Στην έρημο της Ατακάμα, στη Χιλή, υπάρχει μια χωματερή που συγκεντρώνει 100.000 τόνους ρούχα. Πρόκειται για ρούχα μεταχειρισμένα και, κυρίως, για ρούχα καινούργια, που έχουν παραχθεί σε ασιατικές χώρες τα οποία, αφού περάσουν από τα μαγαζιά των ΗΠΑ και της Ευρώπης, καταφθάνουν στο Ικίκε της Χιλής, λιμάνι με ελευθέρα ζώνη, όπου γίνεται ένα ξεδιάλεγμα όσων μπορούν ακόμη να πωληθούν από εκείνα που δεν έχουν πια καμιά αξία στην αγορά. Τούτα τα «άχρηστα ρούχα» καταλήγουν σε αυτή την χωματερή της ερήμου της Ατακάμα: Ανάμεσα στα κατάξερα βουνά και τους κατασκονισμένους δρόμους, τα ρούχα σχηματίζουν σωρούς και λόφους που μεγαλώνουν ανεξέλεγκτα και τους οποίους, από καιρού εις καιρόν, μια μεγάλη πυρκαγιά αναλαμβάνει να περιορίσει, δίχως όμως να τους εξαφανίζει ποτέ.
Με μάρτυρα μοναδικό τον ήλιο ̶ και μακριά από τα βλέμματα των πολιτών ̶ συσσωρεύονται και σχηματίζουν μικρά βουνά οι μόδες και οι ντροπές μιας καταναλωτικής κοινωνίας, η οποία αναπτύσσεται εις βάρος ενός εξαντλημένου πλανήτη. Είναι οι δυναμικές εμπορικές κινήσεις παγκοσμίως και η απληστία της fast fashion τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν την ύπαρξη αυτού του μη βιώσιμου συστήματος: Τα ετοιμοπαράδοτα ρούχα κάνουν τον γύρο του κόσμου χωρίς να τα χρησιμοποιεί κανείς, οι φυσικοί πόροι σπαταλιούνται με μοναδικό στόχο τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον κλιματικής κρίσης —ας μη λησμονούμε πως η βιομηχανία της μόδας είναι μια από τις κύριες συνιστώσες της ρύπανσης—, όλα αυτά, επίσης, σε ένα περιβάλλον βαθιάς μεταναστευτικής κρίσης.
Σε αυτήν ακριβώς τη χωματερή καταφθάνουν και κάποιοι από τους πεζοπόρους οι οποίοι, ξεκινώντας από την Βενεζουέλα, διασχίζουν με τα πόδια περίπου 8.000 χλμ., μέσα από την Κολομβία, τον Ισημερινό και το Περού, προκειμένου να φτάσουν στην χιλιανή πρωτεύουσα. Κάνουν στάση σε αυτή τη χωματερή αναζητώντας παπούτσια και ρούχα για να αντικαταστήσουν αυτά που φοράνε — δεν έχουν και πολλές άλλες αποσκευές: Τα πλεονάσματα του συστήματος ταξιδεύουν μέχρι την έρημο, όπως και οι πεζοπόροι, διωγμένοι από το παγκόσμιο σύστημα ανισοτήτων. Τα μεν μέσω των διεθνών εμπορικών διαδρομών, οι δε χρησιμοποιώντας τα πόδια τους απλά και μόνο. Όταν συναντιούνται, αποκαλύπτουν ένα λάθος στη λειτουργία του συστήματος: Οι νόμοι του παγκόσμιου καπιταλισμού επιτρέπουν στα ρούχα να ταξιδεύουν πιο εύκολα από τους ανθρώπους, οι οποίοι συχνά συναντούν τείχη και σύνορα που δεν μπορούν να περάσουν.
