Miia Toivio, Είσαι ένα ποίμα προφορικό

 Miia Toivio, Είσαι ένα ποίμα προφορικό

 




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αγαπημένο μου Χαζούλι, 
 
 
είσαι ένα ποίημα προφορικό, είσαι ένα ποίημα που χωράει στο στόμα, μα, πάνω απ’ όλα, είσαι ένα ποίημα για φίλημα. Ματς μουτς. Θα έλεγα μάλιστα ότι το γεγονός ότι είσαι για φίλημα -κι όχι τόσο η προφορικότητά σου- είναι αυτό που ταιριάζει πιο πολύ σ’ εκείνο το είδος ποίησης που γεννιέται χωρίς την ανάγκη της γραφής, προφορικά, και την τραγουδάμε, τη διηγούμαστε και τη θυμόμαστε για πάντα. Βέβαια, εσύ δεν είσαι προφορικό με αυτή την έννοια, γιατί πρώτα γράφτηκες σε ένα ηλεκτρονικό αρχείο, με τη βοήθεια ενός επεξεργαστή κειμένου και μετά σε έστειλα σε άλλες χώρες με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας και δεν σε συνέθεσε κάποιος ανώνυμος ποιητής ή τροβαδούρος, δεν σε τραγούδησε καθισμένος στη γωνιά κάποιας καλύβας, κανείς δεν σε άκουσε, δεν σε επανέλαβε, δεν σ’ έμαθε απ’ έξω, για να πάει μετά στο σπίτι του γείτονά του να σε τραγουδήσει κι εκεί, αλλά είσαι κάπως διαφορετικό, σίγουρα μένεις και κολλάς επίμονα στη μνήμη και μια νύχτα όλο και κάποιος θα γευτεί τα θέλγητρά σου και μετά μια άλλη νύχτα θα σε ερωτευτεί και θα σε κάνει δικό του και θα σε πάει στο σπίτι του κι ύστερα θα σε τραγουδήσει λιγουλάκι κι ύστερα κάποιοι άλλοι θα σε ξανατραγουδήσουν και θα σε ξανακούσουν και θα σε ξανακάνουν δικό τους και θα σε ξαναθυμηθούν και πάλι θα σε τραγουδήσουν, αλλά όχι, εσύ δεν ταξίδεψες μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κυκλοφόρησες από στόμα σε στόμα κι από αυτί σε αυτί, εσύ αλλάζεις σταδιακά σχήμα και μορφή, και δεν έχεις ταξιδέψει στους αιώνες, από τόπο σε τόπο μέσα στα σώματα των τραγουδιστών και των ακροατών σου, αλλά διακτινίστηκες μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα από χώρα σε χώρα, από άνθρωπο σε άνθρωπο, και συγκεκριμένα από τη Φινλανδία και το Ελσίνκι στη Γερμανία, την Κολωνία και το Βερολίνο κι εκεί σε διάβασαν με τα μάτια και σε συνάντησαν μέσα στη στοματική τους κοιλότητα και τέλος, την άνοιξη του 2022 κάποια στόματα σε μελέτησαν και σ’ έκαναν δικό τους και σε κουβάλησαν μαζί τους και σε παρουσίασαν στο κοινό. Είσαι ένα ποίημα γραπτό, υιοθετημένο από στόματα. 
 
