρεούται, να είναι ένα πλάσμα κατεξοχήν αδύναμου χαρακτήρα∙ ο άνθρωπος με χαρακτήρα, ο αποτελεσματικός, είναι πλάσμα κατεξοχήν περιορισμένης αντίληψης. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Τώρα είμαι σαράντα χρονών, μια ολόκληρη ζωή∙ βαθιά γεράματα, ξέρετε. Το να ζεις πάνω από τα σαράντα είναι απρεπές, χυδαίο, ανήθικο! Ποιος ζει πάνω από σαράντα χρόνια, απαντήστε μου ειλικρινά, τίμια. Εγώ θα σας πω ποιος ζει: οι βλάκες και οι παλιάνθρωποι. Θα το πω αυτό σε όλα τα γερόντια, κατάμουτρα, σε όλα αυτά τα ασπρομάλλικα και παρφουμαρισμένα γερόντια! Θα το πω κατάμουτρα σε όλον τον κόσμο! Έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι, διότι θα ζήσω κι ο ίδιος μέχρι τα εξήντα. Μέχρι τα εβδομήντα θα ζήσω! Μέχρι τα ογδόντα θα ζήσω!.. Περιμένετε! Αφήστε με μόνο να πάρω μια ανάσα…

Πιθανότατα να σκέφτεστε, κύριοι, ότι θέλω να σας διασκεδάσω. Σφάλλετε και σ’ αυτό. Δεν είμαι διόλου ο χαρούμενος άνθρωπος που νομίζετε ή ίσως νομίζετε∙ πάντως, αν, εκνευρισμένοι από όλοι αυτή τη φλυαρία (και το νιώθω ήδη ότι είστε εκνευρισμένοι), σκεφτείτε να με ρωτήσετε ποιος είμαι τελικά; − θα σας απαντήσω: είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος όγδοης βαθμίδας. Υπηρετούσα στο δημόσιο για να έχω κάτι να τρώω (αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό), κι όταν τον περασμένο χρόνο ένας από τους μακρινούς συγγενείς μού άφησε στη διαθήκη του έξι χιλιάδες ρούβλια, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου κι εγκαταστάθηκα σε ένα δικό μου δωματιάκι. Είχα ζήσει και παλιότερα εδώ, αλλά τώρα εγκαταστάθηκα για τα καλά. Το δωμάτιό μου είναι άθλιο, απαίσιο, στην άκρη της πόλης. Η οικιακή βοηθός μου είναι μια χωριάτισσα, γριά, κακιά λόγω βλακείας κι επιπλέον μυρίζει πάντα απαίσια. Μου λένε ότι το κλίμα της Πετρούπολης με βλάφτει κι ότι με τα ασήμαντα μέσα που διαθέτω είναι πολύ ακριβά να μένω στην Πετρούπολη. Όλα αυτά τα ξέρω καλύτερα από τους πεπειραμένους και πάνσοφους συμβουλάτορες και εκείνους που κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Αλλά παραμένω στην Πετρούπολη∙ δεν θα φύγω από την Πετρούπολη! Δεν θα φύγω διότι… Μα! είναι ξέρετε απολύτως αδιάφορο το αν θα φύγω ή δεν θα φύγω.

Εδώ που τα λέμε, για ποιο πράγμα μπορεί να μιλάει ένας καθωσπρέπει άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση;

Απάντηση: Για τον εαυτό του.

Έτσι λοιπόν, θα μιλήσω κι εγώ για τον εαυτό μου.

[...]

Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Υπόγειο Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Фёдор Достоевский) Υπόγειο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος σε νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει και το αφήγημα «Μ' αφορμή το υγρό χιόνι». Στην πρώτη έκδοση αυτών των δύο αφηγημάτων με τον τίτλο Σημειώσεις από το υπόγειο ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σημείωνε:  «Εξυπακούεται ότι και ο συγγραφέας των σημειώσεων και οι ίδιες οι "Σημειώσεις" είναι επινοημένοι. Εν τούτοις, πρόσωπα όπως ο συντάκτης αυτών των σημειώσεων όχι μόνο μπορούν αλλά και οφείλουν να υπάρχουν στην κοινωνία μας, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η κοινωνία μας. Ήθελα να προβάλω ενώπιον της κοινωνίας, περισσότερο του συνηθισμένου, έναν από τους χαρακτήρες μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής. Είναι από τους εκπροσώπους μιας γενιάς που ζει ακόμα. Στο απόσπασμα που τιτλοφορείται "Υπόγειο" το πρόσωπο αυτό αυτοσυστήνεται, εκθέτει την άποψή του και μοιάζει να θέλει να διευκρινίσει τους λόγους που το γέννησαν και για τους οποίους όφειλε να εμφανιστεί ανάμεσά μας. Σ’ ένα επόμενο απόσπασμα θα ακολουθήσουν οι πραγματικές "σημειώσεις" του προσώπου αυτού για ορισμένα περιστατικά της ζωής του». Την ελληνική έκδοση συμπληρώνει και ένας κατατοπιστικός πρόλογος της μεταφράστριας. Σε μετάφραση της ίδιας κυκλοφορούν ήδη τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα Οι δαιμονισμένοι και Ο ηλίθιος. Αξίζει να αναφερθεί τι έχει γραφτεί μεταξύ άλλων για το μεταφραστικό έργο της Ελένης Μπακοπούλου: «Η μεταφράστρια, Ελένη Μπακοπούλου, μετά τους "Δαιμονισμένους" καταθέτει και τον "Ηλίθιο", κι όπως φαίνεται, όχι μόνο αναμετριέται με ένα μεγάλο έργο, αλλά και με το μεγάλο στοίχημα να ανανεώσει το ενδιαφέρον για τον Ντοστογιέφσκι, μέσα από τις δικές της μεταφραστικές προτάσεις, που έχουν ήδη κερδίσει, όχι μόνο τις εντυπώσεις, αλλά και την ουσία» (Ξ. Μπρουντζάκης, Το Ποντίκι, 23/10/2008). Και: «Αυτή η γυναίκα είναι μορφοδούλα (ό,τι πιάνει γίνεται όμορφο), υποστήριξε διαφορετικά το κείμενο, το γλύκανε και το ηρέμησε, του χάρισε εσωτερική εδραίωση, αποδεικνύοντας ότι μετά τον Άρη Αλεξάνδρου -ό,τι κι αν μεσολάβησε- μόνο στην Ίνδικτο το πείραμα της ανανέωσης επέτυχε» (Κ. Παπαγιώργης, Lifo, 27/11/2008).

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Ελένη Μπακοπούλου

Ανδρέας Κεντζός, Τριλογία

Francis Bacon_Three Studies for Figures at the Base of Crucifixion 1944

Ζήτησα από τη μητέρα να βάλει τα λεφτά στο ψυγείο. Μου είπε ναι- αλλά (ήμουν βέβαιος) χωρίς να καταλαβαίνει τι της έλεγα. Έπρεπε να το πάρουμε από την αρχή- δεν γινόταν αλλιώς. Μέσα στο δωμάτιό μου, της είπα, είσαι μέσα στο δωμάτιό μου; Περίμενε, μου είπε. Περίμενα. Ναι, μου είπε. Ωραία, της είπα, βλέπεις το μαύρο σακάκι; Ποιο μαύρο σακάκι;

Πήρα βαθιά αναπνοή. Έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν πιο σύντομος, ακριβής και περιεκτικός. Αλλιώς δεν θα κάναμε τίποτα. Ένα σακάκι υπάρχει και είναι μαύρο, είπα, δεν είναι δύσκολο να το βρεις. Το βρήκα, είπε. Στην εσωτερική τσέπη, της είπα, βάλε το χέρι σου. Το έβαλα. Έχει ένα ποσό; Ναι. Πάρε τα λεφτά όπως είναι από ‘κει- τα πήρες; Τα πήρα.

