Miia Toivio, Είσαι ένα ποίμα προφορικό

 Miia Toivio, Είσαι ένα ποίμα προφορικό

 




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αγαπημένο μου Χαζούλι, 
 
 
είσαι ένα ποίημα προφορικό, είσαι ένα ποίημα που χωράει στο στόμα, μα, πάνω απ’ όλα, είσαι ένα ποίημα για φίλημα. Ματς μουτς. Θα έλεγα μάλιστα ότι το γεγονός ότι είσαι για φίλημα -κι όχι τόσο η προφορικότητά σου- είναι αυτό που ταιριάζει πιο πολύ σ’ εκείνο το είδος ποίησης που γεννιέται χωρίς την ανάγκη της γραφής, προφορικά, και την τραγουδάμε, τη διηγούμαστε και τη θυμόμαστε για πάντα. Βέβαια, εσύ δεν είσαι προφορικό με αυτή την έννοια, γιατί πρώτα γράφτηκες σε ένα ηλεκτρονικό αρχείο, με τη βοήθεια ενός επεξεργαστή κειμένου και μετά σε έστειλα σε άλλες χώρες με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας και δεν σε συνέθεσε κάποιος ανώνυμος ποιητής ή τροβαδούρος, δεν σε τραγούδησε καθισμένος στη γωνιά κάποιας καλύβας, κανείς δεν σε άκουσε, δεν σε επανέλαβε, δεν σ’ έμαθε απ’ έξω, για να πάει μετά στο σπίτι του γείτονά του να σε τραγουδήσει κι εκεί, αλλά είσαι κάπως διαφορετικό, σίγουρα μένεις και κολλάς επίμονα στη μνήμη και μια νύχτα όλο και κάποιος θα γευτεί τα θέλγητρά σου και μετά μια άλλη νύχτα θα σε ερωτευτεί και θα σε κάνει δικό του και θα σε πάει στο σπίτι του κι ύστερα θα σε τραγουδήσει λιγουλάκι κι ύστερα κάποιοι άλλοι θα σε ξανατραγουδήσουν και θα σε ξανακούσουν και θα σε ξανακάνουν δικό τους και θα σε ξαναθυμηθούν και πάλι θα σε τραγουδήσουν, αλλά όχι, εσύ δεν ταξίδεψες μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κυκλοφόρησες από στόμα σε στόμα κι από αυτί σε αυτί, εσύ αλλάζεις σταδιακά σχήμα και μορφή, και δεν έχεις ταξιδέψει στους αιώνες, από τόπο σε τόπο μέσα στα σώματα των τραγουδιστών και των ακροατών σου, αλλά διακτινίστηκες μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα από χώρα σε χώρα, από άνθρωπο σε άνθρωπο, και συγκεκριμένα από τη Φινλανδία και το Ελσίνκι στη Γερμανία, την Κολωνία και το Βερολίνο κι εκεί σε διάβασαν με τα μάτια και σε συνάντησαν μέσα στη στοματική τους κοιλότητα και τέλος, την άνοιξη του 2022 κάποια στόματα σε μελέτησαν και σ’ έκαναν δικό τους και σε κουβάλησαν μαζί τους και σε παρουσίασαν στο κοινό. Είσαι ένα ποίημα γραπτό, υιοθετημένο από στόματα. 
 
Γεννήθηκες από την ανάγκη μου για ένα πολιτιστικό βίωμα, που οι τραγουδιστές μεταφέρουν στο στόμα τους, όπως τα ζώα κουβαλούν τα μικρά τους. Λαχταρούσα να έρθω όσο πιο κοντά γινόταν στη φιννο-ουγγρική προφορική ποιητική παράδοση των λαϊκών πλανόδιων τραγουδιστάδων, μιας και, ως ποιήτρια-γραφιάς, δεν είχα καμιά επαφή μαζί της. Εξάλλου, αυτή η παράδοση έχει πια χαθεί στον τόπο μας εδώ και πάνω από εκατό χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια η γραπτή ποίηση πήρε άλλη θέση, άλλαξε κι εκείνη, μετουσιώθηκε. Η παραδοσιακή λαϊκή μας ποίηση που τραγουδιέται εξαφανίστηκε, η ποίηση ντύθηκε τον μανδύα της γραπτής κουλτούρας και η σύγχρονη ποίηση γεννήθηκε μέσα από τη γραπτή λογοτεχνική παράδοση. Στο τμήμα Δημοτικής Μουσικής της Ακαδημίας Σιμπέλιους οι σπουδαστές μελετούν ακόμα την παραδοσιακή προφορική ποίηση, όμως εκείνοι δεν είναι ποιητές, είναι μουσικοί. Κι αν θες τη γνώμη μου, εκείνοι δεν είναι καν δημιουργοί. Δεν σκαρώνουν ποιήματα και τραγούδια από μόνοι τους, παρά μόνο μελετούν και τραγουδούν τα τραγούδια που σώζονται στις συλλογές του αρχείου δημοτικής ποίησης. 
 
* * * 
 
Όμως εσύ, χαζούλι μου, τρελούτσικο πλάσμα, τρελοτρελούτσικο, γλυκέ μου τρελοπαλιάτσε, είσαι προφορικό ποίημα, κι αυτό για μένα, που σε έγραψα, σημαίνει: ένα ποίημα, όπου η μελωδικότητα κι η ρυθμικότητα της γλώσσας, εκείνη η καθαρά σωματική εμπειρία που προκαλεί το ίδιο το ποίημα, ήταν αυτά που καθοδήγησαν τη γραφή του. Δεν είσαι δημοτικό, προφορικό ποίημα κατά τα μέτρα και τους τύπους της Καλεβάλα, είσαι πειραματικό και περνάς μέσα απ’ όλες τις μορφές τέχνης. Οι ρίζες σου βρίσκονται κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα, στην ξακουστή avant-garde και συγκεκριμένα στην ηχητική ποίηση. Πάντα μου άρεσε η ποίηση που σου μοιάζει: αυτή που έχει μια μουσική πλευρά, που κλέβει την παράσταση απ’ το ίδιο το ποίημα κι ύστερα σφίγγει τις λέξεις στην αγκαλιά της. Κι εκείνες στροβιλίζονται στον άνεμο! Η ποίηση με ηχητικές και ρυθμικές φόρμες τόσο δυνατές και παρούσες, που κατακτούν την προσοχή του αναγνώστη και τον κλονίζουν. Η ποίηση που γεννιέται πρωταρχικά ως ηχητική οντότητα, ακούγοντας κι αναπαράγοντας ψιθυριστά τις λέξεις μιας γλώσσας. Τέτοια ποίηση γράφεται πολύ σπάνια πια στα φινλανδικά κι αυτό σίγουρα είναι κρίμα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι πολύ χαρούμενη που υπάρχεις. 
 