Γεννήθηκες από την ανάγκη μου για ένα πολιτιστικό βίωμα, που οι τραγουδιστές μεταφέρουν στο στόμα τους, όπως τα ζώα κουβαλούν τα μικρά τους. Λαχταρούσα να έρθω όσο πιο κοντά γινόταν στη φιννο-ουγγρική προφορική ποιητική παράδοση των λαϊκών πλανόδιων τραγουδιστάδων, μιας και, ως ποιήτρια-γραφιάς, δεν είχα καμιά επαφή μαζί της. Εξάλλου, αυτή η παράδοση έχει πια χαθεί στον τόπο μας εδώ και πάνω από εκατό χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια η γραπτή ποίηση πήρε άλλη θέση, άλλαξε κι εκείνη, μετουσιώθηκε. Η παραδοσιακή λαϊκή μας ποίηση που τραγουδιέται εξαφανίστηκε, η ποίηση ντύθηκε τον μανδύα της γραπτής κουλτούρας και η σύγχρονη ποίηση γεννήθηκε μέσα από τη γραπτή λογοτεχνική παράδοση. Στο τμήμα Δημοτικής Μουσικής της Ακαδημίας Σιμπέλιους οι σπουδαστές μελετούν ακόμα την παραδοσιακή προφορική ποίηση, όμως εκείνοι δεν είναι ποιητές, είναι μουσικοί. Κι αν θες τη γνώμη μου, εκείνοι δεν είναι καν δημιουργοί. Δεν σκαρώνουν ποιήματα και τραγούδια από μόνοι τους, παρά μόνο μελετούν και τραγουδούν τα τραγούδια που σώζονται στις συλλογές του αρχείου δημοτικής ποίησης. 
 
* * * 
 
Όμως εσύ, χαζούλι μου, τρελούτσικο πλάσμα, τρελοτρελούτσικο, γλυκέ μου τρελοπαλιάτσε, είσαι προφορικό ποίημα, κι αυτό για μένα, που σε έγραψα, σημαίνει: ένα ποίημα, όπου η μελωδικότητα κι η ρυθμικότητα της γλώσσας, εκείνη η καθαρά σωματική εμπειρία που προκαλεί το ίδιο το ποίημα, ήταν αυτά που καθοδήγησαν τη γραφή του. Δεν είσαι δημοτικό, προφορικό ποίημα κατά τα μέτρα και τους τύπους της Καλεβάλα, είσαι πειραματικό και περνάς μέσα απ’ όλες τις μορφές τέχνης. Οι ρίζες σου βρίσκονται κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα, στην ξακουστή avant-garde και συγκεκριμένα στην ηχητική ποίηση. Πάντα μου άρεσε η ποίηση που σου μοιάζει: αυτή που έχει μια μουσική πλευρά, που κλέβει την παράσταση απ’ το ίδιο το ποίημα κι ύστερα σφίγγει τις λέξεις στην αγκαλιά της. Κι εκείνες στροβιλίζονται στον άνεμο! Η ποίηση με ηχητικές και ρυθμικές φόρμες τόσο δυνατές και παρούσες, που κατακτούν την προσοχή του αναγνώστη και τον κλονίζουν. Η ποίηση που γεννιέται πρωταρχικά ως ηχητική οντότητα, ακούγοντας κι αναπαράγοντας ψιθυριστά τις λέξεις μιας γλώσσας. Τέτοια ποίηση γράφεται πολύ σπάνια πια στα φινλανδικά κι αυτό σίγουρα είναι κρίμα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι πολύ χαρούμενη που υπάρχεις. 
 
Η προφορική γραφή ήταν για κάποια χρόνια στο περιθώριο και της δικής μου λογοτεχνικής παραγωγής. Πάνε πια δέκα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το ποιητικό έργο Στόματα (Suut, Poesia, 2012), που γράψαμε μαζί με τον Μάρκο Νίεμι. Στα Στόματα, θελήσαμε να τονίσουμε την ηχητικότητα της ποίησής μας με τη βοήθεια ενός μεθοδικού, ή καλύτερα, παραδοσιακού τρόπου γραφής. Χρησιμοποιήσαμε διάφορα προγράμματα και λογισμικά που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Μάρκο, για τη γραφή ποιημάτων και τη δημιουργία ποιητικών προτύπων. Μέσω αυτών των προγραμμάτων, μπορέσαμε να εισάγουμε έναν συγκεκριμένο όγκο κειμένων και να εξάγουμε ορισμένα αποτελέσματα, τα οποία και επεξεργαστήκαμε στη συνέχεια. Έπειτα, γράψαμε και οι ίδιοι ηχητικά και ρυθμικά ποιήματα με χαρτί και μολύβι, για να νιώσουμε και να απολαύσουμε την αίσθηση που δίνει το χειρόγραφο. Ο Μάρκο ασχολήθηκε περισσότερο με μεθοδικά, συχνά τυποποιημένα κείμενα γραμμένα με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή κι εγώ έγραψα πιο ελεύθερα, με πολύ λίγους περιορισμούς στη σύνθεση. 
 