Ήταν το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή- στο ψυγείο. Αμέσως μόλις το είπα ένιωσα περίεργα. Δεν ξέρω, ήταν σαν να μην έκανα καλά. Σαν να καταστρατηγούσα κάποιον άγραφο νόμο. Ένιωσα πολύ άσχημα και καθάρισα το λαιμό μου για να μιλήσω και να διορθώσω τα πράγματα. Αλλά η μητέρα με πρόλαβε- τα έβαλα, είπε, εντάξει. Η φωνή της, ήρεμη και σίγουρη τώρα, με καθησύχασε. Σκέφτηκα να τη ρωτήσω τη γνώμη της αν έκανα καλά. Τα έβαλα, ξαναείπε. Την ένιωθα στην άλλη άκρη της γραμμής να περιμένει νέα διαταγή. Όλα καλά, πάμε παρακάτω. Εντάξει, είπα τελικά, τι ώρα θα έρθει ο μάστορας; Ήξερα την ώρα, απλά δεν ήθελα να κλείσω μ’ εκείνη την κουβέντα. Ήξερα και την απάντησή της- ποιος μάστορας; Σε λίγο θα σου χτυπήσει κάποιος το κουδούνι, της είπα, κοίτα να του ανοίξεις.

Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε στον δρόμο με τους ανθρώπους που εκείνη την ώρα έτρεχαν βιαστικοί για να προλάβουν τις δουλειές τους. Τίποτα φοβερό δεν θα γίνει, είπα από μέσα μου τόσο δυνατά που ένας συνάδελφος με κοίταξε και με ρώτησε τι τραγουδάω.

Έβαλα να πιω λίγο καφέ και θυμήθηκα αυτό που είχα διαβάσει ή ακούσει κάπου- ότι η ζωή ενός ανθρώπου αναλύεται βασικά σε δυο τομείς, τον επαγγελματικό και τον προσωπικό. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, όλα ανήκουν σ’ έναν από τους δυο. Ή και στους δυο κάποιες φορές, γιατί όχι; Το κακό θα με χτυπούσε λοιπόν σ’ έναν από τους δυο- ή και στους δυο μαζί.

Αν ψάχνοντας μια μπύρα στο ψυγείο ο μάστορας δει τα λεφτά και τα πάρει, αυτή η περίπτωση σε ποιον τομέα θ’ ανήκει άραγε; Τέτοιες ωραίες σκέψεις έκανα την ώρα που δούλευα στο γραφείο μου. Και να τον έβλεπε η μητέρα δεν θα έλεγε τίποτα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς στα πέντε πρώτα λεπτά ή στις πρώτες πέντε κουβέντες την κατάστασή της. Αν ήθελε, θα μπορούσε ακόμα και να το διασκεδάσει. Αυτά είναι δικά μου, θα μπορούσε να της πει. Ευχαριστώ που μου τα φυλάξατε αλλά δεν ήταν ανάγκη, θα μπορούσε να της πει και μετά να γίνει καπνός. Αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις για ένα τέτοιο ποσό. Άλλοι ρισκάρουν τη ζωή τους για πολύ λιγότερα, για το τίποτα σχεδόν. Και λένε πως η τύχη βοηθά τους τολμηρούς.

Ναι θα έλεγε η μητέρα μου.

Ναι σε όλα.