Η προφορική γραφή ήταν για κάποια χρόνια στο περιθώριο και της δικής μου λογοτεχνικής παραγωγής. Πάνε πια δέκα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το ποιητικό έργο Στόματα (Suut, Poesia, 2012), που γράψαμε μαζί με τον Μάρκο Νίεμι. Στα Στόματα, θελήσαμε να τονίσουμε την ηχητικότητα της ποίησής μας με τη βοήθεια ενός μεθοδικού, ή καλύτερα, παραδοσιακού τρόπου γραφής. Χρησιμοποιήσαμε διάφορα προγράμματα και λογισμικά που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Μάρκο, για τη γραφή ποιημάτων και τη δημιουργία ποιητικών προτύπων. Μέσω αυτών των προγραμμάτων, μπορέσαμε να εισάγουμε έναν συγκεκριμένο όγκο κειμένων και να εξάγουμε ορισμένα αποτελέσματα, τα οποία και επεξεργαστήκαμε στη συνέχεια. Έπειτα, γράψαμε και οι ίδιοι ηχητικά και ρυθμικά ποιήματα με χαρτί και μολύβι, για να νιώσουμε και να απολαύσουμε την αίσθηση που δίνει το χειρόγραφο. Ο Μάρκο ασχολήθηκε περισσότερο με μεθοδικά, συχνά τυποποιημένα κείμενα γραμμένα με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή κι εγώ έγραψα πιο ελεύθερα, με πολύ λίγους περιορισμούς στη σύνθεση. 
 
Τα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία των Στομάτων, εγώ και ο Μάρκο εμφανιζόμασταν συχνά μαζί σαν ντουέτο, το ντούο Miia&Marko, μελετώντας τις δυνατότητες της προφορικής ποίησης, της περφόρμανς και της διαλογικής έκφρασης. Όμως, δυστυχώς, ο Μάρκο έφυγε αναπάντεχα το φθινόπωρο του 2019. Έτσι, έχασα έναν στενό φίλο και συνεργάτη κι η μελέτη μου πάνω στην προφορικότητα του ποιήματος διακόπηκε απότομα κι έμεινε στη μέση. Το δημιουργικό πρότζεκτ του Lettrétage και των sprechbohrer μού έδωσε την ευκαιρία να προβληματιστώ και πάλι, από μια νέα σκοπιά (και με καινούργια έμπνευση!) αυτή τη φορά, πάνω στην ικανότητά μου να παράγω γραπτά, προφορική ποίηση. 
 
Η πρώτη μου δημιουργική σκέψη σε σχέση μ’ εσένα, Xαζούλι μου, ήταν η επιθυμία μου να καλέσω την προφορικότητα ή, καλύτερα, το ίδιο το στόμα στο σπίτι μου. Να το καλέσω πίσω στο δικό μου στόμα, με μοναδικό σκοπό να συνθέσω ποίηση. Έτσι, χρησιμοποίησα προσωποποιήσεις θέλοντας να δώσω ζωή στα γραφόμενά μου. Φαντάστηκα το στόμα σαν ένα έμβιο, αυθύπαρκτο ον, που θα μπορώ να καλώ κάθε φορά, με τον ίδιο τρόπο που οι γελαδάρηδες μαζεύουν τα κοπάδια τους απ’ τα λιβάδια πίσω στους στάβλους. Ως παιδί, είχα την ευκαιρία να ζήσω στην ύπαιθρο και να γνωρίσω έναν τρόπο ζωής που μοιάζει πια απαρχαιωμένος: μικρές φάρμες και χωριά, σπαρμένα εδώ κι εκεί στην αραιοκατοικημένη φινλανδική επαρχία, όπου οι παππούδες ζούσαν από το εισόδημα που τους απέδιδε το μικρό τους κοπάδι, που δεν αριθμούσε πάνω από είκοσι αγελάδες. Τα καλοκαίρια, το μικρό κοπάδι περνούσε τις μέρες του στα βοσκοτόπια γύρω απ’ το αγρόκτημα και το βράδυ οι παππούδες μου το καλούσαν και πάλι στο στάβλο, για το βραδινό άρμεγμα. Δυστυχώς, θυμάμαι πολύ αμυδρά τον τρόπο που ο παππούς και οι γιαγιά μου σαλαγούσαν το κοπάδι τους πίσω στο σπίτι, όμως γνωρίζω καλά πως αυτές οι παραδοσιακές κραυγές και τα τραγούδια [kulning, στα σουηδικά, ΣτΜ] ήταν μια μοναδική, ξεχωριστή τέχνη που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φιννο-ουγγρικής προφορικής ποιητικής παράδοσης. Στο μυαλό μου, συνέδεα το αρχικό στάδιο της δουλειάς μου με αυτή ακριβώς την παράδοση. Kαι μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, Χαζούλι μου, γεννήθηκε το πρώτο μου ποίημα. 
 
Αυτό που ήταν εντελώς καινούργιο και δύσκολο για’ μένα ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να σε γράψω σαν παρτιτούρα και μάλιστα για τρεις φωνές. Η σύνθεσή σου ήταν για μένα ένα μοναδικό και πολύπλευρο μάθημα, καθώς δεν μπορούσα να σε γράψω με τη βοήθεια των παλιών, γνώριμων μεθόδων μου. Είσαι το πρώτο ποίημα που γράφω με πρωταρχικό σκοπό την προφορική παρουσίαση, την ακρόαση. Μα σοβαρά τώρα: τρεις φωνές; Ουφ! Σκέφτομαι πως αυτές οι φωνές μοιάζουν με τρεις μορφές, τρεις ξεχωριστούς χαρακτήρες που βηματίζουν αργά, ο καθένας στη δική του μεριά, μέσα σ’ ενα μεγάλο, κοινόχρηστο περιβόλι, πετώντας ο ένας στον άλλον ένα μπαλάκι, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον κι ακούγοντας την ηχώ της φωνής τους στον αέρα. Δεν μπορώ ακόμα να ξέρω τι είδους νέος τόπος (ή περιβόλι) θα προκύψει από το τριμερές αυτό παιχνίδι. Όταν σε ακούω για πρώτη φορά στην προφορική παρουσίαση, είσαι για’ μένα μια έκπληξη: οικείο και ξένο μαζί. 
 
Θεματικά, σε συνδέω με πολύ σημαντικά πράγματα για’ μένα. Και γι’αυτά ακριβώς τα πράγματα θα ήθελα τώρα να μιλήσω. Όμως πρώτα απ’ όλα, αυτό που θα ήθελα, είναι να θυμίζεις στους ακροατές σου την αίσθηση που αφήνει η γλώσσα, την αίσθηση που αφήνουν οι λέξεις, τα σύμφωνα και τα φωνήεντα, ώστε οι ακροατές σου να μπορέσουν να θυμηθούν ξανά το στόμα, το δικό τους στόμα κι όλα όσα μπορούν να κάνουν μ’ αυτό. Να ξάναθυμηθούν πόσο αξιοθαύμαστο είναι αυτό το ον που κουβαλάμε στο στόμα και το μυαλό μας και πόση χαρά μπορεί να μας δώσει. Και πώς αυτό το ον εξακολουθεί να ζει μέσα στην ποίηση και πόση δύναμη κρύβει μέσα του. 
 