Από το 2015, πάνω από 5,5 εκατομμύρια άτομα έχουν εγκαταλείψει την Βενεζουέλα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (ΟΕΑ), κάθε μέρα φεύγουν από τη Βενεζουέλα 4.000-5.000 Βενεζολάνοι, και οι πιο πολλοί από αυτούς το κάνουν πεζοί, γιατί δεν έχουν τα μέσα ούτε και καμιά άλλη εναλλακτική επιλογή για να επιβιώσουν στον τόπο καταγωγής τους. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές μεταναστευτικές κρίσεις των τελευταίων ετών, η οποία υπερβαίνει ακόμη και εκείνη της Συρίας. Την ώρα αυτή στην Αμερική υπάρχουν δυο μεγάλες μαζικές μετακινήσεις λόγω απόγνωσης: η μία προς τον βορρά —μέσω Κεντρικής Αμερικής— και η άλλη προς τον νότο. Σε όλους τους Βενεζολάνους οι οποίοι φεύγουν από την χώρα τους θα πρέπει να προστεθούν οι μετανάστες από άλλες αμερικανικές χώρες, καθώς και μετανάστες οι οποίοι, από την Αφρική, ακόμη και από την Ασία, δοκιμάζουν να φτάσουν στο αμερικανικό όνειρο.
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Μπογκοτά, την 1η Δεκεμβρίου του 2021 έφτασα στην Κούκουτα, μια πόλη στα σύνορα με την Βενεζουέλα, από την οποία διέρχονται πολλοί από τους Βενεζολάνους πεζοπόρους. Ήμουν προσκεκλημένος του Ιδρύματος El Pilar για να λάβω μέρος σε μια εκδήλωση για το κλείσιμο του Juntos Aparte (= Μαζί Χωριστά) 2021 – Τρίτη Διεθνής Συνάντηση για την Τέχνη, τη Σκέψη και τα Σύνορα, κατά τη διάρκεια μια σύντομης παραμονής και φιλοξενίας με αντικείμενο την καλλιτεχνική δημιουργία. Κατά την διάρκεια αυτών των δέκα ημερών επισκέφθηκα το πέρασμα των συνόρων από τη γέφυρα Σιμόν Μπολιβάρ, η οποία συνδέει το Σαν Αντόνιο δε Τάτσιρα (Βενεζουέλα) με την Κούκουτα (Κολομβία), πάνω από τον ποταμό Τάτσιρα, και μπόρεσα να δω κατά μήκος των δρόμων καραβάνια πεζοπόρων προς την κατεύθυνση της Μπογκοτά. Μέχρι και σήματα της τροχαίας έχουν τοποθετηθεί που ειδοποιούν για την παρουσία των πεζοπόρων στα κράσπεδα των δρόμων.
Για να φτάσουν στην πρωτεύουσα πρέπει να διατρέξουν 600 χλμ. Και να διασχίσουν τις Άνδεις και το χέρσο Υψίπεδο του Μπερλίν, ένα από τα πλέον επικίνδυνα σημεία της διαδρομής λόγω του υψομέτρου και των χαμηλών θερμοκρασιών — το όνομα στο μέρος αυτό το έδωσε ένας Γερμανός ταξιδιώτης, γιατί το κλίμα του θύμιζε τη γερμανική πρωτεύουσα. Τις μέρες εκείνες στην Κούκουτα άρχισα να σκέφτομαι πάνω στην έννοια της walking class. Μετά από κάποια χρόνια ενδιαφέροντος για την αποανάπτυξη και την πράξη της πεζοπορίας ως μορφή αντίστασης στη δικτατορία της ταχύτητας και της βενζίνης, εκείνη εκεί η πραγματικότητα άρχισε να λειτουργεί ως μια ρωγμή που θα με υποχρέωνε να τοποθετήσω το γεγονός της πεζοπορίας σε μια εντελώς καινούργια θέση.