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι πρώτα απ’ όλα φτιαγμένος για να δρα, ότι δεν πρέπει να κάθεται να περιμένει αν θα του χτυπήσουν την πόρτα το καλό ή το κακό. Και σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος για να προλάβει κανείς μια μεγάλη τραγωδία είναι να προκαλέσει μερικές μικρές, με τον ίδιο τρόπο που οι πυροτεχνουργοί προκαλούν τις τεχνητές εκρήξεις για να αποδυναμώσουν τη μεγάλη βόμβα. Έτσι παράτησα προσωρινά το μικρό μου γραφείο όπου κάθομαι τουλάχιστον οχτώ ώρες την ημέρα προσπαθώντας να κάνω αυτό που λένε όνομα στην αγορά και βγήκα στους διαδρόμους και τις καντίνες μεταξύ τέταρτου, πέμπτου και έκτου ορόφου όπου έγινα πρωταγωνιστής σε τρία (τέσσερα για την ακρίβεια, αλλά το τέταρτο λέω να το αφήσω στην άκρη για χάρη μιας οικονομίας που την αισθάνομαι κατά κάποιον τρόπο ιερή) επεισόδια. Αν ήμουν καλός ή κακός δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω. Αφήνω τους τρίτους να κρίνουν, οι οποίοι φυσικά θα είναι πιο αντικειμενικοί από μένα. Το βέβαιο είναι ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα αρκετά καλό μυθιστόρημα με τουλάχιστον πεντακόσιες σελίδες. Επιτρέψτε μου όμως να σταματήσω κάπου εδώ και να μη φανερώσω τίποτα παραπάνω. Ούτε λέξη παραπάνω- γιατί κάποτε επιτέλους πρέπει να ξαναγίνουμε σεμνοί και ταπεινοί και να μάθουμε να μη λέμε τα πάντα. Να μας αρκεί ένα τέλος σαν αυτό περίπου:

Γυρίζοντας στο σπίτι το βράδυ βρήκα τα πράγματα σε τάξη. Η μητέρα μού διηγήθηκε πώς έφτιαξε ο μάστορας τη βρύση. Μου το διηγήθηκε τρεις-τέσσερις φορές με τα ίδια λόγια, σαν παιδί που έχει μάθει το μάθημα απ’ έξω. Τίποτα φοβερό δεν έγινε τελικά, τα χρήματα ήταν στη θέση τους. Και μέχρι σήμερα τίποτα φοβερό δεν έχει γίνει. Αλλά δε μ’ αφήνει ούτε λεπτό η αίσθηση ότι η πτώση μου συνεχίζεται.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της το παραπάνω ανέκδοτο διήγημά του. Στις σελίδες της μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού.

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Jenny Erpenbeck, «κάτι σαν συγγένεια ψυχής»

Vein_Foto_by_gerard79

Η παρακάτω συνέντευξη της Jenny Erpenbeck στον Αλέξανδρο Κυπριώτη πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2005.

A.K.: Πέρυσι τον Νοέμβριο ήρθες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, για την παρουσίαση της Ιστορίας του γερασμένου παιδιού, τώρα που μιλάμε ετοιμάζεσαι για τη δεύτερη επίσκεψή σου, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, όπου οργανώνεται ένα θεατρικό σεμινάριο με αφορμή την παράσταση του πρώτου θεατρικού έργου σου. Πώς νιώθεις;

J.E.: Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μην έχω έρθει πολύ νωρίτερα. Οι Έλληνες με υποδέχθηκαν με τόσο φιλικά συναισθήματα και τόσο ενδιαφέρον, σαν να με περίμεναν από καιρό. Πρέπει μάλλον να υπάρχει κάτι σαν συγγένεια ψυχής, και τώρα πραγματικά είμαι περίεργη ν’ ανακαλύψω από πού προέρχεται.

A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την έγραψες μετά τον θάνατο της γιαγιάς σου, απ’ την οποία άκουσες και την πραγματική ιστορία που στάθηκε αφορμή για το βιβλίο σου. Ήταν στην πραγματικότητα ο δικός σου τρόπος να την αποχαιρετήσεις;

J.E.: Όχι, το γράψιμο αυτής της ιστορίας είχε περισσότερο να κάνει με το ότι είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου και για πρώτη φορά είχα τον χρόνο να γράψω κάτι μεγαλύτερο.

A.K.: Πότε έγραψες κάτι για πρώτη φορά;

J.E.: Ημερολόγιο άρχισα να γράφω στο τέλος της πρώτης τάξης, μόλις δηλαδή έμαθα να γράφω – αλλά τα πρώτα δικά μου κείμενα, που προορίζονταν να είναι «τέχνη», στα δεκατέσσερά μου, όταν οι γονείς μου μου πήραν δώρο την πρώτη μου γραφομηχανή. Βλέποντας τα τυπωμένα γράμματα πήρα θάρρος, δεν ήμουν αναγκασμένη ν’ αντικρίζω πια τον εαυτό μου στον γραφικό μου χαρακτήρα, και δεν ντρεπόμουν πια για τον εαυτό μου, όταν έγραφα «άγρια» πράγματα.