Για θυμήσου λίγο το ποίημα "Sydämeni laulu (To Τραγούδι της Καρδιάς μου), από το εμβληματικό μυθιστόρημα του Άλεξις Κίβι Seitsemän veljestä (Τα Επτά Αδέλφια 1870)1. Διάβασέ το δυνατά και πρόσεξε πως είναι γεμάτο ηχητικά τερτίπια και παρηχήσεις: -hietakehto, kellahdella, kuullella kehrääjälintuu-. Ακόμα και εκείνη η σκοτεινή, υποβλητική εικόνα που δίνει ο τελευταίος του στίχος αποδίδεται κι εκείνη με ηχητικά παιχνίδια. Προσπάθησε λίγο να το απαγγείλεις και θα διαπιστώσεις με έκπληξη ότι, τελικά, η επίδραση που έχει αυτό το ποίημα στην ψυχή μας, οφείλεται μόνο στα σύμφωνα και στα φωνήεντα, στον τρόπο που αυτά διαρθρώνονται μέσα στις λέξεις και στην αίσθηση που αφήνουν στο στόμα μας. 
 
Κι αυτήν ακριβώς την αίσθηση επιθυμώ να βρω και να τονίσω μέσα από τη γραφή μου. Είναι λίγο δύσκολο να το περιγράψω όλο αυτό, όσες φορές και μ’ όσους τρόπους κι αν προσπάθησα να το κάνω στις σημειώσεις μου. Παρακάτω, θα προσπαθήσω να μιλήσω για τις προσπάθειές μου να δαμάσω, να καλοπιάσω την εμπειρία της γραφής σου. 
 
* * * 
 
Με ποιον τρόπο προσπαθώ να γράψω; Στιγμιαίες ριπές συναισθήματος, που συνεπαίρνουν το ποίημα και παρασέρνουν κι εμένα μέσα στο ποίημα κι εγώ ακολουθώ. Κι όμως, έχω πλήρη επίγνωση του εαυτού μου, μένω πιστή στον εαυτό μου, σ’ αυτό το ταξίδι στο άγνωστο, όπου η συναίσθηση του εαυτού μου περνά μέσα από τους ήχους και τα φωνήματα, που κρύβουν μέσα τους τόσο παράξενα νοήματα. Αυτό είναι το συναίσθημα που αναζητώ, αυτό ψάχνω, αυτό μου λείπει. Δεν γνωρίζω πώς μπορεί να φτάσει κανείς ως εκεί, όμως, γράφοντας, πηγαίνω προς τα εκεί αυτόματα και ξαφνικά παρατηρώ πως βρίσκομαι και πάλι μέσα σ’ εκείνη τη συναρπαστική στιγμή. 
 
Κι όταν αυτό συμβαίνει, όταν βρίσκω επιτέλους αυτό αυτό αυτό αυτό το συναίσθημα, αυτό που πηγάζει μόνο από τη γλώσσα και κάνει την ποίηση να λέγεται ποίηση, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη της γραφής και τους άλλους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και περιγράφει τον κόσμο, βιώνει την ύπαρξή του και σχετίζεται με τους άλλους, όταν συμβαίνει αυτό, χαίρομαι πάρα, μα πάρα πολύ. 
 
Γι’ αυτό τον λόγο, συνειδητοποιώ πως, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η εικόνα των δικών μου ποιημάτων. Ποτέ δεν ασχολήθηκα μ’ αυτή. Η οπτική και η τυπογραφία της ποίησης δεν με βοηθούν να γευτώ την αίσθηση που αφήνει ένα ποίημα στο στόμα. Η όραση είναι η αίσθηση της απόστασης και για μένα δεν είναι από μόνη της αρκετή για να αφυπνήσει ολόκληρο το σώμα. Το ποίημα που γίνεται αποκλειστικά αντικείμενο του βλέμματος, δεν με αγγίζει ούτε με συγκινεί το ίδιο με το ποίημα που υπάρχει σαν ένα έμβιο όν, που μπορείς ν’ ακούσεις και ν’ αγγίξεις. Επίσης, φαντάζομαι πως είναι άλλο πράγμα η γραφή που πηγάζει από το στόμα, και άλλο πράγμα η γραφή που πηγάζει από τα μάτια. Η πρώτη βασίζεται πιο πολύ στην ακοή και την αφή και δεν αρκείται μόνο σε οπτικά σχήματα και ρυθμούς. Από την άλλη, ίσως να κάνω και λάθος. Ίσως να πρέπει να το ξανασκεφτώ και να αναθεωρήσω την άποψή μου ως προς αυτό. 
 
Κι απ’ αυτό ακριβώς το συναίσθημα, από αυτή την κατανόηση, από την ηχητική επανάληψη και από κάποιου είδους άγνωστη πηγή προέρχεται η γραφή μου και σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπεί: στην αίσθηση, την πίεση, τον ρυθμό, την άρθρωση και την κίνηση. Όλα είναι ψίθυρος, όπως περιγράφει ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι το αρχικό στάδιο της διαδικασίας της γραφής ενός ποιήματος στο δοκίμιό του «Σύννεφο με παντελόνια». Σκέφτομαι επίσης πως, ιδανικά, η γραφή ενός ποιήματος κλίνει προς τον ψίθυρο, αγγίζει τα όρια του ακατανόητου και ιδανικά, το ίδιο το ποίημα έρχεται να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτά τα όρια και να αναιρέσει κάθε επιθυμία για εγκατάλειψη της προσπάθειας. 
 
Κατά τον Μαγιακόφσκι, η γραφή ενός ποιήματος ξεκινάει από έναν ψίθυρο που μετουσιώνεται σε λέξεις: Οι λέξεις πηγάζουν από τον ψίθυρο. Για μένα η εμπειρία της ποιητικής γραφής είναι ακριβώς το αντίθετο: Σιγά-σιγά, οι λέξεις αρχίζουν να λιώνουν απ’ τις άκρες τους, οι σημασίες αρχίζουν να λιώνουν, να πέφτουν με την πλάτη πάνω στο ά-μορφο, την ασημαντότητα, στην ασυναρτησία. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, να παραμένουν ταυτόχρονα στη σφαίρα του κατανοητού. 
 
Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική γραφή πρέπει πάντα να καταλήγει στον ψίθυρο. Δεν ξέρω γιατί, πάντως έτσι νιώθω. Δεκάρα δεν δίνω για τις ερμηνείες. Εμένα με νοιάζει η αίσθηση εκείνη που θεριεύει όταν όλες οι ερμηνείες καταλύονται. Μια τέτοια ποίηση ονειρεύομαι, αυτή θέλω ένα κύμα, που βγάζει τα μέσα μου προς τα έξω και ξανά πάλι με γυρίζει απ’ την καλή, ή τουλάχιστον μια πραγματικότητα που μας ανοίγει, μας γεμίζει και μας σπάει, μας μεταβάλλει ή τέλος πάντων κάτι άλλο που δεν ξέρω πια ούτε κι εγώ τι είναι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν σταματάει στιγμή να με εκπλήσσει. 
 
* * * 
 
Εσύ, μικρό μου τρελοτρελούτσικο, είσαι τόσο χαζούλικο, γεμάτο ψου-ψου και σου-ξου-μου-του κι εύχομαι νά ‘σαι ένα απ’αυτά τα ψου, τα σου, τα ξου και τα μου, και όλα αυτά (όλα όμως) που θα ήθελα να επιστρέψω στην ποίηση, να της τα πάω πίσω, να τα ξαναφτιάξω απ’ την αρχή, αυτή η τόσο σουξουμουτού-αίσθηση, αυτό το τόσο όμορφο συναίσθημα που μας πλημμυρίζει, για παράδειγμα, κάθε φορά που προφέρουμε το φωνήεν U. 
 
Το U είναι μια μπάλα παγωτό, κυπελάκι, απαλό, βελούδινο gelato. 
 
Στάσου μια στιγμή, να πάω να το καταβροχθίσω. 
 
* * * 
 
Και για το τέλος, σαν κατακλείδα, μια τελευταία εικόνα, που ελπίζω να είναι σε όλους οικεία και χειροπιαστή: Το στόμα είναι ένα είδος ναού, ένας αχανής χώρος, όπου οι ήχοι στροβιλίζονται σαν κύματα και συλλέγουν από μέσα του σημασίες και νοήματα. Κι όσο συχνότερα επισκεπτόμαστε αυτό τον ναό, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή του επάνω μας. Τόσο εντονότερη γίνεται αυτή η αίσθηση. Η φωνή σου μού τριβελίζει το μυαλό ξανά και ξανά. Γι’ αυτό κι εσύ, αγαπημένο μου χαζούλι, επαναλαμβάνεις τα λόγια σου τόσες πολλές φορές. Αυτή η πατρίδα της γλώσσας. Η εγγύτητα. 
 
Τελειώνοντας, θα ήθελα ακόμα να σου πω ότι θα ήθελα νά ‘μαι σαν κι εσένα, τόσο χαρούμενη, με τόση ενέργεια, να απολαμβάνω τη ζωή μου όπως κι εσύ. Άλλωστε, εσύ γεννήθηκες απ’ τη λαχτάρα μου να χαίρομαι και ν’ απολαμβάνω τις λέξεις και τους ρυθμούς. Τη λαχτάρα μου να γίνομαι αστεία και χαζούλα, ακόμα και γελοία. Γλωσσο-χαρούμενη! Από την άλλη, πάντα ένιωθα πως ήθελα να γράψω για τη θλίψη που μας προκαλεί η απουσία ενός στόματος που φτύνει γύρω του αγνή, ατόφια, απόλυτη χαρά. 
 
Εύχομαι να δώσεις στους ακροατές σου χαρά και μια αφορμή να γιορτάσουν και να επαναστατήσουν χαρούμενα στον ρυθμό σου μακάρι εκείνο το στόμα να βρει το δρόμο της επιστροφής σε πάρα πολλά στόματα, μέσα από σένα. 
 
 
Μετάφραση από τα Φινλανδικά: Βίκυ Αλυσσανδράκη
 
 
1 Το μυθιστόρημα Τα Επτά Αδέλφια, του Άλεξις Κίβι, κυκλοφόρησε το 1870 και αποτελεί το πρώτο έργο πεζογραφίας, που γράφτηκε στη φινλανδική γλώσσα (ΣτΜ)

 
  
Η ποιήτρια Miia Toivio γεννήθηκε στο Imajoki της Φινλανδίας το 1974 και ζει στο Ελσίνκι. Εκδίδει το περιοδικό Tuli & Savu, εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας και διδάσκει δημιουργική γραφή. Είναι επίσης συνιδρύτρια του εκδοτικού οίκου Poesia. Η πρώτη της ποιητιή σύλλογή, Loistaen olet, δημοσιεύτηκε το 2007 και η πιο πρόσφατη, Sukupuutot, το 2019 (και οι δύο από τις εκδόσεις Teos, με έδρα το Ελσίνκι). Το 2021 η Miia Toivio έλαβε το βραβείο Eino Leinon.
 
 
                                                 
 Το κείμενο της
Miia Toivio που δημοσιεύεται εδώ γράφτηκε κατά παραγγελία του προγράμματος «The Poets’ Sounds» [Οι ήχοι των ποιητών], το οποίο διεξάγεται από τον λογοτεχνικό οργανισμό Lettrétage με έδρα το Βερολίνο. Στο πλαίσιο του προγράμματος ανατέθηκε σε έξι ποιητές και ποιήτριες από διάφορες χώρες να γράψουν λογοτεχνικά έργα για τρεις φωνές, τα οποία παριστάνονται επί σκηνής από το γερμανικό σύνολο φωνητικής μουσικής sprechbohrer (Sigrid Sachse, Harald Muenz και Georg Sachse) σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Η πρεμιέρα των σκηνικών αυτών παρουσιάσεων δόθηκε στις 11 Ιουνίου 2022 στο Βερολίνο και ακολούθησαν παραστάσεις στην Κολωνία και στο Χάουζαχ της Γερμανίας, στο Γκρατς της Αυστρίας, στο Βελιγράδι και στο Ελσίνκι, ενώ ο τελευταίος σταθμός αυτής της ευρωπαϊκής περιοδείας είναι φεστιβάλ Σαρδάμ στη Λεμεσό της Κύπρου στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι συμμετέχοντες/-ουσες ποιητές και ποιήτριες (Tone Avenstroup, Edouard Escoffet, Katalin Ladik, Morten Søndergaard, Miia Toivio και Elisabeth Wandeler-Deck) κλήθηκαν να γράψουν και σύντομα δοκίμια, όπου σχολιάζουν το έργο τους, τη διαδικασία συγγραφής του και τη συνεργασία τους με το τρίο sprechbohrer. Ενόψει της παρουσίασης του The Poets’ Sounds στο Φεστιβάλ Σαρδάμ, τα δοκίμια αυτά μεταφράστηκαν στα ελληνικά και δημοσιεύονται αποκλειστικά στη Logotexnia 21


 
 
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Florian Neuner, sprechbohrer
Οργανωτική διεύθυνση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

 
 
Περισσότερες πληροφορίες για το πρότζεκτ (γερμανικά/αγγλικά) στην ιστοσελίδα: https://poetssounds.lettretage.de 
 