Στις μέρες μας, οι μεγάλες μεταναστεύσεις εισβάλλουν στην πραγματικότητά μας περισσότερο από ποτέ άλλοτε: Αμερικανοί πεζοπόροι —τόσο αυτοί που πάνε προς τα βόρεια όσο και εκείνοι που πάνε προς τις κυριότερες νοτιοαμερικανικές πόλεις—, πεζοπόροι που διασχίζουν τη Μεσόγειο σε επισφαλή πλεούμενα, πεζοπόροι που εγκαταλείπουν τη Συρία και άλλες ζώνες με συγκρούσεις… Και θα πρέπει τώρα να προσθέσουμε και εκείνους που φεύγουν σήμερα από την Ουκρανία. Πίσω από τις οθόνες του κόσμου μας υπάρχουν εκατομμύρια άτομα που βαδίζουν, που φεύγουν, που αφήνουν τα πάντα πίσω τους, ακόμη και αν δεν ξέρουν πολύ καλά πού θέλουν να φτάσουν. Και στο μεταξύ, εκείνα τα πλεονάσματα από το άλλο κομμάτι του ταξιδιού μου, εξακολουθούν να μετακινούνται ατιμωρητί εις βάρος της υγείας του πλανήτη. Οι διαδρομές έχουν σχεδιαστεί από το κεφάλαιο: Αυτό κάνει ένα μέρος να μεθάει με καινούργια πράγματα, ενώ καταδικάζει ένα άλλο στην αθλιότητα. Χωρίς να μετακινούμαστε από το σπίτι μας, μπορούμε να ζητάμε και να μας έρχεται, σε πολύ καλή τιμή, οτιδήποτε θελήσουμε από την άλλη άκρη του κόσμου, ενώ δεν παύουν να μας ανησυχούν όσοι προσβλέπουν σε μια αξιοπρεπή ζωή. Έχοντας πλέον μετατρέψει ένα μέρος του κόσμου, και τα ίδια μας τα σπίτια, σε ένα απόρθητο μπούνκερ που στηρίζεται στην απελπισία του υπόλοιπου κόσμου.
Και την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη και την Αμερική εξαφανίζεται σιγά σιγά η ταξική συνείδηση και όλες οι κατακτήσεις που έχουμε επιτύχει μέσα από τους αγώνες της εργατικής τάξης (working class), αναδύεται, τώρα, μια νέα τάξη, η οποία αντλεί κυρίως την ενέργεια που την κινεί από την ίδια της την απόγνωση: Είναι οι πεζοπόροι ή η walking class. Σε αυτούς, οι οποίοι μεταμορφώνουν την πράξη του πολίτη που βαδίζει σε πράξη αντίστασης και πίστης, σε αυτούς είναι αφιερωμένο το έργο τούτο. Αν μέχρι τώρα η πεζοπορία με ενδιέφερε ως μια αυτόνομη δραστηριότητα αποκομμένη από το κεφάλαιο, σχετιζόμενη με τη ρύπανση και ικανή, υποτίθεται, να αμφισβητήσει έναν κόσμο που εξυμνεί την ταχύτητα, μετά την εμπειρία μου στην Κούκουτα, η πεζοπορία ως πράξη αποκτά για μένα μια καινούργια διάσταση. Που είναι και η αφετηρία για την δημιουργία του έργου Ode to the Walking Class.
Στο έργο αυτό θέλησα να συνδυάσω την απαγγελία κειμένου και τις ακριβείς ενδείξεις με κάποια μέρη πιο αφηρημένα και με έναν χώρο για να αυτοσχεδιάζουν οι ερμηνευτές. Θέλησα ακόμη να χρησιμοποιήσω, εκ νέου, τις κασέτες. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργo με έξι φωνές: τρεις ζωντανές και τρεις ηχογραφημένες. Οφείλω, ακόμη, να πω, ότι είναι το πρώτο έργο που κάνω για να το ερμηνεύσουν άλλοι ερμηνευτές. Το γεγονός ότι αυτοί οι άλλοι ερμηνευτές είναι από την ομάδα sprechbohrer, μια ομάδα που παρακολουθώ με θαυμασμό επί σειρά ετών, συνεπαγόταν για μένα μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση. Για έναν ποιητή όπως εγώ, ο οποίος βασίζει μεγάλο μέρος της δουλειάς του στην performance και τo σώμα, το να βγει από την φωνή του για να ανοίξει διάλογο με άλλες φωνές, όπως αυτές των sprechbohrer, δεν είναι εύκολο πράγμα. Χωρίς αμφιβολία, όμως, οι διαφορετικοί δρόμοι που με οδήγησαν στο έργο αυτό αποτέλεσαν μια μεγάλη εμπειρία. Οφείλω να ευχαριστήσω τους sprechbohrer και το Lettrétage για τη σπουδαία ευκαιρία να πλησιάσω ένα τόσο λεπτό ζήτημα μέσα από έναν χώρο δημιουργικής ελευθερίας, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στη μουσική και την ποίηση. Τώρα είναι η ώρα να αρχίσουμε να περπατάμε δίχως κατεύθυνση.