A.K.: Είπες ότι η Ιστορία δεν είχε σχέση με τον θάνατο της γιαγιάς σου. Είναι παρ’ όλ’ αυτά ένα είδος αποχαιρετισμού;

J.E.: Μάλλον της χώρας που μεγάλωσα, της ΓΛΔ, και της ζωής που είχα γνωρίσει, που εκείνο τον καιρό διαλυόταν με απίστευτη ταχύτητα και που με την ανασκόπηση απ’ την πλευρά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την αξιολογούσαν σχεδόν πάντα αποκλειστικά αρνητικά. Με ενδιέφερε εκείνη την αξιολόγηση να την «αντιστρέψω» και πάλι, κι εκείνη την άλλη ματιά στα πράγματα να τη μεγεθύνω περνώντας πια στο παράλογο.

A.K.: Πράγμα που κάνεις με έναν θαυμάσια σκληρό και ποιητικό συγχρόνως τρόπο και στο τελευταίο σου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι είσαι και πολιτική συγγραφέας; Και θα ήθελα να μου πεις αν σε ενοχλεί αυτός ο χαρακτηρισμός.

J.E.: Κάθε άλλο, είναι μάλλον φιλοφρόνηση! Όταν βλέπω τι γίνεται στον κόσμο, δεν θα ήθελα ουσιαστικά να γράφω τίποτα που παράλληλα με το προσωπικό επίπεδο δεν θα ήταν και πολιτικό.

A.K.: Ποιος ήταν ο άνθρωπος που διάβασε πρώτος την Ιστορία;

J.E.: Ο τότε φίλος μου, σκηνοθέτης κινηματογράφου, που αρχικά ήθελε να κάνει ταινία την Ιστορία. Όταν το βιβλίο μετά τέλειωσε, είπε ότι έτσι όπως ήταν τότε δεν μπορούσε να το κάνει ταινία. Και τώρα πια πιστεύω πράγματι ότι είχε δίκιο: κεντρική είναι αυτή η ιστορία της προσποίησης και της μεταμφίεσης, που ο αναγνώστης μπορεί να την συμπληρώσει πολύ καλά με τη φαντασία του, αλλά μέσω της συγκεκριμένης απεικόνισης από μία ηθοποιό θα έχανε πολλά από το μυστήριό της. Και, πέρα απ’ αυτό, το βιβλίο αποτελείται και από μία σειρά σκέψεων, που δεν είναι δυνατόν να τις αφηγηθεί κανείς με οπτικά μέσα.

A.K.: Όταν διάβαζα την Ιστορία του γερασμένου παιδιού είχα την αίσθηση ότι δημιουργείς τη γλώσσα απ’ την αρχή, επινοώντας την όταν θέλεις να εκφράσεις κάτι που δεν λέγεται στη μητρική σου γλώσσα, όπως για παράδειγμα το σημείο με την πέτρα και την νερολακούβα, όπου στην πραγματικότητα περιγράφεις αναλυτικά την ελληνική φράση «κάνω μια τρύπα στο νερό». Τι είναι αλήθεια οι λέξεις, τι είναι η γλώσσα για σένα;

J.E.: Τα Ελληνικά δυστυχώς δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω! Πάντως είναι πράγματι παράξενη σύμπτωση που υπάρχει αυτή η έκφραση στα Ελληνικά. Τις περισσότερες φορές δεν επινοώ καθόλου τη γλώσσα, αλλά χρησιμοποιώ απλώς κάποιες εκφράσεις, που έχουν γίνει συνήθεια πια, κυριολεκτικά και μόνο, κι έτσι γίνονται πάλι «φρέσκες». Τώρα, όσο δούλευα το νέο μου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις, σκεφτόμουν πολύ ότι μέσω της γλώσσας και των λέξεων, που ουσιαστικά είναι απλώς και μόνο το περίβλημα των πραγμάτων, μαθαίνουμε τα ίδια τα πράγματα. Όταν λοιπόν γίνεται απάτη με τις λέξεις, χάνει κανείς και τα σύνεργα που χρειάζεται για να συναναστραφεί κατάλληλα τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ.