 




Elisabeth Wandeler-Deck, Ricochet Rikoschett / Μια κατά προσέγγιση πασακάλια ενδεχομένως

Elisabeth Wandeler-Deck – Photo by Sina Lynn Sachse




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 





«Στίχοι και συλλαβές» ενόψει μιας πασακάλιας1 / «Η μελωδία και η ηχώ της» έναντι «παλμού και επιμονής»2

Σε αναζήτηση μιας ιδέας ως προς τη φόρμα3

Σε αναζήτηση μιας ιδέας ως προς τη φόρμα, εφήμερες σκέψεις, λέξεις-κλειδιά που εισβάλλουν ορμητικά, 
 
αρχιτεκτονική (κειμένων ή/και ήχων), εφήμερο, ακριβές, μέσα σε χώρους, βαίνω συμβαίνω, αν συμβαίνει η ομιλία, τι θα ήταν τότε, τώρα το δια της ομιλίας διατρητό4 
 
Θέλω να ασχοληθώ κι άλλο με την πασακάλια (György Ligeti / «Passacaglia ungherese»· Robert Pinget / «Passacaille» ή, στη γερμανική μετάφραση, «Passacaglia», όπου και ο επίλογος του Reto Hänni) και πασακάλια (Βικιπαίδεια). 
 
Εναλλασσόμενες κινήσεις → Passa calle: αλλάζω πλευρά δρόμου, βλέπε Βικιπαίδεια και για αυτό. 
 
Βαθμίδες πυκνότητας → Η πασακάλια για τσέμπαλο του Ligeti παρουσιάζει τρεις διαφορετικούς βαθμούς πυκνότητας ήχου/συμβάντων, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση επιτάχυνσης. 
 
Επίσης ενδιαφέροντα εδώ τα συμπλέγματα ανάμεσα στον βηματισμό διαμέσου των φωνών και στις «ελεύθερες» κινήσεις ήχων. 
 
Θεμελιώδη στοιχεία για τη σύνθεση: Κείμενο / Πασακάλια / ΗΧΩ 
 
Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ εκτενέστερα με τη μουσική φόρμα της πασακάλιας. Με συνάρπαζε με όλη τη σημασία της λέξης, αφενός από λογοτεχνική άποψη εδώ και καιρό – ας αναφέρω το «Passacaille» του Robert Pinget (Les Éditions de Minuit, Paris 1969), που κυκλοφόρησε σε γερμανική μετάφραση του Reto Hänni με τον τίτλο «Passacaglia» (Bibliothek Suhrkamp, 1991). Ο Reto Hänni συμπλήρωσε τον τόμο με έναν διαφωτιστικό επίλογο, στον οποίο πραγματευόταν την πασακάλια και ως μουσικό συμβάν. Παραθέτω εδώ το κείμενο του οπισθόφυλλου, το οποίο μου φαίνεται πως από πολλές απόψεις λειτουργεί κατατοπιστικά και ως προς τη δική μου σύνθεση, ενώ με παρακινεί να δημιουργήσω κι εγώ από την πλευρά μου:

«Πασακάλια στη μουσική είναι μια σύνθεση που αναπτύσσεται πάνω σε ένα επαναλαμβανόμενο βάσιμο (παλμός, EWD). Ο Robert Pinget … καταφέρνει να δημιουργήσει στο κείμενό του … μια πολύπλοκη εντύπωση ρεφραίν … χάρη σε συνάψεις και παραλλαγές, η οποία καταργεί τον χρόνο που φτάνει στο τέλος του και τον ίδιο τον θάνατο, για όσο διαρκεί η αινιγματική ιστορία γύρω από έναν νεκρό».

Από τη μια πλευρά, λοιπόν, πασακάλια / παλμός, ρεφραίν: Ο χρόνος που προχωρά και ταυτόχρονα κοντοστέκεται καθίσταται αντιληπτός στην ακοή. Ο χρόνος καταργείται συγχρόνως και διαμιάς. Ο ήχος σταματά και δίνει ώθηση. Ως ηχητικό συμβάν ας φανταστούμε το πώς ηχούν τα βήματα στα στενά σοκάκια της Βενετίας, τον αντίλαλό τους όπως αναμιγνύεται με την ηχώ από φωνές. 
 
Από την άλλη μεριά, ήθελα και γι’ αυτό να ασχοληθώ περαιτέρω με την ΗΧΩ, με την ηχώ αρχικά ως μηχανική αντήχηση, ως ανάκλαση της ηχητικής ενέργειας όταν βρίσκει αντίσταση, όπως περίπου συμβαίνει με το βλήμα όταν συναντά εμπόδιο, δημιουργώντας κατά αυτό τον τρόπο έναν εξοστρακισμό (Rikoschett). 
 
H ΗΧΩ, όμως, και ως απάντηση που έχει διαμορφωθεί και συγχρόνως διαμορφώνει. Στο ποιητικό υλικό αντηχεί έτσι από πολύ μακριά η θλιβερή ιστορία της Ηχούς και του Ναρκίσσου: της Ηχούς, που για την ομιλητικότητά της τής επιβλήθηκε η τιμωρία να επαναλαμβάνει ό,τι άκουγε, και του Ναρκίσσου, του αδέξιου στην αγάπη, του οδηγούμενου στην απόγνωση εξαιτίας της (μη) απόκρισης από την πλευρά της Ηχούς. 
 
Η ηχώ για μένα ως μουσική πρόκληση, με άλλα λόγια όχι απλώς για να επαναλάβω το κείμενο με μιμητική διάθεση, αλλά για να το κάνω να ακουστεί διαφορετικά, μετατοπισμένο κατά οποιονδήποτε τρόπο και προς το κείμενο που έχω ορίσει εγώ, να το τοποθετήσω σε μια φθογγικότητα ξένη προς την καθημερινή ομιλία. Να κατανοήσω την ΗΧΩ, σε αντιδιαστολή με τον μύθο5, ως οντότητα ενεργή, που διαμορφώνει, που μετασχηματίζει ό,τι έχει ριφθεί εμπρός της. 
 
Τρίτον, να προσκαλέσω τις τρεις φωνές που διαπλέκονται, ώστε, μέσω της δημιουργίας αντιθέσεων, να πάρουν μέρος στον αργό χορό της πασακάλιας. 
 
Αυτές οι σκέψεις και η εύρεση κατάλληλου γλωσσικού υλικού είναι πολυσύνθετο ζήτημα, με αποτελέσματα που απαριθμούνται στη συνέχεια: 
 
Γλωσσικό υλικό 1, το κείμενο και η ηχώ του – Νάρκισσος και Ηχώ – η επιθυμία για απόκριση, για ομιλία 
 
Υλικό ηχούς από το «ricochet»: επιγράφεται έτσι μια σειρά ποιημάτων στη συλλογή «versionenlustECHO» (Edition Howeg, Zürich 2022) καθώς και παραλλαγές αυτού του κύκλου με την προσθήκη «stumme Gedichte» («βουβά ποιήματα») για την καλλιτέχνιδα Marion Strunk. 
 