Μετάφραση από τα Καταλανικά: Νίκος Πρατσίνης
Ο Eduard Escoffet, γεννημένος στη Βαρκελώνη το 1979, είναι ποιητής και γράφει στα καταλανικά. Έχει ασχοληθεί με διάφορα είδη ποίησης (οπτική και γραπτή ποίηση, εγκαταστάσεις, προφορική ποίηση, ποιητική δράση), αλλά έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ηχητική ποίηση και τις ποιητικές αναγνώσεις/περφόρμανς. Είναι συνιδρυτής της πλατφόρμας projectes poètics sense títol - propost.org. Ήταν συνδιευθυντής του Barcelona Poesia (Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Βαρκελώνης) μεταξύ 2010 και 2012 και διευθυντής του PROPOSTA, ενός φεστιβάλ ηχητικής ποίησης και σύγχρονης ποίησης στο Κέντρο Σύγχρονου Πολιτισμού του Βαρκελώνης (2000-2004). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Gaire (2012) και El terra i el cel (2013), Menys i tot (2015), καθώς και το καλλιτεχνικό βιβλίο Estramps with Evru (2011). Έχει εκδώσει δύο δίσκους με το συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής Bradien, το Pols (2012) και το Escala (2015).
Το
κείμενο του Eduard Escoffet που δημοσιεύεται εδώ γράφτηκε κατά
παραγγελία του προγράμματος «The Poets’ Sounds» [Οι ήχοι των ποιητών],
το οποίο διεξάγεται από τον λογοτεχνικό οργανισμό Lettrétage με έδρα το
Βερολίνο. Στο πλαίσιο του προγράμματος ανατέθηκε σε έξι ποιητές και
ποιήτριες από διάφορες χώρες να γράψουν λογοτεχνικά έργα για τρεις
φωνές, τα οποία παριστάνονται επί σκηνής από το γερμανικό σύνολο
φωνητικής μουσικής sprechbohrer (Sigrid Sachse, Harald Muenz και Georg
Sachse) σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Η πρεμιέρα των σκηνικών αυτών
παρουσιάσεων δόθηκε στις 11 Ιουνίου 2022 στο Βερολίνο και ακολούθησαν
παραστάσεις στην Κολωνία και στο Χάουζαχ της Γερμανίας, στο Γκρατς της
Αυστρίας, στο Βελιγράδι και στο Ελσίνκι, ενώ ο τελευταίος σταθμός αυτής
της ευρωπαϊκής περιοδείας είναι φεστιβάλ Σαρδάμ στη Λεμεσό της Κύπρου
στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι συμμετέχοντες/-ουσες ποιητές και ποιήτριες (Tone
Avenstroup, Edouard Escoffet, Katalin Ladik, Morten Søndergaard, Miia
Toivio και Elisabeth Wandeler-Deck) κλήθηκαν να γράψουν και σύντομα
δοκίμια, όπου σχολιάζουν το έργο τους, τη διαδικασία συγγραφής του και
τη συνεργασία τους με το τρίο sprechbohrer. Ενόψει της παρουσίασης του
The Poets’ Sounds στο Φεστιβάλ Σαρδάμ, τα δοκίμια αυτά μεταφράστηκαν στα
ελληνικά και δημοσιεύονται αποκλειστικά στη Logotexnia 21.
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Florian Neuner, sprechbohrer
Οργανωτική διεύθυνση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Οργανωτική διεύθυνση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Περισσότερες πληροφορίες για το πρότζεκτ (γερμανικά/αγγλικά) στην ιστοσελίδα: https://poetssounds.lettretage.de