Τα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία των Στομάτων, εγώ και ο Μάρκο εμφανιζόμασταν συχνά μαζί σαν ντουέτο, το ντούο Miia&Marko, μελετώντας τις δυνατότητες της προφορικής ποίησης, της περφόρμανς και της διαλογικής έκφρασης. Όμως, δυστυχώς, ο Μάρκο έφυγε αναπάντεχα το φθινόπωρο του 2019. Έτσι, έχασα έναν στενό φίλο και συνεργάτη κι η μελέτη μου πάνω στην προφορικότητα του ποιήματος διακόπηκε απότομα κι έμεινε στη μέση. Το δημιουργικό πρότζεκτ του Lettrétage και των sprechbohrer μού έδωσε την ευκαιρία να προβληματιστώ και πάλι, από μια νέα σκοπιά (και με καινούργια έμπνευση!) αυτή τη φορά, πάνω στην ικανότητά μου να παράγω γραπτά, προφορική ποίηση. 
 
Η πρώτη μου δημιουργική σκέψη σε σχέση μ’ εσένα, Xαζούλι μου, ήταν η επιθυμία μου να καλέσω την προφορικότητα ή, καλύτερα, το ίδιο το στόμα στο σπίτι μου. Να το καλέσω πίσω στο δικό μου στόμα, με μοναδικό σκοπό να συνθέσω ποίηση. Έτσι, χρησιμοποίησα προσωποποιήσεις θέλοντας να δώσω ζωή στα γραφόμενά μου. Φαντάστηκα το στόμα σαν ένα έμβιο, αυθύπαρκτο ον, που θα μπορώ να καλώ κάθε φορά, με τον ίδιο τρόπο που οι γελαδάρηδες μαζεύουν τα κοπάδια τους απ’ τα λιβάδια πίσω στους στάβλους. Ως παιδί, είχα την ευκαιρία να ζήσω στην ύπαιθρο και να γνωρίσω έναν τρόπο ζωής που μοιάζει πια απαρχαιωμένος: μικρές φάρμες και χωριά, σπαρμένα εδώ κι εκεί στην αραιοκατοικημένη φινλανδική επαρχία, όπου οι παππούδες ζούσαν από το εισόδημα που τους απέδιδε το μικρό τους κοπάδι, που δεν αριθμούσε πάνω από είκοσι αγελάδες. Τα καλοκαίρια, το μικρό κοπάδι περνούσε τις μέρες του στα βοσκοτόπια γύρω απ’ το αγρόκτημα και το βράδυ οι παππούδες μου το καλούσαν και πάλι στο στάβλο, για το βραδινό άρμεγμα. Δυστυχώς, θυμάμαι πολύ αμυδρά τον τρόπο που ο παππούς και οι γιαγιά μου σαλαγούσαν το κοπάδι τους πίσω στο σπίτι, όμως γνωρίζω καλά πως αυτές οι παραδοσιακές κραυγές και τα τραγούδια [kulning, στα σουηδικά, ΣτΜ] ήταν μια μοναδική, ξεχωριστή τέχνη που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φιννο-ουγγρικής προφορικής ποιητικής παράδοσης. Στο μυαλό μου, συνέδεα το αρχικό στάδιο της δουλειάς μου με αυτή ακριβώς την παράδοση. Kαι μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, Χαζούλι μου, γεννήθηκε το πρώτο μου ποίημα. 
 