Τα ποιήματα αποτελούνται από στροφές, από το λεξιλογικό υλικό των οποίων ξεπηδούν κάθε τόσο μικρά αποσπάσματα ηχούς, που με τη μορφή ημιστίχιων ή μικρών ομάδων λέξεων προσεγγίζουν τις στροφές με ενοχλητικό τρόπο, με αποτέλεσμα να γίνεται ήδη μες στο ίδιο το κείμενο αισθητή μια ηχητική τάση κατάλληλη για τη σύνθεσή μου. 
 
Γλωσσικό υλικό 2, τα βήματα, «passi» του χρόνου που διαβαίνει 
 
Αρχικές ή ενδιάμεσες ή καταληκτικές συλλαβές που αντλούνται από το βασικό κείμενο, ταξινομημένες σύμφωνα με τα φωνήεντα που τις καθορίζουν· αυτά περνούν / γλιστράνε μέσα από όλες τις φωνές. Σε αντίθεση με μια αίσθηση γλιστρήματος των σημαινόντων, η οποία μπορεί να παρατηρείται στην περίπτωση όσων συντελούνται στην «ΗΧΩ» ή στο «ricochet», εδώ έχουμε πολύ αργό χοροπηδητό, βάδισμα, βηματισμό σύντομων ήχων. Γλωσσικές ποσότητες με απόσταση μεταξύ τους, η καθεμιά από τις οποίες έχει τοποθετηθεί ανά κατά προσέγγιση τακτικά χρονικά διαστήματα στις άκρες της γλώσσας. Για το ζήτημα των γλωσσικών ποσοτήτων βλέπε και: Wolfram Malte Fues, buchstäblich buchstieblich (Edition Howeg 2021). 
 
Γλωσσικό υλικό 3, η φλυαρία 
 
Η ροή της πασακάλιας, ο βηματισμός της, διακόπτεται σε κατάλληλο σημείο με μια παύση, την οποία εκφράζω ηχητικά με τη μορφή φλυαρίας. Το πλέγμα που συνίσταται από φωνές και passi (βήματα) διαρρηγνύεται, ένα συνονθύλευμα από φωνές δημιουργούν ένα είδος αχρονίας. Σχετικά με το θέμα «φλυαρία» βλέπε επίσης: Hans-Wolfgang Schaffnit, «Das Gerede – Zum Problem der Krise unseres Redens» (Passagen, Wien 1996). 
 
Χρονικό υλικό / Εξελικτικές διεργασίες / Παρελεύσεις / Μορφές κίνησης και άλλες παράμετροι 
 
Ομιλία αργή και διστακτική, ομιλία ήπια, κάνω τους πόρους της γλώσσας ακουστικά αντιληπτούς 
 
Ομιλία πορώδης, τι είναι πόρος, πώς αντιλαμβάνομαι από μουσική άποψη το πορώδες, γιατί υπάρχει ενδιαφέρον για το πορώδες 
 
Ο πόρος ενσαρκώνει τη διέξοδο, την πλησμονή· πατέρας του Έρωτα 
 
Στο πορώδες ασβεστολιθικό βουνό, στο καρστ, λοιπόν, κατακρημνίσεις, καταρρεύσεις, το υπέδαφος σαθρό, ασταθές, ρηγματώδες, τραχύ, φθαρτό 
 
Οι γλωσσικές ποσότητες διηθούνται μέσα από κατάλληλη ύλη και παράγουν λέξεις, λόγια, κείμενο, ήχο των λέξεων, μουρμούρισμα μία διαδικασία, η διήθηση συντελείται, συντελείται ηχώντας 
 
Το μουρμούρισμα ανάμεσα στους βορβορυγμούς· πασακάλια / Robert Pinget, όπως παρατίθεται στον επίλογο του Reto Hänni, όπου υπάρχει επίσης παραπομπή στον Σάμιουελ Μπέκετ (σ. 121) 
 
Ο βηματισμός ή ο περιοδικός παλμός καθώς συντελείται το πέρασμα διαμέσου των φωνών 
 
ενύπνια ομιλία, μέσα από τρεις φωνές, μουρμούρισμα στον ύπνο, βορβορυγμός, χτύπος, βηματισμός, μέσα από χρόνους, μέσα στον χρόνο, να σταματήσει ο χρόνος στον ύπνο, σταματάει η ΗΧΩ τον χρόνο, τρέχει η ΗΧΩ στον χρόνο 
 
Χρονική μεταγωγή όπως τη συναντάμε στον συνθέτη Gadenstätter: Bodensatz - Überlegungen zu einem kompositorischen Phänomen - Musik unserer ZeitSRF (σχετικό αφιέρωμα του SRF: «Ίζημα: Σκέψεις σχετικά με ένα συνθετικό φαινόμενο – Μουσική της εποχής μας») 
 
Πώς παριστάνονται οι εξελικτικές διεργασίες στην παρτιτούρα 
 
Στο «Das a. Das i. was kann der Umlaut» («Το a. Το i. Τι μπορεί να κάνει η αλλοίωση του φωνήεντος»), την πρώτη μου σύνθεση για το τρίο Sprechbohrer, ο χρόνος προχωράει στον οριζόντιο άξονα (τετμημένη), ενώ οι φωνές και οι συναφείς παράμετροι στον κάθετο (τεταγμένη). Ο χρόνος, δηλαδή, πηγαίνει από τα αριστερά προς τα δεξιά. 
 
Αντικείμενο διερεύνησης ήταν το αν θα μπορούσε ο χρόνος να προχωρά από πάνω προς τα κάτω, έτσι ώστε να ταξινομηθούν οι ομιλούσες φωνές (κείμενο και παράμετροι) ως στήλες στον οριζόντιο άξονα: Όχι. 
 
Από αυτές τις σκέψεις διατηρήθηκε η κίνηση των passi (των βημάτων, των παλμών) διαμέσου των τριών φωνών. 
 
Διάταξη φωνών 
 
Ψιλή γυναικεία φωνή / ψιλή ανδρική φωνή / βαθιά ανδρική φωνή = S / G / H 6 
 
Πώς παριστάνονται κείμενο και παράμετροι ομιλίας στην παρτιτούρα 
 
Τι πρέπει να εκπληρώσει από μουσική άποψη η μουσική σημειογραφία; Τι πρέπει να καταστήσει εφικτό; Τι να εμποδίσει; Τι μπορεί, τι καταφέρνει η μουσική σημειογραφία στη σύνθεση που θα προκύψει εν τέλει; 
 
Η πραγμάτωση μιας πασακάλιας από το «ricochet / Rikoschett» 
 
Η πραγμάτωση μιας πασακάλιας από το «ricochet / Rikoschett» υπόκειται στη βασική ιδέα ότι οι ίδιες οι κειμενικές φόρμες εμπεριέχουν μορφές κίνησης, ότι πρέπει / θα έπρεπε / μπορούμε να διερευνήσουμε την ύπαρξη συμπλεγμάτων / μασημάτων / παύσεων / επιταχύνσεων εντός των ίδιων των κειμένων. 
 
