Jenny Erpenbeck, Περαστικοί

Oranienplatz Photo by DPA


[…]


9


Τις επόμενες δύο εβδομάδες ο Ρίχαρντ τις εκμεταλλεύεται για να διαβάσει μερικά βιβλία για το θέμα και να σχεδιάσει έναν κατάλογο με ερωτήσεις για τις συζητήσεις που θέλει να κάνει με τους πρόσφυγες. Μετά το πρωινό πιάνει δουλειά, στη 1 η ώρα τρώει για μεσημέρι, κοιμάται μία ώρα, ύστερα κάθεται πάλι στο γραφείο του ή διαβάζει μέχρι το βράδυ στις οκτώ ή στις εννιά. Είναι σημαντικό να κάνει τις σωστές ερωτήσεις. Και οι σωστές ερωτήσεις δεν είναι απαραιτήτως οι ερωτήσεις που κάνει κανείς όταν ανοίγει το στόμα του.


Για να μάθει τη μετάβαση από μία γεμισμένη και συγκεκριμένη καθημερινότητα σε μία ανοιχτή προς όλες τις πλευρές, εκτεθειμένη στα ρεύματα τρόπον τινά καθημερινότητα της ζωής ενός πρόσφυγα, πρέπει να ξέρει τι ήταν στην αρχή, τι στη μέση – και τι είναι τώρα. Εκεί που η ζωή ενός ανθρώπου συνορεύει με την άλλη ζωή του ίδιου ανθρώπου πρέπει όντως να είναι ορατή η μετάβαση, η οποία, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, δεν είναι τίποτα ουσιαστικά η ίδια.




Πού μεγαλώσατε; Ποια είναι η μητρική σας γλώσσα; Σε ποια θρησκεία ανήκετε; Πόσοι άνθρωποι ήσασταν στην οικογένειά σας; Πώς ήταν το διαμέρισμα, το σπίτι, που μεγαλώσατε; Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σας; Είχατε τηλεόραση; Πού κοιμόσασταν; Τι τρώγατε; Ποια ήταν η αγαπημένη σας κρυψώνα στα παιδικά σας χρόνια; Έχετε πάει σχολείο; Τι ρούχα φορούσατε; Είχατε κατοικίδια ζώα; Μάθατε κάποιο επάγγελμα; Έχετε δική σας οικογένεια; Πότε φύγατε από την πατρίδα σας; Γιατί; Έχετε ακόμα επαφές με την οικογένειά σας; Με ποιο σκοπό φύγατε; Πώς τους αποχαιρετήσατε; Τι πήρατε μαζί σας, όταν φύγατε; Πώς φανταζόσασταν την Ευρώπη; Τι είναι διαφορετικό; Πώς περνάτε τις ημέρες σας; Τι σας λείπει πιο πολύ; Τι επιθυμείτε; Αν είχατε παιδιά, που μεγάλωναν εδώ, τι θα τους λέγατε για την πατρίδα σας; Μπορείτε να φανταστείτε ότι θα γεράσετε εδώ; Πού θέλετε να σας θάψουν;


[…]



54


Στις αρχές Φεβρουαρίου φθάνουν για όλους του άντρες στην ομάδα της πλατείας Οράνιεν, που στη Γερμανία δεν έκαναν ποτέ αίτηση ασύλου, αλλά παρ’ όλ’ αυτά είναι εδώ, οι επιστολές από την Υπηρεσία Αλλοδαπών. Κάθε ξεχωριστή περίπτωση εξετάζεται λοιπόν και κρίνεται. Αποδείχθηκε, κάτι που και με την εκκαθάριση της πλατείας πέρυσι το φθινόπωρο ήταν ήδη γνωστό: ότι μόνο η Ιταλία είναι αρμόδια για τους άντρες που έφθασαν στην Ιταλία.


Ο Αλί από το Τσαντ, που δούλεψε σαν νοσοκόμος στη μητέρα της Άννε, πρέπει να φύγει.


Ο Χαλίλ, που δεν ξέρει πού είναι οι γονείς του και αν ζούνε ακόμα, πρέπει να φύγει.


Ο Τσανί, εκείνος με το χαλασμένο μάτι, που έφερε μαζί του τα άρθρα για τη σφαγή στη γενέτειρά του, πρέπει να φύγει.


Ο Γιουσούφ από το Μαλί, ο λαντζέρης, που θέλει να γίνει μηχανικός, πρέπει να φύγει.


Ο Μωχάμετ, που λόγω μόδας αφήνει το παντελόνι να του πέφτει μέχρι κάτω χαμηλά και φαίνεται ο πισινός του, πρέπει να φύγει.


Ο Γιάγια, που έκοψε το καλώδιο του κουδουνιού, για να σταματήσει τον δοκιμαστικό συναγερμό, πρέπει να φύγει.


Και ο Ρούφου, με το σφράγισμά του στο δόντι.


Να φύγει πρέπει ο Απόλλων, που το σπίτι του είναι στην έρημο του Νίγηρα, στην περιοχή που η Γαλλία εξορύσσει ουράνιο.


Να φύγει πρέπει ο Τριστάνος.


Και ο Καρόν πρέπει να φύγει, ο αδύνατος.


Να φύγει πρέπει κι ο ψηλός o Ιτέμπα, που μαγειρεύει πολύ καλά.


Όταν του ζητάνε ν’ αδειάσει το δωμάτιό του, κόβει τις φλέβες του μπροστά στα μάτια των δημοσίων υπαλλήλων και μεταφέρεται στο ψυχιατρείο.


Να φύγει πρέπει κι ο Ρασίντ.


Τη Δευτέρα, που παίρνει την επιστολή, περιχύνεται με βενζίνη στην πλατεία Οράνιεν και θέλει να καεί.





Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;



[…]




Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 



Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το τελευταίο μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ (γεν. 1967) gehen, ging, gegangen που εκδόθηκε από τον Albrecht Knaus Verlag το 2015. Ο Ρίχαρντ είναι ένας συνταξιούχος καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, πρώην κάτοικος του Βερολίνου της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από τους πρόσφυγες που έχουν φθάσει στο Βερολίνο από την Αφρική και έχουν αρχικά κατασκηνώσει στην πλατεία Οράνιεν, την πλατεία που έχει ταυτιστεί με το προσφυγικό ζήτημα στο Βερολίνο, και αρχίζει να μαθαίνει και να συνειδητοποιεί την καθημερινότητά τους στην Ευρώπη. Ο τίτλος του μυθιστορήματος gehen, ging, gegangen είναι οι τρεις αρχικοί ρηματικοί τύποι του ρήματος «πηγαίνω» στα Γερμανικά, όπως τους μαθαίνει κανείς όταν διδάσκεται τη γλώσσα.


Διαβάστε στον Αναγνώστη ένα άρθρο της Ελένης Τορόση για το μυθιστόρημα αυτό.


Όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ


Από τα βιβλία της Τζέννυ Έρπενμπεκ έχουν ήδη εκδοθεί στα Ελληνικά η νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού, η συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις, όλα από τις εκδόσεις Ίνδικτος