Αυτό που ήταν εντελώς καινούργιο και δύσκολο για’ μένα ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να σε γράψω σαν παρτιτούρα και μάλιστα για τρεις φωνές. Η σύνθεσή σου ήταν για μένα ένα μοναδικό και πολύπλευρο μάθημα, καθώς δεν μπορούσα να σε γράψω με τη βοήθεια των παλιών, γνώριμων μεθόδων μου. Είσαι το πρώτο ποίημα που γράφω με πρωταρχικό σκοπό την προφορική παρουσίαση, την ακρόαση. Μα σοβαρά τώρα: τρεις φωνές; Ουφ! Σκέφτομαι πως αυτές οι φωνές μοιάζουν με τρεις μορφές, τρεις ξεχωριστούς χαρακτήρες που βηματίζουν αργά, ο καθένας στη δική του μεριά, μέσα σ’ ενα μεγάλο, κοινόχρηστο περιβόλι, πετώντας ο ένας στον άλλον ένα μπαλάκι, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον κι ακούγοντας την ηχώ της φωνής τους στον αέρα. Δεν μπορώ ακόμα να ξέρω τι είδους νέος τόπος (ή περιβόλι) θα προκύψει από το τριμερές αυτό παιχνίδι. Όταν σε ακούω για πρώτη φορά στην προφορική παρουσίαση, είσαι για’ μένα μια έκπληξη: οικείο και ξένο μαζί. 
 
Θεματικά, σε συνδέω με πολύ σημαντικά πράγματα για’ μένα. Και γι’αυτά ακριβώς τα πράγματα θα ήθελα τώρα να μιλήσω. Όμως πρώτα απ’ όλα, αυτό που θα ήθελα, είναι να θυμίζεις στους ακροατές σου την αίσθηση που αφήνει η γλώσσα, την αίσθηση που αφήνουν οι λέξεις, τα σύμφωνα και τα φωνήεντα, ώστε οι ακροατές σου να μπορέσουν να θυμηθούν ξανά το στόμα, το δικό τους στόμα κι όλα όσα μπορούν να κάνουν μ’ αυτό. Να ξάναθυμηθούν πόσο αξιοθαύμαστο είναι αυτό το ον που κουβαλάμε στο στόμα και το μυαλό μας και πόση χαρά μπορεί να μας δώσει. Και πώς αυτό το ον εξακολουθεί να ζει μέσα στην ποίηση και πόση δύναμη κρύβει μέσα του. 
 
Για θυμήσου λίγο το ποίημα "Sydämeni laulu (To Τραγούδι της Καρδιάς μου), από το εμβληματικό μυθιστόρημα του Άλεξις Κίβι Seitsemän veljestä (Τα Επτά Αδέλφια 1870)1. Διάβασέ το δυνατά και πρόσεξε πως είναι γεμάτο ηχητικά τερτίπια και παρηχήσεις: -hietakehto, kellahdella, kuullella kehrääjälintuu-. Ακόμα και εκείνη η σκοτεινή, υποβλητική εικόνα που δίνει ο τελευταίος του στίχος αποδίδεται κι εκείνη με ηχητικά παιχνίδια. Προσπάθησε λίγο να το απαγγείλεις και θα διαπιστώσεις με έκπληξη ότι, τελικά, η επίδραση που έχει αυτό το ποίημα στην ψυχή μας, οφείλεται μόνο στα σύμφωνα και στα φωνήεντα, στον τρόπο που αυτά διαρθρώνονται μέσα στις λέξεις και στην αίσθηση που αφήνουν στο στόμα μας. 
 
Κι αυτήν ακριβώς την αίσθηση επιθυμώ να βρω και να τονίσω μέσα από τη γραφή μου. Είναι λίγο δύσκολο να το περιγράψω όλο αυτό, όσες φορές και μ’ όσους τρόπους κι αν προσπάθησα να το κάνω στις σημειώσεις μου. Παρακάτω, θα προσπαθήσω να μιλήσω για τις προσπάθειές μου να δαμάσω, να καλοπιάσω την εμπειρία της γραφής σου. 
 