Πρώτη ιδέα για μια πασακάλια από ομιλία 
 
Τα κειμενικά στοιχεία 
 
1. σχηματίζoυν ποιήματα από την Ηχώ / το «ricochet» → φαντάζομαι κάτι αέρινο: Γιρλάντες στον αέρα; Μια δική μου κίνηση, πώς να τη δημιουργήσω; 
 
2. Επιπλέον: Στην ΗΧΩ, στο «ricochet» → από το κείμενο εξοστρακίζονται / αναπηδούν κι επιστρέφουν στοιχεία / δημιουργούν ηχω-στοιχεία 
 
3. Επιπλέον: ό,τι βαίνει, διαβαίνει, απέρχεται, με άλλα λόγια τα βήματα από συλλαβές τα οποία ηχούν, αντηχούν, νοούμενα ως γλωσσικές ποσότητες, δημιουργημένα από τα παραπάνω, σκοτεινά, τρόπον τινά περιοδικά (όπως μόνο τα τρόπον τινά περιοδικά δημιουργούν κάτι τέτοιο, όχι ήχοι σε στρατιωτικό βηματισμό!)· ίσως χρησιμοποιηθεί και πρόσθετο υλικό. 
 
→ Τρεις μορφές κίνησης προκύπτουν από τρεις κειμενικές φόρμες. 
 
Δεύτερη ιδέα για μια πασακάλια από ομιλία 
 
1. Ένα μουρμουρητό από υλικό αντλημένο από το «ricochet», αποτελούμενο από τρεις φωνές 
 
2. Συνωθώντας τα ηχω-στοιχεία ώστε να εισχωρήσουν απαλά στο μουρμουρητό ή, αλλιώς, το μουρμουρητό να προκύψει από τα ηχω-στοιχεία· ιδέα: Η ηχώ προκαλεί τη δημιουργία της –ηχητικής– προέλευσής της. 
 
3. Το υλικό από το «ricochet» ξεδιπλώνεται σαν βεντάλια, οι φωνές αναπτύσσουν την ανεξαρτησία τους, μέχρι να συγκροτηθούν ενδεχομένως πάλι σε πλέγματα. 
 
4. Ηχώ: ο χρόνος τον οποίο χρειάζεται μια ηχώ για να αντηχήσει, κι έπειτα να σιγήσει → χρόνος κενός ήχου, ≠ παύση / = παύση → να δουλέψω με αυτό, → ένταση. 
 
5. ό,τι βαίνει, διαβαίνει, απέρχεται, με άλλα λόγια τα βήματα από συλλαβές τα οποία ηχούν, αντηχούν, νοούμενα ως γλωσσικές ποσότητες, δημιουργημένα από τα παραπάνω, σκοτεινά, τρόπον τινά περιοδικά, καμπανιστά, περιπλανώμενα μεταξύ των τριών φωνών, αντηχώντας μέσα στο μουρμουρητό (όπως μόνο τα τρόπον τινά περιοδικά δημιουργούν κάτι τέτοιο, όχι ήχοι σε στρατιωτικό βηματισμό!) → η βαθιά φωνή (G) κάνει την αρχή κατά αυτό τον τρόπο και παραμένει για αρκετή ώρα. Στα διαστήματα μεταξύ των μεμονωμένων χτυπημάτων: βαθμιαία άλλο κείμενο. Στο εξής «παλμός πασακάλιας» ή απλώς «παλμός». 
 
6. Η διακοπή, η παύση: Η πασακάλια διακόπτεται μία φορά από φλυαρία, της οποίας η διάρκεια μένει ακόμη να προσδιοριστεί → διάφορα αποσπάσματα από τον Οβίδιο που αφορούν την Ηχώ, και σε άλλες γλώσσες από το «ricochet», ίσως μεμονωμένες λέξεις από τα λατινικά. 
 
7. Ξεκινάει πάλι η πασακάλια, τα «βήματα» αναλαμβάνει πρωτίστως η ψιλή ανδρική φωνή. Συνεχίζουμε. 
 
Πώς συμβολίζω μια ΗΧΩ 
 
lein ein----------x / lein ein----------o / r---annt 
 
Πώς από γλώσσα συνθέτω έναν παλμό → γλωσσικές ποσότητες Wolfram Malte Fues7  
 
Αντλώ γλωσσικές ποσότητες –δηλαδή ομάδες τριών γραμμάτων το πολύ, οι οποίες (δεν) σημαίνουν συγχρόνως το ένα ή το άλλο– από τα ποιήματα του «ricochet» και από τα αποσπάσματα του Οβίδιου που αφορούν την ΗΧΩ, και τις χαρακτηρίζω με ένα σύμβολο σύμφωνα με το φωνήεν που (δεν) εμπεριέχεται σε αυτές, προκειμένου να επιτρέψω στον παλμό, στον βηματισμό, στο βήμα να διατηρήσει τη μεταβλητότητά του καθώς εξελίσσεται. 
 
Πώς συνθέτω μια φλυαρία → Κατά τον Kagel; Πείραμα με το τρίο Sprechbohrer! 
 
Να συνθέσω φλυαρία από μη εκφραστική ομιλία, χωρίς δηλαδή να ακολουθείται σε καμία στιγμή το μέτρο από τον ομιλητή. 
 
Η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί φλυαρία αποτελούμενη από ασυναρτησίες, αστεία, πειράγματα κ.λπ. αντλείται από την ακολουθία των λεκτικών ποσοτήτων. Όχι ηχητική ποίηση!!! Η γλωσσική ροή από άλλο κεφάλαιο της ποιητικής συλλογής που αναφέρθηκε προηγουμένως (δεν διερευνάται περαιτέρω). 
 
Φλυαρία → από ένα πεζό που είναι κατά βάση ίδιο για όλες τις φωνές, του οποίου όμως η αρχή έχει μετατεθεί κατά μία ομάδα λέξεων. Οι φωνές μπαίνουν όλες ταυτόχρονα, προκύπτει οχλαγωγία. ≠ Κανόνας! 
 
Όροι ρυθμικής αγωγής 
 
 
Συγκεκριμένα, κυρίαρχος τόνος «andante pensieroso e vaporoso», «mf έως mp» 
 
Αλλαγή της έντασης όχι με cresc. / decresc., αλλά κλιμακωτά 
 
«Φλυαρία» από την αρχή ως το τέλος mf 
 
Η σύνθεση 
 
1 σελίδα = 30", κατανεμημένη σε ανοίγματα των 6 x 5''· αυτό το πλέγμα υποδιαιρείται άλλη μια φορά για τον παλμό της πασακάλιας, έτσι ώστε στα 30'' να χωρούν 12 «βήματα». Πρέπει να γίνει δοκιμή. 
 