A.K.:Οι γάτες έχουν επτά ζωές. Στα Ελληνικά λέμε «οι γάτες είναι εφτάψυχες», όσον αφορά λοιπόν τις γάτες φαίνονται η ζωή και η ψυχή να είναι συνώνυμα. Ισχύει αυτό και για τις γυναίκες;

J.E.: Εγώ θα το συνέχιζα μάλιστα και θα έλεγα: Αυτό ισχύει μάλλον για όλους τους ανθρώπους. Φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένες σταθερές συμπεριφοράς σε κάθε άνθρωπο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω ότι ο καθένας φέρεται σε κάθε σχέση που συνάπτει με καινούργιο τρόπο. Ο καθένας είναι πολλοί. Τις ζωές στο θεατρικό έργο τις μοίρασα σε διαφορετικούς χαρακτήρες, συγχρόνως όμως προσπάθησα μέσω των εμβόλιμων να θυμίζω ότι ουσιαστικά πάντα πρόκειται για μία ψυχή μόνο, που διαρκώς κομματιάζεται και κατακερματίζεται.

A.K.: Γιατί έδωσες αυτόν τον τίτλο στο έργο σου;

J.E.: Στην αρχή ήταν απλώς ένας προσωρινός τίτλος, όσο έγραφα το έργο. Μου άρεσε αυτή η έκφραση στα Γερμανικά κι εκείνο τον καιρό διάβαζα και το Αίμα στο λαιμό της γάτας του Fassbinder. Ουσιαστικά είναι κλισέ το να παρομοιάζεις τις γυναίκες με γάτες, αλλά λόγω της δομής του έργου παρέμεινε απλώς ο καλύτερος δυνατός τίτλος.

A.K.: Ποια είναι η γνώμη σου για τον Fassbinder; Ξεχωρίζεις κάποια ταινία του;

J.E.: Ο Fassbinder είναι για μένα σαν μετεωρίτης στην ιστορία του κινηματογράφου. Στη Γερμανία δεν υπάρχει κανένας άλλος κινηματογραφιστής που να έχει αφηγηθεί με τέτοια καθαρότητα και αθωότητα, και συγχρόνως με τόσο απίστευτα μέσα ουσιαστικές ιστορίες. Είναι δύσκολο να πω ποια ταινία του είναι η αγαπημένη μου. Είναι όλες καλές, η κάθε μία με τον τρόπο της. Αν έπρεπε πράγματι να διαλέξω, ίσως να έλεγα το Faustrecht der Freiheit (ελλ. τίτλος: Το παιχνίδι της τύχης).

A.K.: Παρακμή, κατάρρευση, απώλεια, προδοσία. Είναι αυτά τα αγαπημένα σου θέματα;

J.E.: Έτσι φαίνεται. Πριν από πέντε χρόνια δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε και σ’ εμένα την ίδια.

A.K.: Όποτε διαβάζω κάποιο βιβλίο σου θυμάμαι πάντα αυτό που είχε γράψει κάπου ο Kafka, ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Το πιστεύεις κι εσύ αυτό;

J.E.: Απολύτως.

A.K.: Στη συλλογή διηγημάτων σου Σκύβαλα εμφανίζεται τρεις φορές το θέμα του έρωτα. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Στο μισοσκόταδο του κρανίου μου», στο «Atropa bella-donna» και τέλος στη «Σιβηρία». Έχει ο έρωτας να κάνει πάντα με προδοσία και πόνο;

J.E.: Θα έλεγα σχεδόν πάντα. Ο έρωτας είναι ένα τόσο δυνατό συναίσθημα, που συχνά λειτουργεί καταστρεπτικά, αν βρεθεί κάτι στον δρόμο του. Στην άλλη περίπτωση, όταν ο ερωτευμένος παίρνει ή πρέπει να πάρει υπ’ όψη του και τον άλλον και κάνει πίσω, αυτή η καταστροφή γυρίζει συχνά στον ίδιο του τον εαυτό. Στον έρωτα μπλέκονται δυστυχώς συχνά πάνω από δύο.