* * * 
 
Με ποιον τρόπο προσπαθώ να γράψω; Στιγμιαίες ριπές συναισθήματος, που συνεπαίρνουν το ποίημα και παρασέρνουν κι εμένα μέσα στο ποίημα κι εγώ ακολουθώ. Κι όμως, έχω πλήρη επίγνωση του εαυτού μου, μένω πιστή στον εαυτό μου, σ’ αυτό το ταξίδι στο άγνωστο, όπου η συναίσθηση του εαυτού μου περνά μέσα από τους ήχους και τα φωνήματα, που κρύβουν μέσα τους τόσο παράξενα νοήματα. Αυτό είναι το συναίσθημα που αναζητώ, αυτό ψάχνω, αυτό μου λείπει. Δεν γνωρίζω πώς μπορεί να φτάσει κανείς ως εκεί, όμως, γράφοντας, πηγαίνω προς τα εκεί αυτόματα και ξαφνικά παρατηρώ πως βρίσκομαι και πάλι μέσα σ’ εκείνη τη συναρπαστική στιγμή. 
 
Κι όταν αυτό συμβαίνει, όταν βρίσκω επιτέλους αυτό αυτό αυτό αυτό το συναίσθημα, αυτό που πηγάζει μόνο από τη γλώσσα και κάνει την ποίηση να λέγεται ποίηση, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη της γραφής και τους άλλους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και περιγράφει τον κόσμο, βιώνει την ύπαρξή του και σχετίζεται με τους άλλους, όταν συμβαίνει αυτό, χαίρομαι πάρα, μα πάρα πολύ. 
 
Γι’ αυτό τον λόγο, συνειδητοποιώ πως, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η εικόνα των δικών μου ποιημάτων. Ποτέ δεν ασχολήθηκα μ’ αυτή. Η οπτική και η τυπογραφία της ποίησης δεν με βοηθούν να γευτώ την αίσθηση που αφήνει ένα ποίημα στο στόμα. Η όραση είναι η αίσθηση της απόστασης και για μένα δεν είναι από μόνη της αρκετή για να αφυπνήσει ολόκληρο το σώμα. Το ποίημα που γίνεται αποκλειστικά αντικείμενο του βλέμματος, δεν με αγγίζει ούτε με συγκινεί το ίδιο με το ποίημα που υπάρχει σαν ένα έμβιο όν, που μπορείς ν’ ακούσεις και ν’ αγγίξεις. Επίσης, φαντάζομαι πως είναι άλλο πράγμα η γραφή που πηγάζει από το στόμα, και άλλο πράγμα η γραφή που πηγάζει από τα μάτια. Η πρώτη βασίζεται πιο πολύ στην ακοή και την αφή και δεν αρκείται μόνο σε οπτικά σχήματα και ρυθμούς. Από την άλλη, ίσως να κάνω και λάθος. Ίσως να πρέπει να το ξανασκεφτώ και να αναθεωρήσω την άποψή μου ως προς αυτό. 
 
Κι απ’ αυτό ακριβώς το συναίσθημα, από αυτή την κατανόηση, από την ηχητική επανάληψη και από κάποιου είδους άγνωστη πηγή προέρχεται η γραφή μου και σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπεί: στην αίσθηση, την πίεση, τον ρυθμό, την άρθρωση και την κίνηση. Όλα είναι ψίθυρος, όπως περιγράφει ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι το αρχικό στάδιο της διαδικασίας της γραφής ενός ποιήματος στο δοκίμιό του «Σύννεφο με παντελόνια». Σκέφτομαι επίσης πως, ιδανικά, η γραφή ενός ποιήματος κλίνει προς τον ψίθυρο, αγγίζει τα όρια του ακατανόητου και ιδανικά, το ίδιο το ποίημα έρχεται να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτά τα όρια και να αναιρέσει κάθε επιθυμία για εγκατάλειψη της προσπάθειας. 
 