1. Μέρος Α (βλέπε σχέδιο) 
 
Η σύνθεση ξεκινά με ηχω-στοιχεία από το «ricochet»: ψιλή ανδρική φωνή, και με τον παλμό της πασακάλιας: βαθιά ανδρική φωνή, mp έως mf, με ελαφρά διακύμανση σε ένταση και ύψος φωνής, έτσι ώστε να αποφευχθεί η τήρηση του μέτρου. 
 
Παύση των φωνών «ricochet» / Παλμός πασακάλιας (στο εξής «παλμός») από την αρχή ως το τέλος 
 
2. Μέρος Β (στο σχέδιο έχει καταρτιστεί ως μέρος του Α) 
 
Ξεκινά το «μουρμουρητό» από το υλικό του «ricochet»: ψιλή και βαθιά ανδρική φωνή· η γυναικεία φωνή αναλαμβάνει τον παλμό → εξέλιξη των συντελούμενων καθώς γράφεται η παρτιτούρα … βλέπε επίσης Μέρος Β στο σχέδιο, δηλαδή τον παλμό αναλαμβάνουν εναλλάξ και οι τρεις φωνές, ως μικρή διακοπή του αποσπάσματος από το «ricochet». 
 
3. Μέρος Γ «Φλυαρία» (βλέπε σχέδιο· ξεχωριστή δοκιμή μαζί με το τρίο Sprechbohrer σε σύντομο κείμενο) 
 
→ Διάρκεια 45'' / σηματοδοτείται τρόπον τινά η έναρξη του attacca μετά το Μέρος Β 
 
4. Μέρος Δ, το οποίο ακολουθεί εκ νέου τη φόρμα των Α / Β 
 
Αμέσως μετά το Μέρος Γ «Φλυαρία» γενική παύση 5'', κατά την οποία ξεκινά πάλι ο παλμός.

 

 Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαριάννα Χάλαρη

 

 

1 Στα σοκάκια της Βενετίας ή ανάμεσα σε στοιβαγμένα κοντέινερ μπορεί κανείς να ακούσει κάποια ΗΧΩ-θραύσματα.
2 Βλέπε ίσως και τα σχέδια για την ανάπτυξη της σύνθεσης.
3 (Σ. τ. μ.) Το κείμενο της ποιήτριας χαρακτηρίζεται σε μερικά σημεία από ιδιαίτερα ελλειπτικό λόγο εν είδει σημειώσεων, ο οποίος ενδέχεται να ξενίζει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Έγινε προσπάθεια απόδοσής του με κατανοητό τρόπο, ωστόσο δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να θυσιαστεί το ιδιαίτερο ύφος.
4 (Σ. τ. μ.) das Sprechbohrerhafte: Έμμεση αναφορά στην ομάδα sprechbohrer, η οποία παρουσιάζει το δρώμενο που βασίζεται στο συγκεκριμένο ποιητικό έργο.
5 Ο μύθος μπορεί να νοηθεί ως αφήγηση που παραδίδει εκείνο που έχει πλέον παγώσει, με σκοπό να το θέσει εκ νέου σε κίνηση, κάποτε.
6 (Σ. τ. μ.) Πρόκειται για τα αρχικά των μικρών ονομάτων των συντελεστών του τρίο.
7 Wolfram Malte Fues, buchstäblich buchstieblich (Edition Howeg 2021).

 


 

Η Elisabeth Wandeler-Deck γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1939 και είναι συγγραφέας και μουσικός. Με σπουδές αρχιτεκτονικής και κοινωνιολογίας στο ενεργητικό της, εργάστηκε επίσης ως ψυχοθεραπεύτρια Gestalt και το 1999 ίδρυσε στη Ζυρίχη το Γραφείο για Θέματα Φύλου. Είναι μέλος της ομάδας περφόρμανς Interco και της αυτοσχεδιαστικής ομάδας bunte hörschlaufen και δραστηριοποιείται στο DamenDramenLabor. Το 2013 τιμήθηκε με το Ποιητικό Βραβείο της Βασιλείας. Πρόσφατες ποιητικές της συλλογές: attacca holdrio (edition sacré, Ζυρίχη 2018), Visby infra-ordinaire (edition taberna kritika, Βέρνη 2018), Versionenlust, Echo (Εdition Howeg, Ζυρίχη 2022).
 
 
                                                 
 Το κείμενο της
Elisabeth Wandeler-Deck που δημοσιεύεται εδώ γράφτηκε κατά παραγγελία του προγράμματος «The Poets’ Sounds» [Οι ήχοι των ποιητών], το οποίο διεξάγεται από τον λογοτεχνικό οργανισμό Lettrétage με έδρα το Βερολίνο. Στο πλαίσιο του προγράμματος ανατέθηκε σε έξι ποιητές και ποιήτριες από διάφορες χώρες να γράψουν λογοτεχνικά έργα για τρεις φωνές, τα οποία παριστάνονται επί σκηνής από το γερμανικό σύνολο φωνητικής μουσικής sprechbohrer (Sigrid Sachse, Harald Muenz και Georg Sachse) σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Η πρεμιέρα των σκηνικών αυτών παρουσιάσεων δόθηκε στις 11 Ιουνίου 2022 στο Βερολίνο και ακολούθησαν παραστάσεις στην Κολωνία και στο Χάουζαχ της Γερμανίας, στο Γκρατς της Αυστρίας, στο Βελιγράδι και στο Ελσίνκι, ενώ ο τελευταίος σταθμός αυτής της ευρωπαϊκής περιοδείας είναι φεστιβάλ Σαρδάμ στη Λεμεσό της Κύπρου στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι συμμετέχοντες/-ουσες ποιητές και ποιήτριες (Tone Avenstroup, Edouard Escoffet, Katalin Ladik, Morten Søndergaard, Miia Toivio και Elisabeth Wandeler-Deck) κλήθηκαν να γράψουν και σύντομα δοκίμια, όπου σχολιάζουν το έργο τους, τη διαδικασία συγγραφής του και τη συνεργασία τους με το τρίο sprechbohrer. Ενόψει της παρουσίασης του The Poets’ Sounds στο Φεστιβάλ Σαρδάμ, τα δοκίμια αυτά μεταφράστηκαν στα ελληνικά και δημοσιεύονται αποκλειστικά στη Logotexnia 21


 
 
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Florian Neuner, sprechbohrer
Οργανωτική διεύθυνση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

 
 
Περισσότερες πληροφορίες για το πρότζεκτ (γερμανικά/αγγλικά) στην ιστοσελίδα: https://poetssounds.lettretage.de 
 

 








LinkWithin

Related Posts with Thumbnails