A.K.: Στο ομότιτλο διήγημα «Σκύβαλα» η αφηγήτρια μιλά για τη γιαγιά της, ενώ σ’ ένα άλλο διαβάζουμε την ιστορία μίας ηλικιωμένης γυναίκας, της Μαρίας από το Κάινμπαχ. Ποια είναι η σχέση σου με τους ηλικιωμένους ανθρώπους;

J.E.: Συχνά οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μου φαίνονται απ’ την αρχή πολύ γνώριμοι. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένες γυναίκες. Ίσως οφείλεται στο ότι για έναν χρόνο στην πρώιμη παιδική μου ηλικία μεγάλωσα κοντά στη γιαγιά και την προγιαγιά μου απ’ την πλευρά της μητέρας μου. Ιδιαίτερα την προγιαγιά μου την αγαπούσα πολύ. Μου είναι εύκολο να μιλώ με μεγάλες γυναίκες, με ενδιαφέρει να μοιράζομαι τη ζωή τους, που συχνά διαφέρει ριζικά απ’ τη δική μου, και με ενδιαφέρουν προ πάντων αυτά που έχουν να διηγηθούν. Όταν ακούς για πολέμους, κατατρεγμούς, διωγμούς, εμιγκρέδες, πολλά που μπορεί να σου φαίνονται δύσκολα στη σημερινή ζωή αποκτούν μια άλλη διάσταση.

A.K.: Πιστεύεις ότι οι ηλικιωμένοι μας προστατεύουν απ’ το να ξεχνάμε;

J.E.: Ίσως περισσότερο απ’ το να μη γνωρίζουμε. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς μου έμειναν ανοιχτά πάρα πολλά ερωτήματα, που μερικές φορές μου δημιουργήθηκαν χρόνια αργότερα. Αλλά κάποιον που έχει ήδη φύγει δεν μπορείς πια να τον φέρεις πίσω.

A.K.: Με την απάντησή σου θυμάμαι τα λόγια του Brecht «Στέκουμε θλιμμένοι και βλέπουμε συγκινημένοι την αυλαία να πέφτει κι όλα τα ερωτήματα ανοιχτά». Στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού αναφέρεται και το έργο του Ο κύριος Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι. Ποια είναι αλήθεια η σχέση σου με τον Brecht;

J.E.: Εδώ στο Βερολίνο υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να πάρεις υπερβολική δόση Brecht, αλλά ο Brecht είναι, δόξα τω Θεώ, κάποιος που τα βιβλία του μπορείς πάντα να τ’ ανοίγεις σε οποιαδήποτε σελίδα – και πάντα έχουν ενδιαφέρον, πάντα είναι ασυνήθιστα και ξεχωριστά, πάντα αρχίζεις να σκέφτεσαι.

A.K.: Μου έχεις ήδη πει κάποια φορά ότι αγαπάς τα παραμύθια των Grimm. Σου έλεγε ή σου διάβαζε κάποια γιαγιά σου παραμύθια;

J.E.: Ουσιαστικά οι γονείς μου. Αλλά ήμουν ανυπόμονη, ήθελα να διαβάσω μόνη μου και μετά, μόλις έμαθα να διαβάζω, άρχισα να «καταβροχθίζω» όλα τα παραμύθια που μπορούσα να βρω ανεξαιρέτως.

A.K.: Θυμάσαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες όταν ήσουν παιδί;

J.E.: Δυστυχώς όχι.

A.K.: Θυμάσαι τότε το τελευταίο βιβλίο που διάβασες και σου άρεσε;

J.E.: Αυτόν τον καιρό διαβάζω δύο βιβλία συγχρόνως. Το Die Wand [Ο τοίχος] της Marlen Haushofer και το Alle Tage [Όλες τις μέρες] της Terézia Mora. Και τα δύο είναι εξαιρετικά βιβλία.