Κατά τον Μαγιακόφσκι, η γραφή ενός ποιήματος ξεκινάει από έναν ψίθυρο που μετουσιώνεται σε λέξεις: Οι λέξεις πηγάζουν από τον ψίθυρο. Για μένα η εμπειρία της ποιητικής γραφής είναι ακριβώς το αντίθετο: Σιγά-σιγά, οι λέξεις αρχίζουν να λιώνουν απ’ τις άκρες τους, οι σημασίες αρχίζουν να λιώνουν, να πέφτουν με την πλάτη πάνω στο ά-μορφο, την ασημαντότητα, στην ασυναρτησία. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, να παραμένουν ταυτόχρονα στη σφαίρα του κατανοητού. 
 
Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική γραφή πρέπει πάντα να καταλήγει στον ψίθυρο. Δεν ξέρω γιατί, πάντως έτσι νιώθω. Δεκάρα δεν δίνω για τις ερμηνείες. Εμένα με νοιάζει η αίσθηση εκείνη που θεριεύει όταν όλες οι ερμηνείες καταλύονται. Μια τέτοια ποίηση ονειρεύομαι, αυτή θέλω ένα κύμα, που βγάζει τα μέσα μου προς τα έξω και ξανά πάλι με γυρίζει απ’ την καλή, ή τουλάχιστον μια πραγματικότητα που μας ανοίγει, μας γεμίζει και μας σπάει, μας μεταβάλλει ή τέλος πάντων κάτι άλλο που δεν ξέρω πια ούτε κι εγώ τι είναι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν σταματάει στιγμή να με εκπλήσσει. 
 
* * * 
 
Εσύ, μικρό μου τρελοτρελούτσικο, είσαι τόσο χαζούλικο, γεμάτο ψου-ψου και σου-ξου-μου-του κι εύχομαι νά ‘σαι ένα απ’αυτά τα ψου, τα σου, τα ξου και τα μου, και όλα αυτά (όλα όμως) που θα ήθελα να επιστρέψω στην ποίηση, να της τα πάω πίσω, να τα ξαναφτιάξω απ’ την αρχή, αυτή η τόσο σουξουμουτού-αίσθηση, αυτό το τόσο όμορφο συναίσθημα που μας πλημμυρίζει, για παράδειγμα, κάθε φορά που προφέρουμε το φωνήεν U. 
 
Το U είναι μια μπάλα παγωτό, κυπελάκι, απαλό, βελούδινο gelato. 
 
Στάσου μια στιγμή, να πάω να το καταβροχθίσω. 
 
* * * 
 
Και για το τέλος, σαν κατακλείδα, μια τελευταία εικόνα, που ελπίζω να είναι σε όλους οικεία και χειροπιαστή: Το στόμα είναι ένα είδος ναού, ένας αχανής χώρος, όπου οι ήχοι στροβιλίζονται σαν κύματα και συλλέγουν από μέσα του σημασίες και νοήματα. Κι όσο συχνότερα επισκεπτόμαστε αυτό τον ναό, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή του επάνω μας. Τόσο εντονότερη γίνεται αυτή η αίσθηση. Η φωνή σου μού τριβελίζει το μυαλό ξανά και ξανά. Γι’ αυτό κι εσύ, αγαπημένο μου χαζούλι, επαναλαμβάνεις τα λόγια σου τόσες πολλές φορές. Αυτή η πατρίδα της γλώσσας. Η εγγύτητα. 
 
Τελειώνοντας, θα ήθελα ακόμα να σου πω ότι θα ήθελα νά ‘μαι σαν κι εσένα, τόσο χαρούμενη, με τόση ενέργεια, να απολαμβάνω τη ζωή μου όπως κι εσύ. Άλλωστε, εσύ γεννήθηκες απ’ τη λαχτάρα μου να χαίρομαι και ν’ απολαμβάνω τις λέξεις και τους ρυθμούς. Τη λαχτάρα μου να γίνομαι αστεία και χαζούλα, ακόμα και γελοία. Γλωσσο-χαρούμενη! Από την άλλη, πάντα ένιωθα πως ήθελα να γράψω για τη θλίψη που μας προκαλεί η απουσία ενός στόματος που φτύνει γύρω του αγνή, ατόφια, απόλυτη χαρά. 
 
Εύχομαι να δώσεις στους ακροατές σου χαρά και μια αφορμή να γιορτάσουν και να επαναστατήσουν χαρούμενα στον ρυθμό σου μακάρι εκείνο το στόμα να βρει το δρόμο της επιστροφής σε πάρα πολλά στόματα, μέσα από σένα. 
 
 
Μετάφραση από τα Φινλανδικά: Βίκυ Αλυσσανδράκη
 
 
1 Το μυθιστόρημα Τα Επτά Αδέλφια, του Άλεξις Κίβι, κυκλοφόρησε το 1870 και αποτελεί το πρώτο έργο πεζογραφίας, που γράφτηκε στη φινλανδική γλώσσα (ΣτΜ)

 
  
Η ποιήτρια Miia Toivio γεννήθηκε στο Imajoki της Φινλανδίας το 1974 και ζει στο Ελσίνκι. Εκδίδει το περιοδικό Tuli & Savu, εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας και διδάσκει δημιουργική γραφή. Είναι επίσης συνιδρύτρια του εκδοτικού οίκου Poesia. Η πρώτη της ποιητιή σύλλογή, Loistaen olet, δημοσιεύτηκε το 2007 και η πιο πρόσφατη, Sukupuutot, το 2019 (και οι δύο από τις εκδόσεις Teos, με έδρα το Ελσίνκι). Το 2021 η Miia Toivio έλαβε το βραβείο Eino Leinon.
 
 
                                                 
 Το κείμενο της
Miia Toivio που δημοσιεύεται εδώ γράφτηκε κατά παραγγελία του προγράμματος «The Poets’ Sounds» [Οι ήχοι των ποιητών], το οποίο διεξάγεται από τον λογοτεχνικό οργανισμό Lettrétage με έδρα το Βερολίνο. Στο πλαίσιο του προγράμματος ανατέθηκε σε έξι ποιητές και ποιήτριες από διάφορες χώρες να γράψουν λογοτεχνικά έργα για τρεις φωνές, τα οποία παριστάνονται επί σκηνής από το γερμανικό σύνολο φωνητικής μουσικής sprechbohrer (Sigrid Sachse, Harald Muenz και Georg Sachse) σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Η πρεμιέρα των σκηνικών αυτών παρουσιάσεων δόθηκε στις 11 Ιουνίου 2022 στο Βερολίνο και ακολούθησαν παραστάσεις στην Κολωνία και στο Χάουζαχ της Γερμανίας, στο Γκρατς της Αυστρίας, στο Βελιγράδι και στο Ελσίνκι, ενώ ο τελευταίος σταθμός αυτής της ευρωπαϊκής περιοδείας είναι φεστιβάλ Σαρδάμ στη Λεμεσό της Κύπρου στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι συμμετέχοντες/-ουσες ποιητές και ποιήτριες (Tone Avenstroup, Edouard Escoffet, Katalin Ladik, Morten Søndergaard, Miia Toivio και Elisabeth Wandeler-Deck) κλήθηκαν να γράψουν και σύντομα δοκίμια, όπου σχολιάζουν το έργο τους, τη διαδικασία συγγραφής του και τη συνεργασία τους με το τρίο sprechbohrer. Ενόψει της παρουσίασης του The Poets’ Sounds στο Φεστιβάλ Σαρδάμ, τα δοκίμια αυτά μεταφράστηκαν στα ελληνικά και δημοσιεύονται αποκλειστικά στη Logotexnia 21


 
 
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Florian Neuner, sprechbohrer
Οργανωτική διεύθυνση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

 
 
Περισσότερες πληροφορίες για το πρότζεκτ (γερμανικά/αγγλικά) στην ιστοσελίδα: https://poetssounds.lettretage.de