A.K.: Ποιοι συγγραφείς σε έχουν σημαδέψει;

J.E.: Παιδί και έφηβη διάβαζα πολύ συγγραφείς του 19ου αιώνα: Keller, Stifter, Storm, E.T.A. Hofmann. Αργότερα κατάφερα να «προαχθώ» στον Thomas Mann και τον Kafka, που τους αγαπώ πολύ. Και τον Thomas Bernhard φυσικά.

A.K.: Ποιους σύγχρονους γερμανόφωνους συγγραφείς θεωρείς καλούς;

J.E.: Από τους νέους γερμανόφωνους συγγραφείς υπάρχουν κάποιοι που με έχουν συγκινήσει πολύ: Ο Josef Winkler, που πάντα γράφει για τον θάνατο, ο Ingo Schulze, ή όπως είπα πριν η Terézia Mora.

A.K.: Πόσο εύκολο ήταν να μεγαλώσεις σε μία οικογένεια με τέτοια λογοτεχνική παράδοση; Εννοώ, σου ήταν απλό να καθιερωθείς ως συγγραφέας εντός της οικογένειας;

J.E.: Το καλό μ’ εμάς στην οικογένειά μου είναι ότι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να γράφει. Τη δική μου γραφή αυτήν καθ’ εαυτήν πάντα την υποστήριζε η οικογένειά μου, αλλά οι γονείς μου ή ο παππούς και η γιαγιά μου ποτέ δεν με πίεσαν να τους δώσω τα κείμενά μου «για διόρθωση». Τα πρώτα χρόνια κρατούσα για τον εαυτό μου ό,τι έγραφα και μπόρεσα να εξελιχθώ έτσι όπως μου ταίριαζε. Αργότερα, όταν ήρθε η επιτυχία, οι γονείς μου ήταν πολύ περήφανοι για μένα.

A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την αφιέρωσες στη μητέρα σου, τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα στον σύντροφό σου και πατέρα του παιδιού σου και το Παιχνίδι με τις λέξεις το αφιερώνεις στον πατέρα σου. Γράφεις και γι’ αυτούς που αγαπάς; Για ποιον λόγο γράφεις;

J.E.: Χωρίς τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τον φίλο μου σίγουρα δεν θα υπήρχαν τα βιβλία, χωρίς την αγάπη τους, την υποστήριξή τους και την πίστη τους στη δουλειά μου. Είναι ωραίο όταν μπορείς με την αφιέρωση να τους επιστρέψεις κάτι. Γράφω όμως για άλλους λόγους. Είναι για μένα ένας καλός τρόπος να μοιράζομαι με άλλους ανθρώπους ερωτήματα που έχω. Και γράφω σίγουρα και για να δώσω σε ανθρώπους που για κάτι που έχουν ζήσει δεν έχουν καμία γλώσσα τη δική μου τη γλώσσα.

A.K.: Σ’ ευχαριστώ πολύ.

J.E.: Κι εγώ.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

Erpenbeck, Jenny _ Foto by Katharina Behling Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Highlights (τ. 15, Μάρτιος - Απρίλιος 2005) και αναδημοσιεύεται εδώ με ελάχιστες αλλαγές (στην γραφή των ονομάτων και στους τίτλους των βιβλίων). Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Σιβηρία» από τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί» και το αυτοβιογραφικό κείμενο «Στο επέκεινα των αχρήστων». Δείτε φωτογραφίες από την παράσταση του θεατρικού έργου Οι γάτες έχουν επτά ζωές από την DameBlanche στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη και μετάφραση Τατιάνας Λιάνη. Δείτε στη βιβλιιοnet τη σελίδα για την Jenny Erpenbeck. Παρακολουθήστε την ανάγνωση του διηγήματος «Sibirien» από την Jenny Erpenbeck στις «Μέρες γερμανόφωνης λογοτεχνίας 2001» (Διαγωνισμός για το Βραβείο Ingeborg Bachmann) στο YouTube ή το Dailymotion.

© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails